ΜΑΡΙΖΑ ΚΑΪΛΗ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του ανίκανου προσώπου Άλκη Κυριάκου κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Ή ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.193/20, 4/6/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΖΑ ΚΑΪΛΗ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του ανίκανου προσώπου Άλκη Κυριάκου κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Ή ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.193/20, 4/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.193/20)

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

4 Ιουνίου, 2025.

 

1.ΜΑΡΙΖΑ ΚΑΪΛΗ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του ανίκανου προσώπου Άλκη Κυριάκου,

2.ΚΟΣΜΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

3.ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,

4.ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσείοντες/Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Ή ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση.

 

(Ως τροποποιήθηκε με Διάταγμα Δικαστηρίου στις 14.5.25).

 

-------------------------

 

 

 

 

Ε. Λοϊζίδου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες/Αιτητές.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους/Καθ’ ων η Αίτηση.

 

-------------------------

 

Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες ως Αιτητές[1] είχαν καταχωρήσει προσφυγή με το ακόλουθο αιτητικό:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία στάληκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 30.3.2018 (Παράρτημα Α) και με την οποία κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση απέρριψε εκ νέου το αίτημα των Αιτητών για να επιστρέψουν με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο στα καθήκοντα τους ώστε να αφυπηρετήσουν κατ' ίση μεταχείριση στο 61ο έτος και έξι μήνες, ως προβλέπει η πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 9(2) (α) του Νόμου 216 (Ι)/2012 για τα μέλη της Αστυνομίας που έχουν βαθμό του Υπαστυνόμου και ή ανώτερου αυτού, είναι άκυρη, παράνομη, συγκρούεται με το δεδικασμένο, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί να γίνει».

 

Το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο καταγράφεται και πρωτοδίκως, είναι αναμφισβήτητο και έχει ως εξής:

 

Οι Εφεσείοντες, κατά την 1.1.13, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφεληµάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος (Ν.216(Ι)/12) («ο Νόμος»), βρίσκονταν με προαφυπηρετική άδεια.

 

Όλοι είχαν αφυπηρετήσει από την Αστυνομία δυνάμει των προνοιών του Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και συγκεκριμένα δυνάμει του Άρθρου 9(2)(γ)[2] αυτού. Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, τα μέλη της Αστυνομίας, τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, βρίσκονται σε προαφυπηρετική άδεια, θα αφυπηρετήσουν σύμφωνα με τις ισχύουσες πρόνοιες του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων. Ως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού («το Τμήμα»), με επιστολή του ημερομηνίας 28.12.12, απαντώντας σε προηγηθείσα επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερομηνίας 27.12.12, η οποία είχε αποσταλεί με σκοπό τη διευκρίνιση κατά πόσον, δυνάμει των προνοιών του Νόμου, τα μέλη της Αστυνομίας που βρίσκονταν με προαφυπηρετική άδεια κατά την 1.1.13 θα επέστρεφαν ή όχι στην Υπηρεσία, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Νόμου (Άρθρο 9(2)(γ)), ο οποίος θα τίθετο σε ισχύ από 1.1.13, επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στο Άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, ο όρος «κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων», σημαίνει το σχέδιο συντάξεων, η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/97), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται. Συνεπώς, κατά τη θέση του Τμήματος, οι Εφεσείοντες θα αφυπηρετούσαν με βάση τις ισχύουσες πρόνοιες του «κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων», ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο Νόμο.

 

Οι Εφεσείοντες, ενόψει της ισχύος του Νόμου από 1.1.13, είχαν ζητήσει να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους και να αφυπηρετήσουν στο 61ο έτος και έξι μήνες, σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης επιφύλαξης του Άρθρου 9(2)(α) του Νόμου. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν για την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης αναφορικά με τα μέλη της Αστυνομίας που έχουν βαθμό του Υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού. Το αίτημά τους απορρίφθηκε και κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης οι Εφεσείοντες καταχώρησαν την Προσφυγή 844/13[3]To Διοικητικό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 31.10.17, ακύρωσε την πιο πάνω απορριπτική απόφαση, αφού διαπίστωσε απουσία απόφασης του αρμόδιου οργάνου, ήτοι του Αρχηγού Αστυνομίας και συνακόλουθη αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.

 

Ακολούθησε επανεξέταση, στο πλαίσιο της οποίας το Τμήμα διατύπωσε τη θέση ότι τα μέλη της Αστυνομίας, τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου βρίσκονταν με προαφυπηρετική άδεια, δεν θα έπρεπε να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους και ορθά αφυπηρέτησαν με τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας τους, σύμφωνα με το Άρθρο 12(2)(α)[4] του περί Συντάξεων Νόμου, Ν.97(Ι)/97. Ζητήθηκε, περαιτέρω, και εστάλη προς τον Αρχηγό Αστυνομίας γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, με βάση την οποία διδόταν η θέση ότι για να υπάρξει συμμόρφωση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να δοθεί απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας. Τελικά, με απόφασή του, ημερομηνίας 23.3.18, ο Αρχηγός Αστυνομίας («ο Αρχηγός») αποφάσισε ότι ορθά οι Εφεσείοντες είχαν αφυπηρετήσει υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας τους κατ' εφαρμογή του Άρθρου 12(2)(α) του Νόμου 97(Ι)/97. Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, αποφάσισε να μην επιστρέψουν στα καθήκοντά τους και να μην αφυπηρετήσουν στο 61ο έτος και έξι μήνες της ηλικίας τους.

 

Η πλευρά των Εφεσειόντων έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης με σχετική αλληλογραφία.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση και η εκδίκαση της προσφυγής. Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε μη βάσιμους τους λόγους ακύρωσης απορρίπτοντας και την Προσφυγή. Εξ ού και η καταχώρηση της παρούσας Έφεσης με την οποία, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. (Ο δεύτερος λόγος δεν έχει προωθηθεί και απορρίφθηκε).

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο. Το δεδικασμένο, θυμίζουμε, αφορούσε την ως άνω απόφαση ημερ.31.10.17 στην Προσφυγή 844/13, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Συνεπώς, αυτό που αποδεικνύεται από τα πιο πάνω, είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν εκφράσει προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τις αμφιβολίες τους για το κατά πόσο στη βάση του Νομοσχεδίου του Ν.216(Ι)/2012 "προβλέπεται ή όχι επιστροφή των εν λόγω μελών στην Αστυνομία". Η δε αρνητική απάντηση που έτυχαν επ' αυτού από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ήταν, προφορική και χωρίς στη συνέχεια να υπάρξει η σαφής θέση της Αστυνομίας Κύπρου επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος, που άπτετο της ερμηνείας των προνοιών του άρθρου 9(2)(γ) του σχετικού Νόμου, για τις οποίες είχαν εκφραστεί αμφιβολίες από την ίδια.

Ουσιαστικά δεν προκύπτει από το υλικό που τέθηκε και το οποίο καθ' ομολογία των καθ' ων η αίτηση, είναι και το μόνο που υπάρχει, ότι οι καθ' ων η αίτηση διασκέδασαν τις αμφιβολίες που είχαν σε σχέση με την ερμηνεία που θα έπρεπε να δοθεί στην επίμαχη διάταξη. Συναφώς, δεν ευσταθεί κατά την άποψη μου η θέση που εκφράστηκε από την συνήγορο των καθ' ων η αίτηση κατά τις Διευκρινήσεις, ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση από τον Αρχηγό Αστυνομίας, καθώς εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Νόμου. Αυτό που εδώ κρίνεται, είναι η διοικητική εφαρμογή του Νόμου με την ερμηνεία που δόθηκε στη συγκεκριμένη διάταξη του Νόμου. Ο Νόμος (Ν.216(Ι)/2012), αποτέλεσε το έρεισμα για την Αστυνομία Κύπρου να ζητήσει διευκρινήσεις για το κατά πόσο "προβλέπεται ή όχι επιστροφή" των μελών της Αστυνομίας που βρίσκονται σε προαφυπηρετική άδεια σε συγκεκριμένη περίοδο, όπως οι αιτητές. …………………………………………………………

Εν προκειμένω και με το δεδομένο ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν εκφράσει τις αμφιβολίες τους, για το κατά πόσο προβλέπεται ή όχι η επιστροφή κατηγορίας μελών της Αστυνομίας, στην οποία ανήκουν και οι αιτητές, συνάγεται ότι δεν είχαν οι ίδιοι διαπιστώσει ότι συντρέχουν ή όχι οι προβλεπόμενες από το Νόμο πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής των συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου. Είναι στη βάση των πιο πάνω, που οι καθ' ων η αίτηση, θα έπρεπε με απόφαση τους να ερμηνεύσουν τις πρόνοιες της σχετικής διάταξης του Νόμου, για να καθίστατο εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της όποιας ερμηνείας.

Είναι πάγια η θέση της νομολογίας μας, ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρίσεις των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης (βλ. Georgiades v. Republic (1966) 3 CLR252, 258, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 CLR535, 543). Όπως δε έχει λεχθεί στον Ιωάννης Αδάμου κ.ά v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε αρ.54/2014 κ.ά, ημερομηνίας 25/6/2015

«Όπως οι πάγιες αρχές Διοικητικού Δικαίου ορίζουν, μόνο «έγγραφος τύπος θεωρείται ότι κατοχυρώνει την ύπαρξη (της διοικητικής πράξης) και διασφαλίζει τη σαφήνεια του περιεχομένου της διοικητικής πράξης, ώστε και ο δικαστικός έλεγχος να είναι ευχερής και αποδοτικός» (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδοση, σελ.321 κ. επ.).

Συνεπώς γίνεται αποδεκτός ο συναφής ισχυρισμός των αιτητών και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης.»

 

 

Το δεδικασμένο αφορούσε μόνο τη μη ύπαρξη απόφασης του Αρχηγού. Σαφώς προκύπτει, όπως διαπιστώνεται και πρωτοδίκως, ότι έγινε επανεξέταση και ο Αρχηγός αποφάσισε, όπως αποφάσισε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στην εν λόγω πεντασέλιδη απόφαση του ο Αρχηγός, αφού παραθέτει το σχετικό πραγματικό και νομικό πλαίσιο, τονίζει πως έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο και τα ευρήματα της εν λόγω απόφασης, τις σχετικές θέσεις του Τμήματος και της Νομικής Υπηρεσίας, καταλήγοντας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου και ορθά οι Εφεσείοντες αφυπηρέτησαν υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας τους, τηρουμένων των προνοιών του Άρθρου 12(2)(α) σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 του Ν.97(Ι)/97, εφόσον κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ευρίσκοντο σε προαφυπηρετική άδεια.

 

Ορθά λοιπόν ο ευπαίδευτος Πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει:

 

«Αυτό που όφειλαν οι καθ' ων, μετά την έκδοση της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης, ήταν να προβούν σε επανεξέταση, λαμβάνοντας υπόψη και/ή συμμορφούμενοι με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως επιτάσσει το άρθρο 59(2) του Νόμου 158(Ι)/1999, όπερ και έπραξαν.»

 

Όπως περαιτέρω ορθά επισημαίνεται πρωτοδίκως, δυνάμει του Άρθρου 59(2)[5] του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, αυτό που οφείλει η Διοίκηση είναι να προβεί σε επανεξέταση της πράξης, λαμβάνοντας υπόψη και συμμορφούμενη με τα ευρήματα του ακυρωτικού Δικαστηρίου (βλ. Επαμεινώνδα κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ.203, Δημοκρατία ν. Πέτρου (2016) 3 Α.Α.Δ.273 και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κακουλλή, Ε.Δ.Δ.109(Α)/20, 6.3.25, στην οποία γίνεται αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία).

 

Έχοντας υπόψη συνολικά την προσβαλλόμενη απόφαση δεν συμμεριζόμαστε τη θέση των Εφεσειόντων ότι ο Αρχηγός οδηγήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση «μηχανιστικά», ακολουθώντας με δέσμιο τρόπο τις απόψεις του Τμήματος ή τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας, την οποία, όπως διαπιστώνουμε, δεν παρερμήνευσε αφού σ’ αυτή περιέχετο η βασική και στοιχειώδης θέση της ανάγκης ύπαρξης απόφασης, όπως η δικαστική απόφαση σαφώς υποδείκνυε.

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ουσιαστικά προβάλλεται η θέση πως, αφού οι Εφεσείοντες βρίσκονταν σε άδεια πριν την αφυπηρέτηση, δεν χάνουν ούτε την ιδιότητα του μέλους της Αστυνομίας, ούτε τα δικαιώματα και ωφελήματά τους.

 

Οι Εφεσείοντες θεωρούν πως οι Εφεσίβλητοι και ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 9 του Ν.216(Ι)/12 και του Άρθρου 12(2)(α) του Ν.97(Ι)/97.

 

Σύμφωνα δε με την αιτιολογία του λόγου αυτού, η άδεια που έχει σε πίστη του κάθε μέλος της Αστυνομίας αποτελεί δικαίωμα και δεν μπορεί το δικαίωμα αυτό να μετατρέπεται σε λόγο δυσμενούς διαφοροποίησης, όπως συνέβη στους Εφεσείοντες. Θα έπρεπε, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων, να εφαρμοσθεί στην περίπτωση τους το Άρθρο 9(2)(α) του Ν.216(Ι)/12 (για αφυπηρέτηση στα 61 χρόνια και έξι μηνών).

 

Έχουμε εξετάσει τις εκτενείς για τον λόγο αυτό αναφορές των δύο πλευρών. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρεται στις σχετικές διατάξεις και στην περίπτωση των τεσσάρων Αιτητών, συμπεραίνει ότι:

 

«Εν πρώτοις, θεωρώ ότι η διάταξη του άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου ρυθμίζει μια ειδικότερη και εκ των πραγμάτων πιο περιορισμένη ομάδα μελών της Αστυνομίας, ήτοι αυτών που ήδη κατά την έναρξη ισχύος του Νόμου βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια. Η πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 9(2)(α) του Νόμου περιέχει μια γενικότερη ρύθμιση και βεβαίως διάφορη από αυτήν του άρθρου 9(2)(γ), εφόσον αφορά στην ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης όλων των μελών της Αστυνομίας που έχουν το βαθμό του υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού και τα οποία συμπληρώνουν το εξηκοστό πρώτο (61ο) έτος της ηλικίας τους μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2013 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013. Δεν εντοπίζω να υφίσταται σύγκρουση μεταξύ των δυο αυτών διατάξεων. Ωστόσο, ακόμη και να γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός περί σύγκρουσης των δυο, και πάλι θα κατέληγα ότι ορθώς ο Αρχηγός εφάρμοσε για τους αιτητές τη διάταξη του άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου, η οποία, ως ρυθμίζουσα μια ειδικότερη περίπτωση, υπερισχύει της γενικότερης διάταξης που περιέχεται στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 9(2)(α), κατ' εφαρμογή του αξιώματος ότι σε περίπτωση σύγκρουσης δυο νόμων και/ή νομικών διατάξεων, ο ειδικότερος νόμος υπερισχύει του γενικότερου (lex specialis derogat legi generali).»

 

Μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Περαιτέρω, θα αναφέρουμε πως η περίπτωση των Εφεσειόντων, οι οποίοι βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια, όταν τέθηκε σε ισχύ ο Ν.216(Ι)/12, διακρίνεται από τα ενεργά μέλη της Αστυνομίας.

 

Όπως προκύπτει, η περίοδος της άδειας αυτής αποτελεί ένα sui generis καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο ο ευρισκόμενος σε προαφυπηρετική άδεια, θεωρείται μεν μέλος της Αστυνομίας, όμως δεν βρίσκεται στην ενεργό δράση και δεν δύναται να ασκήσει οποιονδήποτε καθήκον.

 

Ο Κ.19Γ(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π.51/89, ως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π.213/04, αναφέρει:

 

«Σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας αναχωρεί με προαφυπηρετική άδεια, η θέση του θεωρείται ως κενωθείσα από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω άδειας και η θέση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί με διορισμό σ’ αυτή άλλου μέλους της Αστυνομίας:

Νοείται το μέλος της Αστυνομίας που βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια δεν χάνει το δικαίωμα προαγωγής του.»

 

Συνεπώς, ήταν εύλογη η πρωτόδικη προσέγγιση πως πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι μεταξύ τους συγκρίσιμες ώστε να τύχει εφαρμογής η αρχή της ισότητας.

 

Η ομοιογένεια, όπως διευκρινίζεται στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ.534, προσδιορίζεται στο πεδίο που επενεργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις και στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας, έγκειται στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης.

 

Και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τα ως άνω λεχθέντα επί του τρίτου λόγου έφεσης, υπεισέρχεται στην εξέταση και ο πέμπτος λόγος με τον οποίο οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος Δικαίου. Διά της αιτιολογίας του λόγου αυτού επανέρχεται το θέμα της αρχής της ισότητας.

 

Κατ’ ακολουθία, για τους ίδιους λόγους που παραθέσαμε πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθεί και ο πέμπτος λόγος προσθέτοντας το αυτονόητο πως αφ’ ης στιγμής υφίσταται συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της έννομης λειτουργίας της Διοίκησης και της αρχής της Νομιμότητας (βλ. Κεντρική Τράπεζα ν. Τσιακκουρή κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ.712 και Φεσά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.10/16, 1.3.23, ECLI:CY:AD:2023:C74).

 

Συνεπώς και ο πέμπτος λόγος απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες αναφέρουν τα ακόλουθα:

 

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι η διάταξη του άρθρου 9(2)(γ) του νόμου 216(Ι)/2012 συγκρούεται με τα Άρθρα 28 και 35 του Συντάγματος επειδή έκρινε αβάσιμα, εσφαλμένα και υπό πλάνη ότι δήθεν δεν δικογραφήθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως πλήρως ή επαρκώς. Μάλιστα η πρωτόδικη απόφαση απέδωσε εσφαλμένη διάσταση στο Διαδικαστικό Κανονισμό 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 αντίθετα στο δικαίωμα του Άρθρου 30 και 35 του Συντάγματος και της Νομολογίας.»

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία και παγίως έχει νομολογιακά εδραιωθεί πως οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να δικογραφούνται με πλήρη αιτιολογία στις έγραφες προτάσεις των διαδίκων (Κ.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962).

 

Μάλιστα, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε στη Χριστοδουλίδη ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε.95/12, 6.7.18, ECLI:CY:AD:2018:C344:

 

«Η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων.  Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.»

 

Όπως δε περαιτέρω αναφέρθηκε στην Eda Hancer ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.116/20, 10.4.25:

 

«Η ανάγκη δικογράφησης των νομικών θεμάτων καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη όταν εγείρονται συνταγματικές παραβάσεις και επέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα.»

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι στην Αίτηση Ακυρώσεως τους προβάλλονται σαφώς θέματα που αφορούσαν το Σύνταγμα και δη τα Άρθρα 35 και 28 (για την αρχή της ισότητας) και ως εκ τούτου, λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα.

 

Δεν αμφιβάλλουμε βεβαίως ότι οι προσφεύγοντες είχαν εγείρει θέμα που αφορά την αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται πρωταρχικά από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Γι’ αυτό, άλλωστε τον λόγο, ασχολήθηκε εκτεταμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρείται και πρωτοδίκως, η δικογράφηση σε κανένα της σημείο δεν έθεσε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του επίδικου Νόμου ή του επίδικου Άρθρου. Σαφώς και οφείλουν οι προσφεύγοντες – εάν επιθυμούν να θέσουν τέτοιο ζήτημα – να αιτιολογήσουν με επάρκεια και να το προβάλλουν ευθύς εξ αρχής στην Προσφυγή τους – και όχι βέβαια μόνο στην αγόρευση τους. (Βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β Α.Α.Δ.672 και Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.112/17, 19.3.19).

 

Αυτό το κενό εντόπισε ακριβώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επισημαίνοντας:

 

«Δεδομένου ότι η πλευρά των αιτητών εγείρει ζήτημα άνισης μεταχείρισης και δυσμενούς διάκρισης, απορρέουσας από τη διάταξη του άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου, ως ρητά προβάλλει στην αγόρευσή του ο συνήγορός τους, όφειλε να στραφεί δια των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως κατά της νομιμότητας και/ή συνταγματικότητας της ίδιας της νομοθετικής διάταξης και όχι κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία εφάρμοσε και την υπό αναφορά διάταξη. Κρίνω δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, για τους λόγους που έχω προαναφέρει, λήφθηκε κατ' ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του Νόμου αλλά και του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/1997), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ και οι ισχυρισμοί περί εφιλοχωρήσασας πλάνης δεν ευσταθούν και καθίστανται απορριπτέοι.»

 

Είναι φανερό, κατά την κρίση μας, πως εκείνο που επιδιώκετο να πληγεί διά της Προσφυγής είναι ο τρόπος εφαρμογής του επίδικου άρθρου ή νόμου στην περίπτωση των Εφεσειόντων.

 

Όπως χαρακτηριστικά ετέθη στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ.196:

 

«Η συνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας. Η πραγματικότητα αυτή αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R.167. To δικαστήριο υπέδειξε ότι η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού μπορεί να καταστεί επίδικο θέμα μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες προσκρούουν.»

 

Στη δε Οικονόμου ν. ΕΤΕΚ (2002) 3 Α.Α.Δ.676 αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και να διατυπώνονται με πλήρη λεπτομέρεια ή να διατυπώνονται σε λεπτομερές υπόμνημα. (Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R.167, 183, Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ 491502, Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ.1566, Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ.656).

Ο εφεσείων δεν έχει εξειδικεύσει τους λόγους για τους οποίους το Άρθρο 7 του Νόμου είναι αντισυνταγματικό. Ορθά λοιπόν δεν έχει εξεταστεί η εισήγηση του περί αντισυνταγματικότητας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Για τους ίδιους λόγους - έλλειψη εξειδίκευσης - δεν μπορεί να εξεταστεί θέμα αντισυνταγματικότητας στη διαδικασία της έφεσης.»

 

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη των Εφεσειόντων πως η παράλειψη ένστασης των Εφεσίβλητων επί του περιεχομένου της αγόρευσης των Εφεσειόντων που περιείχε κάποια ανάλυση θέσεων αντισυνταγματικότητας του επίμαχου Άρθρου σε συνάρτηση με το Άρθρο 28 του Συντάγματος οδηγούσε άνευ ετέρου σε ενός είδος υποχρέωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το θέμα. Τέτοια ερμηνεία θα αντιστρατεύετο την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας για την υποχρέωση δικογράφησης και τη σημασία αυτής.

 

Δεν υφίσταται νομιμοποίηση στην έγερση νομικών σημείων για πρώτη φορά στις αγορεύσεις (Χ΄Χάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ.655).

 

Στη Δημοκρατία ν. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ.533 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ορθή νομική θέση, κατά την εκτίμησή μας, είναι ότι εφόσον στις προσφυγές δεν αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του Νόμου και με δεδομένο ότι στην Κύπρο το ζήτημα της συνταγματικότητας δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα,  δεν παρεχόταν έδαφος ενασχόλησης με το ζήτημα της συνταγματικότητας του Νόμου και δεν θα έπρεπε να βασίσει την απόφασή του στην αντισυνταγματικότητά του (Δέστε σχετικά τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Υποθέσεις Τσολάκη ν. Στυλιανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ.528 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ.861).

Είναι καλά θεμελιωμένο ότι ζητήματα συνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται στα δικόγραφα και στην περίπτωση του διοικητικού δικαίου στην αίτηση ακυρώσεως. Ως ουσιαστικό θέμα, το θέμα της συνταγματικότητας, θα πρέπει επίσης να δικογραφείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια. Στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα της συνταγματικότητας του Νόμου ηγέρθη μόνο στο στάδιο των αγορεύσεων των συνηγόρων των αιτητών.»     

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ομοίως ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Συνολικά, η έφεση απορρίπτεται με €4.000- έξοδα υπέρ Εφεσιβλήτων.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.



[1] Η Εφεσείουσα 1 αντικατέστησε στον τίτλο το όνομα του Άλκη Κυριάκου, ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του ανίκανου προσώπου, πλην όμως για λόγους ευκολίας ως Εφεσείοντες θα χαρακτηρίζονται όλοι οι Αιτητές.

[2] «9(2)(α)Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου νόμου ή Κανονισμών, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει το βαθμό του υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού, το οποίο συμπληρώνει το εξηκοστό πρώτο (61ο) έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, είναι η ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών:

Νοείται ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει τον βαθμό του υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού, το οποίο συμπληρώνει το εξηκοστό πρώτο (61ο) έτος της ηλικίας του μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2013 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, και των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των εξήντα ενός (61) ετών και έξι (6) μηνών.

……………………

(γ)Τα μέλη της Αστυνομίας, τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τον παρόντος Νόμου βρίσκονται σε προαφυπηρετική άδεια, θα αφυπηρετήσουν σύμφωνα με τις ισχύουσες πρόνοιες του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων».

 

 

[3] Βλ. Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ.844/13, 31.10.17.

[4] «12(2)(α)H ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού και ο οποίος συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11 η Μαρτίου 2010 είναι η ηλικία των εξήντα ενός ετών.»

 

 

[5] 59(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο