ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α. v. A.Z.A., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 58/2025, 25/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α. v. A.Z.A., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 58/2025, 25/9/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 58/2025)

 

25 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

               ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.   ΠΡΟÏΣΤΑΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                                                                         Εφεσείουσα,

v.

 

                                                               A.Ζ.Α.

                                                                                                                  Εφεσίβλητου.

 

--------------------

Ρ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Α. Πλιάκα (κα), για Γ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

                                              --------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.:  To πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 31/03/2025 έκανε αποδεκτή την Προσφυγή Αρ. ΔΚ 7/2025 που ο Εφεσίβλητος καταχώρησε εναντίον του διατάγματος κράτησης του ημερομηνίας 14/03/2025, το οποίο εκδόθηκε στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (εφεξής «Ν. 6(Ι)/2000»).

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσίβλητος κατάγεται από το Ιράν και αφίχθη στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 06/08/2000 μέχρι τις 21/09/2000 με προσωρινή άδεια ως επισκέπτης.  Την 31/05/2005 υπέβαλε αίτηση ασύλου με ψευδή στοιχεία, η οποία απορρίφθηκε στις 04/03/2006 από την Υπηρεσία Ασύλου. Προσφυγή του Εφεσίβλητου στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εναντίον της πιο πάνω απόφασης απερρίφθη στις 28/12/2009.  Ακολούθως, ο Εφεσίβλητος συνελήφθη υπό το ψευδές όνομα που δήλωσε και κατόπιν παραδοχής του σε ποινική υπόθεση για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία (από τον αερολιμένα Τύμπου) καταδικάστηκε σε φυλάκιση.  Ακολούθησε η έκδοση εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.  Στις 08/12/2012 στοιχεία του Eφεσίβλητου εντοπίστηκαν στη βάση δεδομένων stop-list ως αναζητούμενο πρόσωπο, όντας αιτητής ασύλου με ψευδή στοιχεία.

 

Στις 20/09/2013, ο Εφεσίβλητος συνελήφθη με τις κατηγορίες της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, κατοχής  και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου και αφού καταδικάσθηκε από ποινικό Δικαστήριο, μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές.  Ακολούθησε στις 27/12/2013 η απέλαση του Εφεσίβλητου στο Ιράν δυνάμει εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα δε στοιχεία του καταχωρίστηκαν στις 29/12/2013 στη βάση δεδομένων stop-list.  Στις 05/02/2014 ο Εφεσίβλητος εισήλθε παράνομα μέσω των κατεχομένων στη Δημοκρατία και στις 16/08/2014 ανεκόπη για έλεγχο από μέλη του ΟΠΕ, εναντίον των οποίων επιτέθηκε.  Στην κατοχή του εντοπίστηκε ποσότητα ελεγχόμενου φαρμάκου.  Εναντίον του καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση και το Δικαστήριο τον καταδίκασε σε εννέα μήνες φυλάκιση για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, επίθεσης κατά οργάνου της τάξης προκαλούσας σωματική βλάβη και αντίσταση κατά της νομίμου συλλήψεως.

 

Κατόπιν έκδοσης σχετικών διαταγμάτων ο Εφεσίβλητος απελάθη στις 21/03/2015 και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στη βάση δεδομένων stop-list.   Όπως προκύπτει από επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 06/12/2023 (ερ. 135), ο Εφεσίβλητος εισήλθε εκ νέου παράνομα στη Δημοκρατία και εναντίον του καταχωρήθηκε και εξετάστηκε ποινική υπόθεση (Ποινική Υπόθεση αρ. 5506/2022) για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου, παράνομης χρήσης ελεγχόμενων φαρμάκων και κατοχής επιθετικού όπλου, για τα οποία καταδικάσθηκε και μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, η οποία εξέπνεε στις 13/12/2023. 

 

Παράλληλα, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε στις 26/05/2022 νέα αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απερρίφθη στις 08/09/2022.  Πριν από την εκπνοή της ποινής φυλάκισης, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσίβλητου, στις 11/12/2023, διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (εφεξής «Κεφ. 105»), τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τον Εφεσίβλητο.  Σημειώνεται επίσης ότι, εναντίον της διάρκειας της κράτησης του ο Εφεσίβλητος κατεχώρησε Αίτηση habeas corpus (Πολιτική Αίτηση Αρ. 173/2024 (i-justice)), η οποία δεν έγινε αποδεκτή με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 14/11/2024.

Ακολούθησε αίτημα του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 09/01/2024, για επανάνοιγμα του φακέλου του, το οποίο αφού κρίθηκε παραδεκτό έγινε επί της ουσίας εξέταση της αίτησης του (ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε μεταστροφή του στον Χριστιανισμό ως νέο στοιχείο). Τελικά, η μεταγενέστερη αίτηση απερρίφθη στις 29/02/2024 από την Υπηρεσία Ασύλου και εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 1387/2024 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο με απόφαση του ημερομηνίας 12/03/2025 διαπίστωσε ζήτημα σε σχέση με την αρμοδιότητα του λειτουργού που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση και ακύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 14/03/2025 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσίβλητου το επίδικο διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο των υποβληθέντων από τον Εφεσίβλητο λόγων ακύρωσης, παρατήρησε καταρχάς ότι η αναφορά στο επίδικο διάταγμα σε «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» δημιουργεί ασάφεια ως προς το πραγματικό νομικό θεμέλιο επί του οποίου στηρίχθηκε η Διοίκηση, η οποία «όφειλε να προσδιορίσει με επάρκεια το νομικό έρεισμα της κράτησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου».  Επί της ουσίας, διαπίστωσε ότι «το περιεχόμενο του διατάγματος αυτού δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή, από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους».  Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η ελλιπής αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου και κατέληξε ως ακολούθως:

«Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από την επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 14.03.2025, ο Αιτητής εξακολουθούσε να τελεί υπό κράτηση δυνάμει των διαταγμάτων της 11.12.2023 ακόμα και κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος.  Συνεπώς, η έκδοση του νέου διατάγματος συντελέστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματική και νομικά θεμελιωμένη μεταβολή στο καθεστώς στέρησης της ελευθερίας του Αιτητή, καθιστώντας την εν λόγω διοικητική πράξη ουσιαστκά ως συνέχεια της προηγούμενης κράτησης, χωρίς διακοπή ή ανεξάρτητη ατομική αξιολόγηση.

 

Η πρακτική αυτή υποσκάπτει την εγγυημένη από την ενωσιακή έννομη τάξη υποχρέωση της Διοίκησης να προβαίνει σε αυστηρά εξατομικευμένο και αναλογικό έλεγχο των προυποθέσεων κράτησης, ιδίως όταν πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας αιτητή διεθνούς προστασίας, η οποία, σύμφωνα με την 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δεν μπορεί να εφαρμοστεί μηχανικά ή τυποποιημένα.  Το γεγονός ότι η Διοίκηση απλώς μεταπήδησε από το προηγούμενο καθεστώς κράτησης σε νέο, δυνάμει διαφορετικής νομικής βάσης, χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση, καταστρατηγεί φρονώ τις απαιτήσεις της αρχής της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της καλής πίστης που διέπουν την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

 

Όσον αφορά την ουσία της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου διατάγματος, παρατηρείται ότι αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο ποινικό ιστορικό του Αιτητή και, συγκεκριμένα, στην καταδίκη του για σειρά αδικημάτων με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για την οποία ο Αιτητής έχει ήδη εκτίσει την ποινή του.  Εντούτοις, ως έχω ήδη επισημάνει με παραπομπή σε σχετική νομολογία, η ύπαρξη ποινικής καταδίκης, ακόμη και για σοβαρό αδίκημα, δεν αρκεί καθ’ εαυτήν για να θεμελιώσει τη συνέχιση ή την επιβολή κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης.

 

[…]

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η επίμαχη ποινική υπόθεση αφορούσε γεγονότα που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 2022, ενώ κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος έχουν ήδη παρέλθει σχεδόν τρία έτη από την τέλεση των αδικημάτων.  Επίσης, ουδεμία αναφορά ή ένδειξη υφίσταται στο φάκελο ότι, μετά την έκτιση της ποινής του -ή ακόμα και κατά την έκτιση αυτής- ο Αιτητής ενεπλάκη σε παράνομες δραστηριότητες ή υιοθέτησε συμπεριφ(ο)ρ(ο)ά που να καταδεικνύει πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας.  Η απλή επίκληση ποινικής καταδίκης του παρελθόντος, χωρίς επικαιροποιημένη, αντικειμενική και συγκεκριμένη αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν συνιστά σήμερα ο Αιτητής, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ.  Περαιτέρω, η διατήρηση της κράτησης χωρίς διακοπή και χωρίς αναγκαία διακριτή θεμελίωση εντός νέου νομικού πλαισίου, συνιστά καταστρατήγηση της απαίτησης εξατομικευμένης και ανεξάρτητης απόφασης σ(δ)ε κάθε στάδιο της διοικητικής κράτησης.

 

Πρόσθετα προς ενίσχυση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει οποιοδήποτε σχετικό ή ουσιώδες στοιχείο που να αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, επί της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμ. 5506/22.  Οι Καθ’ων η αίτηση δεν προέβαλαν ή προσκόμισαν την απόφαση αυτή καθ΄εαυτήν, ούτε προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι φρόντισαν να την αναζητήσουν ή να τη μελετήσουν κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.  Ως εκ τούτου, ούτε το παρόν Δικαστήριο δύναται να διαμορφώσει πληρέστατη εικόνα αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν τα αδικήματα, ούτε όμως και η ίδια η Διοίκηση φαίνεται να προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των γεγονότων αυτών πριν προχωρήσει στην έκδοση του διατάγματος.

    […]

Αυτό που ευθέως προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα, είναι ότι η προσωπική συμπεριφορά του Αιτητή κρίθηκε ότι συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Ωστόσο, παρατηρώ ότι, πέραν της καταδίκης του Αιτητή, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να συνθέτουν την συμπεριφορά του και τα οποία να λήφθηκαν υπόψη κατά την απόφαση για έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης.

[…]

 

Η μοναδική περίπτωση όπου η ύπαρξη της ποινικής καταδίκης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της την κράτηση του Αιτητή, είναι όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως.

[…]

 

Έχοντας λοιπόν εκθέσει τα ανωτέρω, στην απουσία άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν διάφορη κρίση, φρονώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση, βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο σε λόγους γενικής πρόληψης χωρίς να ληφθεί υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή ούτε ο εντεύθεν κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. 

[…]

 

Το Δικαστήριο μπορεί να κατανοήσει τις εύλογες ανησυχίες που υπάρχουν όταν ένας αιτών άσυλο αποφυλακίζεται λίγο μετά την καταδίκη του για σοβαρές κατηγορίες.  Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε απλή «προληπτική κράτηση», ούτε μπορεί να απαλλάξει ένα κράτος από τις υποχρεώσεις του βάσει της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Δεν μπορώ συνεπώς να διαπιστώσω πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, από τα στοιχεία που έχων ενώπιον μου.  Ούτε βεβαίως μπορεί να σκιαγραφηθεί μια τέτοια συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, από την ίδια την ποινική καταδίκη.

[…]

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση εκδόθηκε αποκλειστικά λόγω της ποινικής καταδίκης του Αιτητή, χωρίς να τεθεί οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο αναφορικά με την ατομική του συμπεριφορά ή τυχόν παρούσα απειλή που να καταδεικνύει ότι εξακολουθεί να συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και επαρκώς σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η προσέγγιση αυτή αντίκειται ευθέως στην αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης, η οποία αποτελεί πυρήνα των υποχρεώσεων του κράτους κατά την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε αιτούντες διεθνή προστασία.  Η Διοίκηση παρέλειψε να λάβει υπόψη οποιαδήποτε άλλη προσωπική ή επικαιροποιημένη περίσταση του Αιτητή και αρκέστηκε σε μία γενική και αυτόματη συσχέτιση της ποινικής του καταδίκης με την έννοια της δημόσιας τάξης, κατά τρόπο που διευρύνει ανεπιτρέπτως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά συνέπεια, η κράτηση του Αιτητή, ως αποτέλεσμα της προσεγγίσεως αυτής, συνιστά αυθαίρετο μέτρο, ασυμβίβαστο με τις επιταγές του άρθρου 5 ΕΣΔΑ και με την οδηγία 2013/33/ΕΕ, και καθιστά παράνομη την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.

 

Παρατηρώ επίσης ότι οι Καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά  άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα της κράτησης, μιας και δεν εντοπίζω καμία σχετική αναφορά στα γεγονότα, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προς της κατάληξης των Καθ’ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος κράτησης.  Η μοναδική αναφορά που εντοπίζεται είναι επί της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γενικόλογα και αόριστα καταγράφεται ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής».

 

Αυτή ασφαλώς η γενικόλογη καταγραφή δεν αρκεί αφού οι Καθ’ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην έκδοση διατάγματος κράτησης δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, ως είχαν υποχρέωση (βλ. σκέψεις 54, 56 και 61, απόφασης του ΔΕΕ, C – 601/15, ανωτέρω).  Τούτο, διότι, ουδεμία στάθμιση μεσολάβησε όσον αφορά αφενός του περιοριστικού μέτρου που επιβλήθηκε στον Αιτητή ήτοι την κράτηση και κατά πόσο το εν λόγω μέτρο ήταν αναγκαίο και ανάλογο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιωκόταν ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης και/ή ασφάλειας του κράτους, όπως επίσης, δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα έναντι της κράτησης, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, πριν από την καταληκτική κρίση για έκδοση διατάγματος κράτησης.»

 

    (η έμφαση και οι υπογραμμίσεις είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου)

 

Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται από την Εφεσείουσα Δημοκρατία με πέντε Λόγους Έφεσης.

 

Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε υπό πλάνη περί τα πράγματα και δεν έλαβε υπόψη σημαντικό μέρος του μεταναστευτικού ιστορικού του Εφεσίβλητου και συγκεκριμένα, γεγονότα που επεσυνέβησαν μεταξύ 05/02/2014 και 06/12/2023.  Με τον Δεύτερο και Τρίτο Λόγο Έφεσης αντίστοιχα, βάλλεται ως εσφαλμένη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η νομική βάση του επίδικου διατάγματος στερείτο αιτιολογίας, η οποία δεν μπορούσε να συμπληρωθεί από τον διοικητικό φάκελο.  Με τον Τέταρτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται από την Εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η κράτηση του Εφεσίβλητου δεν ήταν αναγκαίο και ανάλογο μέτρο και ότι δεν αξιολογήθηκε κατά πόσο ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα.  Με τον Πέμπτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο και απέτυχε να ασκήσει την αρμοδιότητα του ως δικαστήριο ουσίας.

 

Έχουμε μελετήσει όλα τα σχετικά που τέθηκαν και από τις δύο πλευρές σε συνάρτηση με το περιεχόμενο τόσο της πρωτόδικης Απόφασης όσο και του διοικητικού φακέλου.  Οι Λόγοι Έφεσης λόγω της συνάφειας τους θα τύχουν ενιαίας εξέτασης. 

 

Σε σχέση με τα όσα προβάλλονται στον Δεύτερο Λόγο Έφεσης, για την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη επαρκούς προσδιορισμού του νομικού ερείσματος της κράτησης, αν δηλαδή η κράτηση του Εφεσίβλητου έγινε για λόγους «δημοσίας τάξης» ή «εθνικής ασφάλειας», σε συνάρτηση με τη διασφάλιση της δυνατότητας αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, σημειώνουμε τα ακόλουθα:

Στο επίδικο διάταγμα γίνεται επίκληση της «Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την πιο πάνω παρατήρηση του περί μη επαρκούς προσδιορισμού της νομικής βάσης του διατάγματος, τελικά αντιμετώπισε το επίδικο διάταγμα ως εκδοθέν με νομική βάση τη δημόσια τάξη.  Και πολύ ορθά, κατά την άποψή μας, εφόσον καμία ασάφεια δεν παρατηρείται στο περιεχόμενό του. 

 

Επί της ουσίας, αναδεικνύονται ως βασικά προς επίλυση της διαφοράς, δύο συναφή ζητήματα:

 

Πρώτον, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Διοίκηση μεταπήδησε από το προηγούμενο καθεστώς κράτησης του Εφεσίβλητου (δυνάμει του Κεφ. 105) στο νέο καθεστώς (δυνάμει του Ν. 6(Ι)/2000), χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση.  Δεύτερον, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου διατάγματος, ότι αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ύπαρξη ποινικής καταδίκης, κάτι το οποίο δεν αρκεί για να θεμελιώσει την επιβολή και τη συνέχιση της κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης.  Συνεπώς, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επίδικο διάταγμα βασίστηκε σε λόγους γενικής πρόληψης, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ατομική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου.

Eπισημαίνουμε ότι αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 14/03/2025 εκδόθηκε ενώ ήταν σε ισχύ τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 11/12/2023.  Συνεπώς εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα αξιολόγησης νέων πραγματικών περιστάσεων, εφόσον δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή σ’ αυτές δεδομένου ότι η κράτηση του Εφεσίβλητου συνεχίστηκε, χωρίς αυτός να αποφυλακιστεί (έτσι ώστε να αξιολογηθεί η ατομική του συμπεριφορά στο μεσοδιάστημα) στη βάση διαφορετικών νομοθετικών ρυθμίσεων. 

 

Δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πρακτική αυτή (της συνέχισης δηλαδή της προηγούμενης  κράτησης χωρίς διακοπή στη βάση διαφορετικών νομοθετικών ρυθμίσεων) υποσκάπτει την υποχρέωση της Διοίκησης να προβαίνει σε αυστηρά εξατομικευμένο έλεγχο των προυποθέσεων κράτησης.  Επ’ αυτού το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό πενταμελή σύνθεση) στην Α.Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 89/2015, ημερομηνίας 03/06/2022, ECLI:CY:AD:2022:C233 που αφορούσε Έλληνα υπήκοο νυμφευμένο με Ελληνοκύπρια και κάτοχο βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναντίον του οποίου εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, έκρινε ότι δεν υφίστατο παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων του Ν. 7(Ι)2007 (που αφορά ευρωπαίους πολίτες) από μια τέτοια συνέχιση της κράτησης.  Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα από την υπό αναφορά απόφαση:

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κατηγορητήριο και οι                      λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων,  βρίσκονταν ενώπιον των Εφεσίβλητων κατά τους κρίσιμους χρόνους και ότι τα    στοιχεία που συνυπολογίστηκαν συνιστούσαν, όντως, πραγματική, ενεστώσα και     επαρκή σοβαρή απειλή, συνοδευόμενη μάλιστα και από το στοιχείο της            προηγούμενης καταδίκης σε σοβαρό ποινικό αδίκημα ναρκωτικών,                      ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του      Εφεσείοντα και το  δικαιολογημένο της απέλασης (Viorel ν. Κυπριακή         Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1064/12, ημ. 2.8.12).

        Δεν βλέπουμε πώς έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας επί της     πτυχής αυτής την προσβαλλόμενη απόφαση, και αυτό γιατί ενήργησε καλώς κατά τις ισχύουσες αρχές με κατά νουν τα γεγονότα της υπόθεσης.

        Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 29, Ν.7(Ι)/07.

        Παρομοίως, σε σχέση προς τα περί του Άρθρου 35, ήταν και πάλι εύστοχη η επισήμανση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ως εκ της χρονικής στιγμής     έκδοσης του διατάγματος απέλασης - συναρτώμενου τού τελευταίου προς τον χρόνο αποφυλάκισης του Εφεσείοντα μια μέρα προηγουμένως - δεν μπορούσε να τεθεί, εκ των πραγμάτων, ζήτημα αξιολόγησης (κατά τον χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης), της όποιας ουσιαστικής μεταβολής των                    περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης, κατά τα                          διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 35(2), Ν.7(Ι)/07.

        Δεν καταδείχθηκε παραβίαση του Άρθρου 35, Ν.7(Ι)/07.

        Ήταν εύλογο για τους Εφεσίβλητους να εκτιμήσουν, με βάση και την       καταδίκη του Εφεσείοντα (και ό,τι τούτη αφορούσε), πως ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, με την κρίση τους ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος καλούσαν λελογισμένως σε απέλαση του να αιτιολογείται πλήρως και επαρκώς με βάση και τις αρχές της νομολογίας.».

 

 

 

Τα πιο πάνω, τα οποία αφορούν ευρωπαίο πολίτη στον οποίο επεβλήθη περιορισμός στο δικαίωμα διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στους πολίτες τρίτων χωρών, ως είναι εδώ η περίπτωση.

Αναφορικά με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η αιτιολογία του επίδικου διατάγματος στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ύπαρξη καταδίκης του Εφεσίβλητου για σειρά αδικημάτων, για τα οποία έχει ήδη εκτίσει την ποινή του, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφαση του στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επί της Έφεσης κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 28/23 κ.ά., Αίτηση Αρ. 3/2024, ημερομηνίας 15/01/2025 (η οποία μνημονεύεται και στην πρωτόδικη Απόφαση), η οποία αφορούσε Έλληνα υπήκοο ο οποίος ενώ εξέτιε ποινή φυλάκισης εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, αφού παρέθεσε σχετική νομολογία τόσο του ΔΕΕ όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατέληξε ότι η ύπαρξη ποινικής καταδίκης μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση ατόμου και δη ευρωπαίου πολίτη (όπως ήταν εκεί η περίπτωση) αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτή προκύπτει τέτοια συμπεριφορά η οποία να συνιστά σοβαρή απειλή σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την υπό αναφορά απόφαση:

 

 

«Η απάντηση στο Νομικό Θέμα - Κατάληξη

 Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου, του άρθρου 27(2) της Οδηγίας  αλλά και από την υπάρχουσα νομολογία τόσο του               Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του ΔΕΕ, η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δεν συνιστά αφ' εαυτής λόγο για απέλαση ατόμου και δη, όπως εν προκειμένω        ευρωπαίου πολίτη.

 

    Παρά ταύτα, η ύπαρξη ποινικής καταδίκης μπορεί να δικαιολογήσει την λήψη τέτοιου μέτρου αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτή                    προκύπτει  τέτοια συμπεριφορά η οποία να συνιστά πραγματική, εν δυνάμει       ενεστώσα, και αρκούντως σοβαρή απειλή σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.  Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά σωρευτικά, όλα τα σχετικά δεδομένα, για να καταλήξει στο ζητούμενο και δη μεταξύ άλλων, τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά και τις συνθήκες τέλεσής του.

 

   Ως αναφέρθηκε, το Εφετείο έκρινε ότι η αρμόδια αρχή εξέδωσε την               προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση της προηγούμενης καταδίκης του καθ' ου η αίτηση αφ' εαυτής ενόψει ότι δεν δύναται να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητά του αδικήματος ως διακριτό στοιχείο από την ίδια την καταδίκη. Υπό το κράτος της ως άνω λανθασμένης ερμηνείας που δόθηκε, το Εφετείο, εξέτασε το ζήτημα της αιτιολογίας, γενικότερα, που δόθηκε από την αρμόδια αρχή για την έκδοση της απόφασης. Στην ουσία των πραγμάτων, η κρίση του σε σχέση με την             αιτιολογία, βασίστηκε  στην πρωταρχική ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 29 (3) (β) του Νόμου, επί του θέματος της καταδίκης ως άνω, ώστε η απόφαση του να πάσχει στο σύνολο της.»

 

 

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000 εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Επειδή ο Α.Ζ.Α. υπήκοος ΙΡΑΝ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προυποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Α.Ζ.Α. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.    ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, μεταφορά επιθετικού όπλου, απαγορευμένου μετανάστη και παράνομης εισόδου και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΌ, ασκώντας τις εξουσίας που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο Α.Ζ.Α. παραμείνει υπό κράτηση.

 

(οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

   Σύμφωνα με τις πρόνοιες των διατάξεων του Άρθρου 9ΣΤ(1) και (2)(ε):

 « 9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

 

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.

 

[…]

 

 

Καθίσταται σαφές εκ των ανωτέρω ότι, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης του Εφεσίβλητου (επίκληση της οποίας γίνεται στο ίδιο το διάταγμα) θεωρήθηκε αναγκαία η κράτηση του για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. 

 

Η φύση και η σοβαρότητα των πιο πάνω αδικημάτων (σχετική επίσης η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο για «σοβαρές κατηγορίες») αλλά και η εν γένει συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, όπως αυτή έχει καταγραφεί (ανωτέρω)  από της παράνομης εισόδου του το 2000 στην Κυπριακή  Δημοκρατία μέχρι το 2025, χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, δεδομένα τα οποία προσδιόριζαν την ατομική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, καθιστούσαν εύλογη την απόφαση της Εφεσείουσας να θεωρήσει τον Εφεσίβλητο επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, αφού προηγουμένως, όπως διαπιστώνουμε από τον διοικητικό φάκελο, η Διοίκηση συνεκτίμησε σωρευτικά όλα τα δεδομένα.

 

Τέλος, με το δεδομένο ότι η κράτηση του Εφεσίβλητου δεν είναι αυθαίρετη αλλά εδράζεται σε νόμο, σημειώνουμε ως σχετική την ακόλουθη αναφορά από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ali Ηajali ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 15/20, ημερομηνίας 16/09/2025:

«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε, μέσα από τη νομολογία του, ότι το άρθρο 5.1 (στ) της Σύμβασης, επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν την ελευθερία των αλλοδαπών στο πλαίσιο της μετανάστευσης, νοουμένου ότι η κράτηση δεν είναι αυθαίρετη και εδράζεται σε νόμο.»

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση γίνεται αποδεκτή.  Η πρωτόδικη Απόφαση (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων) παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €3000 έξοδα (πρωτόδικα και κατ’ έφεση) υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

                               Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                                                 Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                               Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο