ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 36/2021)
16 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
SHARMAAKE MOHAMED
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
----------------------
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
----------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Ο Εφεσείων αμφισβήτησε με την Προσφυγή Αρ. 124/2018 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας τη νομιμότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.10.2017, κοινοποιηθείσα σ’ αυτόν στις 14.11.2017, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για χορήγηση διεθνούς προστασίας (βλ. αιτηθείσα θεραπεία Α1. στο δικόγραφο της Προσφυγής).
Παράλληλα, με την ίδια Προσφυγή, ο Εφεσείων αιτήθηκε και απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία να τον αναγνωρίζει ως πρόσφυγα (βλ. αιτηθείσα θεραπεία Α2. στο δικόγραφο της Προσφυγής) και, εναλλακτικά, ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας (βλ. αιτηθείσα θεραπεία Α3. στο δικόγραφο της Προσφυγής).
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 25.8.2021 επί της Προσφυγής. Τα παραθέτουμε:
«Ο Αιτητής είναι Σομαλός υπήκοος, ο οποίος αφίχθη παράνομα στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και έπειτα εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 09/10/2016. Δεν είναι κάτοχος οποιουδήποτε προσωπικού εγγράφου που να φανερώνει την ταυτότητά του. Στις 19/10/2016, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία ως ασυνόδευτος ανήλικος.
Στις 10/11/2016 διεξήχθη συνέντευξη προσδιορισμού ηλικίας για τον Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου από τον αρμόδιο λειτουργό κο Α. Αγρότη, στην οποία παρευρισκόταν η εκπρόσωπος - κηδεμόνας του από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, η κα. Μ. Αντωνίου. Στον Αιτητή παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα από τα Σομαλικά, τα οποία είναι η μητρική του γλώσσα, σε Αγγλικά. Με το πέρας της συνέντευξης δεν εντοπίστηκαν λόγοι που να δικαιολογούν την παραπομπή του Αιτητή σε περαιτέρω εξετάσεις (ιατρικές) προσδιορισμού ηλικίας. Η Υπηρεσία Ασύλου θεώρησε τον Αιτητή ως ασυνόδευτο ανήλικο.
Στις 19/09/2017 διεξήχθη συνέντευξη, που αφορά το αίτημα του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, από την αρμόδια λειτουργό κα Ειρ. Θεοδώρου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης συ (sic) παρευρισκόταν και πάλι εκπρόσωπος από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ήτοι η κα H. Παναγιωτίδου από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας. Στον Αιτητή παραχωρήθηκε και πάλι δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.
Μετά τη συνέντευξη, στις 11/10/2017 η αρμόδια Λειτουργός ετοίμασε έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία γινόταν εισήγηση απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας. Η έκθεση/εισήγηση εγκρίθηκε στις 25/10/2017.
Στις 30/10/2017 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης προς τον Αιτητή για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας. Η επιστολή επιδόθηκε προσωπικά στον υπό αναφορά Αιτητή, στις 14/11/2017, στην παρουσία της εκπροσώπου του από τις ΥΚΕ Λευκωσία, κα Ελένη Ρούσου. Κατά την επίδοση της επιστολής, με τη βοήθεια Σομαλής μεταφράστριας, του επεξηγήθηκαν οι λόγοι απόρριψης, η νομική βάση απόρριψης του αιτήματος και ποιες οι περαιτέρω ενέργειες στις οποίες θα έπρεπε να προβεί αναφορικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 29/01/2018 καταχωρήθηκε η παρούσα, υπό εξέταση, προσφυγή.
Στις 9/2/2018, μία εβδομάδα μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, επανεκδόθηκε η επιβεβαιωτική επιστολή του Αιτητή με διόρθωση στην ημερομηνίας γεννήσεως του (Παράρτημα 6 στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτησης (sic)).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφαση του στην εν λόγω Προσφυγή, ακύρωσε, καταρχάς, την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.10.2017, αποδεχόμενο τη θέση της συνηγόρου του Εφεσείοντα (αυτή προβληθείσα στα πλαίσια ισχυρισμού περί παραβίασης των διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων που αφορούν τον -αναγνωρισμένο (βλ. ανωτέρω γεγονότα) ως ασυνόδευτο ανήλικο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης- Εφεσείοντα), περί παντελούς έλλειψης αναφοράς των καθ’ ων η αίτηση στο βέλτιστο συμφέρον του τόσο κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας, όσο και στο πλαίσιο της δοθείσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, διαπιστώνοντας, πρόσθετα, απουσία παιδοκεντρικής προσέγγισης των καθ’ ων η αίτηση κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του Εφεσείοντα. Συνοψίζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακύρωσε λόγω των πιο πάνω ευρημάτων του, την επίδικη διοικητική απόφαση, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και λανθασμένης αιτιολογίας.
Κατόπιν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και επί της ουσίας την αίτηση του Εφεσείοντα, τόσο σε σχέση με τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα, όσο και, εναλλακτικά, σε σχέση με τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας. Απέρριψε και τα δύο, αφού προηγουμένως, έκρινε, σε σχέση με την εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα, ότι κατά την κατ’ ουσία εξέταση του αιτήματος του Εφεσείοντα το Δικαστήριο θα πρέπει να τον αντιμετωπίσει ως ασυνόδευτο ανήλικο, ανεξάρτητα από την -εν τω μεταξύ- ενηλικίωση του. Συναφώς αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Δε θα διαφωνήσω με την θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή ότι κατά την επί της ουσίας εξέτασης του αιτήματος ασύλου του Αιτητή, το Δικαστήριο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον Αιτητή ως ασυνόδευτο ανήλικο ανεξάρτητα από την ενηλικίωσή του. Επί τούτου σημειώνω ότι κατά την εξέταση της νομιμότητας της επίδικης απόφασης ημερ. 30/10/2017, που εν τέλει έχω αποφασίσει την ακύρωση της, λήφθηκε δεόντως υπόψιν ότι ο Αιτητής τότε ήταν ασυνόδευτος ανήλικος. Ωστόσο ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 29/01/2018, αφού, γεννηθείς στις 10/01/2000 (Παράρτημα 6 της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτησης (sic)), είχε ήδη ενηλικιωθεί στις 10/01/2018. Συνεπώς, δεν μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι η παρούσα ενώπιον μου διαδικασία άρχισε από τον Αιτητή αφού ο ίδιος είχε ενηλικιωθεί.
Εν προκειμένω ο Αιτητής, όντας γεννηθείς το Ιανουάριο του 2000, σήμερα είναι ενήλικας, 21 χρονών. Το Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω έχει αποφασίσει ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 30/10/2017 που αφορούσε την αίτηση του Αιτητή υπό την τότε ιδιότητά του ως ανήλικου πάσχει για τους λόγους που αναλυθήκαν πιο πάνω στην παρούσα.
Ωστόσο σήμερα, το Δικαστήριο καλείται να αξιολογήσει κατά πόσο με τα ενώπιον του στοιχεία και προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή και την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Στα πλαίσια και της ex nunc εξέτασης που προβαίνει το Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν μπορεί από τη μια το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψιν νέα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αλλά από την άλλη να αγνοεί την μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Αιτητή. Η αποδοχή τέτοιας θέσης θα συνιστούσε επιλεκτική συμπεριφορά του Δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς την απαίτηση για εξατομικευμένη εξέταση του Αιτήματος του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας. Η αναφορά στις αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν στην οικογενειακή επανένωση δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα ούτε μπορεί να ακολουθηθεί το ίδιο σκεπτικό και παραπέμπω στις αιτιολογικές σκέψεις 55-64 (βλ.C 550/16, A and S ECLI:EU:C: 2018: 248.»
Η ενώπιον μας Έφεση στρέφεται εναντίον της ως άνω πρωτόδικης απόφασης και οι δικογραφηθέντες λόγοι έφεσης έχουν, κατά λέξη και άνευ σχολίων ως προς τη γραμματική, ορθογραφία ή συντακτικό τους, ως ακολούθως:
«Πρώτος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση εντός εύλογου χρόνου ή /και έγκαιρα δεδομένου ότι αφορούσε σε ασυνόδευτο ανήλικο και ευάλωτο πρόσωπο κατά το νόμο και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον επείγοντα χαρακτήρα της κατά παράβαση τόσο του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018) και ειδικότερα του άρθρου 11(9) αυτού, του περί Προσφύγων Νόμου (6(Ι)/2000), των Οδηγιών 2011/95/ΕΕ, 2013/32/ΕΕ και της αρχής της πρακτικής αποτελεσματικότητας (effet utile) των Οδηγιών, όσο και του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων 1984 (11/1986) ως έχει τροποποιηθεί από τον Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό του 2002. Παράλληλα παραβίασε το δικαίωμα του Εφεσείοντος σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Αιτιολογία:
Τούτο διότι, από την καταχώριση της προσφυγής στις 26/1/2018 ή/και από την ολοκλήρωση της δικογραφίας ή/και από την ακρόαση της υπόθεσης, μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα έως την έκδοση της απόφασης αφότου αυτή επιφυλάχθηκε ή/και έγιναν επανανοίγματα κατ’ επανάληψη τα οποία μπορούσαν να γίνουν νωρίτερα ή/και μεταξύ αυτών μεσολάβησαν διαστήματα μεγαλύτερα των 6 μηνών και η καθυστέρηση αυτή είχε αντίκτυπο στην έκβαση της υπόθεσης, υπό το φως ιδίως της ιδιότητας του αιτητή κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας του ως ασυνόδευτου ανήλικου. Εξαιτίας τόσο της διαχείρισης της υπόθεσης, από πλευράς χρόνου, ή/και αυτής σε συνδυασμό με τη μη εφαρμογή των ορθών νομικών προτύπων του ενωσιακού δικαίου, ο Εφεσείων στερήθηκε πτυχών του δικαιώματός του σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και θεραπεία ή/και αυτής σε συνδυασμό με τη μη εφαρμογή των ορθών νομικών προτύπων του ενωσιακού δικαίου, ο Εφεσείων στερήθηκε πτυχών του δικαιώματός του σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και θεραπεία ή/και σε δίκαιη δίκη, κατά παράβαση των συνταγματικών αυτών του δικαιωμάτων, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και της ΕΣΔΑ.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το ίδιο τις αρχές που αφορούν στους ασυνόδευτους ανήλικους προβαίνοντας σε παραβίαση ή/και εσφαλμένη εφαρμογή του σχετικού ενωσιακού δικαίου ή/και σε αδικαιολόγητη εγκατάλειψη των εν λόγω αρχών επί της συγκεκριμένης κατηγορίας ευάλωτων προσώπων ενόψει του ότι ο Εφεσείων συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Κατέστησε στην πραγματικότητα ανούσιο το γεγονός της ανηλικότητάς του Εφεσείοντος, το εξίσωσε άνευ ετέρου με ενήλικα αιτούντα και εγείροντας θέματα ανασφάλειας δικαίου, διάκρισης μεταξύ αιτούντων/δικαιούχων διεθνούς προστασίας ή/και ζητήματα αναποτελεσματικότητας του ενωσιακού και ευρύτερα προσφυγικού δικαίου, ενώ επίσης καταστρατηγήθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός των Οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2011/95/ΕΕ σε σχέση με τους ασυνόδευτους ανηλίκους.
Αιτιολογία:
Τούτο διότι παραγνώρισε την πάγια αρχή του προσφυγικού δικαίου και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι πράξη αναγνωριστικού χαρακτήρα ενός υποκειμενικού δικαιώματος ανεξάρτητα από το χρόνο της επίσημης απόφασης, υπό το φως της οποίας αρχής, η αναγνώριση δεν δύναται να εξαρτάται από το χρόνο ή/και τη διάρκεια της εξέτασης των αιτήσεων. Τούτο, επίσης διότι, η αναγνώρισή ή μη αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αποτελεί ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξαρτάται από τις περιστάσεις του αιτούντος και όχι τις περιστάσεις της διοικητικής ή/και της δικαστικής εξέτασης της αίτησής του ως εν πολλοίς συνέβη στην περίπτωση του Εφεσείοντος. Η αρχή αυτή αναδείχθηκε μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τυγχάνει κατ’ αναλογία εφαρμογής στην περίπτωση του Εφεσείοντος, ενώ παράλληλα παραβίαση προκύπτει και σε σχέση με τις εγγυήσεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Τρίτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφαιρώντας από τον ουσιαστικό έλεγχο του / έλεγχο ορθότητάς του το στοιχείο της ανηλικότητας του Εφεσείοντος προβάλλοντας τον πλήρη και ex nunc έλεγχο ως δικαιολόγηση της προσέγγισής του αυτής, παραβίασε την αρχή του σεβασμού του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού και τις παράγωγες αυτής αρχές ως διασφαλίζονται στις Οδηγίες 2011/95/ΕΕ, 2013/32/ΕΕ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ενήργησε αντιφατικά χωρίς επαρκή αιτιολόγηση της απόφασής του.
Αιτιολογία:
Τούτο επειδή δεν εφάρμοσε πλήρως την αρχή του συμφέροντος του παιδιού και τα πρότυπα που επιβάλλονται για ανήλικους ασυνόδευτους αιτούντες όπως μεταξύ άλλων, το ευεργέτημα της αμφιβολίας προς όφελος του Εφεσείοντος. Ταυτόχρονα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρότι αναγνώρισε την παραβίαση των προτύπων που αφορούν σε ανήλικα πρόσωπα εκ μέρους των Εφεσίβλητων καταλήγοντας σε παραβίαση της νομιμότητας από την προσβαλλόμενη, πρωτόδικα απόφαση, στην πράξη, ασκώντας τον έλεγχο ορθότητάς του, βασίστηκε στα ίδια αυτά στοιχεία τα οποία ήταν απόρροια των εν λόγω παραβιάσεων (π.χ. αρχής ευεργετήματος αμφιβολίας) χωρίς το ίδιο να εφαρμόσει τις εν λόγω αρχές κατά το δικό του έλεγχο, προβάλλοντας εσφαλμένα τη φύση της δικαιoδοσίας και τον πλήρη και ex nunc δικαστικό του έλεγχο η οποία δεν έπρεπε να εφαρμοστεί καταργώντας τις ως άνω αρχές.
Τέταρτος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέκλεισε τον Εφεσείων από την κατηγορία των μελών ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή/και την κατηγορία των προσώπων που διώκονται για πολιτικούς ή αποδιδόμενους σε αυτούς πολιτικούς λόγους δίωξης, στη χώρα καταγωγής του, παραβιάζοντας την Οδηγία 2011/95/ΕΕ και τον περί Προσφύγων Νόμο (6(Ι)/2000) υπό το φως τόσο της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της καθοδήγησης από τις Οδηγίες και Οδηγούς της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο. Επίσης εσφαλμένα δεν αναγνώρισε τον Εφεσείων ως πρόσωπο συνδεδεμένο με πρόσωπο με πολιτική ισχύ και τον κίνδυνο δίωξης που αντιμετωπίζει από τους φορείς δίωξης του.
Αιτιολογία:
Τούτο διότι δεν εξέτασε ή/και δεν εξέτασε αρκούντως τη θέση του Eφεσείοντος σχετικά με τη δίωξη που αντιμετωπίζει, μέσα από την ιδιότητά του ως ανηλίκου, γιου πολιτικά εμπλεκόμενου προσώπου ως πρώην μέλους της κυβέρνησης ή, άνευ βλάβης, ως ενηλίκου με συγκεκριμένο παρελθόν και οικογενειακές σχέσεις ή/και πολιτικούς ή αποδιδόμενους σε αυτόν πολιτικούς λόγους δίωξης ή/και με έμφαση στον τρόπο που η ιδιότητα και ταυτότητά του γίνεται αντιληπτή σήμερα στη χώρα καταγωγής του ή/και από τους φορείς δίωξής του με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και σε εσφαλμένη εκτίμηση κινδύνου.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη και δεν έκρινε ως παράνομη τη διαδικασία εξέτασης αίτησης ασύλου για το λόγο ότι ο Εφεσείων ανακρίθηκε από τους Εφεσίβλητους χωρίς νομικές συμβουλές από νομικό εκπρόσωπο, βάσει εσφαλμένων διαδικασιών και κατά παράβαση της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και εσφαλμένα δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του, κατά τον ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο, κατά τρόπο ώστε να ακουστεί ο Εφεσείων σε σχέση με τα ζητήματα που ήταν υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία του ή/και στα οποία βασίστηκε ο ουσιαστικός έλεγχος, στο πλαίσιο μιας αντιπαραθετικής διαδικασίας με ισότητα των όπλων, με αποτέλεσμα να μην ερεύνησε επαρκώς τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που αφορούν στο αίτημά του.
Αιτιολογία:
Τούτο διότι ο Εφεσείων κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο και την οδηγία δεν είχε νομική εκπροσώπηση κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και παρότι ο Εφεσείων είχε πλέον νομική εκπροσώπηση, στην πρωτόδικη διαδικασία, η αντιπαραθετική δίκη δεν πήρε τέτοια πορεία ώστε να γνωρίζει ο Εφεσείων τα σημεία που βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση ως προς την αξιοπιστία του ή/και να του παρασχεθεί εν γένει η ευκαιρία να ακουστεί σε συνάρτηση με τα όσα το δικαστήριο έκρινε σημαντικά να εξετάσει κατά το δικαστικό έλεγχο ουσίας της αίτησής του και αντί τούτου, ως αντίλογο και στη θέση του δικαιώματος ακρόασης του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στοιχεία που λήφθηκαν στη βάση εσφαλμένων διαδικασιών κάτι που και το ίδιο διαπίστωσε.
Έκτος Λόγος Έφεσης
Με επιφύλαξη στους λοιπούς λόγους έφεσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερεύνησε επαρκώς στο πλαίσιο του ουσιαστικού του ελέγχου, τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντος και τον κίνδυνο δίωξης που αντιμετωπίζει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ή ακόμα και το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής του σε άλλη περιοχή της χώρας του και η απόφασή του δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συνεπώς δεν άσκησε ούτε τον πλήρη και ex nunc έλεγχό του ολοκληρωμένα.
Αιτιολογία:
Τούτο διότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε και έλαβε υπόψη επιλεκτικά πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντος και αυθαίρετα έκρινε ότι ο Εφεσείων θα μπορούσε να επιστρέψει και να εγκατασταθεί σε συγκεκριμένες περιοχές, χωρίς να ερωτηθεί ο ίδιος για τυχόν δίωξη σε εκείνες τις περιοχές ή/και για τις συνθήκες διαβίωσής του σε περίπτωση εκεί επιστροφής του και χωρίς να επιστρέψει στον Εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης, η οποία ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη, να προσκομίσει δικές του πηγές και πληροφορίες από τι χώρα καταγωγής, στο πλαίσιο του ex nunc ελέγχου που ανέφερε ότι διεξήγαγε.
Έβδομος Λόγος Έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το φως των ευρημάτων του σε σχέση με τις παραβιάσεις των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου από τους Εφεσίβλητους ερμήνευσε ή/και εφάρμοσε λανθασμένα τη δικαιοδοσία του για πλήρη και ex nunc έλεγχο προχωρώντας το ίδιο στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, βασιζόμενο εντούτοις σε συνέντευξη και στοιχεία που λήφθηκαν κατά παράβαση των διαδικασιών όπως το ίδιο αποδέχθηκε.
Αιτιολογία
Τούτο, διότι σύμφωνα και με τη νομολογία του ΔΕΕ, από τη στιγμή που το Δικαστήριο διαπίστωσε σφάλματα στη διαδικασία που ακολούθησαν οι Εφεσίβλητοι, είχε την υποχρέωση είτε να παραπέμψει την υπόθεση για επανεξέταση της από τους Εφεσίβλητους σύμφωνα με τις προβλεπόμενες ορθές διαδικασίες ή να προβεί το ίδιο σε ακρόαση του Αιτητή, εφαρμόζοντας το ίδιο τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου και τις αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων από ασυνόδευτους ανήλικους.»
Στην πορεία της υπόθεσης και, συγκεκριμένα, με το περίγραμμα αγόρευσης της, η πλευρά του Εφεσείοντα ρητώς εγκατέλειψε τον πρώτο λόγο Έφεσης.
Εξετάσαμε ενδελεχώς τους πιο πάνω λόγους Έφεσης, όπως και τα ενώπιον μας περιγράμματα αγόρευσης των διαδίκων, που καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη τους και αντίκρουση τους, αντίστοιχα, καθώς και το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, όπως και το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, να ενδιατρίψουμε, πέραν των όσων απαιτούνται, σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων των πλευρών. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23:
«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»
Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, ECLI:CY:AD:2022:B267, Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022), ECLI:CY:AD:2022:B304, ECLI:CY:AD:2022:B304.»
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος Έφεσης θα τύχουν κοινής εξέτασης, αφού ακρογωνιαίο λίθο τους συνιστά ο ισχυρισμός ότι, ο Εφεσείων όφειλε, κατά την άσκηση της κατ’ ουσίαν εξέτασης της αίτησης του από το Δικαστήριο, να τύχει χειρισμού ως ασυνόδευτος ανήλικος, κάτι που δεν έγινε.
Η πιο πάνω θέση του Εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
O (υποχρεωτικός) έλεγχος όχι μόνο νομιμότητας, αλλά και ορθότητας, ο οποίος διενεργείται στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας συνίσταται στην προβλεπόμενη -στο Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ- πλήρη και ex nunc εξέταση της συγκεκριμένης ενώπιον του περίπτωσης. Ορίζεται, συγκεκριμένα, στο εν λόγω Άρθρο (με δική μας υπογράμμιση):
«Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.»
Προς τούτο, το αρμόδιο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της ενώπιον του περίπτωσης Ως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 13.6.2024 στην Υπόθεση C-563/22 SN κ.ά., σκέψη 76, με δικές μας υπογραμμίσεις:
«76. Πράγματι, το ζήτημα αν η παρεχόμενη από την UNRWA προστασία ή συνδρομή έχει παύσει ως προς τον ανιθαγενή παλαιστινιακής καταγωγής πρέπει να εκτιμάται από την αρμόδια διοικητική αρχή βάσει εξατομικευμένης αξιολογήσεως όλων των κρίσιμων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95. Από το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι για την έκδοση αποφάσεως επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής «κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση». Αφετέρου, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαμορφώνουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπον ώστε η εκδίκαση των ενδίκων βοηθημάτων τα οποία αφορά η εν λόγω διάταξη να περιλαμβάνει «πλήρη και ex nunc» εξέταση, στοιχείο που προϋποθέτει ότι το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψεις 54, 55 και 61.»
Η πιο πάνω επικαιροποίηση των δεδομένων (και των πραγματικών) της περίπτωσης δεν αφορά και δεν περιορίζεται, a priori τουλάχιστον, μόνο στα στοιχεία που θα ήταν τυχόν επωφελή για την αίτηση του προσφεύγοντα, αλλά άπτεται όλων των σχετικών παραμέτρων (και των προσωπικών δεδομένων του αιτούντος), ακόμα και αν τέτοια επικαιροποίηση θα οδηγούσε στην απόρριψη της αίτησης ασύλου. Εάν, επί παραδείγματι, κατά το στάδιο της διοικητικής εξέτασης η χώρα καταγωγής του αιτούντος δεν ήταν ασφαλής, αλλά κατέστη ασφαλής στο στάδιο της επί της ουσίας δικαστικής εξέτασης, αυτό το στοιχείο δεν δύναται να αγνοηθεί. Όπως, βεβαίως, ούτε η αντίστροφη περίπτωση. Το ζητούμενο είναι πάντα η διαπίστωση εφεξής ανάγκης παροχής διεθνούς προστασίας λόγω κινδύνου δίωξης (μελλοντοστραφούς, βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 17.7.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2024 KASUMILAMBU HENRY MULENDA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 31.3.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 153/2023 RAAFAT ALFY NOUH KHALIL κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ) και σε αυτό αποσκοπεί η ex nunc δικαστική εξέταση και η απαίτηση επικαιροποίησης των δεδομένων.
Οι δε ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, μεταξύ αυτών και αυτές για ασυνόδευτους ανήλικους αιτητές που εδώ ενδιαφέρουν, είναι ως φανερώνει το ίδιο το λεκτικό τους, διαδικαστικές. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του (ουσιαστικού) δικαιώματος αναζήτησης και απόκτησης ασύλου λόγω δίωξης και γενικότερα του δικαιώματος παροχής διεθνούς προστασίας και είναι, ως εκ της φύσεως τους, εξισορροπητικές και αποκαταστατικές. Ήτοι, δεν αποσκοπούν να θέσουν τους δικαιούχους τέτοιων διαδικαστικών εγγυήσεων σε ευνοϊκότερη μοίρα και μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους αιτητές διεθνούς προστασίας, αλλά, όσο το δυνατόν, σε ίση. Ως εκ τούτου, δεν αποτελούν αμετάβλητο και αναφαίρετο κεκτημένο ουσιαστικό δικαίωμα, άπαξ και ο λόγος παροχής τέτοιων διαδικαστικών εγγυήσεων δεν υφίσταται πλέον. Όπως, έχει επισυμβεί στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, η ex nunc εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα από το Δικαστήριο έλαβε χώρα σε χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο Εφεσείων είχε ήδη ενηλικιωθεί (ως ορθά σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήδη κατά τη χρονική στιγμή καταχώρησης της Προσφυγής ο Εφεσείων ήταν ενήλικας), ως είναι αδιαμφισβήτητο από τα μέρη.
Η πλευρά του Εφεσείοντα διατείνεται ότι, δεν λήφθηκε υπόψη η ανηλικότητα του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση ουσίας που διενήργησε, στερώντας του έτσι, την εφαρμογή του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Καταρχάς, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δεν αφορά μόνο ανήλικους αιτούντες, αλλά όλους και δεν πιστώνεται σε αιτητή διεθνή προστασία, όταν κρίνεται ότι η ιστορία του δεν δικαιολογεί την παροχή διεθνούς προστασίας (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 12.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 12/2023 HASSAN ALI V. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ). Από τη δικαστική απόφαση σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο έπραξε ακριβώς τούτο, σε σχέση με αντιφατικές δηλώσεις στις οποίες προέβη ο Εφεσείων στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του Δικαστηρίου. Για του λόγου το ασφαλές, παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα από τη δικαστική απόφαση, με σχετική δική μας υπογράμμιση και έμφαση:
«Περαιτέρω, επί της ουσίας ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι αυτός έχει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω «των αποδιδόμενων σε αυτόν πολιτικών πεποιθήσεων ενόψει της ιδιότητας του πατέρα του ο οποίος δολοφονήθηκε σε τρομοκρατική επίθεση της Al Shabab ως δημόσιου αξιωματούχου της κυβέρνησης κατά ή περί τον ουσιώδη χρόνο από την τρομοκρατική οργάνωση Al Shabab, από την οποία το κράτος δεν μπορεί να τον προστατεύσει.». Σημειώνω ότι σύμφωνα με άλλο σημείο της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή, ο πατέρας του ήταν «πρώην στέλεχος της κυβέρνησης και, κατά τον Αιτητή, ο λόγος που βρισκόταν στο Μογκαντίσου ήταν επειδή παραιτήθηκε από τη δουλειά του και διέμενε εκεί όσο έψαχνε καινούρια δουλειά» (παράγραφος 39 της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή). Συνεπώς, σύμφωνα με τον ίδιο τον Αιτητή, ο πατέρας του βρισκόταν τυχαία στο εν λόγω ξενοδοχείο που έλαβε χώρα η τρομοκρατική επίθεση της Al Shabab. Προκύπτει επομένως αντίφαση στο περιεχόμενο της ίδιας της Αγόρευσης του Αιτητή ως προς τη θέση του εάν ο πατέρας του ήταν ή όχι στέλεχος της κυβέρνησης κατά τον χρόνο του θανάτου του. Έχω λάβει υπόψιν ότι κατά τον χρόνο θανάτου του πατέρα του ο Αιτητής ήταν 15 χρονών παιδί, ανήλικος και δεν αναμένεται να αντιλαμβάνεται και να θυμάται τα γεγονότα με τον ίδιο τρόπο ως θα τα θυμόταν και αντιλαμβανόταν εάν συνέβαιναν όντας ενήλικας ιδιαίτερα δε εάν βρισκόταν σε ένα διαφορετικό κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο Αιτητής δεν έχει εξηγήσει πως σήμερα, μετά από 6 περίπου χρόνια από τον κατ΄ ισχυρισμό θάνατο του πατέρα του, αποτελεί στόχο, ως παιδί του αντιδημάρχου μιας πόλης της περιοχής Middle Shabelle. Ούτε έχει εξηγήσει ποιες ήταν οι πολιτικές πεποιθήσεις του πατέρα του με τις οποίες ισχυρίζεται ότι τον συνδέουν. Συνεπώς, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει προβάλλει οιοδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων.»
Τέλος, ορθή βρίσκουμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η αναφορά στις αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν στην οικογενειακή επανένωση δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα ούτε μπορεί να ακολουθηθεί το ίδιο σκεπτικό». Συγκεκριμένα, στην απόφαση ημερομηνίας 12.4.2018 στην C-550/2016 A και S κατά Staatssecretaris van Veiliggheiten en Justitiae το ζήτημα και τα εκεί γεγονότα ήταν πολύ διαφορετικά. Εκεί, το κριθέν ζήτημα αφορούσε πρωτίστως πολίτες τρίτης χώρας, οι οποίοι ήταν γονείς πρόσφυγα που υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ασύλου ως ασυνόδευτος ανήλικος και του χορηγήθηκε άσυλο όσο ήταν ανήλικος και αν αυτοί μπορούν να επικαλεσθούν το Άρθρο 2, στοιχείο στ΄, σε συνδυασμό με το Άρθρο 10, παράγραφο 3, στοιχείο αʹ, της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ, εάν ο πρόσφυγας ενηλικιώθηκε μετά τη χορήγηση ασύλου, αλλά διαρκούσης της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας διαμονής στους γονείς του.
Με βάση τα ανωτέρω, ο δεύτερος και τρίτος λόγος Έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Η πιο πάνω διαπίστωση οδηγεί και στην απόρριψη του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου Έφεσης, ο οποίος στρέφεται εναντίον της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν ανήκει, κατά τη χρονική στιγμή εξέτασης της ουσίας της Προσφυγής του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αφού αυτή προϋποθέτει την ιδιότητα του ως ανήλικου, η οποία, ως προαναφέρθηκε, δεν υφίσταται κατά την κατ’ ουσία ενώπιον του Δικαστηρίου εξέταση του αιτήματος του. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου Έφεσης, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά και επαρκώς διερεύνησε κατά πόσο ο Εφεσείων έχει αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και απέρριψε τούτο (βλ. ανωτέρω σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση).
Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Όσον αφορά, τώρα, τον πέμπτο λόγο Έφεσης, αυτός κρίνεται αλυσιτελής, ενόψει εξέτασης της αίτησης του Εφεσείοντα επί της ουσίας (βλ. ενδεικτικά απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023 DEVI PRASAD SIWAKOTI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ και απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 30.10.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023 MEHEDI ν. ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ). Τονίζουμε, εν πάση περιπτώσει ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε, ως προαναφέρθηκε, τη διοικητική απόφαση ένεκα παντελούς έλλειψης αναφοράς των καθ’ ων η αίτηση στο βέλτιστο συμφέρον του Εφεσείοντα, τόσο κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας, όσο και στο πλαίσιο της δοθείσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνοντας, πρόσθετα, απουσία παιδοκεντρικής προσέγγισης των καθ’ ων η αίτηση κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του Εφεσείοντα. Εξετάζοντας δε, την αίτηση του Εφεσείοντα επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βασίστηκε σε καμία περίπτωση για τη διαμόρφωση της κρίσης του στα όσα ο Εφεσείων δήλωσε στη συνέντευξη του ενώπιον της διοίκησης (αντίθετα, αντιφατικές δηλώσεις του στις γραπτές αγορεύσεις του κρίθηκαν με πάσα επιείκια από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση), αλλά στην εν γένει μη από πλευράς του τεκμηρίωση του φόβου πολιτικής δίωξης του ένεκα του πατέρα του. Επαναλαμβάνουμε το καταληκτικό επί τούτου της πρωτόδικης κρίσης:
«Ωστόσο, ο Αιτητής δεν έχει εξηγήσει πως σήμερα, μετά από 6 περίπου χρόνια από τον κατ΄ ισχυρισμό θάνατο του πατέρα του, αποτελεί στόχο, ως παιδί του αντιδημάρχου μιας πόλης της περιοχής Middle Shabelle. Ούτε έχει εξηγήσει ποιες ήταν οι πολιτικές πεποιθήσεις του πατέρα του με τις οποίες ισχυρίζεται ότι τον συνδέουν. Συνεπώς, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει προβάλλει οιοδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων.»
Τέλος, ο Εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις του μέσα από τις γραπτές αγορεύσεις του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ζήτημα της περαιτέρω διερεύνησης αξιοπιστίας του προϋποθέτει, καταρχάς, την προβολή εκ πρώτης όψεως βάσιμου λόγου φόβου δίωξης, με τις κατάλληλες επεξηγήσεις περί τούτου, κάτι που, ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσείων απέτυχε να πράξει (βλ. ανωτέρω απόσπασμα).
Υπενθυμίζεται ότι, ο αιτητής ασύλου, εδώ ο Εφεσείων, φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (βλ. Άρθρο 16 (2)(α) και (18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000). Εναπόκειτο στον Εφεσείοντα να τεκμηριώσει την αίτησή του και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα δεν ήταν επαρκείς ως προς τούτο. Επειδή η Υπηρεσία Ασύλου εξετάζει εξατομικευμένα έκαστη αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν αναιρείται η υποχρέωση του αιτητή να τεκμηριώσει την αίτησή του ούτε η δυνατότητα της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να την κρίνει αβάσιμη, το δε Εφετείο δεν παρεμβαίνει εκτός αν ο προσφεύγων καταδείξει νομικό σφάλμα (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 18.7.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας), που δεν παρατηρείται εν προκειμένω.
Συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ούτε ο έκτος λόγος Έφεσης βρίσκουμε να ευσταθεί.
Η έρευνα που διεξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα και τη δυνατότητα επιστροφής του ήταν αναλυτική και ενδελεχής και, εν πάση περιπτώσει, η δέουσα. Τίποτε από όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας δεν ανατρέπουν την εικόνα της δέουσας διερεύνησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί τούτου του θέματος.
Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι η στάθμιση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δύναται να αναψηλαφείται από το Εφετείο εκτός, ίσως, σε περίπτωση ακραία αυθαίρετων συμπερασμάτων και, εν πάση περιπτώσει, όχι εύλογων (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 29.5.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 56/2024 YOUSSOUF TOURE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ) που δεν είναι, κρίνουμε, η παρούσα περίπτωση. Ως έχει πλειστάκις αναφερθεί, το Εφετείο δεν συνιστά δικαστήριο ελέγχου ουσίας της διοικητικής ή της πρωτόδικης απόφασης (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 29.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 SOMADINA VICTOR ΕJIKEME ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ) αλλά μόνο νομιμότητας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018).
Όσον αφορά, τέλος, τον έβδομο λόγο Έφεσης, ούτε αυτός, κρίνουμε, ευσταθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την υποχρεωτική κατά νόμο αρμοδιότητα του, εξετάζοντας και επί της ουσίας την αίτηση του Εφεσείοντα, όπως, εξάλλου, ο ίδιος ο Εφεσείων ζήτησε με τα αιτητικά Α2 και Α3 της Προσφυγής του.
Καταρχάς, σε αντίθεση με ότι διατείνεται η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν χρησιμοποιήθηκε η ακυρωθείσα λόγω διαπιστωθεισών πλημμελειών συνέντευξη του Εφεσείοντα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα.
Ούτε υπάρχει εξάπαντος υποχρέωση στο Δικαστήριο διενέργειας προφορικής συνέντευξης του Εφεσείοντα, άπαξ και κριθεί πλημμελής η συνέντευξη που έδωσε ενώπιον της διοίκησης.
Ιδιαίτερα δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν οφείλει να διεξαγάγει και προφορική συνέντευξη του Εφεσείοντα προς περαιτέρω διακρίβωση της αξιοπιστίας του όταν ο αιτητής διεθνούς προστασίας με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει στις γραπτές του αγορεύσεις, μέσω των οποίων πραγμάτωσε και το δικαίωμα ακρόαση του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν τεκμηριώνει καν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο δίωξης του, ως κρίθηκε- ορθά- στην παρούσα περίπτωση.
Ούτε είχε υποχρέωση το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακολουθήσει τις ίδιες διαδικασίες όπως ενώπιον της διοίκησης κατά την από πλευράς του εξέταση της αίτησης. Κατά τη νομολογία (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 25.7.2018 στην Υπόθεση C-585/16 Alheto, σκέψη 103), ναι μεν το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (στη Δημοκρατία, το πρωτόδικο Δικαστήριο) διενεργεί έλεγχο ορθότητας, αλλά ακολουθώντας διακριτή διαδικασία από την αποφαινόμενη αρχή (στη Δημοκρατία, η Υπηρεσία Ασύλου).
Το ζητούμενο είναι πάντοτε η πλήρης και ex nunc έρευνα από το Δικαστήριο (βλ. Άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), σύμφωνα με τις ανάγκες έκαστης εξατομικευμένης περίπτωσης. Κρίνουμε, με θεώρηση των δεδομένων της παρούσας περίπτωσης, ότι η έρευνα που διεξήχθη από το Δικαστήριο ήταν τέτοια.
Ούτε, επαναλαμβάνουμε, όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μεταχειριστεί, για τους σκοπούς της επί της ουσίας εξέτασης της αίτησης του, τον Εφεσείοντα ως ανήλικο, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, κατά την εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου Έφεσης.
Συνεπώς, ούτε ο έβδομος λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως ευσταθεί.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο