ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 14/2025(i-justice))
15 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ISRAEL MAWEJA
Εφεσείων,
v.
ΚYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημητριάδου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: To πρωτόδικο Δικαστήριο στις 27/05/2025 εξέδωσε απορριπτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 255/2025(Κ), που ο Εφεσείων κατεχώρησε εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 03/03/2025 να τον κηρύξει απαγορευμένο μετανάστη και να εκδώσει εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Τα γεγονότα της περίπτωσης καταγράφονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη Απόφαση και προς αποφυγή επαναλήψεων παρατίθενται:
«Ο αιτητής κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 17.2.2020 υπέβαλε αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση στις 21.3.2024. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) την προσφυγή με αρ. 1851/2024, η οποία επίσης είχε απορριπτική κατάληξη στις 21.1.2025.
Στις 3.3.2025 ο αιτητής συνελήφθη από μέλη της ΥΑΜ Πάφου, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης κήρυξε τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής, από τις 21.1.2025, όταν η προσφυγή που καταχώρησε ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, απερρίφθη. Εναντίον του εκδόθηκαν τα εδώ προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 3.3.2025.»
Σημειώνεται ότι, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξεδόθη στις 05/05/2025, εκ συμφώνου διάταγμα για προσαγωγή μαρτυρίας, κατόπιν υποβληθείσας ενδιάμεσης αίτησης από τον Εφεσείοντα.
Συναφώς στη σχετική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 12/05/2025 που κατεχωρήθη εκ μέρους του Εφεσείοντα, αναφέρθηκε ότι ο Εφεσείων είναι πατέρας δύο ανήλικων παιδιών τα οποία διαμένουν με τη συμβία και τον ίδιο στη Δημοκρατία, γεγονότα τα οποία παρέμειναν αναντίλεκτα από τη Δημοκρατία και για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα:
«Προχωρώντας να εξετάσω τον πρώτο εγειρόμενο ισχυρισμό του αιτητή, ήτοι το γεγονός της ύπαρξης οικογένειας και συγκεκριμένα πως ο ίδιος είναι πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, ηλικίας δύο ετών και πέντε μηνών και πως η συμβία του με τα παιδιά του διαμένουν στη Δημοκρατία, διαπιστώνω πως αυτοί παρέμειναν αναντίλεκτοι από τη Δημοκρατία και συνεπώς, παραδεκτοί. Επίσης αναντίλεκτη, παρέμεινε κι η θέση του αιτητή πως κατά την σύλληψη, έδειξε στους αστυνομικούς τα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών του.»
Εξετάζοντας τον βασικότερο προβαλλόμενο από τον Εφεσείοντα ισχυρισμό περί παραβίασης του βέλτιστου συμφέροντος της ευημερίας των παιδιών του, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105 και της επέμβασης στην οικογενειακή του ζωή βάσει του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι τα μέλη της οικογένειας του Εφεσείοντα ουδέποτε ήταν μόνιμα εγκατεστημένα στη Δημοκρατία αλλά παρέμειναν αναμένοντας την εξέταση του αιτήματος ασύλου που είχαν υποβάλει, το οποίο εν τέλει απορρίφθη, αποφάσισε ως ακολούθως:
« Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για επιστροφή του αιτητή στη χώρα του, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως συνιστά επέμβαση στην οικογενειακή του ζωή, ούτε βάσει του Συντάγματος, ούτε και της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι κι η υπόλοιπη του οικογένεια, μπορεί να επιστρέψει επίσης στην χώρα καταγωγής της, που είναι η ίδια με τον αιτητή, διατηρώντας την οικογένεια τους και εκτός της Δημοκρατίας. Αφ' ης στιγμής κρίθηκε, αρμοδίως, πως σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, δεν διατρέχουν οποιοδήποτε κίνδυνο, τότε μπορούν να επιστρέψουν πίσω ως οικογένεια.
Στην Ε.Δ.Δ. 126/2011 Limon ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.4.2022, με αναφορά στις Kedoum (ανωτέρω) και Radovanovic v. Austria Appl. No. 42703/98, ημερομηνίας 24.4.2004, επαναλήφθηκε πως το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια της χώρας, κατ΄επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατ' απόλυτο τρόπο, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα. Τούτο, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη πως ο αιτητής παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.
Στην Balalas and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2127, κρίθηκε πως η οικογένεια μπορούσε να διατηρηθεί και εκτός της Δημοκρατίας, αφού η προστασία της οικογενειακής ζωής, δεν σημαίνει αυτόματα και ότι κάθε απέλαση είναι παράνομη, ενώ οι προτιμήσεις των μελών της οικογένειας, δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν επέμβαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω πραγματικών γεγονότων, οι ισχυρισμοί του αιτητή πως με την έκδοση των επίδικων διοικητικών αποφάσεων παραβιάζεται το δικαίωμα στην οικογένεια, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Δεν με βρίσκουν σύμφωνη ούτε κι οι ισχυρισμοί του αιτητή πως με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων παραβιάζεται το βέλτιστο συμφέρον της ευημερίας των παιδιών του, αφού αυτά θα μεγαλώσουν χωρίς πατέρα, ως υπήρξε η εισήγηση.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, όλη η οικογένεια του αιτητή είναι απορριφθέντες αιτητές ασύλου. Συνεπώς, δεν έχουν ούτως ή άλλως δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αφού το καθεστώς τους είναι αυτό των παρανόμως παραμενόντων στη Δημοκρατία. Συνεπώς, υπό αυτές τις περιστάσεις, ως προς τα μέλη της οικογένειας του αιτητή, δεν θεωρώ πως τυγχάνουν εφαρμογής τα ορισθέντα στις πρόνοιες του πρόνοιες του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, αφού η οικογένεια μπορεί να διατηρηθεί στη χώρα καταγωγής τους, λόγω ακριβώς του ίδιου καθεστώτος παραμονής τους στη Δημοκρατία.»
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη και απέρριψε τους ισχυρισμούς που ο Εφεσείων προέβαλε περί παραβίασης του δικαιώματος του σε προηγούμενη ακρόαση και ελλιπούς αιτιολογίας. Διαπίστωσε δε ότι, εφόσον ο Εφεσείων διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και η περίπτωση του ούτε ενέπιπτε στην εμβέλεια της διάταξης του Άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/1999, αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσεως, δεν επεβάλλετο να του παρασχεθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έκρινε επίσης, ότι παρέχεται επαρκής αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Εφεσείων παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία μετά την απόρριψη της Προσφυγής του από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με απόφαση ημερομηνίας 21/01/2025.
Με ένα Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση. Ισχυρίζεται ότι:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση λήφθηκε κατόπιν κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας, έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, και εσφαλμένα μετατράπηκε κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του σε δικαστήριο ουσίας προχωρώντας στην εξέταση δεδομένων που δεν ήταν υπόψη της Διευθύντριας υποκαθιστώντας τον εαυτό του με το όργανο της διοίκησης παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.»
Επιχειρηματολογώντας υπέρ των θέσεων του, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν ήταν υπόψη της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ότι ο Εφεσείων διέμενε με τη συμβία του και τα παιδιά τους και δεν έλαβε υπόψη τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, βέλτιστα συμφέροντα των παιδιών, με αποτέλεσμα αυτή να ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα και υπό πλάνη περί τα πράγματα.
Συναφώς υποστηρίζει ότι, τα περιστατικά της υπόθεσης εμπόδιζαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να προχωρήσει στην περαιτέρω εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και θα έπρεπε να περιοριστεί στη διαπίστωση κατά πόσο υπήρξε επαρκής έρευνα και όχι να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του.
Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η πλευρά της Εφεσίβλητης υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και υπογραμμίζει ότι τόσο ο Εφεσείων όσο και η συμβία του παρέμειναν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και ουδεμία ιδιότητα νόμιμου καθεστώτος κατείχαν που να καθιστά την παραμονή τους νόμιμη. Σημειώνει δε, ότι ο Εφεσείων κατά τη σύλληψή του στις 03/03/2025 είχε αναφέρει στην ΥΑΜ την ύπαρξη της συμβίας και των παιδιών του, κάτι το οποίο διαφοροποιεί την περίπτωση του από τις υποθέσεις στις οποίες παραπέμπει, στις οποίες δεν είχε ληφθεί υπόψη από τη Διοίκηση η ύπαρξη οικογένειας.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της περίπτωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, ο Εφεσείων κρίθηκε «απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1) του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 21/01/2025, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας». Εξεδόθη δε εναντίον του διάταγμα κράτησης, μέχρις ότου ο Εφεσείων απελαθεί «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (άρθρο 18ΠΣΤ(1) περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου). Δεδομένου (ης) της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.»
Ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από της έκδοσης της απορριπτικής απόφασης την 21/01/2025 από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, επί της αίτησης του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι η Διευθύντρια του Τμήματος τελεί υπό πλάνη περί τα πράγματα για τις προσωπικές του περιστάσεις. Ειδικότερα, ότι η επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 03/03/2025 (ερ. 12 στο διοικητικό φάκελο) παραλείπει να αποκαλύψει ότι ο Εφεσείων προ της σύλληψης του διέμενε με την οικογένεια του (τη συμβία και τα παιδιά τους). Παράλληλα όμως σημειώνει ότι, κατά την ημερομηνία της σύλληψης του στις 03/03/2025, ανέφερε στον αστυνομικό τις πιο πάνω προσωπικές του συνθήκες.
Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από τον Εφεσείοντα με ένορκη του δήλωση ημερομηνίας 12/05/25, μέσα στα πλαίσια εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υποβληθείσας από τον Εφεσείοντα ενδιάμεσης αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας. Με το δεδομένο δε ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τα όσα ο Εφεσείων ανέφερε, ως παραδεκτά γεγονότα. Με αυτά τα δεδομένα, ότι δηλαδή κατά τη σύλληψη του ο Εφεσείων ανέφερε τις πιο πάνω προσωπικές του συνθήκες, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του Εφεσείοντα ότι η Διευθύντρια κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων τελούσε υπό πλάνη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Εφεσείων ανέφερε στη Διοίκηση τις προσωπικές του συνθήκες κατά τη σύλληψη του, κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Εφεσίβλητη, τεκμαίρεται σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, ότι αποτελούσε στοιχείο που λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Σημειώνεται ότι ο Εφεσείων ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, δεν προέβαλε οτιδήποτε ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας της διοικητικής πράξης και σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εάν από τα ενώπιον του γεγονότα προκύπτει ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Coussoumides ν. Republic (1966) 3 CLR 1).
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε ως δικαστήριο ουσίας, όπως λανθασμένα διατείνεται ο Εφεσείων, αλλά ως ακυρωτικό Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων τα οποία εξέδωσε η Διοίκηση, στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον της κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους. Με παραπομπή δε σε σχετική νομολογία (βλ. Limon ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 126/2011, ημερομηνίας 20/04/2022, Kedum ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Joudine ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500), ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα ότι παραβιάζεται το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, για τους λόγους που επεξηγούνται στην πρωτόδικη Απόφαση (ανωτέρω), οι οποίοι κρίνονται καθόλα ορθοί, χωρίς να αφήνονται περιθώρια παρέμβασης μας.
Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε, επαναλήφθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Chapa Dissanayakage Sandamali κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 126/20, ημερομηνίας 12/05/2025, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται:
«Η υπόθεση αφορά στο δικαίωμα κάθε χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της. H διακριτική ευχέρεια του κράτους στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη. Όρια θέτει η υποχρέωση για καλόπιστη άσκηση της. Εάν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, τότε το δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση (Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑAΔ 401).
Ειδικότερα στην υπόθεση Kedum ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 505 η Ολομέλεια αποφάσισε ότι νόμιμα είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης αλλοδαπού ως συνέπεια της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο και επιπρόσθετα ότι με την απέλαση του δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή (Άρθρο 15 του Συντάγματος) αφού το παιδί του που γεννήθηκε στην Κύπρο δεν απέκτησε κυπριακή υπηκοότητα. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως άνω, διαφοροποιώντας την περίπτωση από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες παραπέμφθηκε[1] διότι οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν σε περιπτώσεις όπου «.υπήρχαν πρόσωπα, στις χώρες στις οποίες δεν δόθηκε παράταση άδειας παραμονής ή από τις οποίες διατάχθηκε η απέλαση, τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες, και τα οποία πρόσωπα ήταν δεδομένο πως θα παρέμεναν στις χώρες στις οποίες είχαν νόμιμο δικαίωμα παραμονής, με αποτέλεσμα να διακόπτονται οι οικογενειακοί δεσμοί του μέλους της οικογενείας που είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, με το μέλος της οικογένειας που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Στην κρινόμενη όμως έφεση η σύζυγος και τα τρία παιδιά του εφεσείοντος δεν έχουν οποιοδήποτε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Η σύζυγος και τα δύο πρώτα παιδιά του ήλθαν στην Κύπρο μαζί του και τους δόθηκε δικαίωμα παραμονής εφόσον ο σύζυγος και πατέρας τους αντίστοιχα εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Όσον αφορά το τρίτο παιδί, που γεννήθηκε στην Κύπρο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο πως η γέννηση του στην Κύπρο από μόνη της δεν του δίδει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο.»
Η εφεσείουσα έλαβε άδεια εισόδου και παραμονής στην Κύπρο για να εργοδοτηθεί ως οικιακή βοηθός στην εν λόγω οικία μέχρι τις 18.6.2014. Αντ' αυτού από τις αρχές Μαρτίου 2011 παραμένει παράνομα στην Κύπρο. Ούτε η ίδια, ούτε η εφεσείουσα 2 έχουν αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής. Υπ' αυτές τις περιστάσεις οι εφεσίβλητοι άσκησαν την ευρεία διακριτική ευχέρεια που τους παρέχει ο Νόμος. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί κακή πίστη εκ μέρους της διοίκησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν αμφισβήτησε περαιτέρω την επίδικη απόφαση της.»
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται, υπό τις περιστάσεις, €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο