Γ. Π. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.171/20, 11/6/2025
print
Τίτλος:
Γ. Π. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.171/20, 11/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.171/20)

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

11 Ιουνίου, 2025.

 

Γ. Π.,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

-------------------------

 

Κ. Κληρίδης και Ε. Κασάπη (κα), για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Συνεργάτες, για Εφεσείοντα.

E. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

 

-------------------------

 

Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ο οποίος κατείχε μόνιμη θέση καθηγητή στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, από 1.9.07, είχε ζητήσει με την προσφυγή του να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης, με την οποία είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει στον Εφεσείοντα οποιοδήποτε μέρος των απολαβών το οποίο είχε αποκοπεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του μεταξύ 22.9.15 έως 23.12.15. Επίσης, ζητούσε την επιστροφή του αποκοπέντος ποσού €3.200,00 για την ίδια περίοδο, πλέον τόκους και λοιπών ωφελημάτων.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο καταγράφεται και στην πρωτόδικη απόφαση είναι αδιαμφισβήτητο και έχει ως εξής:

 

Στις 18.9.15, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Υπηρεσία) ενημέρωσε με επιστολή τον Εφεσείοντα ότι η Υπηρεσία, αφού έλαβε υπόψη σχετική εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, θα εξέταζε θέμα διαθεσιμότητάς του βάσει του Άρθρου 74(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 ως 2015 (Ν.10/69)[1]. Το εν λόγω θέμα σχετιζόταν με έρευνα σε σχέση με ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος του Εφεσείοντα για απρεπή συμπεριφορά, η οποία ενείχε ηθική αισχρότητα προς μαθητές. Κατόπιν συνεδρίας της Υπηρεσίας ημερομηνίας 21.9.15, ο Εφεσείων τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 22.9.15 μέχρι 1.11.15, κατά τη διάρκεια της οποίας αποφασίστηκε όπως οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματά του ως εκπαιδευτικού, αναστέλλονται, καθώς επίσης θα λάμβανε το ½ των απολαβών της θέσης του. Για την εν λόγω απόφαση ο Εφεσείων ενημερώθηκε με επιστολή ίδιας ημερομηνίας. Εν συνεχεία, αποφασίστηκε από την Υπηρεσία η παράταση της διαθεσιμότητάς του μέχρι τις 23.12.15 για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αφού είχε κληθεί προς υποβολή παραστάσεων σε συνεδρία της Υπηρεσίας ημερομηνίας 30.10.15, οι οποίες υποβλήθηκαν εγγράφως δια των συνηγόρων του.

 

Στις 24.5.16 υποβλήθηκε από τον Εφεσείοντα μέσω των συνηγόρων του, αίτημα καταβολής των ποσών που κατακρατήθηκαν ενόσω τελούσε υπό διαθεσιμότητα καθώς επίσης και αποκατάστασή του στην πρότερα κατάσταση. Το εν λόγω αίτημα έτυχε εξέτασης από την Υπηρεσία σε συνεδρία της ημερομηνίας 2.6.16, η οποία αποφάσισε να το μελετήσει μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης και αναλόγως του αποτελέσματος αυτής. Ακολούθησε εκ νέου αίτημα από τον Εφεσείοντα ημερομηνίας 28.6.16, το οποίο έτυχε της ίδιας απάντησης από την Υπηρεσία με επιστολή της ημερομηνίας 29.7.16. Εν συνεχεία, υποβλήθηκε νέο αίτημα από τον Εφεσείοντα δια επιστολής ημερομηνίας 25.9.17 για επιστροφή των μισθών που αποκόπηκαν, το οποίο απορρίφθηκε στη συνεδρία της Υπηρεσίας ημερομηνίας 24.10.17, απόρριψη για την οποία ο Εφεσείων έλαβε γνώση με επιστολή ημερομηνίας 7.11.17.

 

Είναι την εν λόγω απόφαση απόρριψης ημερομηνίας 7.11.17 που προσέβαλε ο Εφεσείων πρωτόδικα ως άνω.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε το σύνολο των ισχυρισμών και των δύο πλευρών, για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε την Προσφυγή.

 

Πρέπει να λεχθεί πως η υπόθεση έχει μια ιδιομορφία. Προκύπτει πως ο Εφεσείων δεν διώχθηκε τελικά για την αρχική κατηγορία που αφορούσε απρεπή συμπεριφορά που ενείχε ηθική αισχρότητα. Βρέθηκε ένοχος από το Πειθαρχικό Όργανο μόνο για απρεπή συμπεριφορά και του επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης.

 

Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι η καταδίκη και η ποινή αυτή ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο στις 10.1.20 στα πλαίσια της Προσφυγής 641/17. Πρόκειται για την Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 641/17, 10.1.20, στην οποία μάλιστα δεν καταχωρήθηκε έφεση. Αυτή η εξέλιξη τέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της Προσφυγής που οδήγησε στην εκκαλούμενη απόφαση.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε επ’ αυτής της πτυχής σε συνδυασμό με το Άρθρο 74(4)[2] του Ν.10/69 και κατέληξε ότι επρόκειτο «για ένα αίτημα το οποίο επαφίετο αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία εν προκειμένω και στη βάση του περιεχομένου του φακέλου δεν αφήνει περιθώρια για δικαστική επέμβαση». Και ότι «εν προκειμένω, κατά τον ουσιώδη χρόνο … ο Αιτητής ούτε απαλλάγη, ούτε από την έρευνα δεν απεδείχθη πειθαρχική έρευνα εναντίον του, ώστε να έχει έρεισμα το αίτημα του …»

 

Στη βάση των πιο πάνω συλλογισμών απέρριψε την Προσφυγή.

 

Ο Εφεσείων προβάλλει έξι λόγους έφεσης οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο παραπέμπει στο Άρθρο 74(4) του Ν.10/69, καθότι, ως ο ίδιος ισχυρίζεται, το εν λόγω άρθρο δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί προκειμένου να αιτιολογηθεί η επίδικη απόφαση. Περαιτέρω, προσβάλλει την απουσία σχολιασμού/αξιολόγησης εκ μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με αυτό το επιχείρημα (πρώτος λόγος), θεωρεί εσφαλμένο το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Εφεσείων δεν είχε «απαλλαχθεί», ούτε από την έρευνα δεν αποδείχθηκε πειθαρχική απόφαση εναντίον του, ώστε να του επιστραφεί ολόκληρο το ποσό των απολαβών (δεύτερος λόγος), εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημά του για πληρωμή επαφίετο αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της Εφεσίβλητης, η οποία δεν άφηνε περιθώρια δικαστικής παρέμβασης, καθότι αφ’ ης στιγμής δεν ενεργοποιούνταν τα Άρθρα 70(β) και 74 του Ν.10/69, δεν υπήρχε νομική βάση ούτε για τη διαθεσιμότητα ούτε για την αποκοπή και ως εκ τούτου δεν υφίστατο διακριτική ευχέρεια, αλλά νομική υποχρέωση επιστροφής. Κατά τον Εφεσείοντα υπήρχε νομική υποχρέωση επιστροφής (τρίτος λόγος), εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε ως κριτήριο που επηρεάζει την πρωτόδικη διαδικασία και την επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας το κατά πόσο δεν αμφισβητήθηκε η απόφαση διαθεσιμότητας και αποκοπής του ήμισυ των απολαβών του Εφεσείοντα (τέταρτος λόγος), εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε στις θέσεις του Εφεσείοντα ότι ουδείς καταδικασθείς δεν δικάζεται δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα και κανείς δεν τιμωρείται δεύτερη φορά για την ίδια πράξη ή παράλειψη (πέμπτος λόγος), λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε επί των θέσεων του Εφεσείοντα ότι η επίδικη απόφαση ήταν πλήρως αναιτιολόγητη (έκτος λόγος).

 

Προέχει να εξεταστεί η συνέπεια που έχει στην παρούσα υπόθεση, η ακύρωση της καταδίκης και ποινής του Εφεσείοντα από το Διοικητικό Δικαστήριο. Αυτό προκύπτει κυρίως από τον δεύτερο λόγο έφεσης για τον οποίο η πλευρά της Δημοκρατίας απαντά εκτεταμένα.

 

Ενώ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο ζήτησε να ακούσει τις απόψεις των μερών επί της σημασίας αυτής της εξέλιξης και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υπέβαλαν λεπτομερή υπομνήματα επ’ αυτού, ωστόσο, εν τέλει έκρινε πως η ακύρωση δεν συνιστά απαλλαγή ώστε να έχει έρεισμα το αίτημα του Εφεσείοντα για την επιστροφή των κατακρατηθέντων. Πρέπει να λεχθεί πως η απόφαση που αφορούσε την ακύρωση της καταδίκης του Εφεσείοντα είχε πολλαπλά ερείσματα για τους λόγους που οδήγησαν στο ακυρωτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, ο Διοικητικός Δικαστής έκρινε πως η απόφαση στερείτο παντελώς αιτιολογίας φθάνοντας, μάλιστα, να αναφέρει πως ούτε καν προβάλλετο από την εκεί προσβαλλόμενη πράξη για ποιο ακριβώς αδίκημα κατηγορείτο ο Εφεσείων. Περαιτέρω, σημείωσε την ανυπαρξία άρτιου πρακτικού, καθώς και άλλες σημαντικές πλημμέλειες. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι από το 2020 μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε η, ούτω καλούμενη από την πλευρά της Εφεσίβλητης στο Περίγραμμα κυρίως στη σελίδα 11, «συμμόρφωση» ή «επανεξέταση» της πειθαρχικής καταδίκης, για ό,τι αυτό σημαίνει, έχοντας υπόψη τους καταλυτικούς λόγους ακύρωσής της. Όπως δε σήμερα και οι δύο πλευρές δήλωσαν ενώπιόν μας, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια της Διοίκησης μέχρι σήμερα.  Ο δε κ. Κληρίδης δήλωσε ότι ο πελάτης του είναι πλέον συνταξιούχος.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι η εξέλιξη της ακύρωσης της πειθαρχικής καταδίκης και ποινής δεν θα είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στην ενώπιον του Προσφυγή ως προς την ανάγκη δηλαδή να επιστραφούν τα κατακρατηθέντα ποσά από την Εφεσίβλητη, αφού η διαθεσιμότητα και η κατακράτηση ποσών δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομα αλλά εγγενώς συνδέεται με την ύπαρξη πειθαρχικής διαδικασίας (Περικλέους ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ.579).

 

Αφού, λοιπόν, υπήρξε ακύρωση και εξαφάνιση αυτού του βάθρου η Διοίκηση οφείλει ως στοιχειώδες καθήκον στα πλαίσια της αρχής της νομιμότητας, να επιστρέψει τα κατακρατηθέντα εκ της διαθεσιμότητας ποσά. Αυτό αγγίζει τη ρίζα των πραγμάτων και δεν μπορεί να περιθωριοποιηθεί ως ένα απλό μεταγενέστερο γεγονός. (Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.170/20, 14.5.25).

 

Προσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε, χωρίς φορμαλιστικά στεγανά, να προχωρήσει στην αποδοχή της Προσφυγής. Οφείλουμε να τονίσουμε πως θα αναμέναμε ότι η Δημοκρατία θα έπραττε το καθήκον της χωρίς να έπρεπε να ζητήσει τη συνδρομή του Δικαστηρίου. Πόσο μάλλον σήμερα όταν τα δεδομένα τέθηκαν εκ νέου ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως εκ της ως άνω κατάληξής μας, είναι αχρείαστο να ασχοληθούμε με τους λοιπούς λόγους έφεσης.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η Έφεση επιτρέπεται ως άνω. Η εκκαλούμενη απόφαση (ομού με τη διαταγή για έξοδα) παραμερίζεται και η Προσφυγή, ως προς την ακύρωση της επίδικης πράξης, επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Τα πρωτόδικα έξοδα και τα κατ’ έφεση, συνολικά υπολογιζόμενα στο ποσό των €5.000-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.



[1] Άρθρο 74(1) του Ν. 10/69 ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο:

74.-(1) Εάv έρευvα πειθαρχικoύ αδικήματoς διαταχθή δυvάμει τωv διατάξεωv της παραγράφoυ (β) τoυ άρθρoυ 70, κατά τιvoς εκπαιδευτικoύ λειτoυργoύ ή επί τη εvάρξει αστυvoμικής ερεύvης επί σκoπώ πoιvικής διώξεως κατ' αυτoύ η Επιτρoπή δύvαται, εάv τo δημόσιov συμφέρov απαιτή τoύτo, vα θέση εις διαθεσιμότητα τov εκπαιδευτικόv λειτoυργόv διαρκoύσης της ερεύvης:

Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο εκπαιδευτικός λειτουργός κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.

[2] «(4) Αν ο εκπαιδευτικός Λειτουργός απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχθεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και ο εκπαιδευτικός λειτουργός δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών τις οποίες θα έπαιρνε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. Αν βρεθεί ένοχος, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα επιστραφεί στον εκπαιδευτικό λειτουργό οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο