
ECLI:CY:AD:2014:D524
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 676/2014)
15 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. FADEL HIJAZIE,
2. CARMELLA HIJAZIE,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ’ων η αίτηση.
Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 22/5/2014
Ν. Χριστούδιας, για τους Αιτητές.
Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι αιτητές είναι ανδρόγυνο. Ο αιτητής, ο οποίος είναι πολίτης του Λιβάνου, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 8/11/2007, ότε και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 4/12/2007. Την επομένη της άφιξης του νυμφεύθηκε την αιτήτρια, Βρετανίδα υπήκοο, κάτοικο Κύπρου, την οποία είχε γνωρίσει στο Λίβανο τον προηγούμενο χρόνο, με πολιτικό γάμο. Από το γάμο του το ζεύγος απέκτησε δύο παιδιά, ηλικίας σήμερα 4½ και 1½ χρόνο, αντίστοιχα. Το ζεύγος συζεί και οι σχέσεις τους είναι αρμονικές.
Λίγες μέρες πριν την εκπνοή της χορηγηθείσας στον αιτητή, για πρώτη φορά, άδειας παραμονής, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση με την οποία ζητούσε όπως του χορηγηθεί δελτίο διαμονής ως μέλους οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, ποτέ δεν έτυχε απάντησης στο εν λόγω αίτημά του. Σύμφωνα με τους καθ’ων η αίτηση όμως, η αίτηση του αιτητή ακυρώθηκε λόγω μη προώθησης της, αφού αυτός απουσίαζε από την Κύπρο από το Φεβρουάριο του 2008 και δεν επέστρεψε παρά μόνο ένα περίπου χρόνο αργότερα.
Στις 15/6/2009 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση με την οποία επεδίωκε την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ένωσης και μελών της οικογένειας του, που είναι επίσης πολίτες της Ένωσης. Το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή του ημερομηνίας 16/11/2009, ζήτησε από τον αιτητή πιστοποιητικό ελευθερίας για τη σύζυγο του, αιτήτρια, και αποδείξεις εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα και αυτή η αίτηση του να απορριφθεί. Για την απόρριψη της νέας αίτησης του, ο αιτητής ειδοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 13/12/2010.
Ένα περίπου χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 12/9/2011 ο αιτητής συνελήφθη μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και στις 4/10/2011 καταδικάστηκε από ποινικό δικαστήριο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 μηνών για τα αδικήματα της παρεμπόδισης οργάνου τήρησης της τάξης, στην εκτέλεση των καθηκόντων του και της απόδρασης από νόμιμη κράτηση. Μετά τη σύλληψη του, πριν όμως την καταδίκη του αιτητή, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία όμως ακυρώθηκαν επειδή ήταν σύζυγος Ευρωπαίας υπηκόου, με αποτέλεσμα αυτός να αφεθεί ελεύθερος μετά την αποφυλάκιση του.
Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο αιτητής επανήλθε, με νέα αίτηση, επιδιώκοντας την έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης. Η εν λόγω αίτηση, η οποία παρά τις επίμονες, όπως ισχυρίζεται, προσπάθειες του ιδίου αλλά και των δικηγόρων του δεν εξεταζόταν, τελικά απορρίφθηκε στις 4/3/2013, επειδή με σχετική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών της ίδιας ημερομηνίας, κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης.
Συγκεκριμένα, στις 4/3/2013 ο Υπουργός Εσωτερικών, ενεργώντας στη βάση πληροφοριών που έφεραν τον αιτητή να είναι ενταγμένος σε φατρία της νύκτας και να παίρνει οδηγίες από συγκεκριμένο εγκληματικό στοιχείο, καθώς επίσης και να ενέχεται σε εμπρησμούς πρακτορείων στοιχημάτων στη Λάρνακα, έκρινε τον αιτητή απαγορευμένο μετανάστη με βάση την παράγραφο (ζ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 και τον περί Ευρωπαίων Νόμο 7(Ι)/2007, για λόγους δημόσιας τάξης, θεωρώντας τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του ότι συνιστά ενεστώσα και πραγματική απειλή. Ταυτόχρονα, εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την Προσφυγή 523/2013, στα πλαίσια της οποίας καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση επιδιώκοντας προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης των εν λόγω διαταγμάτων, η οποία όμως απορρίφθηκε. Η εν λόγω προσφυγή τελικά αποσύρθηκε από τον αιτητή, όταν σχετική αίτηση Habeas Corpus την οποία καταχώρισε στη συνέχεια, στέφθηκε με επιτυχία, αφού η κράτηση του κρίθηκε παράνομη.
Ο αιτητής συνελήφθη εκ νέου στις 2/4/2014, αυτή τη φορά δυνάμει δικαστικού εντάλματος, για ανάμιξη του στο αδίκημα εμπρησμού. Εναντίον του δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη λόγω ανεπαρκούς μαρτυρίας. Την επομένη, δηλαδή 3/4/2014, εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, η έκδοση των οποίων του γνωστοποιήθηκε με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν. Με την ίδια επιστολή ο αιτητής πληροφορείτο ότι έχει κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, καθώς επίσης και ότι η αίτηση που καταχώρισε το Νοέμβριο του 2011, απορρίφθηκε.
Αντιδρώντας ο αιτητής στην έκδοση των νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας επιδιώκει αριθμό θεραπειών, κοινή συνισταμένη των οποίων συνιστά η θέση ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του στις 3/4/2014, είναι άκυρα, αντισυνταγματικά και παράνομα. Στα πλαίσια της προσφυγής καταχώρισε την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, ισχυριζόμενος έκδηλη παρανομία, καθώς επίσης και πρόκληση, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης του, ανεπανόρθωτης ζημιάς τόσο στον ίδιο, όσο και στα μέλη της οικογένειας του.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς, οι εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί της οποίας έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία και αν ακόμη υπήρχε κάποια παρανομία, αυτή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλη, δηλαδή αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής. Ως προς το θέμα της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, τέτοια σοβαρή πιθανότητα δεν έχει, σύμφωνα με τους καθ’ων η αίτηση, καταδειχθεί από πλευράς του αιτητή.
Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα (Dimitrina Mihaylova Andonova ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 5918/2013, ημερομηνίας 18/10/2013) να ασχοληθώ με τις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σε υποθέσεις διοικητικής φύσης, δυνάμει των προνοιών του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του 1962. Επειδή οι εν λόγω αρχές εξακολουθούν να είναι οι ίδιες, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
“Εκείνο που προκύπτει από την πλούσια ομολογουμένως νομολογία επί του θέματος είναι πως, η άσκηση της παρεχόμενης στο Δικαστήριο σχετικής εξουσίας, τελεί κάτω από δύο προϋποθέσεις∙ αυτή της έκδηλης παρανομίας της πράξης και αυτή της ύπαρξης πιθανότητας πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, εφόσον δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. Όπως δε έχει εύστοχα επισημανθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, «...... τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα».
Αναφορικά με την έννοια της έκδηλης παρανομίας παραπέμπω στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, 252, 253, στην οποία η έννοια του συγκεκριμένου όρου τέθηκε με αναφορά στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 (στη σελ. 57):
“Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration.”
Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203.
Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, στην οποία έχω ήδη κάμει αναφορά πιο πάνω, ανεπανόρθωτη ζημιά είναι η ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Το βάρος απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να περιλάβει στην αίτηση του κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημιά (Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345).
...... η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο από τις πρόνοιες του Κ. 13, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με πολλή φειδώ. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί πως τα στενά πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας που προβλέπει ο Κ. 13, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας της διαφοράς ή των νομικών ζητημάτων που εγείρονται. Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα Δικαστή (Εconomides (πιο πάνω).”
Εξέτασα τους προβαλλόμενους από τους αιτητές λόγους για έκδοση των αιτούμενων θεραπειών και τις θέσεις τους, έχοντας κατά νου το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την άσκηση των εξουσιών της αρμόδιας αρχής, σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τη χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων, αρχές στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Κατ’ αρχάς κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω ότι οποιαδήποτε αναφορά στην αγόρευση του συνηγόρου των αιτητών, οι οποίοι να σημειωθεί φέρουν και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους και ιδιαίτερα οποιαδήποτε αναφορά σε στοιχεία που ταυτίζονται με την έννοια της έκδηλης παρανομίας, αναφορικά με τα οποία δεν γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, θα αγνοηθεί. Υπενθυμίζω πως είναι ανεπίτρεπτο με τις αγορεύσεις συνηγόρων να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου νέα στοιχεία. Εφόσον δε αντικείμενο στην προσφυγή είναι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, οποιοιδήποτε άλλοι ισχυρισμοί που δεν αφορούν τα επίδικα θέματα, θα αγνοηθούν.
Από τους ισχυρισμούς που ο αιτητής προβάλλει στην ένορκη δήλωση του, για σκοπούς αναστολής των επίδικων διαταγμάτων, αυτοί για τους οποίους θα μπορούσε να λεχθεί ότι σε κάποιο βαθμό, έστω και περιορισμένο, αφορούν ισχυρισμούς περί έκδηλης παρανομίας, είναι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην παράγραφο 18, υποπαραγράφους (γ), (ζ), (λ), (μ) και (ν). Παραθέτω το περιεχόμενο των εν λόγω υποπαραγράφων:
“(γ) υπάρχει έκδηλη παρανομία διότι προτού συλληφθώ και κρατηθώ έπρεπε υπό τις περιστάσεις παραμονής μου στην Κύπρο, σαν έγγαμου με Ευρωπαία πολίτιδα και με δύο ανήλικα παιδιά, Ευρωπαίων επίσης, να μου δώσουν την ευκαιρία να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και αυτό είναι αντίθετο με τον Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 και τους Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 242/72).
(ζ) η σύλληψη, κράτηση και απέλαση μου, συνιστά βίαιο χωρισμό μας και διάλυση του γάμου μας και παραβιάζει τα άρθρα 15 και 22 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(λ) υπάρχει έκδηλη παρανομία σχετικά με τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν κατ’ αντίθεση προς τους Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμους Κεφ. 105 και τις τροποποιήσεις και τους οικείους Κανονισμούς και τις τροποποιήσεις τους.
(μ) ουδέποτε πληροφορήθηκα σύμφωνα με το άρθρο 19 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/72) ότι κηρύχθηκα σε απαγορευμένο μετανάστη για να μου δοθεί η ευκαιρία να κάμω τα δέοντα διαβήματα πριν την έκδοση των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης μου.
(ν) τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης είναι αντίθετα με το Νόμο 7(Ι) του 2007 με βάση τον οποίο σαν σύζυγος και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, Ευρωπαίων πολιτών, έχω το δικαίωμα να διαμένω και κυκλοφορώ ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών μελών.”
Είναι η διαπίστωση μου πως οι περί έκδηλης παρανομίας των επίδικων διαταγμάτων πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή, με εξαίρεση τον προβαλλόμενο στα πλαίσια της υποπαραγράφου (μ) ισχυρισμό με τον οποίο θα ασχοληθώ σε κατοπινότερο στάδιο, είναι γενικόλογοι και χαρακτηρίζονται από αοριστία. Εν πάση περιπτώσει, αφορούν νομικά θέματα και μάλιστα θέματα που σχετίζονται με την ουσία της διαφοράς και συνεπώς τα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ουδόλως προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης τους.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό που εγείρεται στα πλαίσια της υποπαραγράφου (μ), παρατηρώ τα εξής: Οι επί του θέματος αποφάσεις, στις οποίες οι δύο πλευρές με έχουν παραπέμψει – πρόκειται για αποφάσεις μονομέλειας - διΐστανται. Στις υποθέσεις Nandanie Lauden Pathiranne-Relage v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1072/2011, ημερομηνίας 2/12/2011, Yuxian Wang ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1108/2011, ημερομηνίας 9/2/2012 και Nalani Ranasignhe Rupassarage v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 5551/2013, ημερομηνίας 19/7/2013, στις οποίες με έχει παραπέμψει ο κ. Χριστούδιας, κρίθηκε ότι η παράλειψη επίδοσης τέτοιας ειδοποίησης, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, αφού χωρίς αυτή ο αλλοδαπός ουδέποτε πληροφορείται μέχρι τη μετέπειτα σύλληψη και κράτηση του για σκοπούς απέλασης, ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, έτσι ώστε να λάμβανε αν επιθυμούσε τα αναγκαία ένδικα μέσα. Στην τελευταία μάλιστα από τις εν λόγω τρεις υποθέσεις, αφού υιοθετήθηκε η άποψη ότι η παράλειψη ειδοποίησης προσώπου ότι κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης αφαιρεί το υπόβαθρο ικανοποίησης των αναγκαίων προϋποθέσεων για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η συγκεκριμένη παράλειψη κρίθηκε ως συνιστώσα έκδηλη παρανομία. Στις υποθέσεις όμως Vilma Marcelino ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 739/2012, ημερομηνίας 16/7/2012 και Αρ. Αίτησης 3/2013, Jatinder Singh Sandhn, ημερομηνίας 28/3/2013, τις οποίες επικαλείται η κα Γαβριήλ, κρίθηκε ότι η συγκεκριμένη παράλειψη δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και, αν ακόμα αποτελούσε τέτοια προϋπόθεση, το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε, δεν αποτελεί έκδηλη παρανομία, αφού στα διατάγματα κράτησης και απέλασης ρητά, αναφέρεται ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι απαγορευμένος μετανάστης.
Στην υπόθεση Falak Islam ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1523/2012, ημερομηνίας 11/1/2013, στα πλαίσια ενδιάμεσης απόφασης, αναφέρθηκε ότι το θέμα αποδεδειγμένης παράλειψης συμμόρφωσης προς τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 247/1972, δεν συνιστά έκδηλη παρανομία, επειδή πρόκειται για νομικό θέμα το οποίο εξυπακούει κάποια περαιτέρω κρίση υπό τη μορφή ερμηνείας νόμου ή κανονισμών και συνακόλουθα, δεν ικανοποιεί την προϋπόθεση ύπαρξης έκδηλης παρανομίας προς το σκοπό έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην υπόθεση Islam, το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και το οποίο υιοθετώ, έχει ως εξής:
“Την κατάληξη αυτή δεν είμαι σε θέση να κάμω στην προκειμένη περίπτωση. Πέραν του ότι ενδεχομένως να μην ήμουν διατεθειμένος να ακολουθήσω τις αποφάσεις οι οποίες έχουν παρουσιασθεί επί της ουσίας της κρίσης, θέλω να παρατηρήσω ότι οι αποφάσεις αυτές συνιστούν ερμηνεία του κανονισμού και δεν διαπιστώνω οιαδήποτε πρόνοια στο νόμο ο οποίος στην όψη του πράγματος να θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση, για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης με σκοπό την απέλαση, την κοινοποίηση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Ενδεχομένως η επίδοση εκείνη να είναι σχετική για διάφορους σκοπούς, όμως, όπως είναι ο Καν. 19, και δεν παραλείπω να τονίσω ότι πρόκειται για κανονισμό και όχι για το νόμο, η πρόνοια του περιορίζεται στην ανάγκη επίδοσης και όχι στη θέση οποιασδήποτε τέτοιας προϋπόθεσης όπως ο Αιτητής εισηγείται. Το θέμα δεν είναι λοιπόν της απλότητας και της σαφήνειας που προσφέρεται σε περιπτώσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε προσφυγή, που σπανιότατα πρέπει να γίνεται στα πλαίσια της έκδηλης παρανομίας, και επομένως το θέμα θα πρέπει τουλάχιστον να αφεθεί για κρίση στο τέλος της ημέρας, όπως φαίνεται να είχε αφεθεί και στις αποφάσεις στις οποίες έχω παραπεμφθεί.”
Εξάλλου, διάταγμα βασιζόμενο σε έκδηλη παρανομία ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάληξη ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει. Το Δικαστήριο σαφώς δεν είναι σε θέση να πράξει κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αλλά και το γεγονός ότι οι επί του θέματος αποφάσεις στις οποίες οι δύο πλευρές με έχουν παραπέμψει και στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί, διΐστανται, κάθε άλλο παρά συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι η συγκεκριμένη παράλειψη των καθ’ων η αίτηση, συνιστά καθαρή και εξόφθαλμη παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή εμφανή παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου που αναδύεται από μόνη της από τα αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η θέση των αιτητών περί έκδηλης παρανομίας, κρίνεται αβάσιμη και ως τέτοια απορρίπτεται.
Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης τους θα τους προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, με την έννοια που ο όρος αυτός ερμηνεύθηκε από τη νομολογία. Ούτε η θέση αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Παρόμοια θέση προβλήθηκε και προωθήθηκε στην προηγούμενη προσφυγή που ο αιτητής είχε καταχωρίσει και συγκεκριμένα στην Προσφυγή 523/2013, και απορρίφθηκε. Το σχετικό σκεπτικό, με το οποίο και συμφωνώ, έχει ως ακολούθως:
“Ούτε όμως θέμα ανεπανόρθωτης βλάβης μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται εδώ. Ο Αιτητής παραπέμπει στα γεγονότα τα οποία κατά την άποψή του θα στοιχειοθετούσαν ανεπανόρθωτη βλάβη με την έννοια ότι, όπως λέγει, είναι Ευρωπαίος πολίτης και επηρεάζεται το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης του, ότι θίγονται τα δικαιώματα της ελευθερίας του αλλά και δικαιώματα σε συνάρτηση με την οικογένειά του και την ευρύτερη ζωή στην Κύπρο στην οποία έχει παραμείνει για χρονικό διάστημα και έχει δημιουργήσει δεσμούς. Όλα αυτά είναι συνήθεις επιπτώσεις και όχι εξαιρετικές περιστάσεις που να δείχνουν ανεπανόρθωτη ζημιά και σαφώς δεν θα μπορούσαν, ακόμα και αν το Δικαστήριο είχε φθάσει μέχρι του σημείου να εξετάσει την ανεπανόρθωτη ζημιά, να κρίνει ότι υπάρχει τέτοια στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του.”
Ως εκ των πιο πάνω και αυτή η θέση των αιτητών κρίνεται αβάσιμη και ως τέτοια απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα ενδιάμεση αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης.
Όμως, ενόψει των θεμάτων που εγείρονται και ιδιαίτερα ενόψει του ότι η κράτηση του αιτητή συνεχίζεται, θεωρώ πως η εκδίκαση της προσφυγής επείγει, γεγονός που επιβάλλει τον ορισμό της για εκδίκαση σύντομα. Ως εκ τούτου, δίνονται οδηγίες όπως ένσταση καταχωρηθεί εντός 20 ημερών, 15 μέρες μετά να καταχωρηθεί η γραπτή αγόρευση των αιτητών, 15 μέρες μετά η γραπτή αγόρευση των καθ’ων η αίτηση και 10 μέρες μετά η απάντηση των αιτητών. Η προσφυγή ορίζεται για διευκρινίσεις στις 21/10/2014, στις 8.30 π.μ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο