ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α. v. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 143/2020, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α. v. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 143/2020, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 143/2020)

(Υπόθ. Αρ. 1193/2014)

 

11 Ιουνίου, 2025

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

3.   ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ

4.   ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ (ΠΡΩΗΝ ΤΜΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ)

Εφεσείοντες

                                                  v.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

                                                                Εφεσίβλητου

 

                                                -----------------------

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες

Π. Μαυρής, για Ελένη Βραχίμη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο

                 

……………..

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

………………….

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος υπηρετούσε στη δημόσια υπηρεσία από το 1996, τοποθετημένος σε διάφορα Tμήματα και Υπηρεσίες.  Με επιστολή ημερ. 24.4.2014, το Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού πληροφόρησε τον Εφεσίβλητο ότι είχε αποφασιστεί, για σκοπούς ικανοποίησης υπηρεσιακών αναγκών, η μετακίνηση του από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων (πλέον Τμήμα Φορολογίας) στο Κυβερνητικό Τυπογραφείο, με ισχύ από 2.5.2014.

 

          Από την ημερομηνία τοποθέτησης του στο Κυβερνητικό Τυπογραφείο, είναι παραδεκτό πως ο Εφεσίβλητος απουσίασε από την εργασία του κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να διακοπεί η καταβολή της μισθοδοσίας του και μέχρι το χρόνο καταχώρισης της Προσφυγής αρ. 1193/2014, δεν είχε καταβληθεί σε αυτόν ο μισθός των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2014.  Ο Εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερ. 1.9.2014 προς τη Γενική Λογίστρια ζήτησε την άμεση καταβολή των μισθών του και στις 12.9.2014 καταχώρισε την Προσφυγή αρ. 1193/2014, με αντικείμενο την άρνηση της Εφεσείουσας να του πληρώσει τους μισθούς για τους εν λόγω μήνες.

 

          Με επιστολή ημερ. 22.9.2014 ο Διευθυντής του Κυβερνητικού Τυπογραφείου πληροφόρησε τον Εφεσίβλητο ως ακολούθως:

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου 2014 που λήφθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014 σχετικά με τη διακοπή της μισθοδοσίας σας από 24 Μαΐου 2014.  Οι λόγοι της διακοπής της μισθοδοσίας σας είναι οι ακόλουθοι:

(α) Το ΤΕΠ δεν έχει ενημερώσει το Τυπογραφείο με το υπόλοιπο της ετήσιας άδειας που είχατε σε πίστη σας την 1η Ιανουάριου 2014 και στις 2 Μάϊου 2014 ημέρα που έγινε η μετάθεσή σας στο Τυπογραφείο.  Ως εκ τούτου όσον αφορά την ετήσια άδειά σας δεν έχουμε καμία βάση να υπολογίσουμε τι δικαιούστε εντός του 2014.  Το ΤΕΠ πρέπει να διασαφηνίσει επίσης τυχόν αδικαιολόγητες απουσίες σας από την εργασία από την 1η Ιανουάριου 2013 έως 2 Μαΐου 2014,

(β) Τα πιστοποιητικά ασθένειας που υποβάλατε είναι αντίγραφα, δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα όπως προνοεί ο Κανονισμός και έχουν σταλεί στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών για έγκριση και στις 16 Οκτωβρίου 2014 θα εξεταστούν από το Ιατροσυμβούλιο.   Ωστόσο έχετε υπερβεί τις 42 μέρες και όπως προβλέπει η Εγκύκλιος Επιστολή του ΤΔΔΠ με αρ. φακέλου 15.01.01 ημερ. 21/3/2014 έχουμε προβεί σε διακοπή της μισθοδοσίας σας μέχρι την έγκριση του Ιατροσυμβουλίου.

(γ) Πρόσθετα τα πιστοποιητικά ασθενείας σας την περίοδο από 4/8/2014 έως 6/10/2014, που παραλήφθηκαν στις 19/9/2014 θα σταλούν και αυτά στο Ιατροσυμβούλιο για εξέταση.  Επειδή το θέμα της μισθοδοσίας σας δεν αφορά μόνο το Τυπογραφείο θα εισηγηθώ τη σύγκληση σύσκεψης με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων τμημάτων για οριστική ρύθμιση της μισθοδοσίας σας.

Με βάση τα δικά μας στοιχεία από την ημέρα της μετακίνησής σας στο Τυπογραφείο απουσιάζατε 26 ημέρες από 7 έως 30 Ιουνίου 2014 (15 ημέρες) και από 16 έως 29 Ιουλίου (11 ημέρες) αδικαιολόγητα.

Από δικής σας πλευράς πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση στους Κανονισμούς για έγκαιρη υποβολή πρωτότυπων πιστοποιητικών άδειας ασθένειας όπως και συμμόρφωση στο όλο πλαίσιο των κανονισμών, για να μη δημιουργούνται τέτοιες επιπλοκές.».

 

          Στις 16.10.2014 το Ιατροσυμβούλιο, αφού εξέτασε τον Εφεσίβλητο, έκρινε ως αιτιολογημένη την απουσία του για την περίοδο από 29.7.2014 μέχρι 25.10.2014, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής του Κυβερνητικού Τυπογραφείου να δώσει οδηγίες για την καταβολή του μισθού του Εφεσίβλητου για τις αντίστοιχες περιόδους. 

 

          Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι μετά την καταχώριση της ως άνω Προσφυγής, καταβλήθηκαν στον Εφεσίβλητο οι μισθοί του για τις ακόλουθες περιόδους:

 

-      01.06.2014 - 06.06.2014, περίοδος για την οποία κρίθηκε ότι ο Εφεσίβλητος είχε εις πίστη του σχετική άδεια ανάπαυσης.

-      25.07.2014 και 28.07.2014, ημερομηνίες κατά τις οποίες ο Εφεσίβλητος προσήλθε στην εργασία του.

-      29.07.2014 - 31.08.2014, περίοδος κατά την οποία ο Εφεσίβλητος απουσίαζε με άδεια ασθενείας η οποία κρίθηκε ως αιτιολογημένη από το Ιατροσυμβούλιο.

 

Στον Εφεσίβλητο δεν καταβλήθηκε μισθός για την περίοδο 07.06.2014 - 24.07.2014, για την οποία ο ίδιος ισχυρίσθηκε ότι απουσίαζε με κανονική άδεια.

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την προδικαστική ένσταση της Εφεσείουσας περί απώλειας εννόμου συμφέροντος του Εφεσίβλητου να συνεχίσει την Προσφυγή – αφού μέρος των μισθών του για τις επίδικες περιόδους του είχε καταβληθεί – κατέληξε πώς: α) η δοθείσα αιτιολογία για τη μη καταβολή του μισθού του Εφεσίβλητου για την περίοδο 1.6.2014 – 6.6.2014 αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και β) για τις 25.7.2014 και 28.7.2014 δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία. 

 

          Σ’ ό,τι αφορά τις περιόδους 29.7.2014 – 31.8.2014 και 7.6.2014 – 24.7.2014 το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο Εφεσίβλητος περιορίστηκε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και συνεπώς απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του περί παράνομης απόφασης της Εφεσείουσας για την μη καταβολή της μισθοδοσίας του για τις εν λόγω περιόδους.

 

          Στη βάση των πιο πάνω, η Προσφυγή πέτυχε μερικώς δηλ. ως προς την περίοδο 1.6.2014 – 6.6.2014 και 25.7.2014 και 28.7.2014.

 

          Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση δύο (2) λόγων Έφεσης. 

 

          Ειδικότερα, η Εφεσείουσα εισηγείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα α) απέρριψε την προαναφερθείσα προδικαστική της ένσταση (1ος λόγος Έφεσης) και β) ακύρωσε την επίδικη απόφαση για τις ως άνω δύο περιόδους (2ος λόγος Έφεσης).

 

          Προχωρούμε στην εξέταση του 1ου λόγου Έφεσης η οποία, ως εκ της φύσης της, προέχει.  Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως ακολούθως:

 

 

«Επισημαίνοντας ότι ο αιτητής, προς υποστήριξη ενδιάμεσης αίτησης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής για έκδοση προσωρινού διατάγματος - αίτηση η οποία στην πορεία αποσύρθηκε - καταχώρησε σχετική ένορκη δήλωση στην οποία περιγράφει με λεπτομέρεια τη δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε από την αναστολή τη μισθοδοσίας του για τους επίδικους μήνες, επισυνάπτοντας προς τούτο σχετικά τεκμήρια των τραπεζικών λογαριασμών του, στοιχεία τα οποία είναι στο φάκελο του Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη, καταλήγω ότι ο αιτητής διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής του, ώστε να εξασφαλίσει απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το νόμιμο ή μη των προσβαλλομένων αποφάσεων.  Εν πάση δε περιπτώσει, αποδέχομαι τη θέση του ότι, ως δημόσιος υπάλληλος είναι εξαρτώμενος από το μισθό του για τη συντήρηση και διαβίωσή του, με αποτέλεσμα να καταλήγω ότι η μη καταβολή της μισθοδοσίας του για περίοδο 3 μηνών, καταλείπει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες.  Συνακόλουθα, η προδικαστική ένταση απορρίπτεται.»

 

 

          Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, επεσήμανε πως για τις συγκεκριμένες επίδικες περιόδους (1.6.2014 – 6.6.2014 και 25.7.2014 και 28.7.2014), μετά την καταχώριση της Προσφυγής, καταβλήθηκαν στον Εφεσίβλητο οι μισθοί του.  Συνεπώς, εισηγήθηκε πως η Προσφυγή είχε απωλέσει το αντικείμενο της σε σχέση με τις θεραπείες που συναρτώνται με αυτές τις περιόδους και ο Εφεσίβλητος συνακόλουθα, είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του, εφόσον ο ίδιος δεν απέδειξε οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως ζημιά.

 

          Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με αναφορά στην ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου που συνόδευε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της Προσφυγής, ως και στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος ήταν εξαρτώμενος από το μισθό του για την συντήρηση και διαβίωση του και συνεπώς η μη καταβολή του επέφερε σ’ αυτόν ζημιογόνες συνέπειες.

 

          Εξετάσαμε τις εισηγήσεις και των δύο πλευρών επί του συγκεκριμένου ζητήματος. 

 

          Αποτελεί βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου πως η Προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί αν μετά την καταχώριση της και πριν την εκδίκαση της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολο της, η σιωπηρά ανάκληση της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το θέμα, ως και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχιση της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό  (βλ. Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ, 643, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Δ. Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ, 435 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33).  Μια δίκη για να συνεχιστεί, πρέπει να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει επιπτώσεις ή ότι ο αιτητής έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, εφόσον μόνο τότε συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον (βλ. Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 281).  Το δε βάρος απόδειξης για την ύπαρξη ζημιάς το φέρει ο αιτητής.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Στράκκα (ανωτέρω) είναι σχετικό:

 

 «Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»

 

 

         

Είναι περαιτέρω νομολογημένο πως δεν είναι αρκετό ο Αιτητής να δείξει ότι δυνητικά θα μπορούσε να υποστεί ζημιά από την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά πρέπει να πιθανολογήσει με στοιχεία ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο.   Οι ζημιογόνες συνέπειες πρέπει, έστω και εκ πρώτης όψεως, να είναι υπαρκτές και δεδομένες, εναπόκειται δε στον Αιτητή να δείξει αυτό, με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του.  Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική αλλά πραγματική.  (βλ. Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (ανωτέρω), Σ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1996) 3 ΑΑΔ 73 και Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

 

Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα των Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος και Β. Θ. Κονδύλης, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, σελ. 108, παρ. 459:

 

«Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Εάν εξέλιπε μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτηση, διότι, λ.χ. έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη ή παράλειψη (ΣΕ 93/2021), η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.»

 

 

Σύμφωνα δε, με τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, εάν ο Αιτητής προβάλει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, όπως όταν οι βλαπτικές για τον ενδιαφερόμενο συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της ισχύος της πράξης, διατηρούνται, η δίκη συνεχίζεται (βλ. ΣΕ5318/1987, 5825/1998, 3280/2003, 405/2004, 67/2009, 482/2011, 556/2011, 1740/2015, 1279/2018, 2211/2020, 665/2021.)

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ζημιογόνων συνεπειών, στηρίχθηκε σε δύο άξονες.  Ο πρώτος περιστράφηκε γύρω από την ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου την οποία καταχώρισε προς υποστήριξη ενδιάμεσης αίτησης στα πλαίσια της Προσφυγής για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος και η οποία στην πορεία αποσύρθηκε.  Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα  έλαβε υπόψη του στοιχεία που περιλαμβάνοντο στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ως και τεκμήρια που επισυνάπτοντο σ’ αυτήν,  σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο Εφεσίβλητος λόγω της αναστολής της μισθοδοσίας του για τις επίδικες περιόδους.  Τούτο γιατί η ενδιάμεση αίτηση την οποία συνόδευε η εν λόγω ένορκη δήλωση είχε συγκεκριμένο σκοπό και εν πάση περιπτώσει είχε αποσυρθεί.  Επομένως έπαυσε να αποτελεί προσκομισθείσα μαρτυρία ενώπιον του.

 

Ο δεύτερος άξονας για το πρωτόδικο εύρημα ως προς το κατάλοιπο ζημιάς, περιστράφηκε γύρω από τη θέση του Εφεσίβλητου  ότι ως δημόσιος υπάλληλος ήταν εξαρτώμενος από τον μισθό του για την συντήρηση και διαβίωση του, με αποτέλεσμα την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη καταβολή του μισθού του για τις ως άνω περιόδους κατέλειπε σ’ αυτόν ζημιογόνες συνέπειες.

 

Πρόκειται, κατά την κρίση μας, για γενικό και αόριστο ισχυρισμό του Εφεσίβλητου, ασύνδετο με τις προσωπικές του περιστάσεις,  που ουδόλως τεκμηρίωσε σε τι συνίστανται οι εν λόγω ζημιογόνες συνέπειες για τον ίδιο, ώστε ακριβώς να αποτελούν κατάλοιπο ζημιάς.   Η αναστολή καταβολής της μισθοδοσίας του για τις επίδικες μικρές χρονικές περιόδους (1.6.2014 – 6.6.2014 και 25.7.2014 και 28.7.2014) από μόνη της, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, τεκμήρια και αποδείξεις που να τεκμηριώνουν την ισχυριζόμενη  ζημιά που προκλήθηκε στον Εφεσίβλητο, δεν είναι αρκετή.  Ούτε βέβαια και η ιδιότητα του ως δημόσιος υπάλληλος από μόνη της, δεν τεκμηριώνει a priori κατάλοιπο ζημιάς.

 

Συνεπώς, καταλήγουμε πως ο 1ος λόγος Έφεσης ευσταθεί.   Με την καταβολή στον Εφεσίβλητο, μετά την καταχώριση της Προσφυγής των μισθών του για τις ως άνω περιόδους, το αντικείμενο της Προσφυγής σε σχέση με αυτές τις περιόδους εξέλιπε και ο Εφεσίβλητος απώλεσε το έννομο συμφέρον του για συνέχιση της Προσφυγής.  Και τούτο, εφόσον ο Εφεσίβλητος, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει τυχόν ζημιογόνες συνέπειες για τον ίδιο,  λόγω της μη καταβολή του μισθού του για τις ως άνω περιόδους, ούτε και τεκμηρίωσε ότι αυτές οι ζημιογόνες συνέπειες συνέχιζαν να διατηρούνται κατά την ακροαματική διαδικασία της Προσφυγής.

 

Η ως άνω κατάληξη μας οδηγεί αναπόφευκτα σε επιτυχία της Έφεσης, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του 2ου λόγου Έφεσης που αφορά την ακύρωση της επίδικης απόφασης για τις εν λόγω περιόδους στην ουσία της.

 

Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων παραμερίζεται.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Έχοντας υπόψη ότι η καταβολή των επίδικων μισθών έγινε μετά την καταχώριση της Προσφυγής, θεωρούμε ότι η επιδίκαση εξόδων υπέρ της Εφεσείουσας θα πρέπει να είναι ουσιωδώς μειωμένη.

Συνεπώς επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσείουσας και σε βάρος του Εφεσίβλητου ύψους €2.000.-

 

 

                                                                                                               Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 

         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο