
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.
(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2025)
(ΤΥΠΟΣ Δ)
4 Ιουνίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΑΤΡΩΝ, ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 196/2019
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 196/2019, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/9/2024
Θ. Κορφιώτης, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ και Ν. Θεοδώρου για Ν. Θεοδώρου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Γ. Γεωργιάδης με Ειρ. Νικήτα (κα), για Γ. Γεωργιάδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το ζητούμενο στην παρούσα Αίτηση επικεντρώνεται - όπως καθορίστηκε με την άδεια που χορηγήθηκε στους Αιτητές/Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών («το Πειθαρχικό Συμβούλιο») [1] - στην ανάγκη ερμηνείας του Άρθρου 6(2) του Περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμου 16/67 («ο Ν.16/67») και ειδικότερα τής εκεί επιφύλαξης πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να αποδέχεται οιανδήποτε μαρτυρία, ακόμη και αν αυτή δεν θα ήταν παραδεκτή σε ποινική ή πολιτική διαδικασία, υπό το πρίσμα των παραγόντων αξιολόγησης της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, ως αυτοί προβλέπονται στο Άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 («το Κεφ. 9»).
Το Άρθρο 6 του Ν.16/67, το οποίο διαρρυθμίζει την πειθαρχική διαδικασία κατά καταγγελθέντων ιατρών, προβλέπει τα ακόλουθα, με τις επίδικες διατάξεις να παρατίθενται με έντονη επισήμανση:
«6.-(1) Εντός δύο εβδομάδων από της ημερομηνίας της υπ’ αυτού λήψεως της πειθαρχικής κατηγορίας, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον μεριμνά όπως εκδοθή και επιδοθή προς τον καταγγελθέντα κλήσις κατά τον εις τον Πίνακα εμφαινόμενον τύπον κλήσεως και κατά τον εις τον Πίνακα προνοούμενον τρόπον επιδόσεως.
(2) Η υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίκασις της υποθέσεως διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόασις ποινικής υποθέσεως εκδικαζομένης συνοπτικώς:
Νοείται ότι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως αποδεχθή οιανδήποτε μαρτυρίαν έστω και εάν αύτη δεν θα εγένετο δεκτή εις ποινικήν ή πολιτικήν διαδικασίαν.
(3) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως:
(α) καλή μάρτυρας και απαιτή την προσέλευσιν αυτών ως και την προσέλευσιν του καταγγελθέντος, ως εις συνοπτικώς διεξαγομένας δίκας
(β) απαιτή την προσαγωγήν παντός εγγράφου σχετιζομένου προς την κατηγορίαν.
(4) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου δέον να είναι ητιολογημένη και να υπογράφεται υπό του προέδρου αυτού.
(5) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως διάταγμα δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του δικαστηρίου τούτου».
Το Άρθρο 27 του Κεφ. 9, το οποίο διέπει την αποδεικτική μεταχείριση της εξ ακοής μαρτυρίας, περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε».
Η αφορώσα ερμηνευτική ανάγκη προέκυψε ως εκ της ομόφωνης απόφασης του Εφετείου στην Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, Ε.Δ.Δ. 196/19, ημ. 26.9.24 («η Απόφαση του Εφετείου»).
Αντικείμενο της Απόφασης του Εφετείου ήταν η απόρριψη της Προσφυγής 158/19 («η Προσφυγή»), την οποία είχε καταχωρίσει ο Οφθαλμίατρος Τάσος Γεωργίου («το Ενδιαφερόμενο Μέρος»), αμφισβητώντας την ομόφωνη καταδίκη (την 19.12.18) και κατά πλειοψηφία ποινή του (την 4.2.19) από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις τέσσερεις κατηγορίες που του προσάφθηκαν - και δη αναστολή ενάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για τρείς μήνες (στην Κατηγορία 1) και πρόστιμο €2.000, σε καθεμιά από τις Κατηγορίες 2-4 για επίδειξη (υπό την ιατρική του ιδιότητα), διαγωγής ασυμβίβαστης προς το ιατρικό επάγγελμα.
Προτού εισδύσουμε στην ουσία, είναι αναγκαία μια έκθεση των βασικών γεγονότων που αφορούν στο επίδικο ζήτημα ώστε να καταστούν πιο κατανοητά τα όσα έπονται εξ απόψεως δικηγορικής επιχειρηματολογίας και δικαστικής κρίσης.
Με επιστολή ημερομηνίας 20.11.14, η Οφθαλμολογική Εταιρεία Κύπρου υπέβαλε, διά του Προέδρου της, καταγγελία προς το Συμβούλιο του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου («το Συμβούλιο») εναντίον του Ενδιαφερόμενου Μέρους, επικαλούμενη δημοσιεύματα και διαφημίσεις του τελευταίου στον Τύπο, για τα αποτελέσματα κλινικών ερευνών, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς, διενεργήθηκαν από τον ίδιον στην Κύπρο.
Το Συμβούλιο αποφάσισε τον διορισμό ερευνώντος λειτουργού για να διερευνήσει το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Ο ερευνών λειτουργός συνέταξε το σχετικό πόρισμα, το οποίο, αφού παρουσιάστηκε προς το Συμβούλιο, οδήγησε ομοφώνως σε παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Ακολούθως συντάχθηκε το κατηγορητήριο.
Το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, για διεξαγωγή κλινικής έρευνας χωρίς έγκριση της Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου (Κατηγορία 1) και για διαφημίσεις στον Τύπο περί ιατρικών θεραπειών άνευ σχετικής αδείας (Κατηγορίες 2-4).
Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε τον Νοέμβριο 2017.
Ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, ήτοι οι ιατροί Βάσος Οικονόμου (ερευνών λειτουργός) και Θεοδόσιος Κοντός (Οφθαλμίατρος και Πρόεδρος της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κύπρου κατά την επίδικη περίοδο), καθώς και ο Κωνσταντίνος Φελλάς (Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου).
Το Ενδιαφερόμενο Μέρος, μετά που κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση («η ανώμοτη δήλωση»).
Στην ετυμηγορία το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε, επισημαίνοντας όσα σημεία θεώρησε προς τούτο σημαντικά για τα επίδικα θέματα, υπογραμμίζοντας συν τω χρόνω ότι μεγάλο τμήμα της μαρτυρίας αφορούσε σε έγγραφα που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια και πως μέρος της μαρτυρίας των τριών μαρτύρων ήταν εξ ακοής.
Στην αξιολόγηση το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι οι μάρτυρες ήσαν αξιόπιστοι. Αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους, δίχως να παραλείψει να αποτιμήσει και την ανώμοτη δήλωση.
Παρέθεσε και τούτα, τα οποία είναι, εκ των πραγμάτων, ευθέως κρίσιμα για την ενεστώσα διαδικασία:
«[...]». Γεγονότα μπορούν να αποδειχθούν μόνο με μαρτυρία. Συνεπώς, στο βαθμό που το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Δρ. Γεωργίου δεν συνάδει ή είναι αντίθετο με μαρτυρία των Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά, δεν την αποδυναμώνει και, σαφώς, δεν την ακυρώνει. Δεν μας διαφεύγει ότι μέρος της μαρτυρίας των Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά είναι εξ’ ακοής. Έχουμε κατά νου τις πρόνοιες σχετικών διατάξεων του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της σχετικής νομολογίας. Κρίνουμε ότι η εξ’ ακοής αυτή μαρτυρία η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί ή αποδυναμωθεί από την πλευρά του Δρ. Γεωργίου είναι αξιόπιστη και την αποδεχόμαστε ως αληθινή [...]».
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, επικαλούμενο τις σχετικές διατάξεις του Ν.16/67, απέρριψε τις υπερασπιστικές τοποθετήσεις και κατέληξε πως το Ενδιαφερόμενο Μέρος διέπραξε τα αποδιδόμενα πειθαρχικά αδικήματα, ως το κατηγορητήριο, στον απαιτούμενο βαθμό.
Το Διοικητικό Δικαστήριο, κατόπιν της ακρόασης των συνηγόρων των διαδίκων, απέρριψε την Προσφυγή. Διεπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε ορθή αξιολόγηση των περιστατικών και ορθή υπαγωγή τους στις επίμαχες κατηγορίες, και ότι, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, δεν διαπιστώθηκε εσφαλμένη εκτίμηση ικανή να δικαιολογήσει επέμβαση στην υποκειμενική του κρίση επί των πραγματικών γεγονότων.
Περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο επισήμανε, με μνεία και σε συναφή νομολογία, [2] ότι καμιά κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα «... έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας προσαρμοσμένης στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος ...», τούτο δε προς διασφάλιση, κατά το δυνατόν, των βασικών δικαιωμάτων του διωκόμενου.
Το Εφετείο έκρινε πως δεν απαιτείτο να ενδιατρίψει σε όλες τις πτυχές των λόγων έφεσης, λόγω του ότι κατά την Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1779 (στην οποία παρέπεμψε ρητώς), η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας (κατά το Άρθρο 27 του Κεφ. 9), πρέπει να γίνεται με προσοχή και να επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε η μαρτυρία αυτή απορρέει από «... προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή ...».
Προσέθεσε ότι, κατά τη σχετική αξιολόγηση, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσον ο διάδικος θα μπορούσε να έχει προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και παρέλειψε να το πράξει. Το Εφετείο υπογράμμισε προσέτι, πως το Δικαστήριο μπορεί να σταθμίσει πρόσθετα «κριτήρια», όπως το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί τη δίκαιη δίκη και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Παρεμβάλλουμε, ότι η εφετειακή συζήτηση περί του Άρθρου 27 του Κεφ. 9 καλυπτόταν από την αιτιολογική βάση 5 του λόγου έφεσης 1 (μίας εκ των επτά εν συνόλω αιτιολογικών βάσεων του ίδιου λόγου έφεσης).
Το Εφετείο - χωρίς, πάντως, να προσδιορίσει ρητώς, όπως θα αναμενόταν, ποιον ή ποιους λόγους έφεσης (ή ποιο τμήμα αυτών) αποδέχθηκε - παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε τις επίδικες διοικητικές πράξεις (την καταδικαστική απόφαση και την επιβληθείσα ποινή), σημειώνοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
«[...] Κοντολογίς, για το αν θα δινόταν και ποια βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία που προσκομίστηκε κατά την επίδικη πειθαρχική διαδικασία και αν τυχόν αποδοχή της θα συνιστούσε εκπλήρωση των αντικειμενικών προϋποθέσεων (και ποιών ακριβώς, θα προσθέταμε) των πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο ο Εφεσείων, το Πειθαρχικό Συμβουλίου Ιατρών όφειλε να παραθέσει στην απόφαση του ρητή επεξήγηση τι έλαβε προς τούτο υπόψη, στα πλαίσια εφαρμογής των κριτηρίων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9 το οποίο το ίδιο επέλεξε, ως ρητά προκύπτει από την απόφαση του, να εφαρμόσει και κατ' εφαρμογή της ισχύουσας περί του θέματος νομολογίας (Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ, supra).
Προσθέτουμε ότι, το κατά πόσο, αν εφαρμόζονταν, στην περίπτωση, οι πρόνοιες του Άρθρου 6(2) του Ν. 16/1967 (βλ. ανωτέρω στην παρούσα),ως εισηγήθηκε το Εφεσίβλητο Συμβούλιο, αυτό θα καθιστούσε τις γενικές αναφορές περί αξιοπιστίας και αληθείας της εξ ακοής μαρτυρίας επαρκείς, παραμένει στη σφαίρα της εικασίας, αφού σαφώς το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών δεν έπραξε κάτι τέτοιο και, ως εκ τούτου, δεν εδύνατο να αμφισβητηθεί και από την πλευρά του Εφεσείοντα με σχετικό λόγο ακυρώσεως, ακόμα και ως προς τη συνταγματικότητα του εν λόγω Άρθρου, αν το επιθυμούσε.
Ενόψει των ανωτέρω και για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, η αποδοχή και/ή η βαρύτητα που αποδόθηκε στην εξ ακοής μαρτυρία από την πλευρά του Εφεσίβλητου, παρέμεινε άνευ επεξηγήσεως και επαρκούς αιτιολογίας στην επίδικη διοικητική απόφαση, κινούμενη εκτός των πλαισίων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9, το οποίο νομοθέτημα, κατά αυτοδέσμευση του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δηλώνει ότι έλαβε υπόψη και εκτός των νομολογικών επιταγών περί του θέματος [...]».
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών υποστήριξαν πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν δεσμεύεται νομικά από τις πρόνοιες του Κεφ. 9, πολλώ δε μάλλον από το Άρθρο 27.
Το επιχείρημα αυτό στηρίχθηκε, αφενός, στο ότι το εν λόγω νομοθέτημα δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες κατά την απλή γραμματική ερμηνεία των Άρθρων 2 [3] και 3 [4] του Κεφ. 9, και αφετέρου, στο ότι, διά της επιφύλαξης του Άρθρου 6(2) του Ν.16/67, το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να αποδέχεται οποιαδήποτε μαρτυρία, ακόμη και αν αυτή δεν θα ήταν παραδεκτή σε ποινική ή πολιτική διαδικασία.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Ενδιαφερόμενου Μέρους υποστήριξε την ορθότητα και την αιτιολογική επάρκεια της ερμηνείας του Εφετείου, θεωρώντας - για λόγους που ανέπτυξε και οι οποίοι, σε γενικές γραμμές, κινήθηκαν εντός παρόμοιων συλλογιστικών κατευθύνσεων με εκείνες του Εφετείου - ότι η Αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Εξετάσαμε πλήρως τα επιχειρήματα κάθε πλευράς, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα που μας τέθηκε και σχετιζόταν προς το αντικείμενο της Αίτησης.
Προέχει, ως ζήτημα μεθοδολογικά ορθής και θεσμικώς αναμενόμενης προσέγγισης, η απόφανσή μας επί του εάν το Κεφ. 9 περιέχει διατάξεις οι οποίες δύνανται να ερμηνευθούν ως υποχρεωτικώς εφαρμοστέες σε πειθαρχικές διαδικασίες, ιδίως σε εκείνες που διενεργούνται κατά τον Ν.16/67 και συνδέονται με τη συγκεκριμένη θεματική υπό εξέταση.
Τέτοιες πρόνοιες δεν εντοπίζονται.
Απεναντίας, στο ερμηνευτικό Άρθρο 2(1) του Κεφ. 9 διατυπώνεται ρητά ότι ως «Δικαστήριο» νοείται το αρμόδιο δικαστήριο και πως, σε υποθέσεις διαιτησίας και παραπομπής, ο εν λόγω όρος πρέπει να ερμηνεύεται αναλόγως. Δεν προκύπτει, συνεπώς, οποιαδήποτε εκ του νόμου σύνδεση με πειθαρχικές διαδικασίες.
Επίσης, κατά το Άρθρο 3 του Κεφ. 9, κάθε Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία, εφαρμόζει - στο μέτρο που το επιτρέπουν οι περιστάσεις - το ουσιαστικό και αποδεικτικό δίκαιο που ίσχυε στην Αγγλία την 5η Νοεμβρίου 1914, ενώ οι όροι «ποινική διαδικασία» και «πολιτική διαδικασία» φέρουν την έννοια που τους αποδίδει το Άρθρο 2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 («ο Ν.14/60»).
Κατά το Άρθρο 2 του Ν.14/60:
«2[...] «ποινική διαδικασία» σημαίνει οιανδήποτε διαδικασίαν εισαγομένην ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου καθ’ οιουδήποτε προσώπου προς επίτευξιν τιμωρίας αυτού δι’ οιονδήποτε αδίκημα διά παράβασιν οιουδήποτε νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας˙
«πολιτική διαδικασία» περιλαμβάνει οιανδήποτε διαδικασίαν άλλην ή ποινικήν διαδικασίαν».
Έπεται ότι ούτε και υπό αυτό το πρίσμα θα ήταν θεμιτή η διεύρυνση των υφιστάμενων ερμηνευτικών προσδιορισμών του Άρθρου 2 του Κεφ. 9, ώστε να περιλάβουν και τις πειθαρχικές διαδικασίες - πέραν, δηλαδή, των κλασικών πολιτικών και ποινικών διαδικασιών, των διαιτησιών και των παραπομπών.
Κατά προέκταση, και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης σχετικής αναφοράς, ούτε το Άρθρο 27 του Κεφ. 9 μπορεί να τύχει της διασταλτικής ερμηνείας που, σε κάποιο βαθμό, υπαινίχθηκε το Εφετείο (καθώς και το Ενδιαφερόμενο Μέρος), αναφορικώς προς την εφαρμογή της διάταξης αυτής με ισχύ υποχρέωσης σε πειθαρχικές διαδικασίες δυνάμει του Ν.16/67.
Τούτο, επιπροσθέτως, διότι το Άρθρο 27 του Κεφ. 9 αφορά αποκλειστικά στην αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας, εντασσόμενο στο Μέρος Ι του Κεφ. 9 (Ειδικό Μέρος), το οποίο ρυθμίζει ζητήματα ορισμού, αποδοχής και λοιπών διαδικαστικών παραμέτρων σχετικών με τέτοιου είδους μαρτυρία.
Οι δικονομικοαποδεικτικές παράμετροι που ρυθμίζουν τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά ιατρών προσδιορίζονται από το Άρθρο 6(2) του Ν.16/67. Άρα, το πεδίο δράσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς την αποδοχή - και κατ’ αναγκαία συνέπεια την ερμηνεία - οποιασδήποτε μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της εξ ακοής, δεν είναι απλώς ευρύτερο από εκείνο που προβλέπεται στο Κεφ. 9, αλλά δεν διέπεται καν από ρητά και περιοριστικά καθορισμένα όρια, όπως εκείνα που ισχύουν στις ποινικές και πολιτικές διαδικασίες.
Ωστόσο - και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία - η ευρύτητα του παρεχόμενου πεδίου ευχέρειας δεν συνεπάγεται την απονομή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο απεριόριστης και ανεξέλεγκτης εξουσίας.
Το ακριβώς αντίθετο ισχύει.
Το γεγονός ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν υπόκειται στους αυστηρούς κανόνες απόδειξης δεν συνεπάγεται, κατά κανέναν τρόπο, άμβλυνση της υποχρέωσής του να διασφαλίζει τη δίκαιη διαδικασία για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη - και πρωτίστως για τον καθ’ ου ή την καθ’ ης η πειθαρχική δίωξη.
Ούτε, βεβαίως, εμποδίζεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο από του να αξιοποιεί, ως εργαλείο ή ως αξιολογικό σημείο αναφοράς, μέρος ή το σύνολο των παραγόντων που παρατίθενται στο Άρθρο 27 του Κεφ. 9 - ή ακόμη και παραλλαγές αυτών - καθώς και όσα επιπλέον έχουν αναγνωρισθεί νομολογιακώς ως ενδεικτικά στοιχεία αξιολόγησης της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας. Εν προκειμένω, η νομολογία έχει καταστήσει σαφές ότι το Άρθρο 27 δεν καθορίζει εξαντλητικά τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη (Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217, 224).
Όπως διαχρονικώς και με σαφήνεια διατυπώνεται στη νομολογία των ευρωπαϊκών και κυπριακών δικαστηρίων, [5] ένα διοικητικό όργανο, μολονότι δεν αποτελεί κατ’ αρχήν δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται κατά την πειθαρχική διαδικασία να τηρεί αυστηρά όλους τους κανόνες της ποινικής δικονομίας και της απόδειξης, εντούτοις οφείλει, όταν πρόκειται για διαδικασία ικανή να επηρεάσει ουσιωδώς το άτομο, να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, και τα συνταγματικά εχέγγυα των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, και ευρύτερα τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Με βάση τα ανωτέρω και τηρώντας τις πρόνοιες του Άρθρου 6(2) του Ν.16/67, η απάντηση μας στο τεθέν ερώτημα είναι η κάτωθι:
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του Άρθρου 27 του Κεφ. 9, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεούται να αξιολογεί τη βαρύτητα της εξ ακοής μαρτυρίας βάσει των εκεί προβλεπόμενων παραγόντων, όταν η εν λόγω μαρτυρία γίνεται αποδεκτή στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας κατά το Άρθρο 6(2) του Ν.16/67.
Κατ’ ακολουθίαν της κρίσεως μας, η εφετειακή απόφαση ακυρώνεται στο σύνολο της, καθώς, για τους λόγους που εκτέθηκαν απαντώντας στο ερώτημα, επηρέασε τα δικαιώματα των εδώ Αιτητών στην έφεση κατά τρόπο αντίθετο προς την ορθή ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου.
Το Εφετείο καλείται να προχωρήσει, το ταχύτερο δυνατό, στην εξέταση των ενώπιον του εκκρεμούντων λόγων έφεσης.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και κατά του Ενδιαφερόμενου Μέρους, όπως αυτά θα υπολογισθούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/ΜΚ
[1] Δέστε, Αναφορικά με την Αίτηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, Αίτηση Αρ. 15/24, ημ. 19.2.25.
[2] Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 Α.Α.Δ. 115.
[3] «2(1)[...] «Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριο, και σε σχέση με διαιτησίες ή παραπομπές, ερμηνεύεται ανάλογα».
[4] «3. Τηρoυμέvης oπoιασδήπoτε άλλης διάταξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή η oπoία έχει περιληφθεί ή θα περιληφθεί σε oπoιoδήπoτε άλλo Νόμo πoυ ισχύει εκάστoτε, κάθε Δικαστήριo, κατά τηv άσκηση της δικαιoδoσίας τoυ σε oπoιαδήπoτε πoλιτική ή πoιvική διαδικασία, εφαρμόζει στo μέτρo πoυ oι περιστάσεις τo επιτρέπoυv, τo δίκαιo και καvόvες απόδειξης όπως ίσχυαv στηv Αγγλία τηv 5η Νoεμβρίoυ 1914».
[5] Κατσαντώνης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 35/18, ημ. 26.6.24, Λυσάνδρου ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Ε.Δ.Δ. 130/18, ημ. 5.3.24, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 82/17, ημ.9.2.24, Δημοκρατία ν. Ζαχαρίογλου, Ε.Δ.Δ. 104/18, ημ. 25.1.24, Αναφορικά με τον Μ.Χ., Δικηγόρο (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 442, 446, Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1839, 1844-1847, Philis v Greece (No 2) [1998] EHRR 417, Κυριακίδης και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, 503-509, Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (Αρ. 1) (1996) 4(Β) Α.Α.Δ. 1393, 1401-1404, Le Compte v Belgium [1983] EHRR 533, Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187, 194-197, Mitidou v. Cyprus Telecommunications Authority and Others (1982) 3 C.L.R. 555, 581-610, Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, 612-650, The Public Service Commission v. Mozoras (1966) 3 C.L.R. 356, 401-402.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο