ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ κ.α. v. B.A.M., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 60/2023, 25/9/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ κ.α. v. B.A.M., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 60/2023, 25/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Αρ. 60/2023)

 

25 Σεπτεμβρίου, 2025

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

2.     ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                                                                  Εφεσείoυσα,

v.

 

   B. A. M.

 

                                                                                                                 Εφεσίβλητoυ.

--------------------

Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο Προϊστάμενος») απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας του Εφεσίβλητου με το εξής σκεπτικό, όπως αυτό παρατίθεται σε επιστολή του ημερ. 20.5.2020 προς τον Εφεσίβλητο η οποία εξωτερικεύει την απορριπτική του απόφαση:

 

Καταρχάς, ναι μεν η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος δεν χρήζει του καθεστώτος πρόσφυγα (το οποίο -κατά τον ορισμό «διεθνής προστασία» στο Άρθρο 2(1) των περί Προσφύγων Νόμων- συνιστά τη μια μορφή διεθνούς προστασίας, η έτερη ούσα το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας) βάσει των κριτηρίων του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων, αλλά του χορηγήθηκε συμπληρωματική προστασία βάσει του Άρθρου 19(1) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η επιστολή ημερ. 20.5.2020 επισυνάπτει αιτιολογία κατά την οποία η συμπληρωματική προστασία χορηγήθηκε στον Εφεσίβλητο λόγω της αδιάκριτης βίας στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης ή ένεκα συστηματικής ή γενικευμένης παράβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που παρατηρείται στη χώρα καταγωγής (Συρία), πληρούσας (ως καταδεικνύει η προηγηθείσα -της απορριπτικής απόφασης- ενδοϋπηρεσιακή έκθεση ημερ. 19.5.2020, την οποία ο Προϊστάμενος ενέκρινε ενυπογράφως) το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων ως προς τη στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας.

 

Ταυτόχρονα όμως, η επιστολή ημερ. 20.5.2020 ενημέρωνε τον Εφεσίβλητο πως αποκλείστηκε από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων.  Ως προς αυτό τον αποκλεισμό, η επιστολή παραπέμπει σε συνημμένη αιτιολογία, το σχετικό σημείο της οποίας είναι το εξής:

«Moreover, during interview you have also mentioned that you worked as a truck driver for a civil defence group that belongs to an Islamic organization called Ahar al Sham.  Due to classified information that has arisen during the examination of your case by the Cypriot Authorities, it has been concluded that your claim qualifies for the provisions of the Article 5 (2), (d) of the Refugee Law 2000-2019, concerning the exclusion from the subsidiary protection status because according to the classified information there are serious reasons for you to  be considered as “a person who is a danger to the Cypriot society or the security of the Republic”.

Therefore, the Asylum Service has decided that you are a person not deserving of a status of subsidiary protection and therefore you are excluded from such a benefit.”.

 

Με άλλα λόγια, ο Προϊστάμενος απέκλεισε τον Εφεσίβλητο, επειδή κατά την κρίση του αυτός υπαγόταν στο κριτήριο της παραγράφου (δ) του Άρθρου 5(2) των περί Προσφύγων Νόμων, παρότι η προηγηθείσα ενδοϋπηρεσιακή έκθεση συνέστησε τον αποκλεισμό του Εφεσίβλητου από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάση του νομικού κριτηρίου της παραγράφου (α) όσο και αυτού της παραγράφου (δ) του Άρθρου 5(2).

 

Kαταρχάς, με την ενδοϋπηρεσιακή της έκθεση, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε πως ο Εφεσίβλητος υπάγεται στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(α) των περί Προσφύγων Νόμων (το οποίο εφαρμόζεται σε περίπτωση σοβαρών λόγων περί διάπραξης -από τον αιτητή διεθνούς προστασίας- εγκλήματος κατά της ειρήνης, εγκλήματος πολέμου, ή εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, ως τέτοιο έγκλημα ορίζεται στις διεθνείς συμβάσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπισή του).

 

Αυτό, διότι ο Εφεσίβλητος είχε συμμετάσχει οικειοθελώς -ως οδηγός οχήματος τρακτέρ- σε ομάδα πολιτικής άμυνας συνδεόμενης με την  ισλαμική οργάνωση Ahrar Al Sham που διέπραξε εγκλήματα, η οποία συμμετοχή του συνεπαγόταν ατομική ποινική του ευθύνη γι’ αυτά τα εγκλήματα, αφού συνεισέφερε στην επίτευξη των στόχων αυτής της οργάνωσης (σελ. 16-18 της ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης). 

 

Συναφής με αυτό το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού ήταν η δήλωση του Εφεσίβλητου, στο πλαίσιο προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, πως εργάστηκε ως οδηγός τρακτέρ στην προρρηθείσα ομάδα πολιτικής άμυνας (για χρονικό διάστημα λιγότερο του μηνός) με σκοπό την επιχωμάτωση δρόμων προς παρεμπόδιση της προέλασης ανθρώπων και συριακού στρατού, αλλά και για βοήθεια εντοπισμού τραυματιών σε συντρίμμια βομβαρδισμών, χωρίς να συμμετάσχει σε ένοπλες συγκρούσεις και μάχες (σελ.  6-7 και 14-15  της ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης). 

 

Επίσης, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε πως στο πρόσωπο του Εφεσίβλητου συντρέχει και ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπεται στο Άρθρο 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων (το οποίο εφαρμόζεται σε περίπτωση σοβαρών λόγων περί του αιτητή διεθνούς προστασίας συνιστούντος κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας).

 

Αυτό, λόγω της επικινδυνότητας του Εφεσίβλητου όπως περιγράφεται σε γραπτή έκθεση της Αστυνομίας (σελ. 18 της ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης).  Παρότι η γραπτή έκθεση της Αστυνομίας δεν συγκεκριμενοποιείται στη σελ. 18 της ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης, στις σελ. 14-15 αυτής αναφέρονται τα εξής σε σχέση με τις θέσεις της Αστυνομίας:

«1. Οι πληροφορίες οι οποίες έχουν διαβιβαστεί από την ΥΑΜ και οι οποίες βρίσκονται ως απόρρητες στο φάκελο στο φάκελο [sic] […] και κάνουν αναφορά στον αιτητή ως ύποπτο άτομο, το οποίο πιθανώς να εμπλέκεται ή έχει ανάμειξη σε ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις.

2.  Σε σχετική έκθεση της ΥΑΜ Αρχηγείου, αναφέρεται η γραπτή κατάθεση του αδερφού του ΑΑ, ονόματι […], ο οποίος διαμένει στην Κ.Δ. , που έλαβε χώρα στις 11/09/2014, με την οποία εμπλέκει τον ΑΑ σε ενέργειες που τείνουν να τον χαρακτηρίζουν ως υποστηρικτή της τρομοκρατικής οργάνωσης DAESH (ISIS), αναφέροντας ότι κατά την επιστροφή του ΑΑ στην Συρία 2 μήνες πριν, ο ΑΑ έγινε μέλος της εν λόγω οργάνωσης.  Επιπρόσθετα, η εν λόγω κατάθεση αναφέρει ότι ο ΑΑ είχε αναρτήσει φωτογραφία μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης DAESH (ISIS) στο Facebook.  Σε σχετική ανάκριση του ο ΑΑ από την Αστυνομία, αρνήθηκε την οποιαδήποτε ανάμειξη του με την υπό αναφορά οργάνωση.  Σημειώνεται ότι το κινητό τηλέφωνο του ΑΑ στάληκε για επιπρόσθετες εξετάσεις και για αξιολόγηση των αρχειοθετημένων φωτογραφιών και βίντεο.

3. Στην εν λόγω γραπτή έκθεση της ΥΑΜ Αρχηγείου, αναφέρεται ότι ο ΑΑ κρίνεται ως άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

4. Σε συνέντευξη με τον ΑΑ σχετικά με αυτό το θέμα ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν εμπλέκεται σε οποιαδήποτε τρομοκρατική οργάνωση, και το οποίο είχε επίσης αναφέρει σε ανάκρισή του με το ΤΑΕ Μόρφου, ΚΥΠ και του Γραφείου Τρομοκρατίας Αρχηγείου.  Παρόλα αυτά, σε επιπρόσθετη γραπτή ανάκριση του από την Αστυνομία, σε έκθεση που διαβαθμίστηκε ως απόρρητη από την ΚΥΠ και βρίσκεται στον φάκελο […], ο ΑΑ παραδέχθηκε την εμπλοκή του με την οργάνωση Ahrar al Sham, ισχυρίζοντας ότι εντάχθηκε στην οργάνωση Ahrar al Sham για διάστημα περίπου ενός μήνα, όπου ανέλαβε τα καθήκοντα οδηγού τρακτέρ, και ασχολείτο με επιχωματώσεις για να εμποδίσει την προέλαση του συριακού στρατού, αλλά και συνέτεινε στην βοήθεια εντοπισμού τραυματιών από συντρίμμια μετά από βομβαρδισμούς στο χωριό του, αλλά δεν έλαβε μέρος σε μάχες.

5. Η εν λόγω έκθεση της ΚΥΠ αναφέρει ότι στις επαφές του κινητού του τηλεφώνου εντοπίστηκαν τηλεφωνικοί αριθμοί, οι οποίοι σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, οι χρήστες τους συνδέονται με τρομοκρατικές οργανώσεις.

6.  Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός της επιστροφής του ΑΑ στη Συρία κατά το 2014, για το οποίο ισχυρίστηκε ότι επισκέφθηκε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν εγχειρισμένος, θέλοντας να βοηθήσει (Π.Β. Ερ. 20Χ1, ερ. 22Χ2).  Παρόλα αυτά, ο ίδιος παρέμεινε στη Συρία για περίπου 6 χρόνια, νυμφεύθηκε εκεί, γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία του σε σχέση με τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε επιστρέψει στη χώρα του.

7. Αξίζει επίσης να επισημανθεί η χρονική αντίφαση σε σχέση με την χρονική περίοδο κατά την οποία εργάστηκε για την εν λόγω οργάνωση, αφού κατά την ανάκριση του από την Αστυνομία αναφέρθηκε στο 2015 για περίπου ένα μήνα, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αναφέρθηκε στο 2017 για δύο εβδομάδες, ή 20 ημέρες.  Ως εκ τούτου, πλήττει την αξιοπιστία του σε σχέση με την πραγματική χρονική διάρκεια της εργασίας του με την υπό αναφορά οργάνωση.».

 

Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δια της Προσφυγής Αρ. 711/2020 η οποία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο με το εξής σκεπτικό:

 

Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι ακύρωσης εγείρονται από τον Εφεσίβλητο κατά τρόπο γενικό ώστε να είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.  Ως εκ τούτου, προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας της, δηλαδή απέρριψε την Προσφυγή στην έκταση που επεδίωκε έλεγχο νομιμότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την Υπηρεσία Ασύλου ότι ο Εφεσίβλητος δεν έχρηζε διεθνούς προστασίας παρεκτός στη βάση του κριτηρίου το οποίο παρατίθεται στο Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων στη Συρία που επίσης απέκλειαν τη δυνατότητα εναλλακτικής μετεγκατάστασής του σε περιοχή άλλη από αυτήν της συνήθους διαμονής του.

 

Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκκλινε από την προσέγγιση της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς τον αποκλεισμό του Εφεσίβλητου από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Πρωτίστως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέθεσε (σελ. 15-16 της εκκαλούμενης απόφασης) τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στην ενδοϋπηρεσιακή έκθεση και στις οποίες η αρμόδια λειτουργός συνέστησε προς τον Προϊστάμενο την υπαγωγή του Εφεσίβλητου στο κριτήριο της παραγράφου (α) όσο και αυτού της παραγράφου (δ) του Άρθρου 5(2) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η μόνη πληροφορία στην οποία δεν αναφέρεται η εκκαλούμενη απόφαση είναι η εκ του Εφεσίβλητου ανάρτηση στο FACEBOOK φωτογραφίας μαχητών της τρομοκρατικής οργάνωσης στην οποία ο Εφεσίβλητος είναι (κατ’ ισχυρισμόν του αδελφού του) μέλος.

 

Από την άλλη, τα πρακτικά της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακρόασης ημερ. 18.10.2022 δεικνύουν ότι το ίδιο το Δικαστήριο ρώτησε τον Εφεσίβλητο τόσο για τη φωτογραφία όσο και για τις ύποπτες επαφές στο κινητό του.

 

Ως προς τον αποκλεισμό του Εφεσίβλητου από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω της συμμετοχής του -ως οδηγού εκσκαφέα- στην πολιτική άμυνα της Ahrar Al Sham, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το γεγονός δεν επαρκούσε για να στοιχειοθετήσει την από πλευράς του διάπραξη εγκλήματος πολέμου (σελ. 18-22 της εκκαλούμενης απόφασης), αναφερόμενο προφανώς στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(α) των περί Προσφύγων Νόμων το οποίο επικαλείται η ενδοϋπηρεσιακή έκθεση.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε (σελ. 22 της εκκαλούμενης απόφασης) ότι η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ’ης η Αίτηση) δεν προσκόμισε ενώπιόν του οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ο Εφεσίβλητος συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας (αναφερόμενο, προφανώς, στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων).

 

Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη τα εξής (σελ. 22 εκκαλούμενης απόφασης):

«Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε μεν επαρκώς, ωστόσο οι Καθ’ων βρίσκονταν σε νομική πλάνη ως προς την εφαρμογής [sic] των διατάξεων της ρήτρας αποκλεισμού με αποτέλεσμα τη λανθασμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του νόμου.

Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα παραπάνω, καταλήγει ότι ο Αιτητής διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί βλάβη με την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στον τόπο συνήθους διαμονής του και συνακόλουθα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν επικουρική προστασία.

Υπό το φως των πιο πάνω η απόφαση των καθ’ων η αίτηση με την οποία ο Αιτητής έχει αποκλειστεί από το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 5(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου ακυρώνεται με έξοδα €1.000 εναντίον των καθ’ων η αίτηση και υπέρ του Αιτητή.»

 

 

Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση με τους εξής λόγους έφεσης:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την κατάληξη της αποφαινόμενης αρχής περί του ότι ο Εφεσίβλητος θα έπρεπε να αποκλειστεί από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθότι συνιστούσε κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας κατά παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ως προαναφέρθηκε, στη σελίδα 22 της εκκαλούμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι «δεν έχει προσκομισθεί οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιόν μου από τους Καθ’ων η αίτηση που να καταδεικνύει ότι ο Αιτητής συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας ακόμα και στο χρονικό αυτό σημείο που [sic] πριν την έκδοση της παρούσας απόφασης.».

 

Συμπεραίνεται ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την εκ της Υπηρεσίας Ασύλου υπαγωγή του Εφεσίβλητου στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του κατά την ενασχόλησή του με το άνωθεν θέμα είναι εννοιολογικώς διακριτό θέμα από το προβαλλόμενο διά του πρώτου λόγου έφεσης. 

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή υπό νομική πλάνη έκρινε ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι ο Εφεσίβλητος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, συνιστούσε κίνδυνο για την κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ως η απόφαση της αποφαινόμενης αρχής, καθότι αγνόησε το ενώπιόν του μαρτυρικό υλικό.

 

Ως προαναφέρθηκε, η Υπηρεσία Ασύλου βάσισε την υπαγωγή του Εφεσίβλητου στο Άρθρο 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων στη βάση των πληροφοριών που της προσκόμισε η ΥΑΜ για το ότι ο αδελφός του Εφεσίβλητου τον κατήγγειλε ως υποστηρικτή και μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIS και για τις ύποπτες τηλεφωνικές επαφές στο κινητό τηλέφωνο του Εφεσίβλητου. 

Παρότι αυτά τα στοιχεία ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  τα οποία αναφέρει στη σελ. 15 της εκκαλούμενης απόφασης και πτυχές των οποίων προηγουμένως ανέφερε στην ενώπιόν του ακρόαση ημερ. 18.10.2022 (στο πλαίσιο ερωτοαπαντήσεων μεταξύ του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του  Εφεσίβλητου), στη σελ. 22 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης αρκέστηκε να αναφέρει πως δεν προσκομίστηκε ενώπιόν του οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι ο Εφεσίβλητος συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας,  ότι δηλαδή ο Εφεσίβλητος υπάγεται στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων

 

Κρίνουμε ότι αυτή η άνευ ετέρου λιτή αναφορά δεν επαρκεί, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο νομικής πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό την έννοια της μη δέουσας προσμέτρησης ουσιώδους στοιχείου.  Κατά τη γνώμη μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ξεδιπλώσει αναλυτικότερα το σκεπτικό του, αναφέροντας σε ποια στοιχεία βασίστηκε κατά την κρίση του η Υπηρεσία Ασύλου για να υπαγάγει τον Εφεσίβλητο στο κριτήριο του Άρθρου 5(2)(β) των περί Προσφύγων Νόμων και, εν συνεχεία, καταγράφοντας γιατί δεν θεωρεί έκαστο στοιχείο και όλα μαζί συνολικά ως ικανοποιητικά ως προς τούτο.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης βάσιμο και επιτυχή και πως η υπόθεση χρήζει παραπομπής πίσω στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς επανεξέταση. 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Επιτυγχάνει η έφεση και παραμερίζεται η εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 9.5.2023 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 711/2020.  Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο (στην ίδια Δικαστή) για επανεξέταση.

 

Επιδικάζεται κατ’ έφεση το ποσό των 2000 ευρώ, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά του Εφεσίβλητου.  Τα έξοδα της όλης πρωτόδικης διαδικασίας (παρελθούσας και μέλλουσας) να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας εκδίκασης.

                                                           Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                                           Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο