LIYANAGE CHAMINDA SAMPATH FERNANDO ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , Υπόθεση Αρ. 1610/2010, 17/7/2012
print
Τίτλος:
LIYANAGE CHAMINDA SAMPATH FERNANDO ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , Υπόθεση Αρ. 1610/2010, 17/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1610/2010)

 

17 Ιουλίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LIYANAGE CHAMINDA SAMPATH FERNANDO,

Αιτητή,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αίτηση για πολιτογράφηση που υποβλήθηκε από τον αιτητή στις 13.4.2005, δεν στέφθηκε με επιτυχία.  Απερρίφθη στις 31.7.2010 με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου αρ. 141(Ι)/2002, υπό το φως και του Τρίτου Πίνακα του Νόμου.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 29.9.2010, εξ ου και κατεχωρήθη η υπό κρίση προσφυγή.

 

         Η κύρια βάση που επικαλείται ο αιτητής, αφορά στο αναιτιολόγητο της απορριπτικής απάντησης.  Θεωρεί ότι το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 29.9.2010, που του απεστάλη είναι ασαφές, γενικό και αόριστο και δεν μπορεί η  εν πάση περιπτώσει ελλιπής αιτιολογία να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.  Η προσβαλλόμενη πράξη κατέγραψε τα εξής: (διατηρείται το κείμενο ως έχει).

 

«I am directed to refer to your application for the acquisition of the Cypriot citizenship through Naturalization and to inform you that it was carefully examined but unfortunately it was not approved.

 

              2. The  Republic of Cyprus practising its sovereign rights and in view of the fact that:

 

(a)  your arrival and residence in Cyprus as a houseboy is purposed to be temporal and

(b)  it was ruled that you have not fully intergraded into Cypriot society

decided that there is not any essential reason justifying your Naturalization as a Cypriot citizen.»

 

Είναι γνωστό μέσα από τη νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους.  Δεν επιβάλλεται στο κράτος, έστω και αν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Νόμο.  Είναι αντινομική προς την ίδια την ιδέα της κυριαρχίας του κράτους, η όποια απαίτηση για πολιτογράφηση.  Όπως έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί, η αίτηση για πολιτογράφηση αλλοδαπού ατόμου αποτελεί δικαίωμα του, αλλά δεν υφίσταται και απόλυτο δικαίωμα στην πολιτογράφηση, (Amer v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 74/08, ημερ. 26.1.2011).  Μόνη προϋπόθεση για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης αποτελεί το καλόπιστο της.  Η τυπική και μόνο συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων δεν εξυπακούει, πόσο μάλλον επιβάλλει, την υπέρ του αλλοδαπού απόφαση περί πολιτογράφησης, (Bigvand v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1178/08, ημερ. 12.11.2009, Mahmood v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 254/06, ημερ. 15.5.2007 και Joudina v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 708/05, ημερ. 20.7.2006).

 

Τα υπό κρίση γεγονότα δείχνουν τα εξής:  ο αιτητής βρίσκεται στην Κύπρο από τις 20.5.1996, εργαζόμενος ανελλιπώς ως οικιακός βοηθός με οικογένεια στη Λευκωσία.  Η αρχική του άδεια έληξε στις 7.3.2000, αλλά έκτοτε ανανεωνόταν αδιάλειπτα με την τελευταία να λήγει (κατά την ημερομηνία καταχώρησης της ένστασης), στις 27.7.2011, και όπως και στις προηγούμενες άδειες, και αυτή ήταν προσωρινή, χαρακτηριζόμενη ως «final-not renewable».  Υπέβαλε την αίτηση για πολιτογράφηση στις 13.4.2005 και οι απόψεις των διαφόρων αρμοδίων τμημάτων ήταν κατά βάση ευνοϊκές.  Ο Έπαρχος Λευκωσίας σημείωσε στην επιστολή του ημερ. 30.8.2005, ότι ο αιτητής είναι καλού χαρακτήρα, κατείχε τα «χρονικά προσόντα», μιλά Αγγλικά και «πολύ λίγα Ελληνικά», η δε σύζυγος και το παιδί του βρίσκονται στη χώρα τους τη Σρί Λάνκα, όπου και γεννήθηκε το παιδί.  Δεν εργάζονται στη χώρα τους, ο δε αιτητής «δεν δείχνει να προσαρμόζεται με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας».

 

Η Αστυνομία στην έκθεση της ημερ. 19.6.2009, ανέφερε ότι ο αιτητής είναι καλού χαρακτήρα, δεν απασχόλησε την υπηρεσία της και «… λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στην Κύπρο, έχει προσαρμοσθεί με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας.».  Σημειώθηκε ότι η σύζυγος και το παιδί του, διαμένουν στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα, ενώ στην Κύπρο δεν έχουν οποιουσδήποτε συγγενείς.  Ο διοικητής της Κ.Υ.Π. στο δικό του σημείωμα, ημερ. 18.8.2009, ανέφερε ότι δεν κατέχονταν οποιαδήποτε στοιχεία σε βάρος του αιτητή.

 

Στις 23.6.2010, η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, υπέβαλε έκθεση-εισήγηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μέσω του Γενικού Διευθυντή. Στην εισήγηση αυτή, αφού αναφέρεται στο ιστορικό του αιτητή και τις θέσεις των αρμοδίων, ως ανωτέρω, διαπιστώνεται η τυπική κατοχή των προσόντων που απαιτούνται από το Νόμο, αλλά σημειώνεται ότι η σχέση του αιτητή με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή και μάλιστα σε προσωρινή βάση, χωρίς να έχει άλλους δεσμούς με τη Δημοκρατία εφόσον η οικογένεια του διαμένει στην πατρίδα τους.  Λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες όπως το όφελος και/ή η επιβάρυνση που πιθανόν να έχει το κράτος, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και το γεγονός ότι λόγω της προσωρινότητας της φύσης της εργασίας του, ο αιτητής αποκλειόταν από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για τους επί μακρόν διαμένοντες, ο αιτητής δεν θα έπρεπε να αναμένει κατά λογική προσδοκία να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, όταν δεν θα μπορούσε να αποκτήσει καθεστώς μόνιμης παραμονής.  Στη βάση των πιο πάνω, η Διευθύντρια εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης.

 

Επί της επιστολής-εισήγησης, ο Γενικός Διευθυντής σημείωσε ότι πράγματι η περίπτωση ήταν δύσκολη, αλλά η οικογένεια του παραμένει στη Σρι Λάνκα και επομένως παρά τη συγκέντρωση των τυπικών προσόντων, εισηγείτο αποδοχή της εισήγησης της Διευθύντριας.  Ο Υπουργός, ως έχων την τελική απόφαση ως το αρμόδιο όργανο, συμφώνησε.

 

Από το πιο πάνω καταγραφέν ιστορικό, διαφαίνεται ότι ο Υπουργός είχε υπόψη του όλα τα στοιχεία υπέρ και εναντίον της αίτησης, εκτενώς αναφερθέντα στο σημείωμα-εισήγηση της Διευθύντριας και επομένως δεν μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας ή και για έλλειψη αιτιολογίας.  Η αιτιολογία που δόθηκε στην κοινοποιηθείσα απορριπτική επιστολή προς τον αιτητή, είναι σύμφωνη με τα καταγραφέντα στην εισήγηση της Διευθύντριας και την αποδοχή τους από τον αρμόδιο Υπουργό.  Η περίπτωση αφορά καλόπιστη απόφαση από τον Υπουργό, ο οποίος στη βάση όλων των δεδομένων, άσκησε εκ μέρους της Δημοκρατίας, το κυριαρχικό της δικαίωμα για αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση. Αφορά κλασσική περίπτωση άσκησης του κυριαρχικού αυτού δικαιώματος, το οποίο εφόσον ασκείται καλόπιστα δεν αναθεωρείται από το Δικαστήριο.

 

Είναι ορθό ότι το άρθρο 111 και τα όσα καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου αρ. 141(Ι)/02, δεν θέτουν άλλα κριτήρια παρά μόνο τη συμπλήρωση συγκεκριμένων ετών διαμονής στην Κύπρο, ο αιτητής να είναι καλού χαρακτήρα και να προτίθεται να διαμένει στη Δημοκρατίας άμα τη πολιτογραφήσει του.  Όσον αφορά τα έτη που πρέπει να συμπληρωθούν αναφέρεται ως προς τους οικιακούς βοηθούς, όπως ο αιτητής, ότι αυτοί πρέπει να διαμένουν στη Δημοκρατία για επτά τουλάχιστον έτη, εκ των οποίων το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης, να είναι συνεχούς διαμονής.  Τα κριτήρια αυτά  όμως πρέπει να ιδωθούν υπό το φως της νομολογίας που έχει αναφερθεί ανωτέρω ως προς το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει αίτηση παρά τη συνδρομή των τυπικών κριτηρίων, τέτοιας απόφασης τελούσης μόνο υπό το φως του καλόπιστου της.  Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση  θα ήταν αντινομική προς τη νομολογία αυτή.

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια είναι που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η αιτιολογία που δόθηκε.  Το ότι ο αιτητής εργαζόταν και εργάζεται ως οικιακός βοηθός δεν είναι στοιχείο άσχετο, εφόσον δείχνει ότι η παραμονή του στην Κύπρο ήταν και είναι για σκοπούς εργασίας και μόνο.  Και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η οικογένεια του παραμένει στη χώρα καταγωγής του.  Δεν έχει δηλαδή εδραιώσει στη Δημοκρατία δεσμούς ως οικογένεια.  Στην αίτηση για πολιτογράφηση αναφέρεται ότι η διεύθυνση κατοικίας της συζύγου του είναι η Σρι Λάνκα.  Τα όσα αναφέρονται στην απαντητική αγόρευση του αιτητή ότι, δηλαδή, ο αιτητής βρίσκεται στην Κύπρο με τη σύζυγο του, αντιστρατεύονται τα πιο πάνω στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής δήλωσε, αλλά και τα όσα επισημαίνονται στις εκθέσεις τόσο του Έπαρχου Λευκωσίας, όσο και της Αστυνομίας.  Το ότι η θυγατέρα του ζεύγους φοιτά στο Δημοτικό Σχολείο Φανερωμένης στη Δ΄ τάξη, σύμφωνα με το επισυνημμένο πιστοποιητικό του διευθυντή του Σχολείου, αποτελεί εξωγενές στοιχείο, εκ των υστέρων παρουσιασθέν.  Άλλωστε, το πιστοποιητικό αφορά μόνο φοίτηση κατά το έτος 2011-2012, ενώ η αίτηση για πολιτογράφηση υποβλήθηκε στις 13.4.2005.  Καταρρίπτεται λοιπόν ο ισχυρισμός του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας αναφορικά με τη διαμονή της οικογένειας του στην Κύπρο.

 

Το ίδιο αφορά και τη γνώση του αιτητή  περί την Ελληνική γλώσσα. Εκ των υστέρων παρουσιάστηκε βεβαίωση της εργοδότριας του ημερ. 1.6.2012, ότι ο αιτητής μιλά και καταλαβαίνει Ελληνικά.  Άλλωστε, όπως και ο ίδιος ο συνήγορος του αναφέρει, δεν υπάρχει στο Νόμο κριτήριο περί γνώσης της Ελληνικής γλώσσας.  Το ότι αναφέρθηκε από τις αρμόδιες αρχές ήταν αναμφίβολα στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης ώστε ο Υπουργός να ασκήσει την κυριαρχική εξουσία του κράτους, γνωρίζοντας όλα τα δεδομένα.

 

Η διασύνδεση από πλευράς της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης του αιτήματος με το καθέστως των επί μακρόν διαμενόντων ήταν ατυχής, εφόσον άλλος είναι ο Νόμος και η Ευρωπαϊκή Οδηγία που διέπει το θέμα και άλλος ο Νόμος περί πολιτογράφησης.  Ιδιαίτερα, εφόσον υπάρχει ειδική αναφορά στους οικιακούς βοηθούς στην επιφύλαξη της παρ. 1(β) του Τρίτου Πίνακα.  Λέχθηκε, όμως, όπως συνάγεται από το λεκτικό του σημειώματος της, στα πλαίσια της προσδοκίας που πρέπει ένας να έχει όταν εμπίπτει σε κατηγορία, η ουσία της οποίας είναι η εργασιακή σύνδεση του αιτητή με τη Δημοκρατία.

Δεν διαπιστώνεται έλλειψη έρευνας ή αιτιολογίας.  Όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον της διοίκησης, ακόμη και αυτά που ήταν αντιφατικά, όπως κατά πόσον ο αιτητής είχε προσαρμοστεί με τα ήθη και έθιμα της χώρας (Έπαρχος αρνητικό, σ΄ αντίθεση με την αστυνομία που ήταν θετική).  Όλα αυτά συνεξετάσθηκαν από τις υπηρεσίες και λήφθηκαν υπόψη, όχι ως κυρίαρχο ζητούμενο, αλλά ως ένδειξη της όλης εικόνας που παρουσίαζε ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του.

 

Δεν έχει αποδειχθεί ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν με κακή πίστη, η τεκμηρίωση της οποίας βαρύνει τον αιτητή.  Το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224 και Amer v. Δημοκρατίας – ανωτέρω –).  Αποτελεί ένδειξη, κατά το Δικαστήριο, καλόπιστης εξέτασης της αίτησης, η αναγνώριση από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου στο σημείωμα του ότι η περίπτωση ήταν δύσκολη.  Έπρεπε όμως να ληφθεί μια απόφαση και αυτή ήταν αρνητική.  Η άρνηση αποδοχής της αίτησης δεν αποτελεί και ένδειξη κακοπιστίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο