P.K.J. BAHRAIN INVESTMENT CO. LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 5794/2013, 26/5/2015
print
Τίτλος:
P.K.J. BAHRAIN INVESTMENT CO. LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 5794/2013, 26/5/2015
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2015:D373

ECLI:CY:AD:2015:D373

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 5794/2013)

 

26 Μαΐου 2015 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

P.K.J. BAHRAIN INVESTMENT CO. LTD,

Αιτητές

- ΚΑΙ -

 

     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

     1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ

         ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------

Ε. Ανδρέου (κα) για Αντώνης Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ,

για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 19.1.2012, η εταιρεία V.K.C.A. Quality Ltd κατέθεσε δήλωση μεταβίβασης ακινήτου στη Λάρνακα επ΄ ονόματι των αιτητών.  Η μεταβίβαση αφορούσε ολόκληρο το τεμάχιο 931, Φ/Σχ. 40/560402, με αριθμό εγγραφής 10/1058, το οποίο περιγράφεται ως οικόπεδο έκτασης 603 τ.μ. επί του οποίου υπήρχαν κτίρια τα οποία όμως δεν αναφέρονταν στην εγγραφή.  Το τίμημα πώλησης καθορίστηκε στα €2.000.000. 

 

         Το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας αποδέχθηκε τη μεταβίβαση και επέβαλε τα ανάλογα τέλη ύψους €153.166,87, τα οποία οι αιτητές κατέβαλαν με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.  Οι δικηγόροι των αιτητών κατέθεσαν ένσταση ίδιας με τη μεταβίβαση ημερομηνίας, δηλαδή, στις 19.1.2012, στη βάση της οποίας κακώς ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λάρνακας επέβαλε το 100% των μεταβιβαστικών τελών αρνούμενος να τα μειώσει κατά 50% σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου αρ. 156(Ι)/2011 και, συγκεκριμένα, ενάντια στην ορθή ερμηνεία του άρθρου 10(2) του Νόμου αυτού.

 

Ακολούθως οι αιτητές, πριν ακόμη δοθεί  ευκαιρία στους καθ΄ ων να εξετάσουν την ένσταση τους καταχώρησαν την προσφυγή P.K.J. Bahrain Investment Co. Ltd v. Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 590/2012, η οποία, ως πληροφόρησε το Δικαστήριο η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας κατά τις διευκρινίσεις, απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με σχετική απόφαση του ημερ. 2.2.2015.  Ο λόγος της απόρριψης ήταν ότι οι καθ΄ ων προχώρησαν στη συνέχεια να εξετάσουν την ένσταση την οποία και απέρριψαν ούτως ώστε η προσφυγή να είχε καταστεί άνευ αντικειμένου εφόσον επί της αποφάσεως των καθ΄ ων να απορρίψουν την ένσταση καταχωρήθηκε στη συνέχεια η υπό κρίση προσφυγή.  Πρόσθετα, η θέση των αιτητών ότι η διοίκηση όφειλε να απαντήσει εντός των προβλεπομένων 30 ημερών δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, κρίθηκε πρόωρη εφόσον η προσφυγή είχε καταχωρηθεί πριν την πάροδο τριών μηνών από την υποβολή της ένστασης, υπό τύπον αναφοράς προς τη διοίκηση, κατά το χρονικό διάστημα της οποίας η διοίκηση είχε δικαίωμα να απαντήσει.  Η ουσία είναι, όπως ορθά ανέφερε η κα Θεοκλήτου, ότι η απορριπτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 590/2012, δεν αφορούσε την εξέταση των λόγων που οι αιτητές εδώ προβάλλουν ως προς την ακύρωση της  επιβολής των τελών χωρίς τη μείωση του 50%. 

 

         Στην πορεία της όλης διαδικασίας, οι καθ΄ ων απάντησαν στους αιτητές με επιστολή ημερ. 13.5.2013, απορρίπτοντας την ένσταση που υπέβαλαν οι αιτητές για μείωση κατά 50% των καταβληθέντων τελών εγγραφής για τους εξής λόγους:  (i) Οι προϋποθέσεις του άρθρου 10(2) του Κεφ. 219, όπως ιδιαίτερα τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 156(Ι)/2011, δεν ικανοποιούνταν διότι δεν είχε κατατεθεί οποιαδήποτε σύμβαση πώλησης που να είχε συνομολογηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη εντός της καθορισμένης από τον πιο πάνω Νόμο προθεσμίας.  (ii) Το συγκεκριμένο ακίνητο δεν πωλήθηκε για πρώτη φορά.  Αυτό, διότι είχε εκδοθεί σχετική άδεια οικοδομής υπ΄ αρ. 410/1991 με βάση την οποία ανηγέρθη τριώροφο κτίριο με υπόγειο, έκτοτε δε το ακίνητο μεταβιβάστηκε και ενεγράφη διαδοχικά σε διάφορους δικαιούχους-ιδιοκτήτες.  (iii)  Το γεγονός ότι εξασφαλίστηκε η πολεοδομική άδεια Π180/2009 από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του ακινήτου, την εταιρεία H.A. & L.F. Co. Ltd, η οποία πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 14.10.2009 όταν το ακίνητο μετεγράφη στην πωλήτρια εδώ εταιρεία V.K.C.A. Quality Ltd, δεν νομιμοποιούσε το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να υπολογίσει τα τέλη εγγραφής κατά τη μεταβίβαση μειωμένα κατά 50%, διότι η εν λόγω πολεοδομική άδεια αφορούσε μετατροπές και αλλαγές χρήσης σε μέρος του όλου ακινήτου. 

 

         Η πιο πάνω απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 13.5.2013 προσβλήθηκε με την υπό κρίση προσφυγή.  Η επιχειρηματολογία των αιτητών εστιάζεται κυρίως στην ερμηνεία του άρθρου 10(2) θεωρώντας ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας απέδωσε λανθασμένη ερμηνεία στο άρθρο αυτό, το οποίο, κατά τους αιτητές, αφορά πώληση ακινήτου ή κτιρίων για πρώτη φορά από την ημερομηνία έκδοσης της «σχετικής πολεοδομικής άδειας».  Η λέξη «σχετική» δεν τέθηκε, κατά τους αιτητές, τυχαία στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 156(Ι)/2011, φανερώνοντας την πρόθεση του νομοθέτη να καλύψει και ανάπτυξη ακινήτου που περιλαμβάνει μεταβολές στη χρήση του.  Σε αυτή τη βάση, η πώληση που διενεργήθηκε προς όφελος των αιτητών ως αγοραστών του ακινήτου ήταν η πρώτη πώληση, όπως το ακίνητο διαμορφώθηκε στη βάση της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας, σε ακτινολογικό κέντρο.  Επομένως, οι αιτητές αγόρασαν το ακίνητο με τις συγκεκριμένες ουσιώδεις μετατροπές στο ισόγειο και στο υπόγειο του, από κατάστημα και χώρο στάθμευσης, σε ακτινολογικό κέντρο.  Οι καθ΄ ων με την ερμηνεία που έδωσαν εισήγαγαν ουσιαστικά τη λέξη «πρώτη ή αρχική πολεοδομική άδεια», γεγονός που πλήττει τον σκοπό του νομοθέτη που ήταν η ενθάρρυνση της αγοραπωλησίας ακινήτων υπό οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης. 

 

         Κατά δεύτερο λόγο, λανθασμένα οι καθ΄ ων θεώρησαν ότι ήταν αναγκαία η κατάθεση ή επισύναψη στη δήλωση μεταβιβάσεως οποιασδήποτε γραπτής σύμβασης πώλησης ακινήτου.  Με βάση τον περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεως Νόμο αρ. 9/1965, ως τροποποιήθηκε, για μεταβίβαση και εγγραφή ακινήτου δεν είναι αναγκαία η προσκόμιση πωλητηρίου εγγράφου, αλλά μόνο η κατάθεση δήλωσης μεταβίβασης μαζί με τα έγγραφα και πιστοποιητικά που καθορίζει ο Νόμος εκείνος.  Αλλά ούτε και το άρθρο 10(2) του Κεφ. 219, επιβάλλει την κατάθεση πωλητηρίου εγγράφου, διότι ο υπολογισμός των τελών γίνεται επί του τιμήματος πώλησης που αναφέρεται στη δήλωση μεταβίβασης.

 

         Οι αιτητές επίσης προβάλλουν ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα διότι δεν μελετήθηκε επαρκώς ή και δεν  λήφθηκε υπόψη η πολεοδομική άδεια ΠΑ180/09. Περαιτέρω, υπάρχει έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας διότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι η υπό εξέταση πώληση δεν ήταν η πρώτη μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας ή και επειδή δεν αναφερόταν η ύπαρξη πωλητηρίου εγγράφου στη δήλωση μεταβίβασης.  Τέλος, η ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ΄ ων στο άρθρο 10(2), προκαλεί ανισότητα μεταξύ πώλησης νέων κτιρίων και πώλησης νέων αναπτύξεων επί υφισταμένων κτιρίων. 

 

         Οι καθ΄ ων εισηγούνται αντίθετα ότι η ορθή ερμηνεία του        άρθρου 10(2) πρέπει να γίνει με βάση το δεδομένο ότι η νομολογία επιβάλλει στενή ερμηνεία σε νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν φορολογία, αλλά και σε διατάξεις που απαλλάσσουν από φορολογία.  Με βάση το ιστορικό της όλης ανάπτυξης του επιδίκου ακινήτου, φανερώνεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη που ήταν η ανάκαμψη της οικοδομικής βιομηχανίας και της αγοραπωλησίας ακινήτων τα οποία λαμβάνουν για πρώτη φορά πολεοδομική άδεια ή άδεια οικοδομής, δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη ανάπτυξη, εφόσον το ακίνητο αναπτύχθηκε και αξιοποιήθηκε το πρώτον στις 29.7.1991 με την έκδοση της άδειας οικοδομής υπ΄ αρ. 410/91.  Μετέπειτα, το ακίνητο ενεγράφη σε άλλους ιδιοκτήτες και η εκ των υστέρων πολεοδομική άδεια υπ΄ αρ. 180/09, η οποία εκδόθηκε 18 έτη μετά την ανέγερση της οικοδομής και που δεν αφορούσε παρά μόνο μέρος της οικοδομής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούσε πρώτη πώληση ή σχετική πολεοδομική άδεια για σκοπούς της μείωσης των τελών κατά τη μεταβίβαση. 

 

         Πρόσθετα, το άρθρο 10(2) αναφέρεται σε πωλητήριο έγγραφο και επομένως ορθά οι καθ΄ ων πρόβαλαν την απουσία τέτοιου εγγράφου, ενώ ο Νόμος αρ. 9/65 είναι εντελώς άσχετος με το υπό αναθεώρηση ζήτημα.  Ούτε υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα ή ανεπαρκής αιτιολογία, εφόσον όλα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία οι καθ΄ ων όφειλαν να γνωρίζουν ήταν ενώπιον τους και λήφθηκαν δεόντως υπόψη.  Τέλος, δεν έχει τεθεί με την αναγκαία λεπτομέρεια ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας, ιδιαιτέρως εφόσον οι αιτητές δεν προσβάλλουν το Νόμο αρ. 156(Ι)/2011 ως αντισυνταγματικό.  Ούτε η διάκριση που οι αιτητές προβάλλουν μεταξύ πώλησης νέων κτιρίων και πώλησης αναπτύξεων επί ήδη υπαρχόντων κτιρίων, είναι βάσιμη εφόσον οι δύο περιπτώσεις είναι μεταξύ τους ανομοιογενείς.

 

         Το άρθρο 10(2) του Κεφ. 219, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 156(Ι)/2011, αναφέρει τα εξής:

 

«10.(2)  Στις περιπτώσεις που επιβάλλονται ή εισπράττονται τέλη με βάση το Κεφάλαιο 17 του Πίνακα, αλλά οι μεταβιβάσεις αφορούν οικόπεδα, κτίρια ή τμήματά τους μετά των δικαιωμάτων τους επί της γης ή των εξ αδιαιρέτου ιδανικών μεριδίων, που πωλούνται για πρώτη φορά από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πολεοδομικής άδειας ή άδειας οικοδομής και αμφότερες οι ημερομηνίες συνομολόγησης του σχετικού πωλητηρίου εγγράφου και κατάθεσής τους για πρώτη φορά στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, με βάση τον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, εμπίπτουν στην περίοδο των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, το τέλος μεταβίβασης που επιβάλλεται θα είναι μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατόν (50%).»

 

Το πιο πάνω άρθρο εισήχθηκε στη νομοθεσία, όπως ήδη λέχθηκε, με τον τροποποιητικό Νόμο υπ΄ αρ. 156(Ι)/2011 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 2.12.2011.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, η ισχύς του άρχισε την ημέρα της δημοσίευσης και έληξε έξι μήνες μετά, με εξαίρεση εκείνες τις περιπτώσεις που καλύπτει το εδάφιο (3)  του άρθρου 10, το οποίο και αφορά στη συνομολόγηση σύμβασης, αλλά και κατάθεσης της δυνάμει του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου εντός του χρονικού διαστήματος της περιόδου των έξι μηνών από την ισχύ του τροποποιητικού Νόμου, ανεξάρτητα από τη διενέργεια της καθαυτής εγγραφής του τίτλου.  Να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό έκτοτε τροποποιήθηκε εκ νέου με το Νόμο αρ. 34(Ι)/2013, που πρόσθεσε μετά τις λέξεις «οικόπεδα, κτίρια ή τμήματα τους», τη φράση «ανεξάρτητα από τη νομική κατάσταση τους κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης πώλησης», ενώ παρέτεινε στην ουσία την περίοδο εφαρμογής του από 2.12.2011 μέχρι 31.12.2016, (δέστε την απόφαση στην Ελληνική Τράπεζα Δ.Ε. Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1324/2012, ημερ. 25.9.2013).  Η τροποποίηση δεν ισχύει βεβαίως στα υπό κρίση γεγονότα.

 

Το άρθρο 10(2) θέτει σαφείς προϋποθέσεις προς εφαρμογή του, (σχετική και πάλι η Ελληνική Τράπεζα Δ.Ε. Λτδ ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).  Πρέπει (i) να αφορά περίπτωση επιβολής τέλους με βάση το Κεφάλαιο 17 του Πίνακα του βασικού Νόμου, Κεφ. 219, προϋπόθεση που εδώ πληρούται εφόσον είναι στην ουσία κοινός τόπος ότι το επιβληθέν κατόπιν υπολογισμού τέλος, έγινε στη βάση του άρθρου 3(β)(iv) και 17 (δέστε και την απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 590/12, ημερ. 2.2.2015), (ii) η μεταβίβαση αφορά σε οικόπεδα, κτίρια ή τμήματα τους, προϋπόθεση που επίσης ικανοποιείται, (δεν χρειάζεται ούτε επιβάλλεται από το Νόμο να έχει εκδοθεί και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης – Ελληνική Τράπεζα Δ.Ε. Λτδ ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –) (iii) η επιβολή του τέλους να σχετίζεται με πώληση επί οικοπέδου, κτιρίου ή τμήμα αυτών, που διενεργείται για πρώτη φορά.  Ο προσδιορισμός της πρώτης αυτής πώλησης συναρτάται κατά το λεκτικό με την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πολεοδομικής άδειας ή άδειας οικοδομής.

 

 Η τρίτη αυτή προϋπόθεση  δεν πληρούται στα υπό κρίση γεγονότα.  Μπορεί να εκδόθηκε πολεοδομική άδεια για πρώτη φορά στις 10.4.2009 με την εξασφάλιση της Π180/2009, αλλά υπήρξε προηγούμενη άδεια οικοδομής και μάλιστα από το 1991 όταν εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 410/1991 Άδεια Οικοδομής.  Το λεκτικό του άρθρου δεν αφήνει περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας.  Είτε το ένα μπορεί να συμβεί, είτε το άλλο.  Εφόσον προϋπήρξε οικοδομική άδεια, το γεγονός θέτει τους αιτητές εκτός της εμβέλειας της ρύθμισης του άρθρου 10(2), το οποίο θέτει κατά διαζευκτικό τρόπο την ύπαρξη είτε πολεοδομικής άδειας, είτε άδειας οικοδομής σε σχέση με την πρώτη πώληση.  Η πώληση αφορά στο οικόπεδο, τα κτίρια ή τμήμα αυτών, ανεξάρτητα από την ιδιοκτησία τους.  Το επίδικο ακίνητο μετά την άδεια οικοδομής έτυχε ανοικοδόμησης και στη συνέχεια πωλήθηκε για πρώτη φορά στην Rainbow Dimonis Manufacturing Ltd και αυτό δεν αμφισβητείται. Οι αιτητές δεν μπορούν βάσιμα να ισχυρίζονται ότι η πώληση έγινε μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας, αγνοώντας ταυτόχρονα την πώληση που έγινε μετά την άδεια οικοδομής.  Άλλωστε και οι δύο άδειες λήφθηκαν πριν τις 2.12.2011 όταν δημοσιεύτηκε ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 156(Ι)/2011 και είναι λογικό η περίπτωση να καλύπτεται από την πρώτη χρονική πώληση και όχι από την πώληση μετά την πολεοδομική άδεια.

 

Επομένως το επιχείρημα των αιτητών περί «σχετικής πολεοδομικής άδειας» ως καλύπτον την εδώ περίπτωση καταρρέει.  Το ιστορικό δείχνει την πρώτη πώληση να έγινε από την εταιρεία Σταύρος Ζάκος και Υιοι Λτδ, την αρχική ιδιοκτήτρια η οποία έλαβε και την άδεια οικοδομής και ανήγειρε κτίρια αποτελούμενα από ισόγειο κατάστημα, σέντε, δύο ορόφους και υπόγειο, προς την Rainbow Dimonis Market Manufacturing Ltd, και μετέπειτα προς τις H.A. & L.F. Co Ltd και V.K.C.A. Quality Ltd, η οποία και το μεταβίβασε προς τους αιτητές.  Με τέτοιες διαδοχικές πωλήσεις είναι πρόδηλο ότι δεν μπορούν οι αιτητές να ομιλούν για πώληση που έγινε για «πρώτη φορά».

 

Υπάρχει όμως και η άλλη προϋπόθεση (iv), που αφορά τη συνομολόγηση σχετικού πωλητηρίου εγγράφου, αλλά και την κατάθεση του στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο με βάση τον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, η οποία συνομολόγηση και κατάθεση θα πρέπει να είχε για πρώτη φορά διενεργηθεί και να εμπίπτει στην περίοδο χρόνου από 2.12.2011 μέχρι και 31.12.2016.  Πολύ ορθά οι καθ΄ ων απέρριψε την ένσταση, εκτός από τους ανωτέρω αναφερθέντες λόγους σε σχέση με την πώληση του ακινήτου που έλαβε χώραν σε πολύ προηγούμενο στάδιο, και για το λόγο ότι δεν υπήρξε σύμβαση πώλησης και ούτε βέβαια και κατάθεση της στο Κτηματολογικό Γραφείο.  Η ύπαρξη πωλητηρίου εγγράφου, αλλά και κατάθεσης του για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης είναι αδήριτη αναγκαιότητα με βάση το λεκτικό του άρθρου 10(2), με αναφορά σε συνομολόγηση σύμβασης πώλησης να γίνεται και προηγουμένως σε συνάρτηση με τη μεταβίβαση οικοπέδων, κτιρίων ή τμημάτων αυτών «…. ανεξάρτητα από τη νομική κατάσταση τους κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης πώλησης …..». 

 

Στη σχετική δήλωση μεταβίβασης του ακινήτου προς τους αιτητές δεν υπάρχει καμία αναφορά σε σύμβαση πώλησης ούτε και κατατέθηκε τέτοια σύμβαση για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.   Η ανυπαρξία σύμβασης πώλησης προκύπτει και από το πιστοποιητικό διευθέτησης φορολογικής υποχρέωσης, έντυπο Ν313, το οποίο οι αιτητές επισύναψαν μεταξύ άλλων εγγράφων στην υποβληθείσα εκ μέρους τους ένσταση αμέσως μετά τον υπολογισμό του 100% των τελών, όπου στην στήλη που αφορά την ημερομηνία του πωλητηρίου εγγράφου, ουδέν σημειώνεται.  Δεν είναι ορθή η θέση των αιτητών ότι δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη πωλητηρίου εγγράφου διότι μια μεταβίβαση με βάση το Νόμο αρ. 9/65 γίνεται και χωρίς την προσκόμιση πωλητηρίου με μόνη την κατάθεση δήλωσης μεταβίβασης.  Προς ερμηνεία τίθεται η ειδική πρόνοια που εισήχθηκε με το άρθρο 10(2) του Κεφ. 219, και αυτό επιβάλλει τη συνομολόγηση πωλητηρίου, αλλά και την κατάθεση του εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ώστε εξ αυτών των προϋποθέσεων οι καθ΄ ων να είναι σε θέση να προσφέρουν τη μείωση του 50% των μεταβιβαστικών τελών.  Οι καθ΄ ων, όπως ορθά επιχειρηματολογεί η συνήγορος τους, δεν θα ενεργούσαν σύννομα εάν απάλλασσαν τους αιτητές από το 50% χωρίς την αυστηρή προσήλωση στις προϋποθέσεις που θέτει το εδάφιο (2) του άρθρου 10. 

 

Εκ των πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ότι ούτε οι αιτιάσεις των αιτητών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, ευσταθούν.  Το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο είχε κατά την κατάθεση της αίτησης μεταβίβασης όλα εκείνα τα έγγραφα τα οποία οι αιτητές θεώρησαν ορθό και σκόπιμο να θέσουν ενώπιον τους.  Μετέπειτα, έλαβαν υπόψη και όλα τα έγγραφα και ισχυρισμούς που προέκυπταν από την κατατεθείσα ένσταση.  Όλα αυτά ερευνήθησαν και η διαφορά που προέκυψε αφορούσε στην ουσία στην υπαγωγή των δεδομένων στην ορθή ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης και όχι στη λήψη απόφασης στη βάση λανθασμένων γεγονότων ή γεγονότων που ενώ θα έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη παραγνωρίστηκαν από τους καθ΄ ων.  Συνεπώς οι καθ΄ ων έλαβαν μια απόφαση η οποία βασιζόταν σε όλα τα αντικειμενικά στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη  απόφαση τους να είναι και πλήρως αιτιολογημένη.  Με σαφήνεια οι καθ΄ ων εξήγησαν προς τους αιτητές τους λόγους της μη απόδοσης σ΄ αυτούς μειωμένου τέλους κατά 50%.  Οι αιτητές ήταν σε θέση να προσβάλουν με ακρίβεια ενώπιον του Δικαστηρίου τους λόγους αυτούς και δεν τίθεται θέμα έλλειψης ή ανεπάρκειας της αιτιολογίας. 

 

Ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας, τέτοια επιχειρηματολογία τέθηκε με αοριστία και από τη στιγμή που δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 156(Ι)/2011, ή, οποιωνδήποτε διατάξεων αυτού, το όλο θέμα ανάγεται στην ερμηνεία ενός καθ΄ όλα συνταγματικού νόμου.  Η αρχή της ισότητας δεν απαγορεύει διακρίσεις μεταξύ ανομοιογενών καταστάσεων και αναμφίβολα η κατηγορία των επενδυτών σε ακίνητα που αφορούν νέες οικοδομές και εκείνων που αφορούν ανακαινισμένες οικοδομές, που περιλαμβάνουν και  αλλαγή χρήσεως, είναι διαφορετικές. 

 

Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του         Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο