ΠΑΥΛΟΣ ΓΙΩΡΚΑΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 526/2013, 13/5/2015
print
Τίτλος:
ΠΑΥΛΟΣ ΓΙΩΡΚΑΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 526/2013, 13/5/2015
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2015:D331

ECLI:CY:AD:2015:D331

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                  (Υπόθεση Αρ. 526/2013)

 

13 Μαΐου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΥΛΟΣ ΓΙΩΡΚΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Ν. Χατζηιωάννου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Προσβάλλεται η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 4.2.2013 να προαγάγουν, μεταξύ άλλων, τους Γεώργιο Κούβαρο (ΕΜ 1), Άριστο Αριστοτέλους (ΕΜ 2), Παύλο Παύλου (ΕΜ 3) και Ανδρέα Σπύρου (ΕΜ 4) στη θέση Επόπτη Ειδικευμένου Προσωπικού αντί του Αιτητή.

 

Ενώπιόν τους οι καθ’ ων η αίτηση είχαν, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσιακές καταστάσεις του κάθε υποψηφίου. Από αυτές προέκυπταν ότι ο αιτητής είχε διοριστεί στην υπηρεσία των καθ’ ων η αίτηση στις 3.5.1981 όπως και οι ανθυποψήφιοί του με εξαίρεση το Μιχάλη Κούβαρο, ΕΜ 1, ο οποίος εντάχθηκε στην υπηρεσία στις 19.5.1980. Ο αιτητής προήχθη στο βαθμό Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη με ειδικότητα Ειδικευμένος με απολυτήριο την 1.4.2001, σε αντίθεση με τους ανθυποψήφιούς του οι οποίοι προάχθηκαν σε κατοπινό στάδιο και ειδικότερα, ο Κούβαρος (ΕΜ 1) την 1.5.2002, ο Αριστοτέλους (ΕΜ 2) ο Παύλου (ΕΜ 3) και ο Σπύρου (ΕΜ 4) την 1.4.2003. Στις εν λόγω υπηρεσιακές καταστάσεις καταγράφηκαν επίσης τα προσόντα των υποψηφίων με τον αιτητή να κατέχει τα περισσότερα (σειρά εξετάσεων (15) από το City and Guilds Institute του Ηνωμένου Βασιλείου). Το ΕΜ 2 Αριστοτέλους, διαθέτει επίσης εξετάσεις του εν λόγω Ινστιτούτου, αλλά περιορισμένο αριθμό, με απαλλαγή των μαθημάτων του πρώτου χρόνου. Τα ΕΜ 1, 3 και 4 δεν διαθέτουν προσόντα πέραν του απολυτηρίου τους. Αναφορικά με τις αξιολογήσεις των υποψηφίων τόσο ο αιτητής όσο και τα ΕΜ είχαν γενικό μέσο όρο για τα έτη 2009-2011 το 5.

Ζητήθηκε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Το Συμβούλιο Προσωπικού, έχοντας λάβει υπόψη τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, καθώς και την ουσιαστική καταλληλότητα στην οποία περιλαμβάνεται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα έντυπα αξιολόγησης και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου του καθενός, απέδωσε στον αιτητή 2,77 μονάδες, στον Κούβαρο, (ΕΜ 1), 2,29, στον Αριστοτέλους (ΕΜ 2) 2,29, στον Παύλου (ΕΜ 3) 1,65 και στον Σπύρου (ΕΜ 4) 1,12 μονάδες.

 

Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής έχοντας μελετήσει τους τομείς δραστηριότητας και έργων με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας και τα Έντυπα Αξιολόγησης, καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου, τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τα αποτελέσματα και τη συνολική προσφορά των υποψηφίων όπως προκύπτουν από την όλη υπηρεσιακή τους εικόνα, εισηγήθηκε την πλήρωση των 9 κενών θέσεων από τους εννέα υπαλλήλους οι οποίοι έλαβαν τη μεγαλύτερη στήριξη από το Συμβούλιο Προσωπικού. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν ο αιτητής και τα ΕΜ.

 

Το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση μελέτησε τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και προέβη σε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις υπό πλήρωση θέσεις. Σημειώθηκε πως τα προσόντα και η αρχαιότητα δεν αποτελούν χωριστά κριτήρια επιλογής, αλλά συνυπολογίζονται στο κριτήριο της  ουσιαστικής καταλληλότητας και ότι κανείς από τους υποψήφιους δεν κατέχει προσόντα που να τον διακρίνουν από τους υπόλοιπους και να του προσδίδουν ουσιαστική καταλληλότητα. Ακολούθως το Συμβούλιο σημείωσε ότι η επιλογή του δεν μπορεί να βασιστεί στην επίδοση/απόδοση (βαθμολογία) και προσόντα των υποψηφίων, ενώ όσον αφορά την αρχαιότητα, θεώρησε ότι οι πρώτοι 50 υποψήφιοι που προήχθησαν μέχρι και το 2004 υπερέχουν των υπόλοιπων που προήχθησαν από το 2005 μέχρι και το 2009. Όμως, η διαφορά ανάμεσα στους 50 πρώτους στην επετηρίδα υποψήφιους, οι οποίοι προήχθησαν στο βαθμό που κατέχουν από το 2000 μέχρι το 2004 δεν είναι τέτοια που να τους προσδίδει ουσιαστική καταλληλότητα από αυτό και μόνο το γεγονός. Με βάση το στοιχείο αυτό, το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση των 50 πρώτων σε επετηρίδα υποψηφίων και σημείωσε ότι η επιλογή του θα βασιστεί σε άλλα στοιχεία τα οποία μπορεί να προσδώσουν αξία και άρα ουσιαστική καταλληλότητα, τα οποία είναι η προσαρμοστικότητα, η αποτελεσματικότητα, η ικανότητα ανταπόκρισης σε νέες προκλήσεις, η παρακολούθηση, υποστήριξη και εφαρμογή νέων ιδεών, η καινοτομία, η ικανότητα διαχείρισης πόρων κτλ. Το Συμβούλιο σημείωσε τέλος ότι η αιτιολόγηση της δικής του κρίσης θα αποτελεί ταυτόχρονα και ειδική αιτιολογία στις περιπτώσεις που αυτή αποκλίνει από τη (μη ομόφωνη) σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Οπότε επέλεξε, μεταξύ άλλων, τα ΕΜ με το πιο κάτω σκεπτικό το οποίο συνοδεύει την επιλογή:-

«Ο υποψήφιος Γεώργιος Κούβαρος (1174) βαθμολογείται με 5 και υστερεί σε αρχαιότητα μόνο έναντι δεκατριών υποψηφίων (από οκτώ υστερεί μόνο κατά ένα μήνα). Έχει τύχει επιλογής τόσο από μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή. Είναι πολύτιμος και αξιόπιστος συνεργάτης για κάθε προϊστάμενο με ιδιαίτερα θετική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Υπηρεσίας.

 

…………………………………………………………………………..

 

Ο υποψήφιος Άριστος Αριστοτέλους (145) βαθμολογείται με 5 και υστερεί σε αρχαιότητα έναντι δεκαέξι υποψηφίων. Έχει τύχει επιλογής τόσο από μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή. Είναι ικανός υπάλληλος με δυνατότητες και εμπειρίες, που εκτελεί και επιπρόσθετα συντονιστικά καθήκοντα.

 

Ο υποψήφιος Παύλος Παύλου (2092) βαθμολογείται με 5 και υστερεί σε αρχαιότητα έναντι είκοσι ενός υποψηφίων. Έχει τύχει επιλογής από μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού. Είναι ικανότατος και εξαίρετος υπάλληλος, έτοιμος να αναλάβει κάθε ευθύνη, και θεωρείται ως ένας από τους πιο παραγωγικούς υπαλλήλους της ΤΕΠ παγκύπρια.

 

Ο υποψήφιος Ανδρέας Σπύρου (2367) βαθμολογείται με 5 και υστερεί σε αρχαιότητα έναντι είκοσι ενός υποψηφίων. Έχει τύχει επιλογής από μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού. Είναι εξαίρετος υπάλληλος και πολύτιμος συνεργάτης που συμβάλλει τα μέγιστα στην υλοποίηση των στόχων της ΤΕΠ Πάφου».

 

 

 

Υπέρ της προαγωγής τόσο του αιτητή όσο και των ΕΜ τάχθηκαν ο Πρόεδρος και τέσσερα από τα μέλη του Συμβουλίου. Επιπρόσθετα, υπέρ της προαγωγής του αιτητή και του ΕΜ 1, Κούβαρου τάχθηκε και ο Αντιπρόεδρος, ενώ υπέρ της προαγωγής του Παύλου (ΕΜ 3) και Σπύρου (ΕΜ 4) τάχθηκε άλλο μέλος.

 

Νομικοί ισχυρισμοί αιτητή

1.              Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ’ ων η αίτηση είναι μη αξιοκρατική και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων – Μη αξιοκρατική – Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για την παράκαμψη της σύστασης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και του Συμβουλίου Προσωπικού

Ο αιτητής ισχυρίζεται πως υπερέχει έναντι των ΕΜ σε προσόντα εφόσον τα ΕΜ 1, 3 και 4 είναι απλώς κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου και το ΕΜ 2 έχει επιτύχει σε λιγότερες συναφείς εξετάσεις από ό,τι ο αιτητής.

 

Περαιτέρω, ο αιτητής υπερέχει έναντι των ΕΜ και σε αρχαιότητα από 1 έως και 3 χρόνια αφού κατέχει τη θέση Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη από την 1.4.2001 ενώ το ΕΜ 1 από την 1.5.2002, το ΕΜ 2 από την 1.4.2003 και τα ΕΜ 3 και 4 από την 1.4.2004. Από την αρχαιότητα αυτή ο αιτητής, κατά τον ισχυρισμό απέκτησε και υπεροχή σε απόλυτα συναφή πείρα η οποία ως ουσιώδες στοιχείο κρίσεως για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, προσμετρά και επαυξάνει την αξία του.

 

Κατά την εισήγηση, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν δίνεται ειδική αιτιολόγηση του λόγου της απόκλισης από τις δύο συστάσεις υπέρ του αιτητή αλλά αντίθετα οι καθ’ ων η αίτηση στην επιλογή τους χρησιμοποίησαν εξωγενή στοιχεία κρίσης παραγνωρίζοντας τα στοιχεία εκείνα που καταδείκνυαν την υπεροχή του αιτητή κατά παράβαση των προβλεπομένων από τον Κανονισμό 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220/82). Ειδικότερα, ο αιτητής είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και του Συμβουλίου Προσωπικού που δεν είχαν τα ΕΜ Παύλου και Σπύρου.

2.              Πάσχει η απόφαση παράρτημα 1 λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Δεν έλαβαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα και την υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν ερευνήθηκε η συνάφεια των πρόσθετων προσόντων του με τα καθήκοντα της θέσης ώστε να τους αποδοθεί η δέουσα βαρύτητα. Επιπλέον, αυθαίρετα αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η επιλογή των καταλληλότερων δεν βασίστηκε ούτε στην αρχαιότητα γιατί οι καθ’ ων η αίτηση υπό πλάνη θεώρησαν ότι η διαφορά των 50 υπαλλήλων που προάχθηκαν μεταξύ του 2000 και του 2004 δεν είναι ουσιαστική και δεν μπορεί να της προσδοθεί βαρύτητα. Η επιλογή των ΕΜ ως καταλληλοτέρων είναι γενική και αόριστη και δεν αποτελεί ειδική αιτιολογία για την απόκλιση από τις δύο συστάσεις υπέρ του αιτητή και συγκρούεται με τα υπηρεσιακά στοιχεία. Οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να συγκρίνουν τους υποψήφιους μεταξύ τους.

 

Από την άλλη, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η αρχαιότητα, ως μη αυτοτελές κριτήριο, εφόσον διαπιστώνεται ορθά, λαμβάνεται υπόψη μαζί με την πείρα και τα προσόντα σαν υποκριτήρια της ουσιαστικής καταλληλότητας στην οποία περαιτέρω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η υπηρεσιακή εικόνα, η αποδοτικότητα, η προσαρμοστικότητα, η καινοτομία και η καταλληλότητα για την προς πλήρωση θέση. Οπότε, ορθά, κατά την εισήγηση, δεν έγινε ιδιαίτερη αναφορά από τους καθ’ ων η αίτηση στο συγκεκριμένο στοιχείο. Για την επιλογή του καταλληλότερου οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη την όλη εικόνα του υπαλλήλου όπως προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους, τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή ενώ η επιλογή συμπληρώθηκε από τη σύνοψη των σχολίων των Προϊσταμένων των υποψηφίων.

 

Η κατάληξη

Τα δεδομένα εν τέλει έχουν ως εξής: Ο αιτητής εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία από το Συμβούλιο Προσωπικού από ό,τι τα ΕΜ. Έχουν σημειωθεί πιο πάνω τα όσα λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο Προσωπικού στη βαθμολογία. Ο δε Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, αφού μελέτησε τα ενώπιόν του δεδομένα, υιοθέτησε την κατάταξη στην οποία προέβη το Συμβούλιο Προσωπικού.

 

Αντιθέτως, το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ενώ κατέγραψε ότι οι προαγωγές γίνονται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους, διευκρίνισε ότι η επιλογή δεν μπορεί να βασιστεί στην επίδοση/απόδοση (βαθμολογία) και προσόντα των υποψηφίων, όσον δε αφορά την αρχαιότητα σημείωσε ότι η διαφορά ανάμεσα στους 50 πρώτους στην επετηρίδα υποψήφιους (μεταξύ αυτών ο αιτητής και τα ΕΜ) δεν είναι τέτοια που να τους προσδίδει ουσιαστική καταλληλότητα από αυτό και μόνο το γεγονός. Κανένας δε από τους υποψήφιους δεν κατέχει προσόντα που να τον διακρίνουν από τους υπόλοιπους και να του προσδίδουν ουσιαστική καταλληλότητα. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε στοιχεία όπως η προσαρμοστικότητα, αποτελεσματικότητα, ικανότητα ανταπόκρισης σε νέες προκλήσεις, η παρακολούθηση, υποστήριξη και εφαρμογή νέων ιδεών, η καινοτομία η ικανότητα διαχείρισης πόρων κτλ. Αυτά, σημείωσε, αποτελούν και την ειδική αιτιολογία για την κρίση να μην ακολουθηθούν στην πράξη οι συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Διερωτάται κανείς πώς ο αιτητής, ενώ έχει κριθεί από το Συμβούλιο ως συνεργάσιμος και πρόθυμος υπάλληλος με πλήρη αντίληψη των ευθυνών του, ο οποίος έχει σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Υπηρεσίας και ο οποίος βελτιώνει συνεχώς την επαγγελματική του κατάρτιση και απόδοση, ενώ παράλληλα είχε τις ίδιες αξιολογήσεις με τα ΕΜ, είχε εξασφαλίσει την ψηλότερη βαθμολογία από το Συμβούλιο Προσωπικού, είχε συστηθεί από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή και είχε διαπιστωθεί ότι υπερείχε σε αρχαιότητα, εν τέλει δεν επιλέγηκε για προαγωγή όταν από τα δεδομένα των ΕΜ φανερώνεται ακριβώς υπεροχή του αιτητή. Δηλαδή, όχι μόνο υπερείχε στην αρχαιότητα αλλά και στη βαθμολογία του Συμβουλίου Προσωπικού. Οπότε, ορθά εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή ότι δεν είναι «από αυτό και μόνο το γεγονός», που ο αιτητής υπερείχε ως κατέγραψε το Συμβούλιο αιτιολογώντας, κατά σύγκρουση με τα ενώπιον του στοιχεία, την απόφασή του να μη λάβει υπόψη την αρχαιότητα καθότι δεν ήταν τέτοια που να τους προσδίδει ουσιαστική καταλληλότητα.

 

Παρατηρώ πως οι παράγοντες στους οποίους το Συμβούλιο στηρίχθηκε για να επιλέξει τα ΕΜ ως τους καταλληλότερους για τη θέση, δεν στοιχειοθετούνται. Από πού προκύπτει πως τα ΕΜ υπερείχαν του αιτητή σε προσαρμοστικότητα, ικανότητα ανταπόκρισης σε νέες προκλήσεις, παρακολούθηση, υποστήριξη και εφαρμογή νέων ιδεών, καινοτομία, ικανότητα διαχείρισης πόρων κλπ; Αντίθετα, σε αποτελεσματικότητα μάλλον υπερείχε ο αιτητής εφόσον κατά τα έτη 2010 και 2011 ο προϊστάμενός του σημείωσε την πολύ αποτελεσματική διεκπεραίωση των καθηκόντων που του ανατίθεντο. Σε αντίθεση με τα ΕΜ για τα οποία είτε καταγράφεται απλώς η αποτελεσματική διεκπεραίωση είτε καθόλου.

Ως εκ τούτου, η παρατιθέμενη ως ειδική αιτιολογία από το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων με αποτέλεσμα η παραγνώριση τόσο της γνώμης του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή να στερείται αιτιολογικού ερείσματος.

 

Ως προς το ζήτημα της αρχαιότητας, σημειώνω πως τα κριτήρια για προαγωγή δεν είναι τα ίδια όπως στη Δημόσια Υπηρεσία, δηλαδή, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, ως αυτοτελή εννοείται κριτήρια. Αυτά περιλαμβάνονται στην «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση» και την «εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα» των υποψηφίων, όπως προβλέπεται στον Καν. 10(7) της ΚΔΠ 220/82, όπως τροποποιήθηκε, τα οποία προκύπτουν από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας/προαγωγής τους.

 

Πέραν της νομολογίας μέσα από την οποία διαφαίνεται η σημασία της αρχαιότητας στις διαδικασίες ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση (βλ. μεταξύ άλλων, ΑΤΗΚ ν. Στασοπούλου (2005) 3 ΑΑΔ 157 και ΑΤΗΚ ν. Νικολαΐδου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 85 στις οποίες κρίθηκε πως τόσο το στοιχείο της αρχαιότητας, όσο και των προσόντων που επίσης δεν κατονομάζονται ρητά στον Καν. 10(7), έχουν τη δική τους σημασία ως εντασσόμενα και συμπεριλαμβανόμενα στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» του εν λόγω Κανονισμού) το ίδιο το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση επιλέγοντας τον κάθε υποψήφιο, αναφέρθηκε και στην αρχαιότητά του συγκριτικά με τους υπόλοιπους υποψήφιους γεγονός το οποίο φανερώνει την αναγνώριση από τους καθ’ ων η αίτηση της υποχρέωσής τους να λάβουν υπόψη το εν λόγω κριτήριο. Παρά ταύτα επέλεξαν υποψήφιους οι οποίοι υστερούσαν σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή. Το Συμβούλιο αναφέρθηκε επίσης στη βαθμολογία από τις αξιολογήσεις των υποψηφίων καθώς και στο κατά πόσο είχαν τύχει επιλογής από το Συμβούλιο Προσωπικού και τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή. Κι όμως,  παρά την επιλογή του αιτητή και από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή, το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση επέλεξε και δύο από τα ΕΜ (Παύλου, ΕΜ 3 και Σπύρου, ΕΜ 4) τα οποία δεν είχαν επιλεγεί από τον Διευθυντή. Τότε, ποιος ο λόγος καταγραφής είτε της αρχαιότητας είτε του κατά πόσον ο υποψήφιος είχε επιλεγεί από το Συμβούλιο Προσωπικού είτε τον Διευθυντή, είτε ακόμα και της καταγραφής αυτής της ίδιας της βαθμολογίας τη στιγμή που παραγνωρίστηκαν όλα αυτά τα κριτήρια;

 

Ακόμη, και ως προς τα προσόντα το Συμβούλιο των καθ’ ων η αίτηση σημείωσε ότι κανένας από τους υποψήφιους δεν κατέχει προσόντα που να τον διακρίνουν από τους υπόλοιπους και να του προσδίδουν ουσιαστική καταλληλότητα. Αυτό όμως, παρά το γεγονός ότι στον αιτητή παραχωρήθηκαν προσαυξήσεις για τα προσόντα τα οποία διαθέτει και στα οποία τα ΕΜ υστερούν. Ελλείπει συνεπώς η δέουσα έρευνα ενώ η παραγνώριση των προσόντων του αιτητή βρίσκεται και σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται έναντι όλων των ΕΜ, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο