ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις υπ΄ αρ. 599/2012, 719/12, 832/12 και 860/12, 12/5/2016
print
Τίτλος:
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις υπ΄ αρ. 599/2012, 719/12, 832/12 και 860/12, 12/5/2016
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2016:D236

ECLI:CY:AD:2016:D236

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις υπ΄ αρ.  599/2012, 719/12,

832/12 και 860/12)

 

12 Μαΐου, 2016

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 599/12)

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ

                                                                    Αιτητής,

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                   Kαθ΄ων η αίτηση.

 ---------

 

(Υπόθεση Αρ. 719/12)

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΛΕΤΤΑΣ,

                                                                                     Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                  Καθ΄ων η αίτηση.

 ---------

 

 

(Υπόθεση Αρ. 832/12)

ΤΟΥΛΑ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,

                                                     Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 ---------

(Υπόθεση Αρ. 860/12)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ,

                                                                                      Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,                                                                                                

 

Καθ΄ων η αίτηση.

---------

 

Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον αιτητή στην Υποθ. Αρ. 599/12.

Χρ. Χριστάκη, για τον αιτητή στην Υποθ. Αρ. 719/12.

Μ. Σπανού (κα), για την αιτήτρια στην Υποθ. Αρ. 832/12.

Σ. Ανδρέου, για τον αιτητή στην Υποθ. Αρ. 860/12.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές και στις τέσσερις προσφυγές, κατόπιν σχετικού διατάγματος συνεκδίκασης, επιζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 12.3.2012, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 30.3.2012, με την οποία διόρισαν τον Ανδρέα Ασσιώτη (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, από 1.4.2012.  Προηγήθηκε του διατάγματος συνεκδίκασης η έκδοση διατάγματος για διαχωρισμό δικογράφου για τις προσφυγές με αρ. 599/12, 719/12 και 860/12, οι οποίες επίσης στρέφονται μόνο κατά της προαγωγής του ΕΜ.

 

Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή του ημερ. 18.11.2011 προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διαβίβασε πρόταση για την πλήρωση μιας μόνιμης θέσης Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία αναμενόταν να κενωθεί από 31.12.2011 λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης του κατόχου της.

 

Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 23.11.2011 αφού έλαβε υπόψη ότι η θέση Γενικού Διευθυντή είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, αποφάσισε να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.  Η επίδικη θέση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 9.12.2011 και αρ. γνωστοποίησης 1126.  Υποβλήθηκαν συνολικά 29 αιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων αιτητών και του ΕΜ.  Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, για τις θέσεις προϊσταμένου Τμημάτων δεν συνιστώνται συμβουλευτικές επιτροπές, η ΕΔΥ αποφάσισε να εξετάσει η ίδια την κατοχή από τους αιτητές των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, όπου στο πρακτικό της συνεδρίας περιγράφεται η ενδελεχής εξέταση, έρευνα και οι σχετικές αποφάσεις αναφορικά με τον καθορισμό και τη διαπίστωση των απαιτούμενων προσόντων, σε σχέση με τον καθένα ξεχωριστά από τους υποψήφιους αιτητές.

 

Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 7.2.2012 αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση όλους τους προσοντούχους υποψηφίους σε ημερομηνίες που θα καθόριζε αργότερα και οι οποίες αφορούσαν την χρονική περίοδο 23.2.2012 – 9.3.2012, σύνολο επτά συνεδρίες.

 

Τέλος, κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 12.3.2012 η Επιτροπή αφού ολοκλήρωσε την προφορική εξέταση των υποψηφίων προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης τους.  Ο αιτητής Λεωνίδου (Υπόθ. Αρ. 599/12) αξιολογήθηκε ως «παρά πολύ καλός», ο Σωτήρης Κολέττας (Υποθ. Αρ. 719/12) ως «σχεδόν εξαίρετος», η Τούλα Κούλουμου (Υποθ. Αρ. 832/12) ως «πάρα πολύ καλή», ο Κώστας Αγρότης (Υποθ. Αρ. 860/12) ως «σχεδόν εξαίρετος» και ο Ανδρέας Ασσιώτης (ΕΜ) ως «εξαίρετος».

 

Στη συνέχεια, η ΕΔΥ με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, επαναβεβαίωσε την απόφαση της ότι το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης «πλεονέκτημα», διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι που προσήλθαν στην ενώπιον της προφορική εξέταση, διευκρινίζοντας ότι τόσο οι αιτητές, όσο και το ΕΜ, το κατείχαν: υπηρέτησαν σε διευθυντική θέση στη δημόσια υπηρεσία.

 

Ακολούθησε η γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού λήφθησαν δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτητών, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τις υπηρεσιακές εκθέσεις υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, την αρχαιότητα όσων υποψηφίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αποφάσισε ότι το ΕΜ υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο, προσφέροντας διορισμό στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, από 1.4.2012. 

 

Η Επιτροπή αιτιολογώντας την απόφαση της για την επιλογή του ΕΜ αναφέρει ότι τον επέλεξε γιατί έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως «εξαίρετος» στην ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο και σε υψηλότερο επίπεδο από τους λοιπούς υποψηφίους και αναφορικά με την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων χρόνων, ουδενός υστερεί, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, διαθέτει όπως και οι λοιποί υποψήφιοι το «πλεονέκτημα» και από πλευράς προσόντων διαθέτει, πέραν του απαιτούμενου, Master of Civil Design, University of Liverpool, UK.  Τέλος, η Επιτροπή επιλέγοντας το ΕΜ, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι διαθέτουν υπέρτερα προσόντα από το ΕΜ, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο απ΄ αυτούς επίπεδο στην ενώπιον της προφορική εξέταση, καθώς και το γεγονός ότι τα προσόντα αυτά δεν θεωρούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει.

 

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

Κοινοί λόγοι ακυρώσεως προωθούνται από τους αιτητές, οι οποίοι προβάλλουν ότι η ΕΔΥ αγνόησε κάτω από ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα την υπεροχή τους έναντι του ΕΜ: κατέχουν περισσότερα, υπέρτερα πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, στην αρχαιότητα και στη διευθυντική πείρα.  Συγκεκριμένα, αναφορικά με τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα, υποβάλλουν ότι παρεισέφρησε ουσιωδέστατη πλάνη ως προς την υπεροχή τους σε περισσότερα υπέρτερα προσόντα, τα οποία η ΕΔΥ, όπως προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης απόφασης, δεν κάνει οποιαδήποτε μνεία ή αναφορά σε αυτά, ενώ όφειλε, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, να τα αξιολογήσει και να τα εξετάσει σε συνάφεια με τα καθήκοντα της θέσης ώστε να τους προσδώσει και την ανάλογη βαρύτητα.

 

Επιμέρους ο κάθε ένας από τους αιτητές προβάλλει τα ακόλουθα ως προς τα πρόσθετα προσόντα, σε αντιπαράθεση με το ΕΜ, το οποίο όπως υποστηρίζουν, μόνο ένα πρόσθετο προσόν κατέχει: Master of Civil Design, University of Liverpool, UK (10/1989).

 

Αιτητής Λεωνίδας Λεωνίδου (Υποθ. Αρ. 599/12):

Master of Business Administration, C.ΙIM (1995), PhD Doctor of Philosophy (Communications Engineering) Department of Electrical and Electronic Engineering UMIST The Victoria University of Manchester, UK (1980).  Επαγγελματικοί τίτλοι: Chartered Engineer, The Engineering Council, UK (1988), Chartered Electrical Engineer, The Institution of Electrical Engineers, UK (1988).

Αιτητής Σωτήρης Κολέττας (Υποθ. Αρ. 719/12):

Master of Science in Mechanical Engineering, University of Wisconsin-Madison, ΗΠΑ (1983), Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management (10.10.1997).

 

Αιτήτρια Τούλα Κούλουμου (Υποθ. Αρ. 832/12)

Licence Κοινωνιολογίας (1977) Maitrise Ψυχολογίας (1978), Δίπλωμα Κλινικής Εγκληματολογίας, Institut de Medecine Legale et de Criminologie Clinigue, Πανεπιστήμιο Λυών, Γαλλία (1977-78).

 

Αιτητής Κώστας Αγρότης (Υποθ. Αρ. 860/12):

Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management (17.12.1993), Diploma in Computer Studies, The Association of Business and Administrative Computing (6/1998).

 

Τούτων δοθέντων, προωθούν τη θέση πως αρκεί σύμφωνα με τα νομολογηθέντα και μόνο η πιθανολόγηση πλάνης ώστε αναπόδραστα να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.

 

 

Είναι παραδεκτό ότι τόσο οι αιτητές όσο και τα ΕΜ πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας: είναι κάτοχοι του πλεονεκτήματος, όπως αυτό προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, και όλοι διαθέτουν και επιπρόσθετα μη απαιτούμενα σχετικά προσόντα.  Όπως προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης απόφασης: Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη, τα προσόντα των υποψηφίων γενικά όσο και σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, για σκοπούς μεταξύ τους σύγκρισης, ειδικότερα η ΕΔΥ, επιλέγοντας το ΕΜ έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, ότι: «…εξαίρετος, διαθέτει όπως και οι λοιποί υποψήφιοι, το πλεονέκτημα και από πλευράς προσόντων διαθέτει, πέραν του απαιτούμενου, Master of Civil Design, University of Liverpool, U.K..», χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να παραλείψει να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι διαθέτουν υπέρτερα προσόντα από το ΕΜ, τα οποία συνεκτίμησε και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα:

«Τέλος, η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση και επιλέγοντας τον Ασσιώτη Ανδρέα, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι διαθέτουν υπέρτερα προσόντα από αυτόν, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο από αυτούς επίπεδο στην ενώπιον της προφορική εξέταση, καθώς και το γεγονός ότι τα εν λόγω προσόντα δεν θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, εν πάση όμως περιπτώσει τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αφού απέδωσε σ΄ αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει.

Η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής ενισχύεται και από σχετική νομολογία.  Συγκεκριμένα, στην Προσφ. Αρ. 607/2001, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, 22.5.02, αναφέρθηκαν τα εξής: …»

Για να μπορεί όμως να προσδοθεί στο πρόσθετο προσόν στο ανώτατο του όριο μεγάλη σημασία, θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως «πλεονέκτημα».  Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395-396:

«…Πέρα από αυτό, με δεδομένο ότι ενδείκνυτο η απόδοση κάποιας σημασίας, στα μεταπτυχιακά προσόντα, η δραστική διαφοροποίηση αυτής της σημασίας ανάλογα με το επίπεδο του ενός ή του άλλου μεταπτυχιακού, δύσκολα νομίζουμε θα δικαιολογείτο γιατί κινείται κανείς μέσα σε σχετικά στενά περιθώρια.  Για να μπορεί το μεταπτυχιακό, στο ανώτατό του όριο, να έχει μεγάλη σημασία, θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.  Θεωρούμε επομένως πως η Ε.Δ.Υ., η οποία καθώς φαίνεται δεν προέβη αναφορικά με αυτό το ζήτημα σε ουσιαστικές διακρίσεις, κινήθηκε μέσα σε εύλογα όρια.»

 

Εν όψει της πιο πάνω νομολογιακής αρχής ότι δεν τίθεται θέμα διαφοροποίησης της σημασίας των πρόσθετων προσόντων με βάση το επίπεδο του καθενός ξεχωριστά, δεν θεωρώ ότι χρήζει σημασίας αν πράγματι το ΕΜ είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων, όπως ισχυρίζεται αναφορικά με το δίπλωμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.  Ούτως ή άλλως όπως αναγράφεται στο ίδιο το πρακτικό της επίδικης απόφασης το ΕΜ «… και από πλευράς προσόντων διαθέτει, πέραν του απαιτούμενου, Master of Civil Design, University of Liverpool, UK».

 

Επιπρόσθετα, το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αναφέρεται ονομαστικά σε υποψήφιους που δεν επιλέγει. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, 663:

«…Το παράπονο δε του εφεσείοντα ως προς την μη αναφορά του ονόματος του στα πρακτικά της διαδικασίας και ιδιαίτερα από το Γενικό Διευθυντή, επίσης δεν ευσταθεί εφόσον με βάση διαχρονική νομολογία δεν είναι ανάγκη να γίνεται ονομαστική αναφορά σε κάθε ένα από τους υποψηφίους, ούτε προκύπτει από τη μη καταγραφή του ονόματος ενός υποψηφίου, ότι αυτός δεν κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο. (δέστε Λοΐζου Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 291 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1999) 4 Α.Α.Δ. 1110). …»

 

Εξάγεται από τα ανωτέρω, ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της τα πρόσθετα προσόντα των διαδίκων, όπως αναλυτικά καταγράφονται στους προσωπικούς τους φακέλους και οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον της.  Άλλωστε, στον κατάλογο που επισυνάπτεται στο παράρτημα 13 της ένστασης (πρακτικό της επίδικης απόφασης) αναφορικά με τους «Υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους για προφορική εξέταση για τη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο», στο εξής ο «κατάλογος», στην 3η στήλη αναλύονται με λεπτομέρεια τα «Ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας» των αιτητών και του ΕΜ, ενώ στην 4η στήλη, αναλύονται τα «Άλλα Προσόντα», τους με ειδική αναφορά «Για άλλα προσόντα βλέπε προσωπικό φάκελο…».  Σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, με δεδομένο ότι τα προσόντα περιέχονταν στους φακέλους των αιτητών, τεκμαίρεται ότι αυτά λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν αναλόγως (Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 613, 617-618).

 

Δεδομένου ότι πρόκειται για προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει, και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας τα δύο άκρα: να μην τους προσδοθεί αφενός υπερβολική βαρύτητα ώστε να φθάνει σε σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν σε περίπτωση που τα προσόντα δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 395).

 

Η ΕΔΥ ενεργώντας τοιουτοτρόπως ενήργησε συννόμως, εκφράζοντας αξιολογική κρίση ως είχε διακριτική ευχέρεια που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων.  Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 647:

«Ορθά, στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη σε ειδική μνεία του προσόντος ΜΒΑ το οποίο συνεκτίμησε «.. με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σ' αυτό την ανάλογη βαρύτητα.».  Πρόκειται για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων.  (Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186).  Να σημειωθεί ότι οι λέξεις «δέουσα βαρύτητα» ή «ανάλογη βαρύτητα», είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος. Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω). 

         

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, θεωρώ ότι επ΄ ουδενί τίθεται θέμα ουσιώδους πλάνης της ΕΔΥ ως προς τα πρόσθετα προσόντα, τόσο των αιτητών όσο και του ΕΜ: η ΕΔΥ ενήργησε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της εξουσίας ως προς τον τρόπο αξιολόγησης τους και σίγουρα δεν μπορούσε να αποδοθεί έκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι του ΕΜ, ως προς την ισχυριζόμενη υπεροχή τους, κατά παράβαση της ισχύουσας νομολογίας.  Συνεπώς  απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός των αιτητών. 

 

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Επιπρόσθετα, όλοι οι αιτητές υποβάλλουν ότι κάτω από πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας παραγνωρίστηκε η υπεροχή τους στην αρχαιότητα έναντι του ΕΜ, χωρίς να διεξαχθεί πλήρης έρευνα ως προς όλα τα κριτήρια και χωρίς να δοθεί καμιά απολύτως αιτιολογία για την παραγνώριση της αρχαιότητας τους, η οποία ανάγεται σε ψηλότερη βαθμολογική κλίμακα και έχει ως ακολούθως: Λεωνίδου (Υποθ. Αρ. 599/12) Διευθυντής Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας – 3.10.2005, Κλίμακα Α15+Α16.  Κολέττας (Υποθ. Αρ. 719/12) Διευθυντής Τμήματος Οδικών Μεταφορών – 1.8.2006, Κλίμακα Α15+Α16.  Κούλουμου (Υποθ. Αρ. 832/12) Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας – 1.2.2001, Κλίμακα Α15+Α16.  Αγρότης (Υποθ. Αρ. 860/12) Διευθυντής Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής – 1.12.1997, Κλίμακα Α15+Α16.  Ενώ ο Ασσιώτης (ΕΜ) Έπαρχος – 15.3.2001 – Κλίμακα Α15+1.

 

Απορριπτέος και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών.  Στο σχετικό κατάλογο, 2η στήλη, αναλύονται ρητά τα στοιχεία της αρχαιότητας όλων των υποψηφίων με αναλυτικές ημερομηνίες των θέσεων που κατείχαν.  Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 12.3.2012, η ΕΔΥ έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη της την αρχαιότητα των διαδίκων για το σκοπό της μεταξύ τους σύγκρισης:

«Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους όσων υποψηφίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, για σκοπούς μεταξύ τους σύγκρισης.»

 

Η υπέρτερη λοιπόν αρχαιότητα των αιτητών έναντι του ΕΜ προκύπτει λόγω υψηλότερης μισθολογικής κλίμακας (Κλίμακα Α15-Α16), το ΕΜ κατείχε κλίμακα Α15+1, σύμφωνα με το άρθρο 49(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90:

 

«(4) Η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν θέσεις με διαφορετικούς μισθοδοτικούς όρους κρίνεται σύμφωνα με τους μισθοδοτικούς όρους των αντίστοιχων θέσεων.»

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή Αγρότη (Υποθ. Αρ. 860/12) ότι υπερέχει στην αρχαιότητα του ΕΜ και κατά τέσσερα χρόνια πέραν της κλίμακας δεν ευσταθεί: ο Νόμος προβλέπει στην παρούσα περίπτωση αρχαιότητα λόγω μισθολογικής κλίμακας και μόνο.

 

Ως προς τον αιτητή Λεωνίδου (Υποθ. Αρ. 599/12) ο συνήγορος του ΕΜ υποβάλλει ότι δεν τίθεται θέμα αρχαιότητας του έναντι του ΕΜ καθότι ο διορισμός του στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, ακυρώθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Δημητρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74, 79.

 

Η συνήγορος του αιτητή απορρίπτει τον ισχυρισμό του ΕΜ, υποστηρίζοντας ότι το ΕΜ δεν μπορεί να βάλλει κατά της νομιμότητας της απόφασης της ΕΔΥ πριν την προαγωγή του, ούτε έχει έννομο συμφέρον να προσπαθεί ο ίδιος να ακυρώσει την απόφαση που τον ευνόησε. 

 

Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ανωτέρω) ν΄ ακυρώσει το διορισμό του αιτητή στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, στις 2.3.2012 είναι δεσμευτική «erga omnes” και παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμα της.

 

Παρά ταύτα, εν όψει της κατάληξης μου με βάση τα ισχύοντα στη νομολογία ότι αρχαιότητα που οφείλεται σε υψηλότερη μισθολογική κλίμακα είναι πολύ περιορισμένης σημασίας, ούτως ή άλλως και να θεωρηθεί ότι ο αιτητής Λεωνίδου έχει αυτή την αρχαιότητα, δεν διαφοροποιείται η κατάσταση, εφόσον δεν θα τον καθιστούσε υπέρτερο έναντι του ΕΜ.  Συνεπώς δεν θεωρώ χρήσιμο να ασχοληθώ με τη θέση αυτή του ΕΜ αναφορικά με την αρχαιότητα του αιτητή Λεωνίδου (Υποθ. Αρ. 599/12).

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί η αρχαιότητα που οφείλεται σε ψηλότερη μισθολογικά κλίμακα είναι μικρής σημασίας, όπως επίσης μικρής ή και περιορισμένης σημασίας είναι η αρχαιότητα που αφορά πλήρωση θέσης πολύ ψηλά στην ιεραρχία, όπως τυγχάνει στην παρούσα περίπτωση, εφόσον η επίδικη θέση είναι η ανώτατη στην πυραμίδα των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία.  Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409:

«…Η αρχαιότητα του αιτητή, η οποία συνεκτιμήθηκε, ήταν πολύ περιορισμένης σημασίας: και επειδή αυτή ήταν αποτέλεσμα κλίμακας, αλλά και επειδή η επίδικη θέση βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία.»

Με βάση το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων δεν τίθεται θέμα πλάνης ή και παραγνώρισης της αρχαιότητας των αιτητών έναντι του ΕΜ από την ΕΔΥ.  Αντίθετα της αποδόθηκε η δέουσα σημασία.

ΠΕΙΡΑ

Όλοι οι αιτητές ισχυρίζονταν ότι υπερέχουν σε πείρα και μάλιστα «διευθυντική» και ότι κάτω από πλάνη και μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από την ΕΔΥ παραγνωρίστηκε η υπεροχή τους έναντι του ΕΜ.  Υποβάλλουν, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ότι η αρχαιότητα, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για εξαίρετους υπαλλήλους όπως στις προκείμενες περιπτώσεις, συνεπάγεται και μεγαλύτερη πείρα, με αποτέλεσμα την επαύξηση της αξίας του αρχαιότερου.  Αν η ΕΔΥ διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα θα διαπίστωνε ότι υπερτερούσαν σαφώς σε πείρα του ΕΜ, όπως προκύπτει από τα καθήκοντα που εκτελούσαν και που αφορούν ένα ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων, αναλόγως με τις διευθυντικές ανώτερες θέσεις που ο καθένας κατείχε.

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης:

«(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε ανώτερη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα πάνω στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας.  Υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

Η Επιτροπή αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίας της ημερ. 12.1.2012, για να διαπιστώσει την κατοχή του απαιτούμενου προσόντος της «πείρας» και του πλεονεκτήματος, όπως αυτό καθορίζεται από το σχέδιο υπηρεσίας: «Υπηρεσία σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

«Η Επιτροπή προβληματίστηκε ιδιαίτερα για την κατοχή από τους αιτητές του προσόντος της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε ανώτερη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, τον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας» όπως τούτο περιγράφεται στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, σε συνάρτηση με το επίπεδο της υπό πλήρωση θέσης, η οποία είναι η ανώτατη στην πυραμίδα των θέσεων της δημόσιας υπηρεσίας.

«Η Επιτροπή έκρινε ότι ο όρος «θέση», που αναφέρεται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, δεν έχει τη στενή έννοια που οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 ως 2009 ορίζουν και ότι δεν περιορίζεται στη δημόσια υπηρεσία.  Η άποψη αυτή της Επιτροπής ενισχύεται από το ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δηλαδή μπορούν να διεκδικήσουν διορισμό και υποψήφιοι που δεν κατείχαν/κατέχουν θέση στη δημόσια υπηρεσία.  Η κατοχή θέσης στη δημόσια υπηρεσία αποτελεί προτίμηση.

Η Επιτροπή εξέτασε την κατοχή από τους αιτητές του πιο πάνω προσόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος των καθηκόντων της/των θέσης/εων που οι αιτητές κατείχαν/κατέχουν είτε στη δημόσια υπηρεσία, είτε στον ευρύτερο κρατικό τομέα, είτε στον ιδιωτικό τομέα.  Επίσης, λήφθηκε υπόψη το ιεραρχικό επίπεδο της θέσης στη δομή του Τμήματος, Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, καθώς και της δημόσιας υπηρεσίας γενικότερα, σ΄ ό,τι αφορά τους αιτητές που κατείχαν/κατέχουν θέση/εις στη δημόσια υπηρεσία, ή της υπηρεσίας/αρχής/οργανισμού σ΄ ό,τι αφορά αιτητές που κατείχαν/κατέχουν θέσεις στον ευρύτερο κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα.  Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν Σχέδια Υπηρεσίας – και υπάρχουν για όλες τις θέσεις που οι αιτητές κατείχαν/κατέχουν στη δημόσια υπηρεσία – αυτά μελετήθηκαν επισταμένα από την Επιτροπή.

Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το είδος και τον αριθμό του προσωπικού που εμπλεκόταν/εται κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, καθώς επίσης και το σύνολο των καθηκόντων των αιτητών στις θέσεις που κατείχαν/κατέχουν, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσο στη δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε ανώτερη θέση περιλαμβάνεται πενταετής τουλάχιστον πείρα στη διεύθυνση, εποπτεία, καθοδήγηση, εκπαίδευση προσωπικού, στον προγραμματισμό, συντονισμό και έλεγχο εργασίας.  Η Επιτροπή κατέγραψε για όλους τους αιτητές την από μέρους τους κατοχή ή μη του προσόντος αυτού – όπου απαιτείται τούτο αιτιολογείται – και επίσης κατέγραψε για έναν έκαστο από τους αιτητές τις υψηλότερες θέσεις που κατείχε στην ιεραρχία της υπηρεσίας του ως ενδεικτικές της κατοχής ή όχι της πείρας σε ανώτερη θέση, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο της πείρας που ο κάθε αιτητής απέκτησε σε όλες τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε στη δημόσια υπηρεσία ή στον ευρύτερο κρατικό ή στον ιδιωτικό τομέα.

Σ΄ ό,τι αφορά τους αιτητές που ήταν/είναι δημόσιοι υπάλληλοι, η Επιτροπή έλαβε υπόψη και τα καθήκοντα που αυτοί εκτελούσαν/ούν, όπως αυτά βεβαιώνονται και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους.

Παρόλο που οι όροι μισθοδοσίας των αιτητών δεν αποτέλεσαν κριτήριο, εν τούτοις, για τους σκοπούς του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Γενικού Διευθυντή, θέσεις στη δημόσια υπηρεσία με μισθοδοτική κλίμακα Α13 και άνω θεωρήθηκαν ως ανώτερες.  Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην απόφαση της αυτή, έλαβε υπόψη και σχετική επί του θέματος Νομολογία (Υποθ. Αρ. 805/00 Χρήστος Ψιλογένης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 11.1.2002), η οποία αποδέχεται την ερμηνεία της Επιτροπής ότι ανώτερη θέση είναι η θέση με μισθολογική κλίμακα Α13 και άνω ως εύλογη και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέτασε το θέμα της κατοχής από τους αιτητές, που κρίθηκαν ως προσοντούχοι, του πλεονεκτήματος της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση, κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία.  Η Επιτροπή προσήγγισε το θέμα, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία ο όρος «διευθυντική θέση» δεν είναι νομικός αλλά περιγραφικός (Αν. Κουφτερού & Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Πρ. 620/91, 647/91, ημερ. 16.6.93).  Η Επιτροπή έκρινε ότι το πλεονέκτημα της υπηρεσίας σε διευθυντική θέση διαθέτουν και υποψήφιοι οι οποίοι κατείχαν/κατέχουν θέσεις πέραν των θέσεων που είναι κατά Νόμο διευθυντικές. […]»

Ακολούθησε εμπεριστατωμένη αναφορά για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά σε σχέση με την κατοχή ανώτερων θέσεων, διευθυντικών θέσεων και των καθηκόντων που ασκούσε.  Προκύπτει ξεκάθαρα από το ανωτέρω απόσπασμα, σε αντίθεση με ότι υποστηρίζουν οι αιτητές, ότι η ΕΔΥ προέβη σε αναλυτική έρευνα και καταγραφή της πείρας όλων των διαδίκων.

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί «η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.» (Χωματένος ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, 127).  Και η ΕΔΥ ικανοποίησε το ως άνω κριτήριο επαρκώς, αν όχι εξαντλητικά.

Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των αιτητών ότι υπερέχουν σε πείρα λόγω της αρχαιότητας τους, ως έχει αναλυθεί ανωτέρω, καθότι μόνο η πείρα που οφείλεται σε αρχαιότητα η οποία ανάγεται σε ημερομηνία διορισμού ή προαγωγής, στην τελευταία θέση είναι αποφασιστικής σημασίας ή εκεί όπου οι υποψήφιοι κατείχαν διαφορετικές θέσεις με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους, οπότε η αρχαιότητα τους θα υπολογίζεται από τις ημερομηνίες διορισμού ή προαγωγής τους (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, 218).  Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τεκμήριο πείρας υπέρ των αιτητών λόγω αρχαιότητας.  Επιπροσθέτως, όλοι ασκούσαν καθήκοντα και απέκτησαν πείρα σε ανώτερες θέσεις, ασκώντας, όπως προβλέπει και το σχέδιο υπηρεσίας, διοικητικά, εποπτικά κλπ. καθήκοντα.

Άλλωστε, η «διευθυντική πείρα» πιστώθηκε ως «πλεονέκτημα», τόσο στους αιτητές όσο και στο ΕΜ.  Συνεπώς δεν μπορούσε να προσμετρήσει δύο φορές, ως πλεονέκτημα και ως πείρα προσθέτουσα σε αξία.  Με βάση τα ανωτέρω καμιά πλάνη και ή έλλειψη δέουσας έρευνας από την ΕΔΥ ως προς την πείρα των αιτητών και του ΕΜ διαπιστώνεται.

ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Είναι επίσης κοινός ισχυρισμός όλων των αιτητών ότι παράνομα δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα από την ΕΔΥ στην προφορική συνέντευξη παραγνωρίζοντας την υπεροχή τους έναντι του ΕΜ, τόσο στα επιπρόσθετα προσόντα, όσο και στην αρχαιότητα.  Παραθέτουν την αξιολόγηση της απόδοσης τους και υποβάλλουν ότι η διαφορά με το ΕΜ είναι μικρή και ως τέτοια, οριακής σημασίας: αιτητής Λεωνίδου «πάρα πολύ καλός», αιτητής Κολέττας (κατά πλειοψηφία 4 προς 1) «σχεδόν εξαίρετος», αιτήτρια Κούλουμου «πάρα πολύ καλή», αιτητής Αγρότης «σχεδόν εξαίρετος» και ΕΜ «εξαίρετος». 

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους.  Η υπεροχή τους στην προφορική εξέταση ενώπιον της είναι στοιχείο που ανάγεται στην αξία, η οποία αποτελεί βασικό κριτήριο (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, 25).

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, πρώτου διορισμού και προαγωγής, αλλά και σύμφωνα με το σχέδιο της υπηρεσίας της θέσης, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου συνιστούν σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση όπου απαιτείται «ακεραιότητα χαρακτήρα, ψηλή διευθυντική/διοικητική και οργανωτική ικανότητα, καθώς και ξεχωριστή εκδήλωση υπευθυνότητας, πρωτοβουλίας και ευθυκρισίας», μπορεί να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις.  Ανάλογη με την παρούσα είναι η περίπτωση στην Πούρος (ανωτέρω) όπου ακριβώς και εκεί η υπό πλήρωση θέση ήταν η ίδια με την παρούσα: Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο.  Και εκεί ήταν προφανές ότι αυτό που έκρινε την πλάστιγγα υπέρ των ΕΜ ήταν τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης:

«Επανερχόμαστε, τέλος, στη βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι προφανές ότι αυτά ήταν που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του Π. Πούρου και του Λ. Παιονίδη.  Για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι όμως άτοπο να δίδεται σ' αυτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 - η οποία αφορούσε σε διαδικασία βάσει του Ν. 1/90 - η Ολομέλεια εξέφρασε απόλυτη συμφωνία με το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Α.Ν. Λοΐζου, Π.:

"Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες.  Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ' ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία.  Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά  αποφάσεών  του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση.»

Προκύπτει με βάση τα ανωτέρω ότι νόμιμα δόθηκε από την ΕΔΥ αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, κατά την επιλογή του ΕΜ ως του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό στην επίδικη θέση.  Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649:

«Ούτε ήταν δυνατό για την Ε.Δ.Υ. να παραγνωρίσει την καλύτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση που, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, αποκτά σημασία ιδιαίτερα σε υψηλές θέσεις στην ιεραρχία και εν τέλει αποτελεί στοιχείο που συνεξετάζεται με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα, ώστε να μην χωρεί κατ' ανάγκην μικροσκοπική ανάλυση περί «οριακής» υπεροχής του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου, ως διαβάθμιση μεταξύ του «εξαίρετα» και του «πολύ καλού».»

Ο αιτητής Λεωνίδου υποβάλλει επιπροσθέτως ότι η αξιολόγηση της απόδοσης του κατά την προφορική συνέντευξη («πάρα πολύ καλός») είναι αναιτιολόγητη και ή αντιφατική.  Δεν συνάδουν τα σχόλια της απόδοσης του με την αξιολόγηση του η οποία θα έπρεπε να αξιολογηθεί αναλόγως και να του αποδοθεί η υψηλότερη βαθμολογία.  Η αξιολόγηση της ΕΔΥ και η απόδοση συγκεκριμένης βαθμολογίας σε κάθε υποψήφιο συνιστούν μέρος της νοητικής λειτουργίας των μελών της Επιτροπής η οποία και δεν ελέγχεται δικαστικά. Το ζήτημα ανάγεται στην υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σε σχέση με την απόδοση του υποψηφίου κατά την εξέταση, οπότε σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου ακόμα και αν το ίδιο θεωρεί ότι ένας υποψήφιος θα πρέπει να αξιολογηθεί άλλως πως.  Περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης και μόνο (Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, Δημοκρατία ν. Μ. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 και Άρτεμις Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 217/12, ημερ. 3.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:C452 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας)).  Όπως έχει νομολογηθεί η καταγραφή ορισμένων αρνητικών δεδομένων και παρατηρήσεων κατά την προφορική εξέταση από την ΕΔΥ παρέχει επαρκή αιτιολόγηση.  Στην περίπτωση του αιτητή ενώ καταγράφηκαν και πολύ καλά σχόλια, ως αρνητική παρατήρηση καταγράφεται: «επέδειξε όμως αδυναμία να απαντήσει ορθά σε ερωτήσεις που άπτονταν των «Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου».  Συνεπώς καθόλα αιτιολογημένη και συνεπής θεωρείται η αξιολόγηση της απόδοσης του ως «πάρα πολύ καλός».  Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8, 15:

«Ο λόγος αυτός προφανώς δεν ευσταθεί. Τόσο η Σ.Ε. όσο και κύρια η ΕΔΥ παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε για να σχηματίσει την κρίση για την απόδοση κάθε υποψηφίου. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, των στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κρίση. Η νοητική λειτουργία των μελών του συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία προκύπτει από την καταγραφή, τόσο από την Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, των αρνητικών δεδομένων και παρατηρήσεων για τον εφεσείοντα. Έχει νομολογηθεί ότι η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων κατά τη συνέντευξη παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90. (Βλέπε: Ευρυβιάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 375/2002, ημερ. 1.3.2004 και Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374).»

ΑΡΤΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

Επιπροσθέτως των ανωτέρω κοινών ισχυρισμών οι αιτητές Κολέττας και Αγρότης υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο μη τήρησης άρτιων πρακτικών από την ΕΔΥ κατά παράβαση στου άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν 158(Ι)/99.  Συγκεκριμένα, παραπέμπουν στο παράρτημα 6 της ένστασης, το οποίο αποτελεί το πρακτικό της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 23.2.2012, και έχει ως θέμα Β(1)(2) για την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Γενικού Διευθυντή, για να υποστηρίξουν ότι καταγράφεται ότι η εξέταση του θέματος θα συνεχιστεί σε συνεδρία στις 5.3.2012, ακολουθεί η ημερ. 24.2.2012.  Το ερώτημα που υποβάλλεται είναι πότε και με ποιο πρακτικό ορίστηκε η συνέχεια της εξέτασης του θέματος Β(1)(2) στη συνεδρία ημερ. 24.2.2012 αντί στις 5.3.2012, όπως αυτό αναφέρεται στο πρακτικό, κατά παραβίαση της ισχύουσας νομολογίας η οποία απαιτεί την τήρηση άρτιων πρακτικών ως υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

Θεωρώ ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών θα πρέπει ν΄ απορριφθεί.  Πράγματι όπως φαίνεται στο τέλος του παραρτήματος 6 (συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 23.2.2012), αποφασίστηκε να συνεχισθεί η εξέταση του θέματος την 5.3.2012.  Για άγνωστο λόγο φαίνεται ότι η επόμενη συνεδρία επισπεύσθηκε και αντί για τις 5.3.2012, συζητήθηκε νωρίτερα, την 24.2.2012 (παράρτημα 7), στο πρακτικό, φαίνεται καθαρά ότι η προηγούμενη συνεδρία ήταν 23.2.2012.  Μάλιστα, στο τέλος του πρακτικού αυτού αναγράφεται ότι η επόμενη συνεδρία θα ήταν 5.3.2012.  Στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 5.3.2012 (παράρτημα 8) αναγράφονται ως τελευταίες συνεδρίες οι δύο προηγούμενες, ημερ. 23.2.2012 και 24.2.2012.  προφανώς μεταξύ των συνεδριάσεων της ΕΔΥ 23.2.2012 και 5.3.2012 μεσολάβησε νέα συνεδρία ημερ. 24.2.2012. 

Σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του Ν. 1/90, τις συνεδρίες της ΕΔΥ της συγκαλεί ο Πρόεδρος της Επιτροπής.  Δεν απαιτείται δηλαδή ειδικό πρακτικό της Ολομέλειας της ΕΔΥ για σύγκλιση ή αλλαγή ημερομηνίας στη σύγκλιση συνεδρίας.  Η απόφαση εμπίπτει στις εξουσίες του Προέδρου:

«10(1) Ο Πρόεδρος προΐσταται της Επιτροπής και του Γραφείου της, συγκαλεί τις συνεδριάσεις της και υπογράφει κάθε σημαντική αλληλογραφία ή έγγραφο.»

 

Συνεπώς τίποτε το μεμπτό ή αντινομικό, προκύπτει εκ των ανωτέρω ή διαπιστώνεται μη τήρηση άρτιων πρακτικών: σε όλες τις συνεδριάσεις της ΕΔΥ υπάρχει συμμόρφωση με το Νόμο, άρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99, με καταγραφή των παρόντων μελών και των αποφάσεων που λήφθηκαν.

Απορριπτέος επίσης είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή Αγρότη ότι παραβιάστηκε ο Ν. 1/90 και η νομολογία γιατί δεν κλήθηκε ο Προϊστάμενος για να προβεί σε σύσταση και για να αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.

Η επίδικη θέση είναι θέση Γενικού Διευθυντή, η οποία είναι η ανώτατη στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία.  Δεν υπάρχει εκ των πραγμάτων προϊστάμενος στην ιεραρχία της Δημόσιας Υπηρεσίας πέραν του Γενικού Διευθυντή για να προβεί σε συστάσεις ή για να αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, ως απαιτείται από το νόμο και τη νομολογία.  Είναι για τον ίδιο λόγο που σε πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή και Προϊσταμένων Τμημάτων δεν υφίσταται Συμβουλευτική Επιτροπή (άρθρο 32(1) του Ν. 1/90).

ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Έχοντας υπόψη το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα δεδομένα των αιτητών και του ΕΜ κατά τον ουσιώδη χρόνο, ισοβαθμία στις αξιολογήσεις των τελευταίων χρόνων «εξαίρετος», όλοι είναι κάτοχοι του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος, όλοι είναι κάτοχοι πρόσθετων προσόντων (όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω), οι αιτητές υπερέχουν του ΕΜ μόνο στην αρχαιότητα, η οποία ανάγεται σε ψηλότερη μισθοδοτική κλίμακα και η οποία όπως έχει νομολογηθεί είναι πολύ περιορισμένης σημασίας, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης με το ΕΜ να αξιολογείται ως «εξαίρετος» και οι αιτητές ως «πάρα πολύ καλός» και «σχεδόν εξαίρετος», αξιολόγηση η οποία ενισχύει την αξία του ΕΜ σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη με επάρκεια και εύλογα επιτρεπτή, συμπληρώνεται δε και από τους ενώπιον της Επιτροπής φακέλους και στοιχεία. 

Εκείνο που θέλουν να παραγνωρίζουν οι αιτητές κατά την ανάπτυξη των θέσεων τους, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία βρίσκονται ενώπιον του, ως ανωτέρω. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία εφόσον κριθεί εύλογη και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 648:

«Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι  ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»

Ακόμη και αν θα μπορούσε να εντοπισθεί κάποια υπεροχή των αιτητών έναντι του ΕΜ, αυτή δεν είναι έκδηλη και συνεπώς η τυχόν παραγνώριση της δεν επιφέρει ακυρότητα.  Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, 762:

«…Και αν ακόμα θα μπορούσε να εντοπισθεί κάποια υπεροχή του εφεσείοντα έναντι του ενδιαφερόμενου αυτή δεν είναι "έκδηλη" και κατά συνέπεια η τυχόν παραγνώρισή της δεν επιφέρει ακυρότητα. Βλ. Κολοκασίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 929/91, ημερ. 23.12.93. Εξάλλου, η Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει, για να δικαιολογήσει την επιλογή της ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν καταφανώς υπέρτερο του εφεσείοντα.  Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 C.L.R. 74. Αντίθετα ο αιτητής πρέπει να αποδείξει όχι μόνο απλή υπεροχή αλλά έκδηλη υπεροχή έναντι του προαχθέντος.  Βλ. Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 C.L.R. 76, Χ"Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 C.L.R. 1041, Ευαγγελή ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 634 και ΡΙΚ ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 634.»

Κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση, εφόσον οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ.  Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 338:

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της …»

 

Συναφής με το ζήτημα και η μεταγενέστερη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Άρτεμις Αντωνίου (ανωτέρω).

Καταλήγω ότι και οι τέσσερις προσφυγές για τους λόγους που έχω διατυπώσει πιο πάνω αποτυγχάνουν. 

Οι προσφυγές απορρίπτονται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Οι αιτητές θα καταβάλουν €1.200 έξοδα έκαστος, προς τους καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.

 

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο