B. R. N. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 11/2024, 14/10/2025
print
Τίτλος:
B. R. N. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 11/2024, 14/10/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 11/2024)

 

14 Οκτωβρίου, 2025

 

         [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

B. R. N.

                                                                             Εφεσείoυσα,                                      

                                                                  v.

 

          ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                  Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Μ. Ανδρέου (κα), για ΑΝΔΡΕΟΥ & ΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

Ρ. Προδρόμου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

 

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 12/01/2024 στην Προσφυγή Αρ. 4866/22, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 03/06/2022, η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Η Εφεσείουσα κατάγεται από το Καμερούν και στις 26/02/2019 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 11/03/2022, η αίτηση της απερρίφθη στις 03/06/2022 και η Εφεσείουσα ενημερώθηκε σχετικά στις 14/07/2022.    Η Εφεσείουσα στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται με πέντε Λόγους Έφεσης.

 

Ισχυρίζεται η Εφεσείουσα με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη θέση της Εφεσίβλητης που αφορούσε την εσωτερική της αξιοπιστία και  με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της για τον κίνδυνο που διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν τεκμηριώνεται από την Εφεσείουσα η υπαγωγή της υπό καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ. 3 και η κατ’ ισχυρισμό μη ουσιαστική εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης για έλλειψη επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση της περίπτωσης της Εφεσείουσας από την Εφεσίβλητη, τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 5 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη δεν τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα κατά την εξέταση και απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.

 

Επιχειρηματολογώντας η Εφεσείουσα για την ορθότητα των θέσεων της σε σχέση με τους προβληθέντες Λόγους Έφεσης, οι οποίοι λόγω της συνάφειας τους θα τύχουν κοινής εξέτασης, υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση για την εσωτερική αξιοπιστία της Εφεσείουσας (ως προς την πυρπόληση της κατοικίας της) την οποία η Εφεσίβλητη δεν σχολίασε και για την οποία δεν είχε την ευκαιρία να αντικρούσει η Εφεσείουσα. Πρόσθετα, χωρίς ορθή προσέγγιση κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα συμπεράσματα του, τόσο σε σχέση με την πυρπόληση της κατοικίας της Εφεσείουσας όσο και με το ζήτημα της κράτησης και σύλληψης της.  Ισχυρίζεται επίσης η Εφεσείουσα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφατικές και ανεπαρκείς προς την αιτιολογία τους διαπιστώσεις αναφορικά με τον κίνδυνο που διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της και την σχέση της με αποσχιστή, ο οποίος καταζητείται από τις αρχές, γεγονός που την καθιστά στοχοποιημένη και ευάλωτη.

 

Απορρίπτοντας τις πιο πάνω αιτιάσεις, η Εφεσίβλητη υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και υποδεικνύει ότι οι προβαλλόμενοι Λόγοι Έφεσης αφορούν πραγματικά ευρήματα και συμπεράσματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία είναι εύλογα, κατά τρόπο ώστε δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση.

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις. 

 

Αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία της Εφεσείουσας για την πυρπόληση της κατοικίας της και τη σύλληψη της, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (εφεξής «Ν. 73(Ι)/2018») προβαίνει και σε έλεγχο ορθότητας, προχώρησε στην αξιολόγηση των ενώπιον του δεδομένων και αφού συνετάχθη με την ανάλυση της Εφεσίβλητης αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας, ανέφερε τα εξής:

«22.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί πυρπόλησης της οικίας κατά την διάρκεια εξέγερσης στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, θα συνταχθώ με την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ως προς τη μη ύπαρξη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά της.[1] Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια ήταν γενικόλογη και οι δηλώσεις της ήταν αντιφατικές ως προς το πότε κάηκε η οικία τους. Ενώ αρχικά αναφέρει ότι μετά την αποφυλάκιση της δεν επέστρεψε στην οικία τους, διότι πυρπολήθηκε και η οικογένεια της      βρισκόταν στους θάμνους (βλ. ερυθρά 31-3χ του Δ.Φ), στη συνέχεια δήλωσε ότι η οικία του πυρπολήθηκε μετά την αποφυλάκιση της (βλ. ερυθρά 30-1χ του Δ.Φ). Αποδέχθηκε ότι η οικία της δεν ήταν ο στόχος των αρχών αλλά γενικά πολλές οικίες του χωριού της. Ερωτηθείσα που βρίσκεται σήμερα η οικογένειά της δήλωσε ότι διαμένουν στην ίδια οικία και ότι εν τέλει μόνο ένα μέρος της οικίας του κάηκε (βλ. ερυθρά 30-3χ του Δ.Φ). Περαιτέρω, δεν μπορώ να           παραβλέψω την αντίφαση στα όσα η Αιτήτρια δηλώσει  στο έντυπο καταγραφής της αίτησής της. Ειδικότερα, κατά την καταγραφή του ισχυρισμού της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι δυο της αδελφές και η γιαγιά της κάηκαν μέσα στην οικία, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ουδεμία αναφορά έγινε. Τέθηκε στην Αιτήτρια συγκεκριμένη ερώτηση, όπου διευκρίνισε ότι όσα καταγράφηκαν στην αίτηση της δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. ερυθρά 28-2χ του Δ.Φ). Ωστόσο, επί της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της Αιτήτριας,             παρατηρείται περαιτέρω ασυνέπεια στις δηλώσεις της, καθότι υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής της μπορεί να την σκοτώσουν όπως σκότωσαν και άλλα μέλη της οικογένειας της. Η εν λόγω δήλωση έρχεται  σε αντίθεση με τον              ισχυρισμό που η Αιτήτρια προέβαλε κατά τη διάρκεια της προφορικής της          συνέντευξης, σύμφωνα με την οποία η οικογένεια της διαμένει στο χωριό τους και ο πατέρας της είναι αγρότης (βλ. ερυθρό 36-3χ του Δ.Φ). Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο εντοπίζει μια συνεχή ασυνέπεια στις δηλώσεις της Αιτήτριας και ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

23.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω αναφερόμενου                     ισχυρισμού, σύμφωνα με έρευνα του Δικαστηρίου σε πηγές δεν ανευρέθηκαν συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστών στο τόπο διαμονής της Αιτήτριας.

 

24.          Σχετικά με τον τρίτο ισχυρισμό, περί σύλληψης και κράτησης της         Αιτήτριας από την αστυνομία του Καμερούν, με σκοπό να την εξαναγκάσουν να παρέχει πληροφορίες για τον αυτονομιστή σύντροφο της, συντάσσομαι επίσης με το συμπέρασμα των Καθ' ων η αίτηση περί απόρριψης του ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου. Ερωτηθείσα να περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν βράδυ και ότι η οικία τους περικυκλώθηκε από τον στρατό, έσπασαν την πόρτα και της ανέφεραν ότι ήθελαν να την ανακρίνουν. Δήλωσε ότι ήταν μια ειδική ομάδα του στρατού, που αναλαμβάνουν μικρές υποθέσεις, είναι επικίνδυνοι διότι έχουν καλυμμένα τα πρόσωπα (βλ. ερυθρά 29-1χ του Δ.Φ). Ερωτηθείσα να περιγράψει τις συνθήκες κράτησης, προέβη σε γενικόλογη αναφορά ότι ήταν μόνο κράτηση και ανάκριση για το που βρίσκεται ο                         σύντροφος της και ότι θα κάνουν κακό στην οικογένειά της εάν δεν τους             αποκαλύψει που βρίσκεται (βλ. ερυθρά 31-2χ του Δ.Φ). Παρέμεινε υπό κράτηση 5 ημέρες αλλά δεν θυμάται ημερομηνία. Η ερώτηση επαναλήφθηκε και η         Αιτήτρια επανέλαβε ότι την καλούσαν για ανάκριση προκειμένου να μάθουν που βρίσκεται ο σύντροφος της και ισχυρίστηκε επιπλέον, ότι ήταν μαζί με                 άλλους περίπου 30 κρατούμενους και ότι η οικογένεια της της πήγαινε             φαγητό.  Δεν κατέστη εφικτό να δημιουργήσει μια σαφή και βιωματική εικόνα της στιγμής της σύλληψής της. Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα κομβικό σημείο που ανάγεται στην πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του καθώς έθεσε σε κίνδυνο την ελευθερία της και τη σωματική της ασφάλεια και ακεραιότητα, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να αναφερθεί σε αυτό με                πληρότητα και με συνεκτικό τρόπο. Περαιτέρω, ερωτηθείσα εάν οι αστυνομικές αρχές της παρέδωσαν οιονδήποτε έγγραφο ή εάν έστειλαν οιονδήποτε έγγραφο αναφορικά με την υπόθεση της απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 29-2χ του Δ.Φ). Ερωτηθείσα εάν οι αστυνομικές αρχές ενόχλησαν την οικογένεια της,                    ισχυρίστηκε ότι συνεχίζουν να πηγαίνουν για να ελέγχουν εάν ο σύντροφος της βρίσκεται εκεί.  Τονίζεται, ότι η Αιτήτρια κατόρθωσε να φύγει με νόμιμο τρόπο από το Καμερούν και μετά την παρέλευση τριών με τεσσάρων  μηνών από την σύλληψη και κράτηση της, χωρίς να αντιμετωπίσει  στο μεταξύ οποιοδήποτε        πρόβλημα (βλ. ερυθρά 34-2χ, 31-2χ, 30-3χ του Δ.Φ).

[…]

 

27.           Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η                      Αιτήτρια, στη βάση του μόνου αξιόπιστου ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι το                 προφίλ, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, επισημαίνονται τα κάτωθι: Το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές                         πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα            καταγωγής της Αιτήτριας και ειδικότερα στην περιοχή διαμονής του Αιτητή, ήτοι το χωριό Eyang Atem Ako της Νοτιοδυτικής περιοχής, το οποίο προσδιόρισε              όταν ρωτήθηκε σχετικά ως την περιοχή συνήθους διαμονής της, ώστε να                   διερευνηθεί εάν συντρέχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια βάσει αυτών των                πληροφοριών σε συνδυασμό με τις ατομικές της περιστάσεις να υποστεί δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της εκεί.»

 

 

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη γενική κατάσταση ασφάλειας στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας κατέληξε ότι «καίτοι έκρυθμη δεν φθάνει στο επίπεδο να εκθέτει την Αιτήτρια σε κίνδυνο βλάβης, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές της περιστάσεις».

 

Προχώρησε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε επικουρικώς και τα ακόλουθα:

«33.          Σημειώνεται επικουρικώς ότι ως προς το δεύτερο ισχυρισμό της                   Αιτήτριας περί εμπρησμού της οικίας της, αυτός με βάση της δηλώσεις της δεν ήταν αποτέλεσμα στοχοποίησης της οικογένειας της Αιτήτριας αλλά αποτέλεσμα μιας μαζικής εφόδου του στρατού στην περιοχή. Συνεπώς, η εξέταση του                     κινδύνου που τυχόν διατρέχει η Αιτήτρια εξαιτίας αυτού του συμβάντος                        εντάσσεται στο πλαίσιο της εξέτασης και ανάλυσης της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, η οποία προηγήθηκε ανωτέρω.

34.          Αλλά και όλως επικουρικώς πρέπει να αναφερθεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας γίνονταν αποδεκτοί, δεν θα                          δικαιολογείτο η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα.                            Αναφορικά με το περιστατικό πυρπόλησης της οικίας τους από τον στρατό δεν αποτελούσε συγκεκριμένη στοχοποίηση της Αιτήτριας, αντιθέτως ήταν ένα                 μεμονωμένο περιστατικό, το οποία εντάσσεται στη γενικότερη εξέταση της                   κατάστασης ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής της Αιτήτριας (βλ.                     κατωτέρω). Ενώ όσο αφορά την ισχυριζόμενη σύλληψη και κράτηση της, η                  Αιτήτρια αφέθηκε ελεύθερη, διέμενε και διακινείτο στην περιοχή για περίοδο      3-4 μηνών, χωρίς να αντιμετωπίσει οιονδήποτε πρόβλημα και χωρίς να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον της, σύμφωνα με τα ενώπιόν μου δεδομένα.               Εγκατέλειψε δε τη χώρα νόμιμα και χωρίς δυσκολία.»

 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το κατά πόσο θα μπορούσε να υπαχθεί η Εφεσείουσα στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατέληξε ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης, αιτιολογώντας την κρίση του με παραπομπή σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, ως ακολούθως:

 

«43.          Κατά τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, προκύπτει πως στη                   Νοτιοδυτική Περιφέρεια, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής                            συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).                             Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψιν τον σχετικά χαμηλό αριθμό των                                        καταγεγραμμένων βίαιων επιθέσεων στην περιοχή τον περασμένο  χρόνο                 συγκριτικά με το μέγεθος του πληθυσμού, το είδος των υποθέσεων και του                    εξοπλισμού που χρησιμοποιείται, δεν προκύπτει ότι η αδιάκριτη βία, η οποία προκύπτει εκ της ως άνω σύρραξης, εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία της Αιτήτριας εκεί να την θέσει αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων νόμου.

 

44.          Αλλά και όλως επικουρικώς, εξετάζοντας την περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Buea όπου διαβιεί η θυγατέρα της με την αδελφή της,                   διαφαίνεται ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις ούτως ώστε να χορηγηθεί στην Αιτήτρια καθεστώς επικουρικής προστασίας με βάση το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τα περιστατικά ασφαλείας στην Buea κατά την περίοδο 08.12.2022 - 08.12.2023 σημειώθηκαν 12 περιστατικά ασφαλείας με 11 απώλειες (4 περιστατικά βίας κατά αμάχων, 5 εξεγέρσεις, 1 μάχη και 2 εκρήξεις / απομακρυσμένη βία). Υπενθυμίζεται ότι ο πληθυσμός της Buea                ανέρχεται σε 90.090 άτομα με βάση την τελευταία απογραφή.[16]

 

45.          Λαμβάνονται υπόψιν προς τούτο και οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας (απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψεις 36 έως 40), καθώς αυτή συνιστά ενήλικη γυναίκα, υγιή, πεπαιδευμένη και ικανή προς εργασία. Επιπλέον, μιλά άπταιστά την αγγλική γλώσσα. Περαιτέρω, ανήκει στην φυλή Bayangi και είναι χριστιανή στο                   θρήσκευμα, στοιχεία που ουδέποτε αποτέλεσαν αιτία διακριτικής κοινωνικής μεταχείρισης ή έθεσαν εμπόδια στην πρόσβασή της στην εργασία. Τέλος,                  προκύπτει ότι διατίθεται εν δυνάμει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της καθότι διαθέτει τους γονείς της και τα αδέρφια του, οι οποίοι εξακολουθούν να διαβιούν στο χωριό Eyang Atem Ako χωρίς να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα.

 

46.          Περαιτέρω, και εξετάζοντας τη διαδρομή που θα ακολουθηθεί από της Αιτήτριας κατά την επιστροφή της στην περιοχή διαμονής της[17]. Αναμένεται ευλόγως η επιστροφή της Αιτήτριας από το αεροδρόμιο της Douala το οποίο                 εκτελεί διεθνείς πτήσεις.[18] Η μετακίνηση μεταξύ των αγγλόφωνων και                       γαλλόφωνων περιοχών είναι γενικά δυνατή[19], με τις εισόδους των περιοχών να μην είναι αποκομμένες και πολλά πρόσωπα τα οποία κατάγονται από τη                   Νοτιοδυτική περιφέρεια να μετακινούνται στην Douala για ανεφοδιασμό, παρά τις όποιες δυσκολίες.[20]

 

47.           Ως εκ τούτου δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια δε θα είναι σε θέση να καταφθάσει στον τόπο τελευταίας διαμονής εξαιτίας της ύπαρξης ένοπλης                σύγκρουσης.[21] Επομένως, δε συντρέχει περίπτωση υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του άρθρου 19(2)(γ).

 

48.          Δεδομένης ανωτέρω ανάλυση, η εξέταση των ισχυρισμών της                        Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και περί πλάνης                καθίσταται αλυσιτελής, για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω και                 συναρτώνται με την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και του ελέγχου της επίδικης απόφασης που αυτό διενεργεί.»

 

 

 

 

Καταρχάς, δεν ευσταθεί η θέση της Εφεσείουσας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε αναφορές και αξιολόγηση που η Εφεσίβλητη δεν είχε σχολιάσει.  Όπως πολύ ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για την Εφεσίβλητη, παρέχεται αυτή η δυνατότητα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 11 του Ν. 73(Ι) 2018, αφού εκτός από έλεγχο νομιμότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκεί και έλεγχο ορθότητας.

 

Ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις της Εφεσείουσας, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των ορθών παραμέτρων χωρίς να παρέχεται οποιοδήποτε έρεισμα για παρέμβαση μας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε σε σχέση με την εσωτερική                         αξιοπιστία της Εφεσείουσας περί πυρπόλησης της οικίας της ότι ήταν              γενικόλογη και οι δηλώσεις της ήταν αντιφατικές, επεξηγώντας με                      επάρκεια αυτή του τη διαπίστωση (ανωτέρω).  Με επάρκεια επίσης                      επεξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας για τη σύλληψη και κράτηση της από τις αστυνομικές αρχές του Καμερούν με σκοπό να την εξαναγκάσουν να παράσχει πληροφορίες για τον                      αυτονομιστή σύντροφο της (ανωτέρω).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο                      αιτιολόγησε επίσης την κρίση του και σε σχέση με την ασφάλεια στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας με παραπομπή σε έγκυρες πηγές                           πληροφόρησης και δεν έχει υποδειχθεί από την Εφεσείουσα οτιδήποτε το οποίο να πιθανολογεί ουσιώδη πλάνη στην κρίση του πρωτόδικου                       Δικαστηρίου (βλ. Iginareza ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού  Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 69/2023,                  ημερομηνίας 10/07/2025).

 

Στην απόφαση μας στην Ebot ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 141/2023, ημερομηνίας 28/01/2025 υποδείξαμε τα ακόλουθα σχετικά, τα οποία τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση και τα οποία προδιαγράφουν την τύχη της παρούοας Έφεσης:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά μόνο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να του παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση. 

 

Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση.».

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο