
ECLI:CY:AD:2014:D987
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1829/2012)
22 Δεκεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η υπό ημερομηνία 16.10.2012, απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (εφεξής «η Επιτροπή»), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για εγγραφή του αιτητή στους Πίνακες Καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, παρά την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 967/2004.
Ο αιτητής κατέχει Diploma of Technician Engineer in Electrical Engineering από το Α.Τ.Ι., Certificate in Programming and Data Processing από το Πανεπιστήμιο Νότιας Καλιφόρνιας των Η.Π.Α., B.Sc. in Electrical Engineering από το ίδιο Πανεπιστήμιο και M.Sc. in Electrical Engineering επίσης από το Πανεπιστήμιο Νότιας Καλιφόρνιας. Όταν στις 14.9.2001, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής, η Επιτροπή τον κάλεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου B.Sc. in Electrical Engineering προς πτυχίο πανεπιστημίου στον κλάδο της Πληροφορικής. Ο αιτητής αντέδρασε με την καταχώρηση τριών προσφυγών, μια εκ των οποία απεσύρθη, ενώ στις προσφυγές υπ΄ αρ. 967/2004 και 203/2008 εκδόθηκαν στις 23.11.2006 (Παπαδοπούλου, Δ.) και 6.2.2009 (Φωτίου, Δ.) αντίστοιχες αποφάσεις. Στην πρώτη η προσφυγή πέτυχε, ενώ στη δεύτερη η προσφυγή απερρίφθη.
Με νέες επιστολές του ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση της αίτησης του επικαλούμενος περιπτώσεις άλλων εκπαιδευτικών με όμοια πτυχία οι οποίοι έτυχαν διαφορετικού χειρισμού. Και πάλι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε το όνομα του στον Πίνακα Διοριστέων με αποτέλεσμα να καταχωρήσει νέα προσφυγή την υπ΄ αρ. 118/2010, την οποία όμως απέσυρε στη συνέχεια. Ο αιτητής επανέλαβε αίτημα για επανεξέταση της απόφασης της Επιτροπής, η οποία έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο, αναμένοντας από τον αιτητή να υποβάλει πιστοποιητικό αναγνώρισης του τίτλου σπουδών του από το ΚΥΣΑΤΣ. Ζητήθηκε και πάλι επανεξέταση της αίτησης με νέα επιστολή ημερ. 29.6.2012 στην οποία ο αιτητής επισύναψε επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 23.8.2002, σύμφωνα με την οποία οι τίτλοι του Certificate in Programming and Data Processing, B.Sc., M.Sc. και Diploma of Technician Engineer δεν αναγνωρίζονταν ως ισότιμα με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο Πληροφορικής διότι αφορούσαν τον κλάδο Electrical Engineering και όχι τον κλάδο της Πληροφορικής. Η Επιτροπή αποφάσισε την απόρριψη της αιτήσεως διότι ο αιτητής δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό στη θέση του Καθηγητή Πληροφορικής.
Οι λόγοι ακύρωσης σχετίζονται με την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική απόφαση, την έλλειψη αιτιολογίας και την απουσία δέουσας έρευνας, την ύπαρξη αντιφατικότητας, αντίθεσης προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Κατά εκτενή τρόπο ο συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει τους πιο πάνω λόγους, ιδιαιτέρως δε τον πρώτο λόγο περί παραβίασης του δημιουργηθέντος δεδικασμένου. Οι καθ΄ ων αντιδρούν στην προσφυγή εισηγούμενοι ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Αποτελεί τη θέση τους ότι έγινε ορθή και εύλογη επανεξέταση εντός του πλαισίου νομιμότητας, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλήρως αιτιολογημένη και ληφθείσα σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης, κλπ.
Είναι αναγκαίο να εξεταστεί η προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 967/2004 προσφυγή. Εκεί η προσβαλλόμενη πράξη ήταν η απόφαση της Επιτροπής να μην εγγράψει τον αιτητή στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Υπολογιστών παρά τα νέα στοιχεία που ο αιτητής είχε προσκομίσει. Είχε τεθεί επίσης ζήτημα ότι υπήρξε διορισμός άλλου προσώπου με πτυχίο όμοιο με το δικό του και ζήτησε επανεξέταση των δικών του προσόντων. Η Επιτροπή απορρίπτοντας το αίτημα, έκρινε ότι το έτερο άτομο που κατ΄ ισχυρισμόν έτυχε διορισμού με «πτυχίο όμοιο με το δικό του», ο Χάρης Παφίτης, ήταν κάτοχος πτυχίου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σύμφωνα με Απόφαση Πολιτικής της Επιτροπής ημερ. 14.1.2002, το προσόν αυτό ήταν αποδεκτό για εγγραφή στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Η.Υ., εφόσον το περιεχόμενο των σπουδών αυτών καλύπτει τρεις γνωστικές περιοχές της επιστήμης της πληροφορικής/ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήτοι, προγραμματισμό, βάση δεδομένων και δίκτυα πληροφοριών. Το περιεχόμενο σπουδών του αιτητή είναι διαφορετικό.
Το Δικαστήριο (Παπαδοπούλου, Δ.), ακύρωσε την τότε προσβαλλόμενη πράξη λόγω έλλειψης αιτιολογίας διότι η απλή αναφορά ότι από τη σύγκριση των ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή και του Παφίτη, αυτά διέφεραν, δεν προέκυπτε τέτοια αιτιολογία ώστε να διαπιστωνόταν τι είχε υπόψη της η Επιτροπή, ούτε και έγινε η αναγκαία διερεύνηση. Ούτε και η απόφαση της Επιτροπής που προηγήθηκε ημερ. 7.2.2002, ότι η τελική απόφαση για τα προσόντα του αιτητή θα λαμβανόταν μετά την απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ, θεράπευσε την παράλειψη να διερευνήσει και να αιτιολογήσει το λόγο διαφορετικότητας των προσόντων του αιτητή σε βαθμό αποκλεισμού του από τον Πίνακα Διοριστέων.
Κρίνεται ότι καμιά παραβίαση του δεδικασμένου δεν έχει γίνει. Το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπ΄ αρ. 967/2004, προσφυγή, ήταν ότι η Επιτροπή δεν είχε δώσει δέουσα αιτιολογία ως προς τη συγκριτική διαφορά των δύο πτυχίων, αιτητή και Παφίτη, σε συνάρτηση με το ότι δεν είχε διερευνήσει τα προσόντα του αιτητή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αναμενόταν η απάντηση του ΚΥΣΑΤΣ.
Η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση της ρητά πλέον αναφέρει ότι μελέτησε το υποβληθέν σ΄ αυτήν πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 23.8.2002, όπως το υπέβαλε στην Επιτροπή ο αιτητής με την επιστολή του ημερ. 2.7.2012, στη βάση του οποίου διαφαινόταν ότι οι τίτλοι που απέκτησε ως ανωτέρω καταγράφηκαν, δεν αναγνωρίζονταν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο της Πληροφορικής.
Επομένως, η Επιτροπή συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο και διεξήγαγε δέουσα έρευνα δίνοντας ως λόγο της απόρριψης του αιτήματος του για εγγραφή, την ανισοτιμία των τίτλων σπουδών του με τον κλάδο της Πληροφορικής. Ο αιτητής λανθασμένα δεν αναφέρεται και στην επόμενη υπ΄ αυτού καταχωρηθείσα προσφυγή υπ΄ αρ. 203/2008, ημερ. 6.2.2009, και την εκεί απόφαση του, Φωτίου, Δ., με την οποία οι ίδιοι ισχυρισμοί περί παραβίασης του δεδικασμένου από την ακυρωτική προσφυγή υπ΄ αρ. 967/2004, απορρίφθηκαν. Εξηγείται στην τελευταία αυτή προσφυγή ότι στη βάση της απόφασης στην υπ΄ αρ. 967/2004 προσφυγή, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στο ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 22.2.2007 ζητώντας να πληροφορηθεί αν οι τίτλοι του αιτητή δικαιολογούσαν εγγραφή του στον Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής. Το ΚΥΣΑΤΣ απάντησε στις 26.3.2007 ότι προς αξιολόγηση των τίτλων σπουδών θα πρέπει να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο σχετική αίτηση στη βάση του άρθρου 10(1) του περί Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Νόμου αρ. 68)Ι)/1996.
Η προσφυγή εναντίον του περιεχομένου αυτής της απάντησης ενώπιον του Φωτίου, Δ., απερρίφθη, ως ήδη αναφέρθηκε. Κρίθηκε ότι στη βάση της αναπτυχθείσας νομολογίας, (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, κ.ά.), το ΚΥΣΑΤΣ είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να εξετάσει αναγνώριση και ισοτιμία προσόντων και δεν υποχρεούτο το διοικητικό όργανο να αποταθεί το ίδιο στο ΚΥΣΑΤΣ, αλλά ο ενδιαφερόμενος. Ο Φωτίου, Δ., προχώρησε να εξετάσει και τον συναφή ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο της προσφυγής αρ. 967/2004, απορρίπτοντας τον όμως ως αβάσιμο. Όπως ανέφερε:
«η προσφυγή πέτυχε για το λόγο ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε η δέουσα αιτιολογία και ούτε η δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να δημιουργείτο και πλάνη περί τα πράγματα. Δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε εύρημα υπέρ του αιτητή το οποίο να παραβίασε η Ε.Ε.Υ. Το καθήκον της Ε.Ε.Υ. ήταν να επανεξετάσει το αίτημα, πράγμα που έπραξε.»
Ορθά λοιπόν η συνήγορος της Επιτροπής στην αγόρευση της παρατηρεί ότι ουδεμία αναφορά γίνεται από τον αιτητή στην απορριπτική απόφαση του Φωτίου, Δ., ως να μην υπήρχε. Και όμως και αυτή δημιούργησε δεδικασμένο. Ότι δηλαδή η Επιτροπή μετά την προηγηθείσα ακυρωτική έπραξε αυτό που έπρεπε, ήτοι, επανεξέτασε το αίτημα. Δεν υπήρξε έφεση, όπως γίνεται αντιληπτό, (δεν ανεφέρθη κάτι διαφορετικό), και επομένως το ζήτημα του δεδικασμένου έχει λυθεί υπέρ της Επιτροπής. Ο αιτητής επανέρχεται με σωρεία λόγων παραβίασης του δεδικασμένου με μικροσκοπικούς και λεπτομερείς επί μέρους ισχυρισμούς. Η ουσία όμως εξαντλείται στο ότι η Επιτροπή επανεξέτασε, είχε τη θέση του ΚΥΣΑΤΣ, έκρινε στη βάση των όλων δεδομένων ότι δεν είχε τα προσόντα εγγραφής στον Πίνακα Διοριστέων Πληροφορικής. Δεν χρειαζόταν επακριβής αναφορά στα προσόντα του Παφίτη, διότι εκείνα ήταν δεδομένα. Αντίθετα αναφέρθηκε στα δεδομένα του ίδιου του αιτητή κατά λεπτομερή μάλιστα τρόπο.
Η προσβαλλόμενη πράξη δεν στερείται αιτιολογίας, ως διατείνεται ο αιτητής. Επαναλαμβάνοντας τα ίδια, όπως και στην αίτηση του για παραβίαση του δεδικασμένου, προτείνει ότι αγνοήθηκαν διάφοροι παράγοντες, όπως η εγγραφή του στο ΕΤΕΚ στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής, ότι διδάσκει με άδεια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού το μάθημα των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη μέση εκπαίδευση και, επομένως, η Επιτροπή είχε καθήκον να ενεργήσει αναλόγως και να τον εγγράψει στον κλάδο της Μηχανικής εφόσον άλλα όργανα της Δημοκρατίας τον είχαν κατ΄ αυτό τον τρόπο αναγνωρίσει. Ο αιτητής παραπέμπει και στο άρθρο 12 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, το οποίο προνοεί ότι ένα διοικητικό όργανο ασκώντας τη δική του αρμοδιότητα αναγνωρίζει ως ισχυρές και εφαρμόζει τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων, εφόσον αυτές έχουν εξωτερικά τα γνωρίσματα εγκύρων πράξεων.
Η πιο πάνω θέση όμως αναιρεί στην ουσία το ίδιο το ΚΥΣΑΤΣ και την ύπαρξη του. Όχι μόνο, όπως ορθά εισηγείται η συνήγορος των καθ΄ ων, η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας, κατά πάγια νομολογία, ανήκει στο διοικητικό όργανο, αλλά κατά προέκταση και η αρμοδιότητα αυτή, εφόσον ασκείται ευλόγως κατά διακριτική ευχέρεια που δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια του εύρους της, οριοθετείται στον τομέα ενέργειας του διοικητικού οργάνου, εδώ της Επιτροπής. Όπως εύστοχα εισηγείται η Επιτροπή, το γεγονός ότι ο αιτητής διδάσκει σε ιδιωτικά σχολεία, όπως και ο ίδιος ο αιτητής δέχεται, με βάση άλλες συνθήκες εργασίας, αλλά και ιδιωτική σύμβαση εργοδότησης, δεν αποδυναμώνει το έργο, την ευθύνη και το καθήκον της ίδιας της Επιτροπής να ερμηνεύσει το Σχέδιο Υπηρεσίας και να βεβαιωθεί, εν ανάγκη ζητώντας από υποψήφιο αιτητή να αποταθεί και να λάβει πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, προς αποδοχή του για εγγραφή στον αρμόδιο κατάλογο. Το ΚΥΣΑΤΣ είναι ως ήδη αναφέρθηκε το μόνο αρμόδιο όργανο να πιστοποιεί αναγνωριστικά ισοτιμίας και αντιστοιχίας με το Νόμο υπ΄ αρ. 68(Ι)/1996, το δε Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Επομένως, το ότι το Υπουργείο έχει δώσει άδεια για διδασκαλία του μαθήματος των ηλεκτρονικών υπολογιστών ουδόλως παραμερίζει την ανάγκη πιστοποίησης από το ΚΥΣΑΤΣ, ούτε το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει τον αιτητή ως ικανό να εγγραφεί στον Πίνακα Διοριστέων επειδή το ΕΤΕΚ τον είχε αναγνωρίσει και εγγράψει στον κλάδο της ηλεκτρονικής μηχανικής. Άλλο είναι η αναγνώριση για σκοπούς του ΕΤΕΚ και άλλο η αναγνώριση για σκοπούς της Επιτροπής για διδασκαλία στα δημόσια εκπαιδευτήρια.
Δεν εξάγεται εκ των ανωτέρω οποιαδήποτε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής ή ενέργεια κατ΄ αντίθεση με τη χρηστή διοίκηση ή την αρχή της καλής πίστης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο