
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 783/2012)
25 Σεπτεμβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΡΟΥΞΑΝΔΡΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡ. ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ),
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Η Αιτήτρια παρουσιάζεται προσωπικά.
Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με ιδιόχειρη προσφυγή της, η αιτήτρια ζητά απλώς τα δικαιώματα της από το Γραφείο Ευημερίας στη βάση του γεγονότος ότι είναι λήπτρια δημοσίου βοηθήματος, αλλά λόγω του ότι το Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού δεν της παρείχε κάποια ωφελήματα, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Λόγω όμως επιστολής ημερ. 19.1.2012, που της απεστάλη από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού ότι είχε δικαίωμα σε ποσό ύψους €7.512,40, απέσυρε την προσφυγή της ως άνευ αντικειμένου. Καταχώρησε όμως την παρούσα εφόσον η αιτήτρια διατείνεται ότι το Γραφείο Ευημερίας αρνείται να της χορηγήσει το πιο πάνω ποσό και να υλοποιήσει την απόφαση του.
Με την ένσταση του το Γραφείο Ευημερίας αναφέρεται στο όλο ιστορικό που παραπέμπει πίσω στο 2007 όταν η αιτήτρια, Ρουμανικής καταγωγής, τώρα διαζευγμένη από τον Κύπριο σύζυγο της και με δύο ανήλικα τέκνα, υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος, η οποία και εγκρίθηκε. Η έγκριση είχε γίνει στη βάση του ότι η αιτήτρια είναι μονογονέας, λάμβανε δε βοήθημα μέχρι και τις 14.9.2009 έχοντας υπόψη για σκοπούς υπολογισμού του ποσού ότι εφόσον αυτή εργαζόταν υπολογιζόταν το ήμισυ των εισοδημάτων της από την εργασία. Από τις 14.9.2009, η αιτήτρια παραμένει άνεργη λαμβάνουσα επίδομα τέκνου ύψους €496,55 καθώς και συμπληρωματικό ποσό δημοσίου βοηθήματος ύψους €93,95. Διαπιστώθηκε όμως από την έρευνα που οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διεξήγαγαν ότι εκ παραδρομής η παροχή δημοσίου βοηθήματος συνεχιζόταν για την περίοδο 6.6.2009-13.9.2009, παρόλο που θεωρείτο εκουσίως άνεργη εφόσον δεν είχε αναζητήσει εργασία μέσω της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης. Πρόσθετα, για την περίοδο 2010-2012, όταν η αιτήτρια ήταν επίσης άνεργη, συνεχίστηκε η αποκοπή του ημίσεως των εισοδημάτων της από εργασία εφόσον οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δεν ενημερώθηκαν από την αιτήτρια για την ανεργία της με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια συνολική οφειλή προς αυτή ύψους €8.357,60.
Στην πορεία, επανεκτιμήθηκε η όλη οικονομική κατάσταση της αιτήτριας με αποτέλεσμα να διαφανεί υπερπληρωμή σε αυτή ύψους €5.683,34 και ως εκ τούτου, μετά από συμψηφισμό που έγινε από τους καθ΄ ων, η τελική οφειλή προς την αιτήτρια ανέρχεται στο ποσό των €2,674,26. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 25.7.2012, αλλά και με έτερη, συστημένη αυτή τη φορά, επιστολή ημερ. 30.8.2012 στην οποία παρατέθηκαν αναλυτικά τα ποσά που οφείλονταν από και προς την αιτήτρια.
Η αιτήτρια στις σύντομες και ιδιόχειρες γραπτές αγορεύσεις της έχει τη θέση ότι οι καθ΄ ων δεν υλοποίησαν τη δέσμευση τους να της καταβάλουν το ποσό των €7.512,40 σύμφωνα με την επιστολή τους ημερ. 19.1.2012, ενώ ταυτόχρονα τους κατηγορεί ότι ψεύδονται διότι από τα Τεκμήρια που οι ίδιοι κατέθεσαν, αυτή ουδέποτε ήταν άνεργη εφόσον για την περίοδο 6.6.2009.13.9.2009, εργαζόταν κανονικά. Εισηγείται περαιτέρω ότι για την περίοδο 2010-2012, για την οποία οι καθ΄ ων της αφαιρούσαν παρανόμως €300 μηνιαίως διότι ήταν άνεργη, η πραγματική αποκοπή θα έπρεπε να ήταν η αφαίρεση του ανεργιακού επιδόματος €400 μηνιαίως και αυτό για έξι μόνο μήνες. Συνεπώς υπολογίζει ότι λανθασμένα της αφαιρέθηκαν €7.200 (δύο χρόνια επί €300 το μήνα) και άλλες €2.400 (έξι μήνες επί €400 μηνιαίως). Κατά την αιτήτρια, οι καθ΄ ων θα πρέπει να της καταβάλουν επιπρόσθετα των €7.512,40 και το ποσό των €4.800, τη διαφορά δηλαδή μεταξύ των €7.200 και των €2.400.
Οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι δυνάμει των προνοιών του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου αρ. 95(Ι)/2006, (εφεξής «ο Νόμος»), η αιτήτρια ευλόγως θεωρήθηκε ότι εκούσια παρέμενε άνεργη και οφείλει να επιστρέψει οποιανδήποτε υπερπληρωμή λόγω και της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων ή ανακριβών δηλώσεων της. Η αιτήτρια δεν εξηγεί σε τι παραπλανούν οι καθ΄ ων, αντίθετα δε στη βάση των απτών στοιχείων και των ελέγχων των καθ΄ ων προέκυψε υπερπληρωμή ποσών σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, ο συμψηφισμός των οποίων μαζί με το τι θεωρήθηκε ότι οφείλεται στην αιτήτρια, να αποφέρει προς αυτήν το τελικό ποσό των €2.674,26.
Ο Νόμος καθορίζει τους δικαιούχους δημοσίου βοηθήματος στη βάση αυστηρών κριτηρίων ώστε να μην γίνονται πληρωμές σε άτομα που δεν δικαιούνται κρατική βοήθεια. Μεταξύ των ορισμών περιέχεται στο άρθρο 2 και η έννοια του «εκούσια άνεργου», ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία που είναι ικανό να εκτελέσει ή αν ήδη απασχολείται επί πλήρους ή μερικής βάσεως, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Δυνάμει του άρθρου 3(10)(α), δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία, ενώ δυνάμει της υποπαραγράφου (β), δεν δικαιούται σε βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης.
Η προσφυγή της αιτήτριας, παρά την επιείκεια που θα πρέπει να επιδειχθεί λόγω του γεγονότος ότι καταχώρησε την προσφυγή και στη συνέχεια τη χειρίστηκε χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής πραγματική και νομική βάση, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Είναι κατ΄ αρχάς αδιευκρίνιστο το τι ακριβώς ζητείται με την προσφυγή. Η αιτήτρια φαίνεται να προσβάλλει, και οι καθ΄ ων το εκλαμβάνουν έτσι, την παράλειψη των καθ΄ ων να της καταβάλουν το ποσό το οποίο αναφέρεται στην επιστολή της ημερ. 19.1.2012. Αυτή όμως η παράλειψη της διοίκησης δεν εμπίπτει στην έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας συντελείται όταν πρόκειται για «παράλειψη» εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Έχει νομολογηθεί ότι από παράλειψη της διοίκησης να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια δημιουργείται εκτελεστή διοικητική πράξη μόνον όταν επιβάλλεται από Νόμο, η λήψη θετικής ενέργειας. (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165, Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 219, Ζωή Αδαμίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1304/09, ημερ. 31.5.2011 και Άντρη Νικολαΐδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 850/11, ημερ. 28.6.2013).
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243-244, εξηγείται η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ως προσβλητή διά αιτήσεως ακυρώσεως
«….. μόνο οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρόμενη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις ….»
Εδώ δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη στην έννοια της νομολογίας. Ο καθορισμός από τη διοίκηση του ποσού των €7.512,40 έγινε μετά από επανεκτίμηση και η αιτήτρια δεν αμφισβητεί το ποσό. Αντίθετα λέγει στη συνέχεια ότι της οφείλεται και πρόσθετο ποσό. Η διοίκηση επίσης ενημερώνει την αιτήτρια στην επιστολή της ημερ. 19.1.2012 ότι είχε εκδοθεί έκτατο χορήγημα ύψους €7.000 και επ΄ αυτού υπάρχει σιγή από την αιτήτρια. Η διοίκηση δεν οφείλει ως εκτελεστή διοικητική πράξη να καταβάλει το ποσό, ώστε η παράλειψη της να το πράξει να δημιουργεί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Η απαίτηση του ποσού από την αιτήτρια παραπέμπει σε άλλη νομική μεθοδολογία. Όπως εξηγείται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, 12η Έκδ., σελ. 117-118, δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως επί πράξεων ή παραλείψεων που προκαλούν χρηματική διαφορά που προέρχονται από αξίωση του διοικούμενου για την αναγνώριση οφειλής ή την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού. Ο Νόμος άλλωστε δεν περιέχει διάταξη για υποχρεωτική εντός προθεσμάς καταβολή ποσού ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
Εν πάση όμως περιπτώσει παραμένει γεγονός ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν σε αναθεώρηση του ποσού των €7.512,40 που κατέγραψαν στην επιστολή τους 19.1.2012, ως οφειλόμενο προς την αιτήτρια στη βάση του δεδομένου ότι η αιτήτρια, παρέλειψε να αναφέρει στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ότι ήταν άνεργη για την περίοδο 6.6.2009-13.9.2009, καθώς και ότι είχαν γίνει υπερπληρωμές λόγω της δικής της αποτυχίας ή παράλειψης να ενημερώσει τις Υπηρεσίες, ως όφειλε, και για τη χρονική περίοδο 2010-2012. Η επαναξιολόγηση που έγινε από τους καθ΄ ων οδήγησε σε νέο ποσό που οι καθ΄ ων θεωρούν ότι οφείλουν προς την αιτήτρια ύψους €2.674,26 για το οποίο την πληροφόρησαν δεόντως με επιστολή 25.7.2012, αλλά και με περαιτέρω συστημένη επιστολή ημερ. 30.8.2012 όπου εξέθεσαν πλήρη ανάλυση των διαφόρων ποσών.
Η αιτήτρια δεν αμφισβητεί τη λήψη των νέων αυτών επιστολών, η δεύτερη των οποίων σαφώς δημιουργεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον η πρώτη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πληροφοριακού και μόνο χαρακτήρα. Εκτελεστή πράξη υπό την έννοια ότι ηδύνατο να προσβάλει την ορθότητα του πιστοποιηθέντος από τους καθ΄ ων ποσού και όχι βέβαια την καταβολή αυτού. Είναι λοιπόν σαφές ότι η παρούσα προσφυγή απώλεσε στην πορεία το όποιο αντικείμενο της εφόσον υπάρχει νέα διοικητική πράξη, η οποία χρονικά λήφθηκε μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής και είναι αυτή τη νέα πράξη που όφειλε η αιτήτρια να προσέβαλλε εντός της περιόδου των 75 ημερών. Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας μιας αίτησης ακυρώσεως, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση της, (Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η Έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 132/2009, ημερ. 26.2.2013). Συναφώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παρούσα προσφυγή έχει αντικείμενο κατά το χρόνο των διευκρινίσεων εφόσον η κατ΄ ισχυρισμόν «παράλειψη» των καθ΄ ων να της καταβάλουν το ποσό, έπαυσε να υφίσταται κατά το χρόνο που οι καθ΄ ων στη βάση νέων υπολογισμών καθόρισαν νέο ποσό μετά από συμψηφισμό για καταβολή στην αιτήτρια. Η επιστολή ημερ. 19.1.2012, ασχέτως της νομικής της κατάταξης, ανακλήθηκε στην πορεία και συγχωνεύτηκε στην αναθεωρημένη απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 30.8.2012.
Η αναθεώρηση, παρόλο που δεν αποτελεί αντικείμενο της εδώ προσφυγής, είναι δυνατό να γίνει όταν διαπιστώνεται παραπλάνηση ή παράλειψη αποκάλυψης ή απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από το διοικούμενο που ως θέμα δημόσιας τάξης μπορεί να ανατρέψει την προς όφελος του διοικούμενου εκτιμηθείσα από τη διοίκηση κατάσταση, (Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 169 και Στέλλα Αρέστη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 325/11, ημερ. 30.11.2012). Εν πάση δε περιπτώσει τα όσα η αιτήτρια καταγράφει ιδιοχείρως ως προς τα όσα κατ΄ ισχυρισμόν της εξάγονται ως προς το ότι αυτή εργαζόταν κατά την περίοδο 6.6.2009-13.9.2009 δεν εξάγονται από το Παράρτημα ΙΙ της ένστασης, στο οποίο και παραπέμπει, το οποίο ας σημειωθεί έχει προγενέστερη ημερομηνία κατάρτισης του, ήτοι, στις 28.3.2008.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ως προς τα έξοδα το Δικαστήριο θα ακούσει τις επ΄ αυτού θέσεις των διαδίκων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο