ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(δ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/2021)
24 Νοεμβρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Υπόθεση αρ. 897/2016
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητη.
_________________
Υπόθεση αρ. 898/2016
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος.
_________________
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Τσαχίδου (κα), για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.5.21 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές 897/16 και 898/16, με την οποία ακυρώθηκαν οι διοικητικές αποφάσεις των Εφεσειόντων ημερομηνίας 18.5.16 και 19.5.16. Με τις αποφάσεις εκείνες θεωρήθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν σε σύνταξη γήρατος για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν υπέβαλαν εμπρόθεσμα την απαιτούμενη αίτηση. Η Εφεσίβλητη συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία την 23.6.12 και υπέβαλε αίτηση την 9.4.15, ενώ ο Εφεσίβλητος συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία την 1.11.09 και υπέβαλε αίτηση την ίδια ημερομηνία (9.4.15). Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκριναν τις αιτήσεις, μόνο από την 9.1.15 και αρνήθηκαν την καταβολή σύνταξης για τα προηγούμενα έτη, επικαλούμενες τη μη τήρηση της προβλεπόμενης τριμηνιαίας προθεσμίας του Κανονισμού 3(5) των Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών 288/10 («Κανονισμός 3(5)»).
Το Διοικητικό Δικαστήριο - και αδρομερώς είναι που παραθέτουμε την κρίση του - αποφάνθηκε ότι ο Κανονισμός 3(5) [1] επέφερε στέρηση και όχι περιορισμό σύνταξης, πως η αποκοπή του επίμαχου μέρους τού ωφελήματος παραβίαζε το Άρθρο 23 του Συντάγματος (το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σε κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία), πως η έκταση του δικαιώματος μπορεί να περιοριστεί μονάχα με νόμο και όχι με κανονιστική πράξη, και ότι το Άρθρο 35 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 59(Ι)/10 («Ν.59(Ι)/10), [2] δεν προσδιορίζει προθεσμία που να επιδρά στην έναρξη του δικαιώματος.
Οι Εφεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους έφεσης. Υποστηρίζουν ότι το Διοικητικό Δικαστήριο πλανήθηκε κρίνοντας πως ο Κανονισμός 3(5) προξένησε αφαίρεση και όχι περιορισμό του δικαιώματος (λόγος έφεσης 1)· πως εσφαλμένα έκρινε πως ο περιορισμός μπορεί να επιβληθεί μόνο δυνάμει νόμου και όχι κανονιστικής πράξης (λόγος έφεσης 2)· και πως παρέλειψε να συνεκτιμήσει πως οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν την προθεσμία, είχαν ενημερωθεί σχετικώς, δεν προέβαλαν εύλογη αιτία για παράταση και επέδειξαν μακρά αδράνεια (λόγος έφεσης 3).
Οι Εφεσείοντες, με δόρυ την Βαβλίτη ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 131/20, ημ. 19.3.25 - τόσον στην πρωτόδικη εκδοχή της όσον και στην εφετειακή (μια και στην πορεία επικυρώθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπό τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του) - στήριξαν την επιχειρηματολογία τους στην εξουσιοδοτική διάταξη του Άρθρου 64 του Ν.59(Ι)/10, [3] η οποία, κατά τη θέση, επιτρέπει την κανονιστική ρύθμιση προθεσμιών και παραγραφής, με τέτοιους χρονικούς περιορισμούς να εξυπηρετούν θεμιτούς σκοπούς σχετιζόμενους με την ασφάλεια δικαίου και τη σταθερότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Οι Εφεσίβλητοι, διαφοροποιώντας την Βαβλίτη (ανωτέρω), αντέτειναν ότι ο Κανονισμός 3(5) είναι ultra vires και αντισυνταγματικός, πως το Άρθρο 35 του Ν.59(Ι)/10, δεν καθορίζει προθεσμία και ότι η σύνταξη συνιστά περιουσιακό δικαίωμα μη δεκτικό αποστέρησης μέσω κανονιστικής ρύθμισης.
Μελετήσαμε όσα μας τέθηκαν, και βεβαίως τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Δεν θα μακρηγορήσουμε.
Η επίδικη διαφορά καλύπτεται από την Βαβλίτη (ανωτέρω), όπου κρίθηκε ότι η μη καταβολή σύνταξης για συγκεκριμένη περίοδο λόγω εκπρόθεσμης αίτησης συγκροτεί περιορισμό και όχι στέρηση του αντίστοιχου δικαιώματος στο διηνεκές. Επισημάνθηκε προσέτι πως η αδράνεια του δικαιούχου χωρίς επίκληση λόγου παράτασης μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή παραίτηση από το υπό αναφορά σχετικό δικαίωμα για το επίμαχο διάστημα και ότι οι προβλεπόμενοι χρονικοί περιορισμοί υπηρετούν τον σκοπό της ορθής λειτουργίας και μακροχρόνιας βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κάτι που συνθέτει εξάλλου σταθερή άποψη της νομολογίας (Ιωσήφ ν. Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2014) 2 Α.Α.Δ. 590, 597, Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584, 590).
Δεν νοείται επομένως, ως τόνισε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος όταν ο περιορισμός δεν επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματος αλλά ούτε και την αξιοπρεπή διαβίωση του ενδιαφερομένου.
Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Εφεσίβλητοι δεν τήρησαν τις οριζόμενες νομοθετικές και κανονιστικές προθεσμίες, δεν προέταξαν λογική αιτία επιμήκυνσης των περιθωρίων τούτων αλλά μήτε και τεκμηρίωσαν ουσιώδη επηρεασμό του δικαιώματος τους, καταλήγουμε, κατ’ απόκλιση, με κάθε σεβασμό, από την πρωτόδική κρίση (αλλά και τις αντίστοιχες τοποθετήσεις των Εφεσίβλητων), πως ο Κανονισμός 3(5) κινείται εντός του πλαισίου της εξουσιοδότησης του Άρθρου 64 του Ν.59(Ι)/10 και ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω αντισυνταγματικότητα ή άλλης μορφής νομοθετική ή κανονιστική παρεκτροπή, τέτοια, εν πάση περιπτώσει, που θα μπορούσε να κατευθύνει τα πράγματα προς την πορεία που υπέβαλαν οι Εφεσίβλητοι.
Κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι έφεσης καθίστανται βάσιμοι.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, μαζί με τη διαταγή για τα έξοδα.
Οι επίδικες στις προσφυγές διοικητικές αποφάσεις ημερομηνίας 18.5.16 και 19.5.16 επικυρώνονται.
Επιδικάζουμε έξοδα για την έφεση και πρωτοδίκως, ύψους €6.000,00, υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/μκε
[1] «3.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση παροχής υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3), η αναφερόμενη στην παράγραφο (1) προθεσμία είναι -
[...]
β) για σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας, σύνταξη χηρείας, επίδομα ορφανίας, επίδομα αγνοουμένου, παροχή λόγω αναπηρίας και παροχή λόγω θανάτου, χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής·
[...]
(3) Προκειμένου για οποιαδήποτε από τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) και (γ) της παραγράφου (2), η αντίστοιχη προθεσμία παρατείνεται μέχρι δώδεκα (12) μήνες από την αφετηρία της, εάν ο αιτητής αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, η οποία υφίστατο σ' όλο το χρονικό διάστημα από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την υποβολή της αίτησης.
[...]
(5) Η παράλειψη υποβολής αίτησης μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο παρών Κανονισμός, για τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2), συνεπάγεται παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή, για οποιαδήποτε ημέρα για την οποία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης.
[...]
(7) Η αίτηση για οποιαδήποτε παροχή υποβάλλεται στον καθορισμένο από το Διευθυντή για την παροχή αυτή τύπο, εκτός εάν αυτός αποφασίσει διαφορετικά για οποιαδήποτε ειδική περίπτωση.
(8) Ο αιτητής οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που αφορούν στην υποβολή αιτήσεων και να προσκομίζει τα στοιχεία και έγγραφα που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέταση της αίτησης για παροχή».
[2] «35.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν -
(α) συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και ταυτόχρονα ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή
(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων της βασικής ασφάλισής του δεν υπολείπεται του 70% του αριθμού των ετών που εμπίπτουν στην περίοδο αναφοράς, η οποία ισχύει στην περίπτωσή του, ή
(γ) κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, ή
(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών (63) και εξήντα πέντε (65) ετών και θα δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, εάν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών.
(2) Η θεσμοθετημένη σύνταξη καταβάλλεται εφ΄ όρου ζωής, από την ημέρα που ο ασφαλισμένος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1)».
[3] «64.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, η χορήγηση οποιασδήποτε παροχής προϋποθέτει την υποβολή αίτησης από το πρόσωπο που δικαιούται την παροχή. (2) Κανονισμοί ρυθμίζουν την προθεσμία υποβολής της αίτησης για παροχή, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να παραταθεί η προθεσμία υποβολής αίτησης για παροχή, τον τρόπο υποβολής της αίτησης και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, είτε έχει υποβληθεί αίτηση είτε όχι, την παραγραφή του δικαιώματος για λήψη της παροχής λόγω παράλειψης ή καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης ή στην είσπραξη της πληρωμής της παροχής. (3) Ανεξάρτητα από τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, με Κανονισμούς ρυθμίζονται επίσης ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των παροχών, ο χρόνος έναρξης καταβολής των παροχών που χορηγούνται για πρώτη φορά, ο χρόνος τερματισμού της πληρωμής παροχών, ο χρόνος από τον οποίο ισχύουν τυχόν αλλαγές στο ύψος των παροχών και ο υπολογισμός του ποσού των παροχών για χρονικές περιόδους μικρότερες ή μεγαλύτερες της μιας εβδομάδας».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο