XIAOCHAUN XIE ν. ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 151/2013, 5/2/2015
print
Τίτλος:
XIAOCHAUN XIE ν. ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 151/2013, 5/2/2015
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2015:D72

ECLI:CY:AD:2015:D72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 151/2013)

 

5 Φεβρουαρίου, 2015

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 19, 19(α) ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

XIAOCHAUN XIE,

Aιτήρια,

-     ΚΑΙ -

 

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ

 ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                                                                        Καθ΄ων η αίτηση.

 

 

Μικαέλλα Μακρή (κα) για Νίκο Κληρίδη, για την Αιτήτρια.

Βούλα Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η αιτήτρια που κατάγεται από την Κίνα, έφυγε από τη χώρα της νόμιμα χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της και εισήλθε παράνομα στην Κύπρο μέσω του αεροδρομίου στα κατεχόμενα στις 6.6.2012.  Στις 11.6.2012 υπέβαλε αίτηση ασύλου μέσω του νομικού της εκπροσώπου μαζί με έντυπο προσωπικών στοιχείων.  Στις 29.8.2012 διεξήχθη συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσιας Ασύλου με την παραχώρηση διερμηνέα. Μετά την συνέντευξη ετοιμάστηκε εισήγηση από τον λειτουργό προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος στις 31.8.2012 αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Η αιτήτρια ειδοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 5.9.2012 ότι η αίτηση της απορρίφθηκε λόγω αναξιοπιστίας με την εξής αιτιολογία:

 

«…. Στην απόφαση αυτή λήφθηκαν υπόψη:

-      το γεγονός ότι, ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης σας, ότι αν επιστρέψετε άτομα της μαφίας θα σας σκοτώσουν, κρίθηκε αναξιόπιστος,

-      το γεγονός ότι  αιτηθήκατε για διεθνή προστασία, χωρίς να γνωρίζετε τι εστί με σκοπό να παραμείνετε νόμιμα

-      το γεγονός ότι, εγκαταλείψατε τη χώρα καταγωγής σας νόμιμα, χρησιμοποιώντας το διαβατήριο το οποίο επίσης αποκτήσατε νόμιμα

-      το γεγονός ότι, υπήρχαν διαφορές (αντιφάσεις) κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σας όσο και μεταξύ της αίτησης σας και της συνέντευξης σας ως προς το λόγο και τα γεγονότα που σας ώθησαν να εγκαταλείψετε τη χώρα καταγωγής σας.

Αξιολογώντας προσεκτικά τους προσβαλλόμενους από εσάς ισχυρισμούς, η Υπηρεσία Ασύλου κρίνει ότι, δεν είστε άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας αφού έκρινε τους προσβαλλόμενους από εσάς ισχυρισμούς ως αναξιόπιστους.»

 

 

Ακολούθως η αιτήτρια καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (ΑΑΠ), η οποία αφού μελέτησε σχετική έκθεση του Λειτουργού της, εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την προσφυγή. Την 4.12.2012 η ΑΑΠ απέστειλε στον νομικό εκπρόσωπο της αιτήτριας την απορριπτική επιστολή για ενημέρωση του, την οποία απέστειλε ταχυδρομικώς και στην αιτήτρια.

 

Η αιτήτρια προσβάλλει την εν λόγω απόφαση προβάλλοντας με την γραπτή της αγόρευση τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

-     Λανθασμένα αξιολογήθηκε η αξιοπιστία της και πεπλανημένα κρίθηκαν ως αντιφατικά τα όσα η αιτήτρια ανέφερε αρχικά για το ότι ζούσε στο Χουμπέι, τη γενέτειρα της, από τη γέννηση της μέχρι την αναχώρηση της, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης είπε ότι είχε διαφύγει λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε με τη μαφία και ότι διέμενε για τρία χρόνια στο Πεκίνο και στην πόλη Σι Ζια Ζουάνγκ μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Επίσης η απάντηση της ότι δεν γνώριζε τι είναι το πολιτικό άσυλο δεν ήταν καθοριστική, ούτε ότι θα ήθελε να παραμείνει στην Κύπρο για να καθαρίζει σπίτια κερδίζοντας χρήματα, αφού μπορεί παράλληλα με τους λόγους που καθιστούν κάποιον ως πρόσφυγα να συντρέχει και η επιθυμία του για επιβίωση και εργασία στην χώρα υποδοχής, αρκεί να μην ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως είναι η περίπτωση του οικονομικού μετανάστη.

-         Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι τα όσα περιέγραψε στην συνέντευξη ως απειλές από την μαφία ενέπιπταν στον όρο παρενόχλησης και δίωξης, σύμφωνα με το Νόμο.

-         Ο διερμηνέας δεν είχε επαρκή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, ενώ τίθεται υπό αμφισβήτηση κατά πόσο ήταν επαγγελματίας, με αποτέλεσμα η μετάφραση να είναι ελλιπής και να δημιουργεί πλάνη και λανθασμένες εντυπώσεις για την αξιοπιστία της αιτήτριας.

-         Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και κατά την διάρκεια της συνέντευξης δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις.  Κατά συνέπεια η ΑΑΠ δεν έπρεπε να επικυρώσει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά όφειλε να προβεί σε επαναδιερεύνηση και επανεξέταση.

-         Η Αιτήτρια δεν ήταν άτομο του ενδιαφέροντος των αρχών της χώρας της ούτε ήταν μέλος πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής, εθνικής ή στρατιωτικής οργάνωσης ή ομάδας ώστε να πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 και να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης για λόγους θρησκευτικούς, φυλετικούς, ιθαγενείας ή πολιτικών αντιλήψεων.  Ωστόσο, η αιτήτρια έχει βάσιμο λόγο να πιστεύει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή απειλή προς τη ζωή της ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας. Θα έπρεπε δε να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ή καθεστώς προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, δυνάμει του Άρθρου 19Α του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η απόφαση λήφθηκε απολύτως νόμιμα και είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η αιτήτρια είναι οικονομικός μετανάστης με κίνητρο καθαρά οικονομικό όπως προκύπτει από τα λεγόμενα της στην συνέντευξη. Η διαφορά της με την μαφία δεν εμπίπτει σε ένα από τους πέντε λόγους με βάση τους οποίους σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, θα μπορούσε να καταταχθεί και να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας[1], με αποτέλεσμα η υπόθεση της να είναι ιδιωτική/προσωπικής φύσης.  Ούτε επιχείρησε η αιτήτρια να της παραχωρηθεί προστασία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους της (βλ. άρθρο 3Β του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Σε συμφωνία με τις θέσεις της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη και βασίστηκε σε δέουσα έρευνα. Oι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ενδελεχώς όλο το υλικό που περιέχεται στο φάκελο για πολιτικό άσυλο, τα έντυπα των προσωπικών στοιχείων, τα πρακτικά της συνέντευξης ημερομηνίας 29.8.2012, την εισήγηση του αρμοδίου λειτουργού και την έκθεση του λειτουργού της Αναθεωρητική Αρχής και κατέληξαν ότι ορθά απερρίφθη το αίτημα της αιτήτριας από την Υπηρεσία Ασύλου, αφού δεν στοιχειοθετείται στο πρόσωπο της αιτήτριας η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα.

 

Τα όσα η αιτήτρια ισχυρίστηκε με τις απαντήσεις της στη συνέντευξη αναφορικά με τα προβλήματα με τη μαφία στη χώρα της, εύλογα κρίθηκαν ότι περιείχαν αντιφάσεις, ώστε να μην μπορεί να της αποδοθεί το ευεργέτημα αμφιβολίας με βάση την παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Καθορισμό του Καθεστώτος των Προσφύγων, το οποίο εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες[2]. Ενδεικτικά είναι τα όσα αναφέρονται στην έκθεση του λειτουργού για τη γενική της αξιοπιστία, τα οποία παρατίθενται στη συνέχεια αυτούσια:

«●    Η Α.Α. ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ότι, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του γεγονότος ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με άτομα της μαφίας τα οποία την παρενοχλούσαν επειδή ο σύζυγος της τους χρωστούσε αρκετά λεφτά.  Ερωτηθείσα για το τι είδους προβλήματα αντιμετώπιζε ισχυρίστηκε ότι, εδώ και 5 χρόνια, άτομα της μαφίας προσπαθούν να τη σκοτώσουν. Ερωτηθείσα για το τι έπραξε κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών ισχυρίστηκε ότι, διέφευγε σε διάφορα μέρη  όπου διέμενε για 3 χρόνια στο Πεκίνο και για 1 χρόνο στην πόλη Σι Ζία Ζουάγνκ μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερ. 20).  Στα αρχικά όμως στάδια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι, από την ημερομηνία γεννήσεως της μέχρι και την ημερομηνία αναχώρησης της από τη χώρα καταγωγής της διέμενε στο σπίτι της στην γενέτειρα της, στην πόλη Χουμπέι (ερ. 25).  Όταν της επισημάνθηκε η αντίφαση ισχυρίστηκε ότι, επέστρεψε στο σπίτι της πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερ. 20Χ).  Ερωτηθείσα για το λόγο όμως που αρχικά ισχυρίστηκε ότι, διέμενε στο σπίτι της μέχρι την ημερομηνία αναχώρησης της, ανάφερε ότι, μόνο τα τελευταία 4 χρόνια δεν διέμενε εκεί (ερ. 19), με αποτέλεσμα όμως η αντίφαση να παραμένει και να τίθεται έτσι ο ισχυρισμός της υπό αμφισβήτηση.

·             Η Α.Α. ισχυρίστηκε ότι, άτομα της μαφίας προσπαθούσαν να τη σκοτώσουν εδώ και 5 χρόνια (ερ. 20 2Χ).  Στα αρχικά στάδια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι, ουδέποτε είχε παρενοχληθεί ή διωχθεί στη χώρα καταγωγής της (ερ. 22).  Όταν της επισημάνθηκε και αυτή η αντίφαση ισχυρίστηκε ότι, προσπαθούσαν να την εντοπίσουν αλλά δεν μπορούσαν (ερ. 19Χ). Ο ισχυρισμός αυτός είναι όμως και πάλι αντιφατικός αφού σε άλλο στάδιο της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι, καθημερινά την παρενοχλούσαν ερχόμενοι στο σπίτι της (ερ. 20 3Χ).  Ως αποτέλεσμα των συνεχών αντιφατικών ισχυρισμών της είναι να πλήττεται η αξιοπιστία της.

·             Η Α.Α. στην αίτηση της την οποία συμπλήρωσε πριν από μόλις 2 ½ μήνες δεν έκανε καμία αναφορά για το γεγονός ότι, άτομα της μαφίας την αναζητούσαν για να τη σκοτώσουν (ερ. 4).  Όταν της επισημάνθηκε και αυτό το γεγονός ανάφερε ότι, συμπλήρωσε την αίτηση της μόλις εισήλθε στη Δημοκρατία και δε γνώριζε (ερ. 19 2Χ), ισχυρισμός όμως επίσης καθόλου πειστικός αφού αναμενόταν να αναφερθεί σε γεγονός τέτοιας βαρύτητας κατά την υποβολή της αίτησης της και η παράλειψη της αυτή προκαλεί εύλογες αμφιβολίες για το αληθές του ισχυρισμού αυτού.  Ως εκ τούτου υπό αμφισβήτηση τίθεται και ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της ότι, σε περίπτωση επιστροφής της άτομα της μαφίας θα τη σκοτώσουν (ερ. 19 3Χ).

·             Ερωτηθείσα για το λόγο που υπέβαλε την αίτηση ασύλου ισχυρίστηκε ότι, θα ήθελε να παραμείνει στη Δημοκρατία και να κερδίσει λεφτά καθαρίζοντας σπίτια.  Ερωτηθείσα για το κατά πόσο γνωρίζει τι εστί πολιτικό άσυλο απάντησε αρνητικά (ερ. 19 5Χ), υποδηλώνοντας ουσιαστικά ότι, ο μοναδικός λόγος για την υποβολή της αίτησης ασύλου ήταν για να παραμείνει νόμιμα και να εργαστεί.»   

 

Ακόμη όμως και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ευσταθούσαν, όπως η ίδια παραδέχεται δεν εμπίπτουν στους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά συνιστούν κάποιου είδους παρενόχληση από μια μη κρατική παράνομη οργάνωση.  Επρόκειτο δηλαδή για ιδιωτική διαφορά για την οποία η αιτήτρια δεν ζήτησε, πριν από την φυγή της από τη χώρα της, οποιαδήποτε προστασία από τις εκεί αρμόδιες αρχές.

 

Ως προς το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας που επικαλείται η αιτήτρια, δεν κατάφερε, σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του εν λόγω Νόμου[3].

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι κάθε αιτητής ο οποίος ισχυρίζεται ότι πρέπει να τύχει ασύλου ή συμπληρωματικής προστασίας, έχει την υποχρέωση και το βάρος να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του (βλ. π.χ. Zahra Golpour v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1334/2006, ημερομηνίας 9.7.2007).  Στην προκειμενη περίπτωση, η αιτήτρια, κατά τη δική της ομολογία, διακινήθηκε ελεύθερα για τρία έτη σε άλλες πόλεις της χώρας της λόγω απειλών που δεχόταν από την μαφία, έφυγε νόμιμα από την χώρα της, ενώ δεν υπέστη καμία προσωπική δίωξη ούτε αναζήτησε προστασία από τις αρμόδιες εκεί αρχές. Ο φόβος που εξέφρασε ήταν γενικός, αόριστος και απροσδιόριστος.

 

Περαιτέρω το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 3 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων, που επίσης επικαλείται η αιτήτρια, δεν έχουν εφαρμογή εδώ, αφού η αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε τέτοιου είδους δίωξη της από τη μαφία. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι στην αίτηση που η αιτήτρια είχε συμπληρώσει πριν από την συνέντευξη της, δεν ανέφερε ότι άτομα της μαφίας την αναζητούσαν για να την σκοτώσουν.

 

Ως προς την παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και της ισχυριζόμενης παράλειψης της ΑΑΠ να επανεξετάσει, το άρθρο 28Ζ, του περί Προσφύγων Νόμου παρέχει στην Αρχή διακριτική ευχέρεια να καλεί σε προσωπική συνέντευξη. Ακόμα και στην περίπτωση που αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία προς την Αρχή, κατά τη διοικητική προσφυγή, η Αρχή δύναται να τον καλέσει είτε  σε προσωπική συνέντευξη είτε σε ακροαματική διαδικασία, αλλά δεν υποχρεούται να το πράξει. (Βλ. επίσης Harpeet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393 και  Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387).  Οι καθ’ ων η αίτηση δεν είναι υποχρεωμένοι εξάλλου να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου είναι ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων.  Εδώ επρόκειτο για μια ξεκάθαρη υπόθεση. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να της αποδώσουν το καθεστώς του πρόσφυγα, ούτε προέκυψε από τους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής έδαφος για εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα, η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. (βλ. Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609  και  Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                            Π. Παναγή, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] 3.-(1) «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυµο, να χρησιµοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούµενης συνήθους διαµονής του ως αποτέλεσµα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυµο να επιστρέψει σ’ αυτή ... ».

[2] «204. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους».

 

[3] «19.-(1) ……………………………………………………………………….

      (2)  Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σημαίνει –

 

(α) Θανατική ποινή ή εκτέλεση·

                                                                      

(β) Βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία·

 

(γ) παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος τόσο κατάφωρη ώστε να ενεργοποιεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας· ή

 

(δ) απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας, ως αποτέλεσμα βίας που ασκείται αδιακρίτως υπό συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης ή ως αποτέλεσμα συστηματικών ή γενικευμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικείων προσώπων.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο