ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 178/2020, 12/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 178/2020, 12/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 178/2020)

 

 

 

12 Ιουνίου, 2025

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Εφεσείουσα

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Εφεσιβλήτων

………………………

 

 

Γ. Κανάρης, για Δημοσθένης Στεφανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Μ. Χριστοφόρου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Eφεσίβλητους

 

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Επίκεντρο εξέτασης της κρινόμενης Έφεσης, όπως και πρωτοδίκως, αποτελεί ο περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα Νόμος του 2012, Ν.168(Ι)/2012, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον Ν.31(Ι)/2013 (στο εξής «Ν.168(Ι)/2012»).

 

Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα επιζητούσε, πρωτόδικα, απόφαση όπως κηρυχθεί άκυρη, παράνομη και/ή στηριζόμενη σε Νόμο, ο οποίος προσκρούει στο Σύνταγμα, η πράξη των Εφεσιβλήτων, όπως της κοινοποιήθηκε με το δελτίο σύνταξης για τον μήνα Ιούνιο του 2013, οι οποίοι, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω Νόμου 168(Ι)/2012, της απέκοψαν, ως μείωση απολαβών, ποσό €374,46 «εκ των Ενοποιημένων Συντάξεων Χηρείας και προσωπικής σύνταξης της».

 

Ομοίως, επιζητούσε απόφαση, κηρύσσουσα άκυρη και παράνομη την πράξη ιδίας ημερομηνίας, δια της οποίας οι Εφεσίβλητοι απέκοψαν €50,03 ως έκτακτη εισφορά εκ των ενοποιημένων συντάξεων χηρείας και προσωπικής της, κατ’ εφαρμογή του Νόμου περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2011 (Ν.112(Ι)/2011) (στο εξής «Νόμος 112(Ι)/2011»).

 

Ως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, η Εφεσείουσα αφυπηρέτησε από τη Δημόσια Υπηρεσία στις 11.2.2013, από τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού Α΄ και λαμβάνει σύνταξη από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, δυνάμει των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997.  Λαμβάνει, επίσης, από τις 9.7.2010, σύνταξη χηρείας, λόγω θανάτου του συζύγου της, ο οποίος ήταν επίσης δημόσιος υπάλληλος.  Αμφότερες οι συντάξεις υπάγονταν στις συντάξεις επαγγελματικού επιπέδου και καταβάλλονταν από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, ενώ τρίτη σύνταξη καταβαλλόταν, ως σύνταξη χηρείας, από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Το συνολικό ποσό συντάξεων, στο οποίο επιβλήθηκαν οι αποκοπές, αφορούσαν τις δύο πρώτες, ύψους €4.334,23.

 

Η Εφεσείουσα προώθησε, πρωτοδίκως, τη θέση ότι, ο συνυπολογισμός, ενοποίηση και συγκερασμός, σε ένα ενιαίο ποσό, της σύνταξης χηρείας και της προσωπικής της σύνταξης, που της καταβάλλονται, γίνεται παράνομα, αφού καμία από τις πιο πάνω αναφερόμενες νομοθεσίες προνοεί ότι επιβάλλεται μείωση στη βάση των εκάστοτε συνολικών ακαθάριστων εισοδημάτων.  Σύμφωνα με την εισήγησή της, η εφαρμογή των διατάξεων των προνοιών των Νόμων θα έπρεπε να γίνει αναφορικά με κάθε σύνταξη ξεχωριστά και όχι μετά από συνυπολογισμό των ποσών, αφού αυτό, εκτός του ότι δεν προνοείται ρητά στις σχετικές νομοθεσίες, επιφέρει, ως αποτέλεσμα, τη μείωση μεγαλύτερου ποσού, αφού το ποσοστό μείωσης αυξάνεται κλιμακωτά.

 

Διατείνετο, επίσης, ότι η μείωση του ποσού των συντάξεων που λαμβάνει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Νόμων 168(Ι)/2012 και 112(Ι)/2011, προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού προς τη διοίκηση και συνιστά παραβίαση των διατάξεων των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος, καθώς και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

 

Με την καταχωρηθείσα Ένσταση τους, οι Εφεσίβλητοι, αρνήθηκαν τις αιτιάσεις της Εφεσείουσας και αναφέρθηκαν στην οικονομική δυσπραγία στην οποία περιέπεσε η Κύπρος από το 2011 και τις εν γένει δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν με τις ελλείψεις του δημοσιονομικού τομέα, οι οποίες οδήγησαν στη λήψη έκτακτων μέτρων εξυγίανσης, καθώς και στην ψήφιση διαφόρων νομοθεσιών για περιορισμό των δαπανών και εξόδων, μεταξύ των οποίων και τον Νόμο 168(Ι)/2012.

 

Προώθησαν και επεξήγησαν, πρωτοδίκως, ότι, καμία πρόνοια των επίδικων νομοθεσιών δεν επιτρέπει ή διατάσσει τον διαχωρισμό των συντάξεων.

 

Παρεμβάλλουμε πως, πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, εξεδόθη, από την Ολομέλεια του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου, απόφαση στη Δημοκρατία v. Αυγουστή κ.α., ΕΔΔ 177/2018, ημερ. 10.4.2020, στην οποία έτυχαν εξέτασης, μεταξύ άλλων, και οι προαναφερθέντες νόμοι.

 

Κρίθηκε πως οι αποκοπές δια των Ν.168(Ι)/2012, Ν.31(Ι)/2013 και Ν.94(Ι)/2018 διά του Ν.113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των Εφεσιβλήτων και, συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

Επισημάνθηκε, στην ανωτέρω απόφαση, πως, το 2011, το Κράτος, υπό τις ιδιαίτερα δυσχερείς οικονομικές συνθήκες για τον τόπο και ακραίας οικονομικής κρίσης, όπως είχε αναγνωριστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χαραλάμπους κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, προχώρησε στην υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων για την περιστολή των δαπανών του δημόσιου τομέα.

 

Επισημαίνουμε πως, η τότε Κυβέρνηση, υποχρεώθηκε στην υιοθέτηση συγκεκριμένης δημοσιονομικής πολιτικής, η στόχευση της οποίας ήταν ο περιορισμός των μισθών και των συντάξεων των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων, αντίστοιχα, του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.  Αυτά, αποδεδειγμένα, αποτελούσαν τη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών, με την οποία επιβαρυνόταν ο ετήσιος προϋπολογισμός του Κράτους.

 

Με τον Νόμο 168(Ι)/2012, επιδιώχθηκε ο περιορισμός των δαπανών του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με στόχευση τη μείωση των απολαβών των αξιωματούχων και των εργοδοτουμένων και των συντάξεων των συνταξιούχων των τομέων αυτών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ως δεσμευμένο από την εν λόγω απόφαση, ότι η μείωση της σύνταξης της Εφεσείουσας δεν προσκρούει, όπως στις ανωτέρω αποφάσεις αναφέρθηκε, στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά ούτε στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  Απέρριψε, επίσης, τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας περί παραβίασης των διατάξεων των Άρθρων 28 και 24 του Συντάγματος.

 

Απόρριψης έτυχε και η θέση της Εφεσείουσας περί εσφαλμένου συνυπολογισμού σε ένα ενιαίο ποσό της σύνταξης χηρείας και της προσωπικής σύνταξης.  Αφού, το Δικαστήριο, αναφέρθηκε στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.168(Ι)/2012, στην έννοια των όρων «σύνταξη», «συνταξιούχος» και «κρατική υπηρεσία», κατέληξε πως:

 

«Oρθά, κατά την κρίση μου, συνυπολογίστηκαν, για σκοπούς εξεύρεσης της κλίμακας αποκοπής, στη βάση των διατάξεων του Ν.168(Ι)/2012, οι συντάξεις που λαμβάνει η αιτήτρια, προσωπική και χηρείας, αφού στις πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου, η αναφορά στον όρο «σύνταξη», είναι γενική, δεν διαχωρίζει το σκοπό για τον οποίο καταβάλλεται η παροχή, παρά μόνον προκύπτει ότι η παροχή αυτή, καταβάλλεται δυνάμει επαγγελματικού σχεδίου, ήτοι δυνάμει δηλαδή του Ν. 97(Ι)/97.»

 

Η Εφεσείουσα προσέβαλε την ορθότητα των συμπερασμάτων της πρωτόδικης απόφασης, με πέντε λόγους έφεσης.  Εξ’ αυτών, ο πρώτος εκφράζει «παράπονο» για ισχυριζόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης από την καταχώρηση αυτής (16.7.2013) μέχρι την έκδοση της απόφασης (12.10.2020) ως «….. συνιστώσα και στοιχειοθετούσα αντικειμενικά αρνησιδικία, όχι μόνο λόγω της χρονικής διάστασης του φαινομένου αυτού, στα πλαίσια και του διακυβεύματος της υπόθεσης, αλλά και λόγω της εν τω μεταξύ μεταβολής των νομοθετικών δεδομένων, με αποτέλεσμα την αποστέρηση της αιτήτριας από την έγκαιρη δικαστική προστασία επί των δεδομένων που διαμόρφωσαν την προσφυγή της.» 

 

Επαναλαμβάνουμε τα όσα είχαμε αναφέρει στην New Frontier Investments Inc. κ.ά. v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., EΔΔ 13/2019 κ.ά., ημερ. 20.2.2025, όπου σημειώσαμε πως, κατά την εξέταση της ύπαρξης ή της καθυστέρησης, γίνεται εξέταση των πραγματικών περιστατικών και παραγόντων που καλύπτουν την κάθε υπόθεση, και μετά υπολογίζονται οι σωρευτικές της επιπτώσεις (Κρίνος Θεοχάρους v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Αποτελεί παγίως νομολογημένη αρχή, ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, χωρίς να υπάρχει δογματικά καθορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο να θεωρείται εύλογο για εκδίκαση της κάθε υπόθεσης.  Όπως και στην Frontier (ανωτέρω) η παρούσα υπόθεση αποτελούσε μια από τις πολλές προσφυγές που είχαν καταχωρηθεί σχετικά με τον Νόμο 168(Ι)/2012, καθώς και άλλες νομοθεσίες που, ως ανωτέρω αναφέρθηκαν, είχαν ψηφιστεί για αντιμετώπιση της έκτακτης οικονομικής κατάστασης.  Είχαν ομαδοποιηθεί και εκδικαστεί, από το τότε Ανώτατο Δικαστήριο, αρκετές προσφυγές και εκδόθηκαν σχετικές αποφάσεις, οι οποίες προσέφεραν καθοδήγηση για τις εκκρεμούσες υποθέσεις (π.χ. Μαρία Κουτσελίνη κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας 740/2011, Αυξέντης Αυξεντίου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας 5672/2013, Αυγουστή κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας 898/2013). 

 

Αυτά, σε συνδυασμό με την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ανάληψη, από αυτό, των εκκρεμουσών προσφυγών, πρόσθεσαν, αναπόφευκτα, μια καθυστέρηση, η οποία, όμως, δεν οδήγησε στην καταστρατήγηση των συμφερόντων της Εφεσείουσας.

 

Όπως επισημάναμε και στην Frontier (ανωτέρω):

 

«Παρά το ότι παρατηρήθηκε σχετική καθυστέρηση, ωστόσο ούτε αδράνεια και στασιμότητα παρατηρήθηκε, ούτε η φύση της διοικητικής πράξης εντασσόταν στις συνήθεις πράξεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται καθημερινά από τα Δικαστήρια ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Εξάλλου η οποιαδήποτε καθυστέρηση δεν ισοδυναμεί με καταπάτηση συνταγματικού δικαιώματος υπό την έννοια της δυσμενούς διάκρισης, ιδίως όταν δεν προβάλλεται ή εξειδικεύεται οιαδήποτε δυσμενής επίπτωση στα δικαιώματα των εφεσειόντων.»

 

Εν τέλει, η εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, χωρίς εξειδίκευση οποιουδήποτε σφάλματος στην πρωτόδικη κρίση και χωρίς οιαδήποτε εισήγηση περί συνέπειας στη δίκη ή στα συμφέροντα της Εφεσείουσας ή διεκδίκησης ή οφέλους – για τα οποία άλλο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει εάν δικαιούται – καθιστά την εξέταση του εγχείρημα ακαδημαϊκής σημασίας και, συνεπώς, τον σχετικό λόγο απορριπτέο, ως αβάσιμο.

 

Ο δεύτερος (2ος) λόγος, αποσπασματικά, καταγράφει μια αναφορά του Δικαστηρίου, χωρίς να πλήττει το συμπέρασμα στο οποίο αυτό ήχθη, ούτε καλύπτει το ζήτημα του συμψηφισμού των συντάξεων που αποτέλεσε το κύριο επιχείρημα της Εφεσείουσας επί του συγκεκριμένου λόγου.

 

Όπως είναι πάγια νομολογημένο, τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και, δεύτερον, από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και, χωρίς το ένα ή το άλλο, ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μελικίδης v. Παπαγεωργίου κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 832).

 

Ο λόγος έφεσης πρέπει να χαρακτηρίζεται από σχετικότητα με την απόφαση και το δικανικό συμπέρασμα (Pastella Marine v. Nat. Iranian Tanker (1987) 1 CLR 410), άλλως πως είναι ατελής και άκυρος και, ως τέτοιος, δεν μπορεί να διασωθεί, συσχετιζόμενος με οποιονδήποτε άλλο λόγο έφεσης (Μ/Υacht Allan v. Μπίλλι (1994)  1 Α.Α.Δ. 162).

 

Παρατηρούμε πως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέγραψε κάποιες παρατηρήσεις επί των παρουσιασθέντων εγγράφων και, στη συνέχεια, ανέλυσε, εξέτασε και αποφάσισε επί των εισηγήσεων της Εφεσείουσας, τις οποίες, ως συμπεράσματα και κρίση του, κατέγραψε.

 

Παρά το εκτενές της αγόρευσής του συνηγόρου της Εφεσείουσας και, την έκθεσή του σε αυτήν, της κύριας θέσης του για το παράνομο του συνυπολογισμού του ποσού των δύο συντάξεων σε ένα ποσό, στο οποίο εφαρμόστηκε το ποσοστό αποκοπής, με αποτέλεσμα τη μείωση της σύνταξης, ο λόγος έφεσης δεν προσβάλλει ευθέως και δεν προσδιορίζει με σαφήνεια, επάρκεια και ευκρίνεια το σφάλμα στο οποίο, κατ’ ισχυρισμό, υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε να είναι ευχερής η εξέτασή του.

 

Υπενθυμίζουμε την αρχή, πως η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διευκρίνησης των επίδικων θεμάτων ή ανάπτυξης θεμάτων, τα οποία δεν προσδιορίζονται με λόγο έφεσης (Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 2 Α.Α.Δ., Ν.Α. Τheophanous (Matic) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793).

 

Σχετικός ο Καν. 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα, Αγορεύσεις, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996), όπου προνοείται πως θα πρέπει, στο περίγραμμα, να προσδιορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ουσιώδη σημεία, στα οποία επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία.  Σκοπός του να βοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς, εκθέτοντας, κατά τρόπο σαφή και συνοπτικό, τα επιχειρήματα ενός εκάστου των διαδίκων, αιτιολογώντας, και όχι επεκτείνοντας, τους λόγους έφεσης, κατά τρόπο σαφή, ευκρινή, λακωνικό και, συνάμα, περιεκτικό.  Ο αχρείαστος πλεονασμός δεν ωφελεί.  Αντιθέτως.  Ενέχει τον κίνδυνο αποπροσανατολισμού από τα επίδικα θέματα και, όπως στην παρούσα περίπτωση, αχρείαστη αναφορά σε εκτενή αποσπάσματα νομολογίας, τα οποία δεν υποβοηθούν τον λόγο έφεσης.

 

Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα διατείνεται πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, ως φορμαλιστικά και αντίθετα στην αρχή της δίκαιης δίκης, έκρινε ότι δεν προβλήθηκε αντισυνταγματικότητα του επίδικου νόμου με συγκεκριμένη αναφορά».  Ως αιτιολογία τούτου του λόγου, προσφέρεται η ακόλουθη:

 

«Η Εφεσείουσα – αιτήτρια προσδιόρισε δια των λόγων ακυρώσεώς της την ταυτοποίηση της συγκεκριμένης διάταξης, επί ειδικού μάλιστα νόμου επί του θέματος, συνεπώς η επισήμανση της διάταξης ήταν πλήρως και άμεσα ανιχνεύσιμη, αυταπόδεκτη, εξακριβώσιμη και εντοπίσιμη, κάνοντας μάλιστα και λόγο για μόνιμη μείωση της συντάξεώς της, με την υπόδειξη και καταγραφή της να ήταν απλό ζήτημα τυπικής, δακτυλογραφικής και εξόφθαλμης επαλήθευσης, αναγωγής και ταυτοποίησης, χωρίς καμία ερμηνευτική ή παραπεμπτική προέκταση διεργασίας, με την περί του αντιθέτου κρίση και προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό την επίκληση του γενικού κανόνα, να μην ήταν εφαρμόσιμη, ως εξαιρετικά φορμαλιστική και τυπολατρική (Dos Santos Calado κ.α. κατά Πορτογαλίας της 31.03.2020 (αριθ. Προσφ. 55997/14, 6843/16, 78841/16, και 370617).»

 

Το Δικαστήριο, αφού προέβη σε εκτενή αναφορά της νομολογίας για την ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού του σχετικού άρθρου του Νόμου, το οποίο, κατ’ ισχυρισμό, προσκρούει σε συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος και δη των Άρθρων 24 και 28 αυτού (The Improvement Board of Eylenjia v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167., Παστελλάς v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 54/2013, ημερ. 19.9.2017), υπέδειξε πως το συνταγματικό ζήτημα δεν θα μπορούσε να εξεταστεί χωρίς να γίνει επακριβής προσδιορισμός του στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, με την απαιτούμενη σαφήνεια.

 

Διαχρονικά, η θέση της νομολογίας, αλλά και οι Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, επιτάσσουν όπως, ζητήματα συνταγματικότητας Άρθρων του υπό εξέταση Νόμου, πρέπει να προσδιορίζονται με επάρκεια και σαφήνεια.  Τούτο καθίσταται αναγκαίο για να εξειδικεύονται τα ζητήματα που χρήζουν εξέτασης και επίλυσης.  Γενικόλογες και αόριστες αναφορές δεν προσφέρουν το αναγκαίο υπόβαθρο, επί του οποίου να μπορεί να βασιστεί η ανάπτυξη και η συναφής επιχειρηματολογία, αλλά ούτε και η εξειδίκευση του δικανικού συλλογισμού.

 

Διαπιστώνεται πως, όντως, παρά την πληθώρα των λόγων ακυρώσεως και την εκτενή αγόρευση, ελλείπει η αναγκαία απαραίτητη και στοιχειώδης εξειδίκευση των, κατ’ ισχυρισμό, αντισυνταγματικών Άρθρων, τα οποία θα επέτρεπαν την εξέτασή τους. 

 

Επισημαίνουμε πως, ακόμη και ο λόγος έφεσης και η εκτεθείσα αιτιολογία του, ουδόλως συγκεκριμενοποιούν ή προσφέρουν την απαραίτητη πληροφορία και προσδιορισμό της κατ’ ισχυρισμό διάταξης, η οποία να προσκρούει σε Άρθρα του Συντάγματος.

 

Παρά ταύτα, όμως, το Δικαστήριο, εξέτασε την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, τόσο αναφορικά με το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο, όσο και με τα Άρθρα 23 και 24 του Συντάγματος.

 

Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται, συμπαρασύροντας και τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο οποίος προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου ότι, εσφαλμένα, αποφάνθηκε ότι οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας περί παράβασης των διατάξεων του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ήταν απορριπτέοι, αφού τίποτα δεν προτάθηκε προς τούτο, παρά μόνο γενικόλογες αναφορές.

 

Με τον τέταρτο λόγο, η Εφεσείουσα, εισηγείται ότι λανθασμένη ήταν η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι λόγοι ακύρωσης αποφασίστηκαν στην Αυγουστή (ανωτέρω) και δεν εξέτασε τους προταθέντες λόγους ακύρωσης περί παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας του δικαίου και του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι.

 

Στην προσφυγή της Εφεσείουσας, εγείρονται διάφοροι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι, εν πολλοίς, περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα, αυτόν της παραβίασης του δικαιώματος της Εφεσείουσας σε δύο ξεχωριστές συντάξεις.  Ο λόγος ακυρώσεως, υπό στοιχείο (3) για παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προβάλλεται ως αρχή του κοινοτικού δικαίου και, ομοίως, συμπλέκεται με το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, σε ένα πλέγμα ισχυρισμών για δικαιώματα εκπηγάζοντα από το Κοινοτικό Δίκαιο και το Σύνταγμα.

 

Παρατηρείται και εδώ έλλειψη ορθής δικογράφησης και εξειδίκευσης, ως ανωτέρω επεξηγήθηκε, πλην όμως, το Δικαστήριο εξέτασε την, κατ’ ισχυρισμό, παραβίαση του Άρθρου 24 του Συντάγματος, αναφέροντας, με παραπομπή στην Αυγουστή (ανωτέρω), πως ελήφθη υπόψη και το ορθολογιστικά κλιμακωτό της μείωσης της σύνταξης με αναλογικά ίσο τρόπο, έτσι ώστε η όποια επιβάρυνση να είναι ανάλογη με τα εισοδήματα και μηδενική έως χαμηλή σε σχέση με πιο χαμηλές συντάξεις και/ή εισοδήματα.

 

Συμπέρασμα, το οποίο δεν προσβλήθηκε. Εξάλλου, ουδόλως επεξηγήθηκε, από την Εφεσείουσα, με ποιο τρόπο επηρεάστηκε το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, ούτε αναλύεται πώς προκύπτει η ύπαρξη συμβατικής σχέσης, η οποία να επηρεάστηκε από τη μείωση των συντάξεων.

 

Συνακόλουθα, εν όψει όσων, ανωτέρω, αναφέρθηκαν, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €3.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων.

 

                                                         

Α. Ρ. Λιάτσος, Π.

 

                                                              

Δ. Σωκράτους, Δ.

                                                              

 

                                                                   Τ. Καρακάννα, Δ.

/μς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο