
ECLI:CY:AD:2014:D553
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 849/2014)
22 Ιουλίου, 2014
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
THI CHIEN DOAN,
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3) ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΟΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.6.2014
Δ. Κούτρας με Χρ. Χριστούδια, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το Βιετνάμ, καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με την οποία προσβάλλει για διάφορους λόγους τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της στις 7.6.2014. Ακολούθως, στις 19.6.2014 καταχώρησε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η σύλληψη και κράτησή της, η απέλασή της και η εκτέλεση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της. Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η αιτήτρια αναφέρει ότι ήρθε στην Κύπρο πριν από 1½ περίπου χρόνο, αφού εξασφάλισε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας, ως οικιακή βοηθός σύμφωνα με σύμβαση εργασίας για περίοδο τεσσάρων ετών. Η προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας εκδόθηκε στις 7.2.2013 και έχει ημερομηνία λήξης στις 7.3.2015.
Στις 23.3.2014, ημέρα Κυριακή που δεν εργαζόταν, ενώ περπατούσε σε δρόμο στη Λεμεσό μαζί με ομοεθνή της, τις σταμάτησαν αστυνομικοί της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας Λεμεσού οι οποίοι ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με τη διαμονή τους στην Κύπρο. Σε έρευνα που ακολούθησε βρήκαν στην τσάντα της δύο προφυλακτικά για τα οποία της ζήτησαν εξηγήσεις. Η ίδια ανέφερε ότι τα είχε για χρήση του φίλου της. Ακολούθως, μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό, όπου παρά τις πιέσεις που δέχθηκε να αποδεχθεί ότι τα προφυλακτικά τα είχε για σκοπούς εκπόρνευσης, η ίδια αρνήθηκε. Κλήθηκε στο Σταθμό το άτομο που η ίδια ισχυρίστηκε ότι είναι ο φίλος της και επιβεβαίωσε τα λεγόμενά της. Μετά που τέθηκε υπό κράτηση στον Αστυνομικό Σταθμό για πολλές ώρες της επιβλήθηκε εξώδικο πρόστιμο €85 με αιτιολογικό ότι προσπαθούσε να βρει πελάτες για σεξουαλική συνεύρεση, κάτι το οποίο η ίδια δεν αποδέχτηκε. Ακολούθως, μπήκε σε ταξί για να μεταβεί στο σπίτι του εργοδότη της στην Τριμίκλινη, οπόταν την κάλεσε μέσω του τηλεφώνου ο αστυνομικός που την είχε συλλάβει προηγουμένως και της ζήτησε να συναντηθούν για να έχουν σεξουαλική συνεύρεση, πρόταση την οποία αρνήθηκε.
Στις 7.6.2014, ημέρα που δεν εργαζόταν και βρισκόταν στη Λεμεσό για σκοπούς ξεκούρασης, πληροφορήθηκε από τον εργοδότη της ότι την ζητούσε αστυνομικός από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως. Του εξήγησε η ίδια πού βρισκόταν και αφού ο αστυνομικός τη βρήκε, της ανέφερε ότι ο φάκελός της είναι κλειστός, η ίδια είναι παράνομη και θα απελαθεί. Τη συνέλαβε και τη μετέφερε αρχικά στα κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού και, ακολούθως, στα Αστυνομικά Κρατητήρια στη Μεννόγεια.
Η αιτήτρια στην παράγραφο 14 της δήλωσής της εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι έχει καλή υπόθεση, ως ακολούθως:
«14. Ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου, έχω καλή υπόθεση διότι.-
(α) κρατούμαι στα Αστυνομικά Κρατητήρια στη Μεννόγεια και είναι επείγον καθώς η υπόθεση μας βρίσκεται υπό εκδίκαση να έχω απόφαση στην αίτηση μου για αναστολή των διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης, ενώ η εκδίκαση της Προσφυγής μας είναι ακόμη εκκρεμής, για ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.
(β) έχω καλή υπόθεση να ακυρώσω τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
(γ) Τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης μου εκδόθηκαν, έξω από το Νόμο και για λόγους που παραβιάζουν τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα δικαιώματα.
(δ) Τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης μου, είναι απόλυτα παράνομα διότι εκδόθηκαν ενώ έχω στα χέρια μου Προσωρινή Άδεια Παραμονής και Εργασίας, με ισχύ μέχρι την 7/3/2015, τα οποία μέχρι τώρα ούτε ακυρώθηκαν ούτε ανακλήθηκαν.
(ε) η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον μου είναι έκδηλα παράνομη εφόσο ουδέποτε έχω παραβεί τον Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 ή οποιονδήποτε άλλο σχετικό νόμο, ουδέποτε παραβίασα τη Σύμβαση Απασχόλησης μου και το σπουδαιότερο κατέχω Προσωρινή Άδεια Παραμονής και Εργασίας, με ισχύ μέχρι την 7/3/2015, η οποία ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε και εν πάση περιπτώσει ουδέποτε πληροφορήθηκα ότι αυτή η άδεια ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε μέχρι τώρα και αν θα πληροφορηθώ κάτι τέτοιο θα καταχωρήσω Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωση της.
(στ) θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημιά από την κράτηση και προτιθέμενη απέλαση μου, διότι θα χάσω τα εισοδήματα από την εργασία μου, τα οποία στέλλω σε μέλος της οικογένειας για ιατρικούς λόγους και χωρίς αυτή τη βοήθεια η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.
(ζ) ήλθα στην Κύπρο νόμιμα δυνάμει Σύμβασης Απασχόλησης και υπόστηκαν μεγάλα έξοδα προς το σκοπό τούτο και έκαμα το πρόγραμμα της ζωής μου και η οικογένεια μου στηρίζεται στην εν λόγω Σύμβαση και με την Κράτηση και Απέλαση μου τα αποτελέσματα σχετικά με εμέ και την οικογένεια μου θα είναι καταστροφικά και ανεπανόρθωτα για όλη μου τη ζωή.
(η) ήδη υποφέρω από ανεπανόρθωτη ζημιά, εφόσο σαν αποτέλεσμα των διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης μου έχω περιπέσει σε κατάθλιψη και η υγεία μου κλονίστηκε.
(θ) η ζημιά από τη στέρηση της ελευθερίας μου είναι ανεκτίμητη και ανεπανόρθωτη, διότι η ζημιά που υφίσταμαι σαν αποτέλεσμα της κράτησης μου και αποστέρησης της ελευθερίας μου είναι ανεκτίμητη και ανεπανόρθωτη.
(ι) τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα μου, τα οποία υπό τις περιστάσεις προστατεύονται από τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Συμβάσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(κ) η δικαιοσύνη θα εξυπηρετηθεί καλύτερον αν μου επιτραπεί να διαμένω στην Κύπρο εκκρεμούσης της Προσφυγής μου, απολαμβάνοντας την ελευθερία μου.
(λ) ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου έχω καλή υπόθεση το Δικαστήριο να κηρύξει τα διατάγματα Κράτησης και Απέλασης άκυρα με την Προσφυγή μου, αλλά και με Προσφυγή η οποία δυνατόν να καταχωρηθεί σε περίπτωση που η Προσωρινή Άδεια Παραμονής και Εργασίας μου ακυρωθεί και ή ανακληθεί.
(μ) συντρέχουν εξαιρετικοί ανθρωπιστικοί λόγοι.
(ν) υπάρχει έκδηλη παρανομία σε σχέση με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν με παραβίαση του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και των τροποποιήσεων καθώς και των οικείων Κανονισμών και των τροποποιήσεων τους.
(ο) πριν την έκδοση των διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης μου δεν ειδοποιήθηκα ότι κηρύττομαι σε απαγορευμένη μετανάστιδα για να κάμω τα δέοντα διαβήματα εναντίον αυτής της απόφασης.
Αιτούμαι από το Δικαστήριο να εκδώσει τα διατάγματα σύμφωνα με την αίτηση μου.»
Στην ένσταση των καθ΄ων αμφισβητείται η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και ότι σε περίπτωση μη αναστολής των διαταγμάτων, θα επέλθει ανεπανόρθωτη ζημιά στην αιτήτρια. Προβάλλεται η θέση ότι η ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας έγινε με δική της υπαιτιότητα αφού η ίδια παρέβη τους όρους εργοδότησής της και πως η απόφαση αυτή θα έπρεπε να είχε προσβληθεί με προσφυγή για να μπορούν να προσβληθούν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Τα εν λόγω διατάγματα κράτησης και απέλασης έχουν επιδοθεί στην αιτήτρια στις 7.6.2014, όμως η ίδια αρνήθηκε την παραλαβή της σχετικής επιστολής, πράγμα που σημειώθηκε από τον αστυφύλακα που της τα έδωσε και τεκμαίρεται ότι έχει λάβει γνώση του περιεχομένου της επιστολής.
Στην ένορκη δήλωση της Ξένιας Γεωργιάδου, Διοικητικού Λειτουργού του Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, γίνεται καταγραφή των γεγονότων της υπόθεσης με χρονολογική σειρά και επισυνάπτονται τα σχετικά έγγραφα. Τα γεγονότα συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η αιτήτρια αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 7.3.2011 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένο εργοδότη στη Λεμεσό. Στις 17.3.2011 υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός στον ίδιο εργοδότη και στις 4.5.2011 της εκδόθηκε η σχετική άδεια με ισχύ μέχρι τις 7.3.2015. Μετά το θάνατο του εργοδότη της, στις 10.10.2012, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στις 30.10.2012 για να παραμείνει στη Δημοκρατία και να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε άλλο εργοδότη στη Λεμεσό και εκδόθηκε προς τούτο σχετική άδεια στις 7.2.2013 με ισχύ μέχρι 7.3.2015.
Στις 11.3.2014 το Αρχηγείο ΥΑΜ ενημέρωσε το Τμήμα ότι η αιτήτρια είχε συλληφθεί στις 16.2.2014 από μέλη της Αστυνομία για άγρα πελατών και της εκδόθηκε εξώδικο πρόστιμα €84,53 ένεκα του γεγονότος ότι ενεργούσε από μόνη της και δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί υπόθεση εναντίον της για το αδίκημα της πορνείας. Η αιτήτρια στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερη. Με βάση τα πιο πάνω η Διευθύντρια στις 22.4.2014 αποφάσισε την ακύρωση της άδειάς της λόγω παραβίασης των όρων αυτής και την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της, κρίνοντας ότι δεδομένων των ενεργειών της, αν της δίνετο χρόνος για οικειοθελή αναχώρηση υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο εξαφάνισής της. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας εκδόθηκαν στις 23.4.2014 και διαβιβάστηκαν στην Αστυνομία στις 24.4.2014 για εκτέλεση. Η αιτήτρια εντοπίστηκε και συνελήφθηκε στις 7.6.2014 και την ίδια μέρα της επιδόθηκε επιστολή με την οποία της γνωστοποιήθηκε η έκδοση διαταγμάτων εναντίον της.
Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μίας προσφυγής εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει ένα από τα δύο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία, ήτοι:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή
β. Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 ΑΑΔ 32, αναφέρθηκε ότι,
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η παρανομία για να θεωρηθεί ως έκδηλη πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα. [Βλέπε, Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 CLR 53 και Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857]. Ο ορισμός της έκδηλης παρανομίας δόθηκε και στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο λόγο για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το διάταγμα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο ίδιος ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να του αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης. Ο αιτητής οφείλει να περιλάβει στην αίτηση του κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημιά. [Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345].
Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα δικαστή [Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)].
Προτού εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω, ότι στο στάδιο της αγόρευσής του, ο συνήγορος της αιτήτριας έκαμε εκτενή αναφορά σε γεγονότα προς απάντηση διαφόρων ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Είναι γνωστή η αρχή ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται μία αίτηση δεν μπορούν να συμπληρωθούν με την αγόρευση του συνηγόρου. Συνακόλουθα, τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος προς απάντηση ισχυρισμών των καθ΄ων η αίτηση θα πρέπει να αγνοηθούν. Το μόνο γεγονός που μπορεί να ληφθεί υπόψη, για το οποίο μάλιστα έγινε μεγάλος λόγος στο στάδιο των αγορεύσεων και αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης, είναι το γεγονός ότι η αιτήτρια, μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, έχει καταχωρήσει την προσφυγή 933/2014 εναντίον της απόφασης για αναστολή της άδειας παραμονής και εργασίας της, γεγονός στο οποίο έγινε αναφορά και από το συνήγορο των καθ΄ων στην αγόρευσή του.
Η έκδηλη παρανομία που ισχυρίζεται η αιτήτρια εδράζεται στο ότι οι καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν την άδεια παραμονής και εργασίας της και εξέδωσαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασής της στη βάση του άρθρου 6(1)(Κ), ενώ η αιτήτρια ήταν κάτοχος άδειας παραμονής και εργασίας η οποία έληγε στις 7.3.2015. Περαιτέρω, δεν προηγήθηκε σχετική ειδοποίηση προς την αιτήτρια δυνάμει του Κανονισμού 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (ΚΔΠ 242/1972) πριν την κήρυξή της σε απαγορευμένη μετανάστη. Επίσης, δε δόθηκε στην αιτήτρια η ευκαιρία να αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κύπρο.
Από την άλλη ο κ. Σταυρινός εισηγήθηκε ότι η άδεια εργασίας και παραμονής της αιτήτριας ανακλήθηκε από τη Διευθύντρια λόγω του ότι παρέβηκε τους όρους της άδειάς της και, συνεπώς, από τις 22.4.2014 η αιτήτρια κατέστη απαγορευμένη μετανάστης και ορθά εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι από το τεκμήριο 12 στην ένσταση, ήτοι την επιστολή που απευθύνεται προς την αιτήτρια, προκύπτει ότι αυτή έλαβε γνώση του γεγονότος ότι κατέστη απαγορευμένη μετανάστης και ότι εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, έστω και αν η ίδια δεν παρέλαβε την εν λόγω επιστολή. Σε ότι αφορά τον κανονισμό 19, πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι αυτός δεν θέτει ως προϋπόθεση την προηγούμενη ειδοποίηση της αιτήτρια περί του γεγονότος ότι κατέστη απαγορευμένη μετανάστης.
Εξέτασα τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης.
Τα εντάλματα κράτησης και απέλασης που έχουν εκδοθεί έχουν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση των καθ΄ων και φανερώνουν ότι έχουν εκδοθεί στα πλαίσια του άρθρου 6(1)(Κ) του Κεφ. 105 στη βάση του οποίου η αιτήτρια έχει κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστης, λόγω παραβίασης των όρων της άδειας παραμονής της στη Δημοκρατία.
Η ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος της άγρας πελατών από μέρους της αιτήτριας αποτέλεσε το έναυσμα για να διαταχθεί, βάσει του άρθρου 6(1)(Κ) του Νόμου, απαγορευμένη μετανάστης και να ζητηθεί η απομάκρυνσή της από τη Δημοκρατία. Η Διοίκηση θεώρησε ότι η διάπραξη του εν λόγω αδικήματος αποτελεί παράβαση των όρων της άδειας παραμονής και εργασίας της, με αποτέλεσμα να ανασταλεί η άδεια και να κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστης. Το γεγονός ότι η αιτήτρια αμφισβητεί τη διάπραξη του αδικήματος δεν μπορεί να κριθεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης. Από τη στιγμή όμως που πληροφορείται η Διοίκηση αυτή την παράνομη συμπεριφορά, η Διοίκηση έχει το δικαίωμα να αποφανθεί κατά πόσο θα επιτρέψει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός της. (Βλ. Magdalin Mensah v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 9.8.2013). Οι ανθρωπιστικοί λόγοι που επικαλείται ο συνήγορος της αιτήτριας δεν υπεισέρχονται εδώ εφόσον η Διευθύντρια άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν της δόθηκε ευκαιρία για οικειοθελή αναχώρηση από τη Δημοκρατία συνιστά έκδηλη παρανομία, με βρίσκει σύμφωνη. Πρόκειται για ισχυρισμό καθαρά νομικής υφής, το βάσιμο του οποίου, όπως και όλων των άλλων νομικών θεμάτων που εγείρονται, θα εξεταστεί στα πλαίσια της ουσίας της προσφυγής.
Η αιτήτρια περαιτέρω ισχυρίζεται παραβίαση του Κανονισμού 19 της ΚΔΠ 242/1972, η οποία προνοεί τα ακόλουθα:
«Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»
Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εμπλέκεται στην εξέταση νομικών θεμάτων τα οποία μάλιστα απαιτούν την ερμηνεία Νόμου και Κανονισμών, παρά μόνο περιορίζεται σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία έκδηλα και στην όψη τους μπορεί να διαπιστωθούν ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία. Ο ίδιος ο Κανονισμός 19 δε διαπιστώνεται να έχει οποιαδήποτε πρόνοια όπου στην όψη του να δημιουργεί προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης την κοινοποίηση της κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστη. [Βλ. Falak Islam v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1523/2012, ημερομηνίας 11.1.2013, και Magdalin Mensah v. Δημοκρατίας (πιο πάνω)].
Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 12, το οποίο αποτελεί επιστολή που απευθύνεται προς την αιτήτρια, όπου την πληροφορεί ότι έχει καταστεί απαγορευμένη μετανάστης και ότι η προσωρινή άδεια παραμονής της έχει ακυρωθεί και έχουν εκδοθεί εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης, υπάρχει σφραγίδα στην οποία αναφέρεται ότι το εν λόγω έντυπο δόθηκε στην αιτήτρια, το διάβασε, της εξηγήθηκε και αφού κατανόησε το περιεχόμενό του δεν το υπέγραψε, στην παρουσία αστυφύλακα ο οποίος υπογράφει κάτω από τη δήλωση. Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια, ανεξάρτητα αν αυτή δεν την υπέγραψε και δεν την παρέλαβε.
Η αιτήτρια προσβάλλει με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της. Όπως προκύπτει από τους λόγους ένστασης, η αιτήτρια θα έπρεπε να είχε προσβάλει την απόφαση για ακύρωση παραμονής και εργασίας της, διαφορετικά η προσβολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης παραμένει χωρίς υπόβαθρο.
Η αυτοτέλεια των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι δεδομένη από τη νομολογία. Δεν μπορεί να ελεγχθεί όμως στα πλαίσια της παρούσας αίτησης η απόφαση της Διευθύντριας να ακυρώσει την άδεια παραμονής και εργασίας της αιτήτριας για την οποία δεν έχει ασκηθεί προσφυγή πριν την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί στα πλαίσια της προσφυγής που κατεχωρήθη μετά την καταχώρηση της παρούσας, ήτοι της προσφυγής 933/2014. Στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Dejic (2008) 3 AAΔ 358, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το θέμα αυτό:
«Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ΄ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ΄ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα στην Κύπρο. Η απόρριψη του προηγούμενου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.»
Ενόψει των πιο πάνω, εφόσον δε διαπιστώνεται ότι τα υπό κρίση διατάγματα είναι έκδηλα παράνομα, η απόφαση της Διευθύντριας να αναστείλει την άδεια παραμονής της αιτήτριας δεν μπορεί να ελεγχθεί με την παρούσα αίτηση. Το γεγονός ότι, όπως αναφέρθηκε από τους συνηγόρους και των δύο πλευρών, έχει στο μεταξύ καταχωρηθεί προσφυγή εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας να ακυρώσει την άδεια παραμονής της αιτήτριας και να την κηρύξει απαγορευμένη μετανάστη, δε θεραπεύει την κατάσταση. Δεν μπορεί να εγκριθεί το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ενόσω τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της δεν κρίνονται εκδήλως παράνομα αφ΄ εαυτών και δεν έχει ακόμη κριθεί η νομιμότητα της ανάκλησης της άδειας παραμονής της και η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας.
Οι λόγοι ανεπανόρθωτης ζημιάς που η αιτήτρια επικαλείται σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η αίτησή της, δεν κρίνονται, σύμφωνα με τη νομολογία, ως τέτοιοι. Η χρηματική ζημιά που επικαλείται η αιτήτρια δε θεωρείται, σύμφωνα με τη νομολογία, ως ανεπανόρθωτη ζημιά για σκοπούς έκδοσης ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος. Επίσης, ούτε το γεγονός της κράτησης και οι συνεπαγόμενες από τη στέρηση της ελευθερίας της επιπτώσεις αποτελούν ανεπανόρθωτη ζημιά σύμφωνα με τη νομολογία. Καταλήγω ότι, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν ικανοποιείται το στοιχείο της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αιτήτρια από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο