GUILAN ZHOU ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1079/2014, 23/12/2014
print
Τίτλος:
GUILAN ZHOU ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1079/2014, 23/12/2014
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2014:D996

ECLI:CY:AD:2014:D996

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1079/2014)

 

23 Δεκεμβρίου, 2014

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

GUILAN ZHOU,

Αιτήτρια,

-     ΚΑΙ -

 

    ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

Παναγιώτης Σαββίδης,  για την Αιτήτρια.

Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από την Κίνα, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 3.10.2003, για να φοιτήσει σε κολλέγιο στην Λευκωσία. Στις 2.12.2004 τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο. Από τότε η αιτήτρια εξασφάλιζε άδεια παραμονής άλλοτε ως επισκέπτρια, σύζυγος Κύπριου πολίτη και άλλοτε για εργασία  (για τις περιόδους 27.1.2005-20.9.2006, 20.9.2006-31.3.2007, 12.3.2007-28.6.2007, 4.9.2007-28.2.2008, 4.3.2008-31.3.2009, 17.6.2009-31.3.2010, 9.12.2010-9.12.2011).

 

Στις 12.2.2008 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή της ως σύζυγος Κύπριου πολίτη (Τύπος Μ125), η οποία, αφού εξετάστηκε,  απορρίφθηκε  δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του   άρθρου   110(2) του περί  Αρχείου  Πληθυσμού   Νόμου, Ν141(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε.  Ο λόγος της απόρριψης ήταν η θεωρούμενη ως παράνομη προηγούμενη παραμονή της αιτήτριας στην Κύπρο σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία η αιτήτρια είχε καθυστερήσει να υποβάλει αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής είτε ως φοιτήτρια, είτε ως σύζυγος Κυπρίου υπηκόου. Η προσφυγή που καταχώρησε η αιτήτρια εναντίον αυτής της απόφασης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Υπόθεση αρ.42/11, Guilan Zhou v. Δημοκρατία, ημερομηνίας 24.1.2013).

 

Εν τω μεταξύ, στις 2.12.2011 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής ως επισκέπτρια σύζυγος Kύπριου πολίτη και στις 20.2.2012 της εκδόθηκε άδεια με ισχύ μέχρι τις 9.12.2012. Την 1.7.2011 η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης (Τύπος Μ127) (λόγω ετών παραμονής).  Σύμφωνα με εκθέσεις της Αστυνομίας σχετικά με έρευνες που διενήργησαν για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο γάμος ήταν γνήσιος, διαπιστώθηκε αρμονική καθημερινή συμβίωση του ζεύγους στην κοινή τους οικία, ότι η αιτήτρια εργαζόταν ως βοηθός κουζίνας και ότι η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλή.

 Μετά την τελευταία υποβολή αίτησης της για ανανέωση της άδειας παραμονής της, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια μέχρι τις 11.7.2016 ως σύζυγος Κύπριου πολίτη.  Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της προσφυγής, εκμεταλλευόμενη όμως η θυγατέρα του συζύγου της από προηγούμενο γάμο τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αυτός αντιμετώπιζε τον τελευταίο χρόνο, τον μετακίνησε σε γηροκομείο χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την αιτήτρια, ενώ ανάγκασε την τελευταία να εγκαταλείψει το σπίτι του συζύγου της.  O σύζυγος της αιτήτριας απεβίωσε στις 31.12.2013.

 

Αφού το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφορήθηκε από τη θυγατέρα του συζύγου της αιτήτριας ότι η τελευταία εγκατέλειψε το σπίτι του συζύγου της, απέστειλε στην αιτήτρια επιστολή  ημερομηνίας 22.10.2013 ακυρώνοντας την προσωρινή άδεια παραμονής της για το λόγο ότι δεν διέμενε πλέον με το σύζυγο της, καλώντας την παράλληλα  να αποταθεί εντός 30 ημερών για να διευθετήσει εκ νέου την παραμονή της. Η επιστολή στάλθηκε στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση, στην οποία η αιτήτρια δεν διέμενε πλέον.  Ακολούθως στις 8.7.2014 η αιτήτρια εντοπίστηκε να εργάζεται παράνομα και καταχωρήθηκε εναντίον της η ποινική υπόθεση 133/14, η οποία δεν φαίνεται να εκδικάστηκε μέχρι τον ουσιώδη χρόνο. Ακολούθως δόθηκαν οδηγίες από εκπρόσωπο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα όπως εκδοθούν εναντίον της αιτήτριας διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε αναφορά ημερομηνίας 7.7.2014 του δημόσιου κατηγόρου στο ημερολόγιο ενεργείας της Αστυνομίας [ερυθρό 42, στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1(β)], καταγράφεται όπως τα εν λόγω διατάγματα εκδοθούν «… μετά από οδηγίες του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αν φυσικά αυτό είναι εφικτό.».

 

Την ίδια μέρα εκδόθηκαν τα πιο πάνω διατάγματα για το λόγο ότι η αιτήτρια είχε καταστεί απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει της παρ. (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105because of your illegal stay»). Αποτελεί κοινό έδαφος ότι τα εν λόγω διατάγματα επιδόθηκαν στην αιτήτρια στις 28.7.2014, οπότε συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση της.

 

Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, η οποία στρέφεται εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, καταχωρήθηκε και αίτηση για την αναστολή των διαταγμάτων μέχρι την τελική εκδίκαση, εφόσον η αιτήτρια βρισκόταν υπό κράτηση από 28.7.2014. Με ενδιάμεση απόφαση μου ημερομηνίας 24.9.2014 απέρριψα την αίτηση.

 

Η αιτήτρια προβάλλει πολλαπλούς ισχυρισμούς που συνοψίζονται στους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

 

1.             Οι καθ’ ων η αίτηση θα έπρεπε να εφαρμόσουν τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο, Ν.7(Ι)/07 κατ’ αναλογία και όχι τον  περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105. Η ιδιότητα του μέλους της οικογενείας Ευρωπαίου πολίτη και ως εκ τούτου το δικαίωμα διαμονής δεν εξαρτάται από το κατά πόσο υπάρχει συμβίωση του ζεύγους.  Επικαλείται η αιτήτρια σχετικά την εφαρμογή της απόφασης της Ολομέλειας στη Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 184, καθώς και σχετική έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομηνίας 6.5.2009, αναφορικά με την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στα θέματα της οικογενειακής επανένωσης καθώς και τη δυσμενή μεταχείριση Κυπρίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών.

 

2.             Δεν εφαρμόστηκαν οι τροποποιηθείσες πρόνοιες του Κεφ.105 18ΟΔ-18ΠΘ, που προνοούν για τις προϋποθέσεις έκδοσης απόφασης επιστροφής  για παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών. Τα άρθρα αυτά εφαρμόζονται με την επιφύλαξη κάποιων εξαιρέσεων στις οποίες δεν φαίνεται να εμπίπτει η αιτήτρια. Προβλέπουν για κατάλληλο χρονικό διάστημα για οικειοθελή αναχώρηση του ενδιαφερόμενου προσώπου και την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, μεταξύ άλλων, για τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού (άρθρο 18ΟΖ).  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και η κόρη της αιτήτριας βρισκόταν με νόμιμη άδεια παραμονής στην Κύπρο.

 

3.             Η απόφαση αποτελεί προϊόν πλάνης περί το Νόμο και λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και με κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Οι καθ΄ ων δεν εφάρμοσαν καμία από τις κατευθυντήριες αρχές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ.  Συγκεκριμένα, ενώ η ποιότητα της μεταξύ του ζεύγους σχέσης και η συμβίωση τους, είναι στοιχεία αδιάφορα για τους σκοπούς δικαιώματος διαμονής στη βάση της Οδηγίας και παρόλο που η αιτήτρια διέμενε αρμονικά με το σύζυγο της και την κόρη του επί σειρά ετών, κλονιζόμενης της έγγαμης συμβίωσης μόνο εξαιτίας της συμπεριφοράς της κόρης του συζύγου της, οι καθ’ ων η αίτηση διέταξαν την απέλαση της αιτήτριας με μοναδικό κριτήριο την εγκατάλειψη της συζυγικής οικίας, χωρίς την ενδεδειγμένη έρευνα κατά παράβαση του δικαιώματος σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 15 του Συντάγματος) και της αρχής της αναλογικής μεταχείρισης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι εφόσον η άδεια παραμονής της είχε ακυρωθεί από 22.10.2013, χωρίς να έχει καταχωρηθεί προσφυγή για αυτή την κρίσιμη απόφαση για το καθεστώς διαμονής της, νομίμως εκδόθηκαν στη συνέχεια τα επίδικα διατάγματα λόγω παράνομης παραμονής. Δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αλλά αιτιολογία αφού η περίπτωση της καλύπτεται αποκλειστικά από το Κεφ. 105 και δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 7(1)/07. Η ίδια η Οδηγία και ο όρος «πολίτης της Ένωσης» αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής τους την αιτήτρια και τον σύζυγο της που είχε την κυπριακή ιθαγένεια, αλλά δεν έχει ασκήσει δικαίωμα διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Στα πλαίσια της απόφασης για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποφάσισα, πάντα στην βάση του βάρους απόδειξης της έκδηλης παρανομίας που φέρει η αιτήτρια και για σκοπούς της προσωρινής θεραπείας, ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να αντλήσει δικαιώματα από το Ν.7(Ι)/2007, ενόψει των προνοιών του άρθρου 2 του εν λόγω Νόμου και της ερμηνείας που δίδεται στον όρο «πολίτης της Ένωσης», καθώς και του πεδίου εφαρμογής του παραπάνω Νόμου (άρθρο 4). Αυτό επιβεβαιώνεται από νομολογία του ΔΕΕ, Blaise Baheten Metockv. Minister for Justice, Equality and Law Reform, Υποθ. C-127/08, 25/7/08, στην οποία αναφέρονται και τα εξής:

«73.   Συναφώς, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αφενός, δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του Άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος.

 

 74.    Αφετέρου, η οδηγία 2004/38 δεν αφαιρεί εντελώς από τα κράτη μέλη την εξουσία ελέγχου της εισόδου μελών της οικογένειας πολιτών της Ένωσης στο εσωτερικό τους.  Συγκεκριμένα, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου IV της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον τούτο δικαιολογείται, να αρνούνται την είσοδο και διαμονή για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.  Η άρνηση αυτή, πάντως, στηρίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περιπτώσεως.»

 

 

(Βλ. ακόμη Μorson and Jhanjan (1982) ECR 3723, C-60/00 Mary Carpenter, 11.7.2002, Υπόθεση αρ. 1099/09, Abdulkader Majed v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2011).

 

Είναι λοιπόν σαφές ότι το δικαίωμα διαμονής της αιτήτριας στην Κύπρο, στο βαθμό που εξαρτάται από το δικαίωμα διαμονής και διακίνησης του συζύγου της, και δεδομένου ότι δικαίωμα διακίνησης δεν ασκήθηκε, δεν μπορεί να είναι αυτοτελές στα πλαίσια του Νόμου 7(1)/07, αλλά αποτελεί μάλλον ζήτημα εθνικού δικαίου ως εσωτερική υπόθεση. Δεν παύει, ωστόσο, το δικαίωμα της αιτήτριας να διαμένει στην Κύπρο ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη να συναρτάται με το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής  ζωής, όπως αυτό μπορεί να συναχθεί από τις αρχές ή άλλους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

 

Στην Svetlana Shalaeva ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η οποία συζητήθηκε εκτενώς από τους διαδίκους, αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νόμος αναφέρεται σε υπηκόουςκρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιτρέπει τη διακίνηση και εγκατάσταση συγγενών υπηκόων κράτους μέλους, έστω κι΄ αν οι συγγενείς αυτοί είναι υπήκοοι τρίτου κράτους, μη μέλους. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι βέβαια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των Κυπρίων στη χώρα τους με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι δικαιώματα που παρέχονται από τη Δημοκρατία στους συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών της Ένωσης, πρέπει να παρέχονται και στους συγγενείς των Κυπρίων.

 

…………………………

Θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται άμεσα από το Ν.92(Ι)/2003, ο οποίος αναφέρεται σε συγγενείς υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θεωρούμε ότι ένα δικαίωμα που νόμος ή οδηγία παρέχει σε υπηκόους κρατών μελών της Ένωσης, θα πρέπει να καλύπτει και τους Κυπρίους.

 

Πριν καταλήξουμε θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι είναι προφανής ο σκοπός της οδηγίας πάνω στην οποία βασίστηκε ο νόμος μας να προστατεύεται το δικαίωμα στην οικογένεια, αφού οι πρόνοιες αυτές βοηθούν στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας. Αντίθετη ερμηνεία από τη δική μας θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα αυτό για τους Κυπρίους πολίτες.»

 

 

Η απόφαση αυτή αφορούσε τον προηγούμενο Νόμο, Ν.92(Ι)/2003, ο οποίος καταργήθηκε από τον Ν.7(Ι)/07.  Ο τελευταίος έχει σαφές και ξεκάθαρο πεδίο εφαρμογής, διαφοροποιημένο από αυτό του Ν.92(Ι)/13. Η νεότερη Οδηγία 2004/38/ΕΚ καθιστά σαφές ότι προασπίζει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των πολιτών της Ένωσης στην επικράτεια των κρατών μελών.  Προκειμένου δε να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειας τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας τους.  Οι διατάξεις της Οδηγίας δεν πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά.

 

 Ωστόσο, ο προβληματισμός της Ολομέλειας που εγείρεται και από τον δικηγόρο της αιτήτριας και που έγκειται στην αντίστροφη διάκριση που ενδεχομένως υφίστανται οι Ευρωπαίοι πολίτες και τα μέλη των οικογενειών τους  που δεν έχουν ασκήσει δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας αλλά παραμένουν στο κράτος υπηκοότητας τους και ενδεχομένως έχουν μειωμένα δικαιώματα λόγω εφαρμογής του εθνικού δικαίου, είναι εύλογος.

 

Το ΔΕΕ θεωρεί ότι τέτοιου είδους διακρίσεις/συμπεριφορές συνιστούν άνιση διάκριση σε βάρος δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών με βάση την ιθαγένεια τους.  Χαρακτηριστική είναι η Υποθ. C-224/98 D’ Hoop, ημερομηνίας 11.7.2002 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κατά το μέτρο που σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναγνωρίζεται εντός όλων των κρατών μελών η ίδια νομική μεταχείριση με αυτήν της οποίας τυγχάνουν οι ευρισκόμενοι στην ίδια κατάσταση υπήκοοι αυτών των κρατών, θα ήταν ασυμβίβαστο με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να είναι δυνατόν να υποστεί ο πολίτης αυτός εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος λιγότερο ευμενή μεταχείριση από αυτή της οποίας θα ετύγχανε αν δεν είχε κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας.»

 

 

(Βλ. επίσης C-291/05, Μinister voor Vreemdelingenzaken en Intergatie v. RNG Eind , 11.12.2007).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, σημειώνω επίσης ότι η απόφαση της απέλασης όπως και κάθε άλλη προηγούμενη απόφαση που αφορά στο καθεστώς διαμονής αλλοδαπού και αποτελεί υπόβαθρο για την απέλαση του από την Δημοκρατία, είναι, σύμφωνα με την νομολογία, αυτοτελώς εκτελεστή (Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 19).  Η αιτήτρια δεν έχει προσβάλει με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο την προηγούμενη απόφαση του λειτουργού Μετανάστευσης με την οποία ακυρώθηκε η άδεια παραμονής της ως συζύγου Κύπριου πολίτη  (ημερομηνίας 22.10.13), παρόλο που από την επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 22.11.2013 (παράρτημα 3 στην αγόρευση της αιτήτριας), φαίνεται ότι η αιτήτρια είχε λάβει γνώση για την ακύρωση της άδειας παραμονής της τουλάχιστον ένα μήνα μετά την αποστολή της σχετικής επιστολής των καθ’ ων η αίτηση.  Συνεπώς το γεγονός της αποστολής της σε λάθος διεύθυνση, παρά την πληροφόρηση που είχαν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια την είχε εγκαταλείψει, δεδομένου ότι η νέα διεύθυνση της δεν ήταν γνωστή αφού δεν ενημέρωσε τις Αρχές σχετικά ως όφειλε, δεν αποστέρησε εν τέλει από την αιτήτρια το δικαίωμα να προσφύγει εναντίον της απόφασης ακύρωσης της τελευταίας άδειας παραμονής της. Η υπόθεση Zaharijevic ν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ 56, στην οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος της αιτήτριας με την απαντητική του αγόρευση, διακρίνεται από την παρούσα στη βάση των γεγονότων της και εν προκειμένω δεν έχει εφαρμογή ο λόγος της.  Συνεπώς δεν μπορεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής να εξεταστεί παρεμπιπτόντως η νομιμότητα της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η τελευταία άδεια παραμονής της αιτήτριας.

Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι έχοντας η Διοίκηση παραχωρήσει επί σειρά ετών άδεια παραμονής στην αιτήτρια λόγω του γάμου της με Κύπριο πολίτη, έστω και αν επρόκειτο για προσωρινού τύπου άδεια «visitor», ανεξαρτήτως των διατάξεων του Ν.7(Ι)/07, όφειλε να δώσει επαρκή αιτιολογία για την αλλαγή της στάσης της να μην παραχωρήσει περαιτέρω άδεια ή να ανακαλέσει/ακυρώσει τέτοια άδεια παραμονής, εφόσον μάλιστα δεν έπαυσε η νομική ισχύς του γάμου.

 

Σχετική με το ζήτημα που εδώ απασχολεί είναι η υπόθεση Sari Tekin v. Δημοκρατίας (2007) 4Β Α.Α.Δ 501, στην οποία αιτητής υπήκοος τρίτης χώρας που ήταν σύζυγος Κύπριας, προσέφυγε κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, σημείωσε ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν παρά την εισήγηση του υπεύθυνου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Λάρνακας περί του αντιθέτου και υπό το διαπιστωθέν, πως στο πλαίσιο γνήσιου γάμου ο αιτητής συζούσε αρμονικά με την Κύπρια σύζυγό του, χωρίς να είχε στραφεί η προσοχή προς το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής, ώστε και αυτή να υπεισέλθει στην εικόνα και να σταθμιστεί, για να τηρηθούν οι επιβαλλόμενες αναλογίες. Επομένως, ούτε διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, ούτε η αιτιολογία στα ίδια τα διατάγματα περιλαμβάνει στάθμιση αντιστοίχως. Τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν μόνο με αναφορά στο ξηρό γεγονός της καταδίκης του αιτητή για απλή επίθεση και, στη βάση των πιο πάνω, κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε λόγος ακυρότητας.

 

Επανερχόμενη στα δεδομένα της αιτήτριας, σημειώνεται ότι αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια λόγω προηγούμενης παράνομης παραμονής.  Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται επίσης τις εκθέσεις του κλιμακίου αλλοδαπών περί μη γνησιότητας του γάμου (Τεκμήρια 23 και 24 της ένστασης).

 

Παρατηρώ ότι η αιτήτρια διέμενε και εργαζόταν νόμιμα στην Κύπρο από το 2004, ως σύζυγος Κύπριου πολίτη χωρίς να κατέχει ισχύουσα άδεια διαμονής για ορισμένα μόνο βραχέα χρονικά διαστήματα, τα οποία δεν εμπόδισαν τους καθ’ ων η αίτηση από του να της χορηγήσουν, κάθε φορά, νέα άδεια. Συνεπώς το ζήτημα της παράνομης διαμονής της δεν κρίνεται κατ’ απόλυτο τρόπο, σύμφωνα και με σχετική νομολογία (C-329/97, Ergat v. Stadt Ulm, ημερομηνίας 16.3.2010 και Υπόθεση αρ.1408/10, Emma Angelides ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.10.2012).

.

Η τελευταία άδεια παραμονής της αιτήτριας που ίσχυε μέχρι το 2016, ακυρώθηκε αποκλειστικά στην βάση της διακοπής της συμβίωσης, χωρίς να ακουστεί η αιτήτρια και χωρίς να εξεταστεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο η γνησιότητα του γάμου της. Οι ίδιες οι αστυνομικές εκθέσεις αναφέρονται σε υποψίες για τη γνησιότητα του γάμου της, ερειδόμενες αποκλειστικά στη μεγάλη διαφορά ηλικίας του ζεύγους, ζήτημα που έχρηζε περαιτέρω έρευνας.  Ούτε παραπέμφθηκε η περίπτωση της αιτήτριας στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, αλλά οι καθ’ ων η αίτηση βασίστηκαν αποκλειστικά στην επιστολή της θυγατέρας του συζύγου της αιτήτριας, χωρίς να διερευνήσουν τα όσα η αιτήτρια γραπτώς ανέφερε μέσω του δικηγόρου της και ενόσω εκκρεμούσε ακόμα η δεύτερη αίτηση της για πολιτογράφηση. Σημειώνεται δε ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενώ άρχισαν να εξετάζουν την πιο πάνω αίτηση [ερυθρό 294-298 στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1(α)], δεν φαίνεται να έλαβαν τελική απόφαση.

 

Σε ό,τι αφορά τη θέση της αιτήτριας ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν τήρησαν τις πρόνοιες των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ.105, που αφορούν στην απόφαση επιστροφής, οικιοθελούς αναχώρησης και απομάκρυνσης/απέλασης του υπηκόου τρίτης χώρας εφόσον δεν συμμορφωθεί, παρατηρώ ότι παρέμεινε αναντίλεκτη από τους καθ’ ων η αίτηση.  Επειδή δεν διαφαίνεται οποιοσδήποτε  λόγος που να εξαιρεί την αιτήτρια από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΕ(2), ως υπήκοος τρίτης χώρας, ετίθετο ζήτημα εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων.

 

Η δε αιτιολογία που έδωσε η διοίκηση για τα επίδικα διατάγματα, όχι μόνο δεν είναι επαρκής, αλλά φαίνεται ότι με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, προκύπτει πλάνη ως προς τις νομικές επιπτώσεις της διακοπής της συμβίωσης. Περαιτέρω, οι επίδικες αποφάσεις με τις οποίες διατάχθηκε η απέλαση και κράτηση της αιτήτριας, η οποία εξακολουθούσε να είναι σύζυγος Κυπρίου υπηκόου, με νόμιμη διαμονή στην Κύπρο επί σειρά ετών, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώνονται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο