ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 71/2023)
25 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 15/9/2025
ISAAC ENDAH ABURI
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
----------------------
Ε. Διαμέλα (κα), για ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΠΙΤΡΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κουρσάρης, δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
----------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Η Προσφυγή Αρ. 1236/221 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (η «Προσφυγή»), την οποία ο Εφεσείων άσκησε εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 8.2.2021, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε, με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.5.2023.
Αναλυτικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, επικαλούμενο τη σχετική νομολογία επί του θέματος, ότι «Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει», κρίνοντας τους λόγους ακυρώσεως ως γενικούς και ασαφείς και, ως εκ τούτου, απορριπτέους.
Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε επί μέρους εύρημα ότι «ο αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης πέραν των προαναφερόμενων γενικών και αόριστων ισχυρισμών που προβάλλει, καταγράφει γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον μου με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα…», επισημαίνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος ότι, η γραπτή ή προφορική αγόρευση δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας, καθώς και ότι ο Εφεσείων είχε τη δυνατότητα να προβεί στο αναγκαίο προς τούτο δικονομικό διάβημα και κρίνοντας, εν πάση περιπτώσει και ότι «τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία αναφέρονται.».
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι «Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για σκοπούς κατ’ ουσίαν ελέγχου του αιτήματος του αιτητή.».
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε, κρίνοντας με συγκεκριμένες αναφορές, ότι ο Εφεσείων στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας και άρα ο Εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, ως απαιτείται για να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς. Αρνητική ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσον αφορά στη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στον Εφεσείοντα, αποφαινόμενο ότι ο Εφεσείων δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή βάλλεται με τους εξής λόγους Έφεσης στην παρούσα Έφεση:
«Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι «είναι προφανές από τη Γραπτή Αγόρευση πως ο αιτητής διατυπώνει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να επιχειρηματολογεί και να τους στοιχειοθετήσει» και εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι δεν εντοπίζονται τεκμηριωμένοι νομικοί λόγοι ακύρωσης, αλλά διαφαίνεται πως παρατίθενται γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση και αιτιολόγηση.
Αιτιολογία Πρώτου Λόγου Έφεσης:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε «είναι προφανές από τη Γραπτή Αγόρευση πως ο αιτητής διατυπώνει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να επιχειρηματολογεί και να τους στοιχειοθετήσει» και εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι δεν εντοπίζονται τεκμηριωμένοι νομικοί λόγοι ακύρωσης, αλλά διαφαίνεται πως παρατίθενται γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση και αιτιολόγηση.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στην Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η Νομολογία έχει καθορίσει.
(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστους νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων εφόσον με αυτό το τρόπο έγινε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του Αιτητή.
(δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι υπάρχει αδυναμία στον προσδιορισμό των νομικών ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως και ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και έτσι απορρίπτονται και/ή λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε την διακριτική του ευχέρεια και να εξετάσει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράτυπα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι ο Αιτητής στην Γραπτή Αγόρευση του καταγράφει γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα.
Αιτιολογία Δεύτερου Λόγου Έφεσης:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράτυπα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι ο Αιτητής στην Γραπτή Αγόρευση του καταγράφει γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα εφόσον όλα τα γεγονότα περιλαμβάνονταν στον διοικητικό φάκελο τον οποίον είχε ενώπιον του το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράτυπα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι ο Αιτητής στην Γραπτή Αγόρευση του καταγράφει γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα και/ή λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε την διακριτική του ευχέρεια και δεν εξέτασε τα όσα γεγονότα είχε ενώπιον του καταστρατηγώντας έτσι τα δικαιώματα του Αιτητή.
(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράτυπα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή απορρίπτονται επειδή ο Αιτητής έπρεπε να προβεί στο αναγκαίο δικονομικό διάβημα και να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας και/ή το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια και εξουσία του έπρεπε να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που είχε ενώπιον του.
(δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τις θέσεις του εφόσον ως Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην Απόφαση του «ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές».
Τρίτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε την υπόθεση επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018) και δεν εξέτασε τη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης ως είχε υποχρέωση να πράξει.
Αιτιολογία Τρίτου Λόγου Έφεσης:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε την υπόθεση του Αιτητή επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018) και δεν εξέτασε τη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης ως είχε υποχρέωση να πράξει.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε την υπόθεση του Αιτητή επί της ουσίας και δεν έλαβε υπόψη του όλα τα γεγονότα που είχε ενώπιον του με αποτέλεσμα λανθασμένα να απορρίψει την Αίτηση του Αιτητή και λανθασμένα αποφάσισε ότι το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.
Τέταρτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του και δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Αιτιολογία Τέταρτου Λόγου Έφεσης:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του και δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αξιολόγησε ορθά και/ή δεν αξιολόγησε καθόλου και/ή δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στις προσωπικές συνθήκες και καταστάσεις του Αιτητή που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε στη συνέντευξή του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
(δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει στοιχεία που να σκιαγραφούν προφίλ που θα μπορούσε να υπαχθεί σε οποιοδήποτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
(ε) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του και/ή καταχρηστικά δεν αξιολόγησε και/ή δεν αξιολόγησε καθόλου και/ή δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στις προσωπικές συνθήκες και καταστάσεις του Αιτητή που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.
(στ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε στη συνέντευξη του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
(ζ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε και αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθότι δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα απέρριψε την Αίτηση του Αιτητή εφόσον ως το ίδιο το Δικαστήριο αναφέρει «ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.».
Αιτιολογία Πέμπτου Λόγου Έφεσης:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα απέρριψε την Αίτηση του Αιτητή εφόσον ο Αιτητής κατά τη συνέντευξη του αλλά και στη Γραπτή του Αγόρευση επικαλέστηκε με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές και το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή κακόπιστα δεν τα έλαβε υπόψη του και/ή δεν τα αξιολόγησε ορθά.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τις θέσεις του εφόσον ως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην Απόφαση του «ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές».
Έκτος Λόγος Έφεσης:
Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της Δικαστικής Απόφασης και/ή το Πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα.
Αιτιολογία Έκτου Λόγου Έφεσης:
Η προσβαλλόμενη Απόφαση του Δικαστηρίου δεν περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα, δεν έγινε διαπίστωση κρίσιμων γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα, υπό μορφή ευρημάτων και δεν αποκαλύπτεται η διεργασία που οδήγησε στην διαπίστωση ευρημάτων. Ειδικότερα δεν υπήρξε νομικός χαρακτηρισμός και υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών.»
Εξετάζοντας, καταρχάς, τον πρώτο λόγο Έφεσης (ανωτέρω), κρίνουμε ότι αυτός είναι αβάσιμος. Από τα νομικά σημεία στην Προσφυγή του Εφεσείοντα ελλείπει οποιοδήποτε αιτιολογικό αυτών, το οποίο να συγκεκριμενοποιεί και δη με επάρκεια το πως παραβιάζεται ο νομικός κανόνας του οποίου την εκ της Διοίκησης παράβαση επικαλείται (βλ. Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Η δε, γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν πράττει τίποτε διαφορετικό ή προσθέτει οτιδήποτε, αφού επαναλαμβάνονται απλά κατά λέξη τα νομικά σημεία της Προσφυγής, τα οποία καθόλου δεν εξειδικεύθηκαν ή συγκεκριμενοποιήθηκαν (βλ. Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Ούτε ο δεύτερος λόγος Έφεσης ευσταθεί.
Είναι γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επισήμανε ότι ο Εφεσείων κατέγραψε στη γραπτή αγόρευση του γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον του με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα, επικαλούμενο προς τούτο και σχετική νομολογία ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προκύπτει μεν, να συγκεκριμενοποίησε σε ποιούς ισχυρισμούς γεγονότων αναφέρεται. Η ίδια ασάφεια, όμως, παρατηρείται τόσο στον εδώ εξεταζόμενο λόγο Έφεσης, όσο και, κατ’ επέκταση, στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα. Ο οποίος, εν τέλει, έχει και το βάρος απόδειξης ισχυρισμού έλλειψης δέουσας έρευνας και ουσιώδους ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα.
Επισημαίνουμε, όμως και κάτι πιο σημαντικό. Η σαφής θέση του Εφεσείοντα, ως αυτή επεξηγήθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του (εκεί σελ. 4) ήταν ότι, ουδέν επιπρόσθετο αυτός ισχυρίστηκε ως γεγονότα στη γραπτή αγόρευση του που δεν ήταν ήδη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως μέρος του διοικητικού φακέλου.
Όμως, είναι σαφές από το κείμενο της απόφασης του (εκεί σελ. 6) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σημείωσε την υποχρέωση του να λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο, παραθέτοντας και σχετική νομολογία προς τούτο, έλεγξε, τελικώς, όλους τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, ως αυτοί προέκυπταν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Η συγκεκριμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 7 της απόφασης του ότι (με δική μας υπογράμμιση) «Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για σκοπούς κατ’ ουσίαν ελέγχου του αιτήματος του αιτητή.» αυτό φανερώνει, όπως και όσα ακολούθως καταγράφηκαν στη δικαστική απόφαση.
Ο Εφεσείων δεν έχει συγκεκριμένα υποδείξει, πόσο μάλλον αποδείξει, ποιοι ισχυρισμοί του έπρεπε να ληφθούν υπόψη και δεν λήφθηκαν. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος Έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος Έφεσης (ανωτέρω) είναι επίσης αβάσιμος. Είναι ήδη σαφές από το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή κατ’ ουσίαν, ως κατά την ισχύουσα νομολογία είχε υποχρέωση να πράξει.
Το ίδιο φανερώνει το κείμενο της απόφασης του, από τη σελ. 7 έως 19 αυτής. Το καταληκτικό της απόφασης, στο οποίο αναφέρεται ότι (με δική μας υπογράμμιση) «Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω μετά από κατ’ ουσίαν εξέταση του αιτήματος του, ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί με λεπτομέρεια ανωτέρω.» δεν είναι μεν ιδεώδες, αφού καταλήγει σε εύρημα επικρότησης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ως ορθής, όμως είναι σαφές και πάλιν από το πιο πάνω λεκτικό ότι η αίτηση του Εφεσείοντα εξετάστηκε κατ’ ουσίαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ουσιαστικά συμφώνησε με την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου με την από μέρους του κατ’ ουσίαν εξέταση της αίτησης του Εφεσείοντα.
Ούτε, τέλος, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος Έφεσης, οι οποίοι λόγω της συνάφειας τους θα εξεταστούν μαζί, ευσταθούν.
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε έρεισμα στη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τους ορισμούς «πρόσφυγας» ή «δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας». Ούτε στην εισήγηση του Εφεσείοντα ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξατομίκευσε και δεν υπήγαγε τα δεδομένα της περίπτωσης του Εφεσείοντα στο ορθό νομικό πλαίσιο.
Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με ικανοποιητική επάρκεια έναν προς έναν τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα για σκοπούς χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα (βλ. σελ. 7 έως και 14 της πρωτόδικης απόφασης) και, συγκεκριμένα, τις ισχυριζόμενες απόπειρες δολοφονίας του από την μητριά του, τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τον θάνατο των γονιών του, τους ισχυρισμούς απειλών από την μητριά του λόγω μεταβιβάσεως φάρμας στο όνομα του από τον πατέρα του, τους ισχυρισμούς επίθεσης (πυροβολισμού) που δέχθηκε στο σπίτι του στη Muyenge, τους ισχυρισμούς περί άσκησης μαγείας εναντίον του από την μητριά του, τους ισχυρισμούς του περί φόβου εξαναγκαστικής στρατολόγησης από τους Amba Boys κ.λ.π., καταλήγοντας, για τους λόγους που εμφαίνονται στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, να συμφωνήσει με τα συμπεράσματα που οδήγησαν στη απορριπτική διοικητική απόφαση, συμφωνία η οποία αποτελεί και την κατ’ ουσίαν κρίση του.
Ανάλογα έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και για τον σκοπό εξέτασης της πιθανότητας χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας (βλ. σελ. 14 έως και 18 της πρωτόδικης απόφασης) λόγω της επικρατούσας κατάστασης στο Καμερούν, χωρίς ο Εφεσείων επιτυχώς να έχει αποδείξει ενώπιον μας που έγκειται το όποιο ουσιώδες λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην κατ’ ουσίαν έρευνα του.
Ούτε η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο Εφεσείων, αν και μη δεσμευμένος στην προσκόμιση τυπικών αποδεικτικών στοιχείων, φέρει, εν τέλει, την υποχρέωση απόδειξης των ισχυρισμών του (βλ. Άρθρα 16 και 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000) να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές, είναι λανθασμένη.
Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι η στάθμιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί έκφραση της (ουσιαστικής) αξιολογικής κρίσης του, η οποία, σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δεν ελέγχεται, παρά μόνο ως προς τη νομιμότητα της.
Ως έχει πλειστάκις αναφερθεί, το Εφετείο δεν συνιστά δικαστήριο ελέγχου ουσίας της διοικητικής ή της πρωτόδικης απόφασης (βλ. απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 29.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 Εjikeme ν. Δημοκρατίας) αλλά μόνο νομιμότητας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018).
Η πρωτόδικη απόφαση, τέλος, είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εξατομικευμένα την περίπτωση του Εφεσείοντα και εξέφρασε ρητώς την αναγκαία δικαστική κρίση επί των κρίσιμων θεμάτων και δεν έχει αποδειχθεί ενώπιον μας ουσιώδης πλάνη ή έλλειψη δέουσας έρευνας, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Εφεσείοντα παρέμειναν στο πεδίο του γενικού και αόριστου.
Η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο