ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/2025 i-justice)
30 Οκτωβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
JAHIRUL ISLAM
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
----------------------
Κ. Κουπαρή (κα), δικηγόρος για Εφεσείοντα.
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
----------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ: Με τις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 294/2025, 295/2025 και 336/2025 (οι «Προσφυγές»), ο Εφεσείων στρέφεται, αντίστοιχα, εναντίον α) της απόρριψης (στις 11.3.2025) αίτησης του ημερομηνίας 17.5.2021 για χορήγηση άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία ως σύζυγος πολίτου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) της απόφασης ημερομηνίας 14.3.2025, με την οποία ο Εφεσείων κηρύχθηκε παράνομος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα ιδίας ημερομηνίας για κράτηση και απέλαση καθώς και πενταετούς απαγόρευσης επανόδου του και γ) της απόφασης ημερομηνίας 26.5.2022, με την οποία ο προαναφερθείς γάμος του Εφεσείοντα, ως ο Εφεσείων διατείνεται, κρίθηκε εικονικός.
Στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας σε σχέση με τις άνω Προσφυγές, η πλευρά του Εφεσείοντα επεδίωξε, με αίτηση ημερομηνίας 13.6.2025, την προσαγωγή, ως μαρτυρίας, επιστολής ημερομηνίας 6.6.2025 της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (εφεξής η «Επίτροπος» και η «Επιστολή», αντίστοιχα) φέρουσα τον τίτλο «Θέμα: Προώθηση αναφοράς για οικογένεια που βρίσκεται στα πρόθυρα οικογενειακής εξαθλίωσης», η οποία κοινοποιήθηκε στο γραφείο της δικηγόρου του Εφεσείοντος με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και απευθύνεται στην Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας (εφεξής η «Υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας»), στον Υπουργό Υγείας (εφεξής ο «Υπουργός») και στον Υφυπουργό Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας (εφεξής ο «Υφυπουργός»). Όπως προκύπτει από το Πόρισμα (βλ. εκεί παράγραφο 7), η Επίτροπος, μεταξύ άλλων, σύστησε (στον Υφυπουργό) την εφαρμογή άμεσων εναλλακτικών μέτρων αντί της κρατήσεως του Εφεσείοντα, ενώ η διαβίβαση της Επιστολής προς τον Υπουργό, ως η Επίτροπος σημειώνει στην Επιστολή της, διενεργήθηκε «για διευκόλυνση των διαδικασιών που απαιτούνται για πρόσβαση των δύο παιδιών (σημ.: του Εφεσείοντα) σε υπηρεσίες υγείας.».
Η πιο πάνω αίτηση συνάντησε την ένσταση της Εφεσίβλητης, για σειρά λόγων, οι οποίοι καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση ως εξής.
«Η Καθ' ης η αίτηση, με ένσταση που καταχώρησε στις 27.06.2025 ενίσταται στην αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
«1. Η μαρτυρία που ζητείται να προσαχθεί, ήτοι η επιστολή της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ημερομηνίας 06.06.2025(στο εξής καλούμενη ως «επιστολή») θα επιφέρει αλλοίωση και/ή διαφοροποίηση στο περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων καθότι μεταβάλλει και/ή διαφοροποιεί το περιεχόμενο των στοιχείων και των δεδομένων που ήταν ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση κατά την λήψη των σχετικών προσβαλλόμενων αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν πολύ πιο πριν από την ημερομηνία που φέρει η ως άνω επιστολή.
2. Με την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ο Αιτητής επιχειρεί να θέσει και/ή επιχειρεί να θέσει μαρτυρία, ήτοι επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία πολύ μεταγενέστερη των προσβαλλόμενων αποφάσεων και η οποία ουδέποτε είχε τεθεί ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση κατά του ουσιώδη χρόνο λήψης των αποφάσεων.
3. Η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι παραβιάζει τον θεμελιακό κανόνα ότι το κύρος των αποφάσεων συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη καθότι η εν λόγω επιστολή όντας μεταγενέστερη του χρόνου λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων ουδέποτε αποτελούσε και/ή δεν αποτελούσε στοιχείο υπαρκτό που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Τούτο θα οδηγήσει σε πρωτογενή κρίση επί εγγράφου που ουδέποτε ήτο ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης των εδώ προσβαλλόμενων αποφάσεων.
4. Η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι αφορά επιστολή, η οποία ένεκα του ότι φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη του χρόνου λήψης των επίδικων προσβαλλόμενων αποφάσεων, ουδέποτε είχε τεθεί και ούτε μπορούσε να τεθεί ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης των αποφάσεων και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία. Τούτο, οδηγεί αναπόδραστα σε αλλοίωση του περιεχομένου των σχετικών διοικητικών φακέλων οι οποίοι έχουν ήδη κατατεθεί στο Δικαστήριο.
5. Με την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, ο Αιτητής επιζητεί όπως προσκομίσει μαρτυρία η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία, αφού αποσκοπεί στην θεμελίωση πραγματικού υπόβαθρου που βρίσκεται έξω από τα όσα το Δικαστήριο έχει εξουσία να ελέγξει.
6. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομολογίας για να επιτραπεί από το Διοικητικό Δικαστήριο η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας.»
Η αίτηση έτυχε εκδίκασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρίφθηκε, με σχετική απόφαση του ημερομηνίας 12.8.2025. Το καταληκτικό μέρος και το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης έχει ως ακολούθως:
«Προχωρώντας στη συνέχεια στην εξέταση του αιτήματος, επισημαίνω ότι η νομολογία η οποία διέπει την αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων είναι καλά γνωστή. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, 595 στην οποία συνοψίζονται οι βασικοί κανόνες οι οποίοι διαμορφώθηκαν διαχρονικώς από τη νομολογία επί του θέματος, ως εξής:
«Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. (Βλέπε: Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α., Α.Ε. 2064, ημερ. 29.7.99, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 779/87, ημερ. 26.1.89, Τάσου Μιχαηλίδη κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. Αρ. 530/97, ημερ. 5/7/2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε: Sunrise Industry Clothing Ltd., v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24/9/92, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 374/92, ημερ. 19/3/93, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. αρ. 71/97, ημερ. 18/11/99).»
Η νομολογία των δικαστηρίων μας αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010). Το παρόν Δικαστήριο στην ενάσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, έχει διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, πάντοτε με γνώμονα τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και την αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και κατά πόσον μπορεί ή όχι να το βοηθήσει στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως έχει κατά κόρον αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οιαδήποτε μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί ή αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66). Ταυτόχρονα, έχει κατ' επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Όπως εύστοχα υποδεικνύουν οι Καθ΄ ων η αίτηση, ουδόλως μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).
Αναφορικά με την ενώπιον μου περίπτωση, όπως τονίζουν οι Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα ίδια τα έγγραφα, η συγκεκριμένη επιστολή της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού είναι μεταγενέστερη όλων των προσβαλλομένων πράξεων. Το κύρος της επίδικης απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων τα οποία είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Terence Menelaos Spiby ν. Δήμος Πάφου, Υποθ. Αρ. 2095/2006, ημερ.27.3.2018).
Εν προκειμένω στη παρούσα περίπτωση διαπιστώνω ότι, βρίσκουν έρεισμα οι λόγοι ένστασης τους οποίους εύστοχα προβάλει ο κ. Βασιλείου ως ανωτέρω, ότι δηλαδή με την αποδοχή της επιδιωκόμενης μαρτυρίας επιχειρείται μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το διοικητικό όργανο κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη την επιτυχία της επίδικης αίτησης. Στην παρούσα, η αιτούμενη να προσαχθεί μαρτυρία, εάν γίνει αποδεκτή, θα έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιήσει μεταβάλλει ή αλλοιώσει έστω και σε μέρος αυτών, το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους Καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων κατά τον ουσιώδη χρόνο, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κληθεί να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που ουδέποτε είχαν τεθεί ούτε και ευρίσκονταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου. Ακριβώς επί τούτου παρατηρώ ότι, έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία ότι «όταν εγείρεται θέμα ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, τα ζητήματα αυτά πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων και αποδοχή μαρτυρίας για τα ζητήματα αυτά δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει. ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και τέτοια πορεία δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της νομολογίας» (βλ. Δημοκρατία ν D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, ΑΕ. 125/14, ημερ.13.7.2015 και M. Σχίζα v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).
Κατά συνέπεια, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.».
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με την παρούσα Έφεση (η οποία κατόπιν σχετικού αιτήματος και αποδοχής του, εγκρίθηκε η ταχεία εκδίκαση της) με τους ακόλουθους λόγους Εφέσεως (η ορθογραφία, γραμματική, συντακτικό υπογραμμίσεις και τονισμοί είναι οι αυτούσιοι του κειμένου):
«Πρώτος Λόγος Έφεσης
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι με την αποδοχή της επιδιωκόμενης μαρτυρίας επιχειρείται μεταβολή του περιεχόμενου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψην από τους εφεσίβλητους κατά τον ουσιώδη χρόνο , με αποτέλεσμα δήθεν το Πρωτόδικο Δικαστήριο να κληθεί να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δήθεν ουδέποτε είχαν τεθεί ούτε και ευρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού οργάνου . Του ναντιον η μη αποδοχή της επιδιωκόμενης μαρτυρίας μεταβάλλει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και-ή τα εν λόγω στοιχεία ήταν εξ υπαρχής ενώπιον του Διοικητικού Οργάνου και-ή το διοικητικό όργανο τα αγνόησε και-ή παραβίασε άρθρα της σχετικής νομοθεσίας άρθρα 180Ζ και 180Η κατά κεφ 105 γεγονός που η επιδιωκόμενη μαρτυρία επιβεβαιώνει.
Αιτιολογία
Τούτο διότι:-
1.Η επιδιωκόμενη μαρτυρία παρά το ότι φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία είναι άκρως σχετική με τα επίδικα θέματα και ουσιαστική και το περιεχόμενο της ειδικότερα παραγράφοι 7 και 8 της επιστολής ημερ. 6.6.2025 άγεται στο χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγματων κράτησης και απέλασης ημερ. 14.3.25 αφού η Επίτροπος στο περιεχόμενο της επιστολής της ημερ. 6.6.2025 αναφέρεται στον λανθασμένο έλεγχο που διεξηγαγαν οι καθ ων σε σχέση με τη νομιμότητας της έκδοσης των ιδίων των Διαταγμάτων Κράτησης και απέλασης ημερ. 14.3.25 όπου οι καθ ων παραβίασαν την σχετική νομοθεσία 180Ζ και 180Η κεφ 105 αφού δεν ζητήθηκαν οι απόψεις των ΥΚΕ σε σχέση με την εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων για τον Εφεσείοντα αντι της κρατησης του.
2. Τα εν λόγω στοιχεία ήτοι ότι ο Εφεσείοντας είναι ο προστάτης της οικογένειας της αιτήτριας 2 στην προσφυγή υπ.αρ. 332.25 όπου η σύζυγος του και τα ανήλικα τέκνα είναι εξαρτώμενα του τόσο συναισθηματικά όσο και οικονομικά από αυτόν είχαν τεθεί και ευρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Οργάνου εξ υπαρχής και ως η Επίτροπος βεβαιώνει στην επιδιωκόμενη μαρτυρία ημερ. 6.6.25 εφεξης επιστολής που εξέτασε παράπονο ημερ 26.3.25 από τον Εφεσείοντα διεξάγοντας όλη την δέουσα ερευνα και αφού ελαβε αποψεις από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συμπεριλαμβανομένου του Εφεσείβλητου και παράπονο στις 2.6.2025 από την Διευθυντρια του Σχολείου των ανηλικων τεκνων της οικοενειας της συζυγου του Εφεσείοντα και του Εφεσειοντα σε σχέση με την παραβίαση εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων του Εφεσείοντα από μέρους των καθ ων αλλά και την παραβίαση των Εφεσίβλητων να ενημερώσουν τις ΥΚΕ κατά την συλληψη του εφεσείοντα και να ζητηθούν πρωτίστως οι απόψεις τους ως προυποθετει η σχετική Νομοθεσία κεφ 105 ενόψει του ότι ο Εφεσείοντας είναι ο προστάτης της οικογενειας της αιτήτριας 2 στην προσφυγή υπ.αρ. 332.25 όπου η σύζυγος του και τα ανήλικα τέκνα είναι εξαρτώμενα του τόσο συναισθηματικά όσο και οικονομικά και με την κράτηση του η οικογενεια έχει οδηγηθεί σε εξαθλίωση τόσο οικονομική όσο και συναισθηματική, επιβεβαιώνει ότι οι Εφεσίβλητοι τα αγνόησαν.
3. Να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο του παράπονου που αποστάληκε προς την επιτροπό για εφαρμογή ενναλακτικών μέτρων από τον Εφεσείοντα στις 12.3.25, αποστάληκε πριν την καταχωρηση των προσφυγων 294.25 και 295.25 και το οποιο απαντάται με την επιστολή ημερ 6.6.25 από την Επιτροπο αποτελεί Παράρτημα 7 της παρούσας προσφυγή υπ.αρ. 294-25 και 295.25 και αποστάληκε και ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ προς τους Εφεσίβλητους στις 12.3.2025 από μερους της δικηγόρου του Εφεσείοντα ήτοι πριν την καταχωρηση της προσφυγής που προσβάλλει το αιτητικό της κράτησης και ο Εφεσείοντας δικογραφεί στους νομικούς λογους παραγραφος 1,12 και 13 και στα γεγονότα ότι αιτείται εναλλακτικά μέτρα στα γεγονοτα παραγραφος 11 και 13 και ότι παραβιαστηκε η σχετική νομοθεσία Ν7 (Ι)/2007 αλλά και το Κεφ 105.Περαιτέρω προτού καταχωρηθεί η προσφυγή υπ.αρ.336.25 αποστάληκε εκ νέου αιτημα στις 25.3.25 σε συνέχεια του αιτηματος προς τους Εφεσίβλητους ημερ 12.3.2025 για εφαρμογή εναλλακτικών μετρων το οποιο αποτελεί παράρτημα 14 της προσφυγής υπ.αρ. 336.25 το οποίο κοινοποιηθηκε και στην Επιτροπο Προστασίας Δικαιωματων του Παιδιού καθότι οι καθ ων αγνοούσαν το αιτημα του Εφεσείοντα για εναλλακτικά μέτρα και κυρίως παραβίαζαν την σχετική νομοθεσία . Συνεπώς πριν την καταχωρηση όλων των προσφυγών υπ.αρ. 294.25 και 295.25 και 336.25 οι Εφεσίβλητοι είχαν γνώση του επιδικου αυτού ζητήματος και ότι κοινοποιηθηκε το εν λόγω αίτημα από τον Εφεσείοντα και στην Επιτροπο Δικαιωμάτων του Παιδιου ενόψει παραβίασης των Εφεσίβλητων να αξιολογήσουν τα εναλλακτικά μέτρα και κατά τον επιδικό χρόνο εκδοσης των διαταγματων κράτησης και απέλασης αλλά και μετέπειτα ως προνοεί η σχετική νομοθεσία.
4.Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν επιχειρείται να τεθεί μαρτυρία η οποία μεταβαλλει και διαφοροποιεί το περιεχόμενο των δεδομένων που ηταν ηδη ενωπιον των Εφεσίβλητων κατά τη ληψη των σχετικών προσβαλλόμενων αποφασεων . Ο μοναδικός λόγος που η επιστολή της Επιτροπου είναι μεταγενέστερης ημερομονίας της επιδικης πράξης έκδοσης των διαταγμάτων είναι καθότι αποτελεί απάντηση του αιτήματος που υπέβαλε ο Εφεσείοντας για εναλλακτικά μέτρα κατά τον επιδικο χρόνο σύλληψης. Περαιτέρω παρά το γεγονός ότι η επιστολη ημερ. 6.6.25 είναι μεταγενέστερη του επιδικου χρόνου συλληψης του Εφεσείοντα , το περιεχόμενο αυτής ομιλά για την παραβίαση των καθ ων που ανάγεται κατά τον χρόνο σύλληψης του Εφεσείοντα και είναι ακρως σχετική με τον πυρήνα του αιτήματος της παρούσας προσφυγής και-ή τα επίδικα ζητήματα.
5.To εν λόγω αίτημα -παραπονο αφορά μη εφαρμμογή εναλλακτικών μετρων στην βαση του ότι αγνοήθηκε το συμφέρον των ανήλικων τεκνων της οικογενειας του Εφεσείοντα είχε ήδη τεθεί ενώπιον των καθ ων πριν την καταχωρηση των επίδικων προσφυγών και οι καθ ων μέχρι σήμερα παραβιάζουν την σχετική νομοθεσία και γιαυτό και η Επιτροπος απευθυνόμενη προς τους καθ ων επιβεβαίωσε την εν λόγω παραβίαση αφού διεξήχθη δέουσα έρευνα ζητώντας τις απόψεις όλων των εμπλεκόμενων μερών.
6.Οι Εφεσίβλητοι ενίστανται στην προσκομιθείσα μαρτυρία καθότι επιβεβαιώνεται από το ιδιο «ελεγκτικό» όργανό που τους ελέγχει ότι έχουν προβεί σε σωρεία παραβιάσεων της σχετικής νομοθεσίας και τους καλεί όπως επαναξιολογήσουν άμεσα . Παρότι είναι εισηγητικός ο ρόλος της Επιτρόπου και όχι δεσμευτικός και για το παρών Δικαστήριο εντούτοις η εν λόγω μαρτυρία ενισχύει την θέση ότι οι Εφεσίβλητοι έχουν παραβιάσει τα άρθρα 180Ζ και 180Η κατά την σύλληψη του αιτητή και αυτό το δεδομένο είναι καίριας σημασίας να υπάρχει ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου αφού είναι ένα γεγονός που θα επηρεάσει την κρίση του Σεβαστού Δικαστηρίου στην έκδοση τελικής απόφασης επι της ουσίας της προσφυγής.
7.Στην παρούσα η παρούσα μαρτυρία είναι και σχετική και τεκμηριωνει ένα από τους λόγους ακυρωσης και είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να προσαχθεί.
8.Περαιτέρω να σημειωθεί ότι είναι συνεχής η υποχρεωση των Εφεσίβλητων να ελέγχουν ανα δίμηνο ακόμα και με το κεφ 105 κατά ποσον θα έπρεπε να εφαρμοστούν εναλλακτικά μετρα κατι το οποιο δεν έπραξαν και η επιδιωκόμενη μαρτυρία το επιβεβαιώνει
9. Περαιτέρω ακόμα και να θεωρείτο μεμονωμένα η απάντηση της Επιτροπου ημερ 6.6.2025 ως μεταγενέστερη δεν παύει να αποτελει μερος της υποχρεωσης των Εφεσίβλητων για πλήρη αποκαλυψη και διαφάνεια ΟΛΩΝ των εγγραφων που απευθύνονται προς την υπηρεσία και για σκοπούς πληρότητας του Διοικητικού Φακέλου.
10. Η εν λόγω επιστολή απευθύνεται προς τους Εφεσίβλητους και θα ήταν αναμενόμενο και λογικό ότι δεν θα έπρεπε καν να καταχωρείτο η παρούσα αίτηση αφού οι Εφεσίβλητοι έχουν υποχρέωση ως θεσμός της Δημοκρατίας όπως όλα τα εγγραφα που αφορούν τους αιτητες να τα τοποθετούν εντός του διοικητικού φακέλου ποσο μάλλον ένα εγγραφο που το περιεχόμενο της αναφέρεται στην εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων αντί της σύλληψης του Εφεσείοντα καθότι επηρεάζεται πρωτίστως το συμφέρον της οικογενειακής ενότητας και των ανήλικων τέκνων της οικογένειας και-ή μη αποδοχή του από το Πρωτόδικο Δικαστήριο αλλοιώνει τον διοικητικό φάκελο αφού δεν είναι πλήρης ο φάκελος και δίνει την δυνατότητα στους Εφεσίβλητους να επιλέγουν μονομερώς ποια έγγραφα θα προσκομίσουν εντος του διοικητικού φακέλου πριν την ακροαματική διαδικασία πλήτοντας ετσι την αρχή της Δικαιης δικής, της Ισοτητας των μερών αλλά και της Διαφάνειας.
11. Ο μοναδικός λόγος που η πλευρά του Εφεσείοντα αναγκάστηκε να καταχωρήσει την παρούσα αιτηση είναι επειδή οι διοικητικοί φακέλου παρότι δεν άρχισε η ακροαματική διαδικασία είχαν ήδη προσκομιστεί στο Δικαστήριο και όταν ζητήθηκε άδεια να επιστραφούν για να αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου η εν λόγω επιστολη ημερ.6.6.25 η οποία αφορά και τον πυρήνα της παρούσας υποθεσης αφού η κράτηση ήτοι το ίδιο επίδικο ζητήματα προσβάλλεται με την προσφυγή υπ.αρ. 295.25 αιτητικό Β της προσφυγής καταχωρηθείσας στις 17.3.2025, ο ευπαίδευτος συνήγορος ο οποιος εκπροσωπεί την Δημοκρατία εντούτοις έφερε ένσταση.
12. Με βάση το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ στα πλαίσια δικαιας δικης το Δικαστήριο οφειλει να εχει προσβαση σε πλήρη και ακριβή εικόνα της υποθεσης ώστε να καταληξει σε ορθά συμπεράσματα. Η ελλειψη πλήρους διοικητικού φακέλου οδηγεί σε ακροασφαλή συμπεράσματα. Περαιτέρω ως υπομνήσθηκε και από το Εφετείο στην απόφαση Δημοκρατίας ν Σ.Λ. Κυριάκου ΛΤΔ (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 122/2019, ημερομηνίας 15/12/23) «στο πλαίσιο εκδίκασης προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι πάγια υποχρέωση της Καθ’ης η αίτηση διοικητικής αρχής να προσκομίσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη για την υπόθεση στοιχεία του φακέλου και η τυχόν παράλειψή της να το πράξει συνιστά λόγο ακύρωσης (WESTPARK LTD ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1), (1997) 3 Α.Α.Δ. 63.»
Με το περίγραμμα αγόρευσης της αλλά και κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η πλευρά του Εφεσείοντος ανέπτυξε ουσιαστικά τα επιχειρήματα που απαντώνται στην αιτιολογία του λόγου Έφεσης της (ανωτέρω), τονίζοντας, μεταξύ άλλων, τη θέση της (ως έπραξε και ενώπιον μας κατά την ακρόαση της υπόθεσης) ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιστολή όφειλε να αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης προς κατάθεση και υποστηρίζοντας ότι «το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής επικεντρώνεται στις παραλείψεις και παραβιάσεις που προέβηκαν οι καθ’ ων κατά τη σύλληψη του Εφεσείοντα και είναι επόμενο οι Εφεσίβλητοι προσπαθούν (sic) να αποκρύψουν την εν λόγω επιστολή αφού επιβεβαιώνεται η ελλειπής έρευνα που έχουν κάνει αφού δεν ενεργούν με γνώμονα την απονομή δικαιοσύνης.». Ενώπιον μας, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η ευπαίδευτη δικηγόρος του Εφεσείοντα, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον επιζητείται η καταχώριση νέων στοιχείων με την Επιστολή και κατά πόσο μπορεί να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της Επιστολής, αυτή φέρουσα μεταγενέστερη ημερομηνία της ημερομηνίας λήψης των επίδικων αποφάσεων, έστω και αν εμπεριέχετο στο διοικητικό φάκελο που θα καταχωρείτο, τοποθετήθηκε θετικά, επαναλαμβάνοντας τη θέση της ότι οι διαπιστώσεις που εμπεριέχονται στην Επιστολή ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο λήψης των αποφάσεων και αναφέροντας, μεταξύ άλλων ότι « «Ο λόγος που είμαι τόσο έντονη για την επιστολή, είναι επειδή υπάρχει κατάφωρη παραβίαση του Άρθρου 18, δηλαδή δεν λήφθηκε υπόψη η οικογενειακή ζωή του Αιτητή κατά το χρόνο σύλληψης.» και ότι «..γι’ αυτό αναφέρω ότι παραβιάστηκαν άρθρα της νομοθεσίας και βεβαίως θέλω να ισχυροποιήσουν τη θέση μου κάποια θεσμικά όργανα που για μένα είναι καταλύτης.»
Η πλευρά των Εφεσίβλητων, με το δικό της περίγραμμα αγόρευσης, αφού μας ενημέρωσε και ότι εκκρεμεί προς εκδίκαση και αίτημα habeas corpus ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την περίοδο κράτησης του Εφεσείοντα, ζήτημα που κρίνουμε ότι εδώ δεν επηρεάζει, υπεράσπισε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, τονίζοντας ότι η Επιστολή είναι μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η Επιστολή ήταν εξ υπαρχής ενώπιον του διοικηιτκού οργάνου και αυτό την αγνόησε. Ως αναφέρει, επί λέξει:
«Τούτο καθότι εκ της ίδιας της επιστολής της Επιτρόπου ανακύπτει κατά τρόπο σαφή και ξεκάθαρο ότι αυτή κοινοποιήθηκε στους Εφεσίβλητους κατόπιν της έκδοσης της εξ’ (sic) ου και στους λήπτες της κοινοποίησης αυτής περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι Εφεσίβλητοι. Η δε επιστολή της Επιτρόπου αποτέλεσε προϊόν εξέτασης παραπόνου υποβληθέντος από την δικηγόρο του Εφεσείοντος και επιστολής Διευθύντριας Δημοτικού Σχολείου χωρίς προηγουμένως να κληθούν οι Εφεσείβλητοι να τοποθετηθούν επί των αιτιάσεων που προέβαλαν τόσο η δικηγόρος του όσο και η αναφερόμενη Διευθύντρια Δημοτικού Σχολίου (sic). Εν ολίγοις, ενώ η επιστολή της Επιτρόπου βασίστηκε αποκλειστικά σε παράπονα που υποβλήθηκαν από τρίτους για λογαριασμό του Εφεσείοντος χωρίς προηγουμένως να τεθεί οτιδήποτε ενώπιον των Εφεσίβλητων και χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούν επί των αιτιάσεων αυτών, ο Εφεσίβλητος έρχεται και παρουσιάζει αυτή την επιστολή ως έγγραφο που ήτο ενώπιον των Εφεσίβλητων. Οπότε, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα πως είναι δυνατό η επιστολή της Επιτρόπου να θεωρείται ότι αποτέλεσε «εξ αρχής» μέρος του φακέλου όταν οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της επιστολής κατόπιν της έκδοσης της και αν πράγματι ήταν «εξ αρχής» μέρος του φακέλου γιατί τους κοινοποιήθηκε η επιστολή κατόπιν εορτής, ήτοι κατόπιν της έκδοσης της.»
Εξετάσαμε όλα τα ενώπιον μας έγγραφα και δικόγραφα με προσοχή.
Δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, να ενδιατρίψουμε, πέραν των όσων απαιτούνται, σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων των πλευρών. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23:
«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»
Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, , Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304) »
Είναι, κατά τη θεώρηση μας, σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, τελικώς, το αίτημα του Εφεσείοντος για προσαγωγή της Επιστολής ως μαρτυρία, βασιζόμενο στο ότι δια της προσπάθειας προσκόμισης της Επιστολής, αυτή ούσα μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου λήψης των επίδικων αποφάσεων, επιχειρείται μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το διοικητικό όργανο κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση, γενικά, με το δικονομικά απαράδεκτο προσαγωγής νέων στοιχείων μεταγενέστερων του ουσιώδους χρόνου που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να ήταν και δεν ήταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρίσκει, ομολογουμένως, έρεισμα στην διαχρονική νομολογία επί του θέματος, παραπομπή στην οποία έγινε, εν μέρει, και στην πρωτόδικη απόφαση (βλ. ανωτέρω). Προσθέτουμε, ενδεικτικά και μόνο και τις ακόλουθες αποφάσεις:
Στην απόφαση ημερομηνίας 28.2.2022 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015 ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ αποφασίστηκαν και τα εξής:
«Σημειώνεται, επίσης, ότι η υπόθεση κρίνεται στη βάση των ιατρικών δεδομένων του εφεσείοντα που υπήρχαν όταν υποβλήθηκε το αρχικό αίτημα για σύνταξη στις 18.10.2012, που είναι και ο ουσιώδης χρόνος. Τα διάφορα έγγραφα, που ο εφεσείων κοινοποίησε μεταγενέστερα, ακόμα και μέχρι την ακρόαση της έφεσης, δεν μπορούσαν να συνυπολογιστούν, εφόσον δεν εμπίπτουν εντός του ουσιώδους χρόνου.»
Στην απόφαση ημερομηνίας 20.4.2022 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 126/2021 M S A LIMON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ αποφασίστηκαν και τα εξής:
“Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να λεχθεί ότι η πλευρά της Εφεσίβλητης Δημοκρατίας έχει δίκαιο. Η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης γεγονότα δεν ήταν ορθή αφού τα γεγονότα αυτά δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης. Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, ως αναθεωρητικού Δικαστηρίου εξαντλείτο στα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο της Διοικητικής Πράξης. Δηλαδή της πράξης ή των πράξεων ημερ. 13.8.2021.»
Ούτε, όμως, αν υπήρχαν σύγχρονα του χρόνου λήψης των επίδικων αποφάσεων στοιχεία, τα οποία κάποιος προσφεύγων θα μπορούσε να θέσει ενώπιον της διοίκησης σε προγενέστερο στάδιο προς κατάδειξη πλάνης ή έλλειψης δέουσας έρευνας και δεν το έπραξε, μπορούν μετά να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.
Συναφώς, στην απόφαση ημερομηνίας 15.3.2024 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2018 K & P LIQUOR STORE LTD v. 1. ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ 2 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ αποφασίστηκαν τα ακόλουθα (με δικές μας υπογραμμίσεις):
«Ακολούθως η εφεσείουσα καταχώρισε προσφυγή επικαλούμενη υπέρβαση ή και κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και ελαττωματική ή/και ανεπαρκή έρευνα, ή/και έλλειψη αιτιολογίας και λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου. Είναι με την προσφυγή που διευκρινίστηκε, ως άνω, ότι η ένσταση είχε καταχωριστεί «δια του λογιστή του». Στην προσφυγή επισύναψαν ως Παράρτημα Δ «Έκθεση Γεγονότων και Δήλωση του σημερινού λογιστή τους Πανίκκου Σενέκκη», δια του οποίου «επιβεβαιώνονται τα γεγονότα σε ότι αφορά τα στοιχεία και δεδομένα που εκτίθενται ανωτέρω [στην προσφυγή] και καταγράφουν τα λάθη των Καθ΄ ων η Αίτηση.».
Η θέση της εφεσείουσας στην προσφυγή ήταν πλέον η εξής:
[.]
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι:
(α) το ζήτημα που είχε εγείρει με την Ένσταση της η εφεσείουσα ήταν πως οι εφεσίβλητοι δεν είχαν διενεργήσει έλεγχο στα βιβλία της αλλά απλώς παρέλαβαν μερικά ρολά της ταμειακής μηχανής για την περίοδο 2007 μέχρι 2008. Επίσης ότι η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί στην Ένσταση της ότι το 80% της πωλήσεως της αφορά σε τσιγάρα και το κέρδος είναι μόνο 1,5% και
(β) από την άλλη ότι στην Έκθεση Γεγονότων και Δήλωση Σενέκκη προβάλλεται ότι οι εφεσίβλητοι «.έσφαλαν κατά τον έλεγχο τους εφόσον κατά τη σύγκριση μερικών δεδομένων της ταμειακής μηχανής με τις εισπράξεις που καταγράφονται σε καταστάσεις της JCC, δεν έλαβαν υπόψη ότι η ταμειακή μηχανή για λόγους ασφαλείας είχε μέγιστο όριο συναλλαγής και επομένως μία συναλλαγή που υπερέβαινε το όριο αυτό καταχωρείτο περισσότερες από μία φορές ενώ η αντίστοιχη συναλλαγή στην JCC φαινόταν για το συνολικό ποσό. Πρόσθετα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι όλα τα στοιχεία και έγγραφα ήταν ορθά καταχωρημένα στα reconciliation statements που βρίσκονταν στην κατοχή των αιτητών αλλά οι καθ΄ ων η αίτηση δεν τα έλεγξαν.»
Έχοντας συγκρίνει τα δύο προαναφερθέντα έγγραφα το δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι στην Έκθεση Γεγονότων και Δήλωση Σενέκκη εγείρονται για πρώτη φορά επιχειρήματα που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου προς εξέταση. Κατόπιν της διαπίστωσης αυτής έλαβε καθοδήγηση από την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιλέξει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, που πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτή στοιχεία, δύναται να αποφασίσει, όπως ο νόμος κατά τα ανωτέρω ορίζει. Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας και τυγχάνει εφαρμογής εκτός αν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Ως αποτέλεσμα η αίτηση για κλήτευση του Π. Σενέκκη με σκοπό να καταστήσει την Έκθεση του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου απορρίφθηκε.
Η απορριπτική αυτή ετυμηγορία του δικαστηρίου προδιέγραψε κατ' ουσίαν και το τελικό αποτέλεσμα, επίσης απορριπτικό.
[.]
Ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι με το Παράρτημα Δ εσκοπείτο η εισαγωγή επιχειρημάτων που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου, αλλά εγείρονταν για πρώτη φορά με την προσφυγή. Αποδοχή της θέσης της εφεσείουσας ότι μια τέτοια γενικόλογη ένσταση είναι ικανή και επαρκής, ώστε να τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου προς εξέταση για πρώτη φορά οι εξειδικευμένοι ισχυρισμοί που περιέχονται στο Παράρτημα Δ, θα προσέκρουε στον απαγορευτικό κανόνα της Έπαυλις Κομήτης. Δεν θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την αρχή της υπόθεσης Έπαυλις Κομήτης επειδή η εφεσείουσα προβάλλει ότι σκοπό έχει να καταδείξει με το Παράρτημα Δ το ελλιπές της έρευνας και την πλάνη της διοίκησης ως προς τα γεγονότα. Η ουσία παραμένει ότι το Παράρτημα Δ περιέχει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενός λογιστή-ελεγκτή, οι οποίοι δεν τέθηκαν με την Ένσταση υπόψη των εφεσιβλήτων ώστε να είχαν εξεταστεί κατά τη λήψη της σχετικής διοικητικής απόφασης. Η προσφυγή αποφασίζεται επί της απόφασης της διοίκησης που δόθηκε στην ένσταση του διοικουμένου και δεν μπορεί να επεκταθεί με την παρουσίαση νέου υλικού υπό τη μορφή μαρτυρίας. Δεν μπορούν να τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου. Με ποιο σκοπό; Για να αξιολογήσει το δικαστήριο ότι η έρευνα ήταν λανθασμένη και ελλιπής και το αποτέλεσμα της αποτελούσε σφάλμα, όπως ρητώς ομολογείται από την εφεσείουσα; Κάτι τέτοιο όμως δεν θα συνιστούσε θεμιτή αξιολόγηση στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου όταν εγείρεται ως λόγος έφεσης η παράλειψη έρευνας ή η πλάνη. Θα ισοδυναμούσε με διατύπωση πρωτογενούς κρίσης από το δικαστήριο. Όπως είπε σε μια παρόμοια περίπτωση ο Κωνσταντινίδης, Δ. «Αν εξέταζα αυτούς τους ισχυρισμούς θα διατύπωνα γνώμη πάνω σε θέμα που δεν ηγέρθη ενώπιον της ΕΔΥ. Αυτή η γνώμη δεν θα ήταν αναθεωρητική απόφασης της ΕΔΥ πάνω στο θέμα, αλλά πρωτογενής.» (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1512).»
Βεβαίως, η πλευρά του Εφεσείοντος τοποθετήθηκε, τελικώς και κατά την ακρόαση της υπόθεσης, μετά από σχετικό ερώτημα του Διοικητικού Εφετείου ότι, δεν επιδιώκει με την κατάθεση της Επιστολής την εισαγωγή νέων στοιχείων που δεν ήταν υπαρκτά κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αλλά επιθυμεί να καταδείξει μέσω των (ενισχυτικών των ισχυρισμών της) θέσεων που καταγράφονται στην Επιστολή της Επιτρόπου την έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης της Εφεσίβλητης ειδικότερα όσον αφορά τον πρωτόδικο ισχυρισμό-λόγο ακυρώσεως του Εφεσείοντος περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας, λόγω ισχυριζόμενης παραβίασης της σχετικής νομοθεσίας (Άρθρα 180Ζ και 180Η του Κεφ 105), διότι δεν ζητήθηκαν οι απόψεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας σε σχέση με την δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων για τον Εφεσείοντα αντί της κράτησης του.
Δεν μας επισημάνθηκε από τα διάδικα μέρη, όμως δεν διέλαθε της προσοχής μας η πρόσφατη - και συναφής, κρίνουμε- απόφαση ημερομηνίας 12.5.2025 στις συνεκδ. Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 5/16 & 104/19 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, στην οποία η απόφαση (πλειοψηφίας) αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Παραμένει προς εκδίκαση η έφεση κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με την καταλληλότητα του ακινήτου για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας υποστηρίζουν πως το Δικαστήριο έσφαλε στην απόρριψη της αίτησης, επειδή κατά την κρίση του αυτό που επιδιώχθηκε ήταν η αλλοίωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, που είναι η μόνη πηγή κρίσης της νομιμότητας της επίδικης στην προσφυγή απόφασης.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας, αν αυτή είναι σχετική με τα επίδικα θέματα. Αυτό μάλιστα μπορεί να επιτραπεί σε όλα τα στάδια της δίκης, τόσο κατά την πρωτοβάθμια, όσο κατά την δευτεροβάθμια δικαιοδοσία (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 145, 162). Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα, τους λόγους ακυρώσεως που υποστηρίχθηκαν καθώς και τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή, κρίνει κατά πόσο η επιδιωκόμενη να προσαχθεί η μαρτυρία είναι σχετική (Petrolina Ltd κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπ. αρ. 223/2000 κ.ά., ημερ. 4/4/2002).
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να προσκομιστεί μαρτυρία που αλλοιώνει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προς ενίσχυση του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης (Α.Ε. 125/14 Κ.Δ. μέσω Υπ. Συγκοινωνιών & Έργων ν. D. J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, ημερ. 13/7/2015).
Η κρίση του Δικαστηρίου πρωτοδίκως σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η προσκόμιση μαρτυρίας που να ανατρέπει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι στους καθ' ων η αίτηση που δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση μαρτυρίας προς συμπλήρωση των ελλείψεων του διοικητικού φακέλου ή και προς αντίκρουση των όσων προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Πράγματι το Δικαστήριο κρίνει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Αν όμως οι αιτητές σε προσφυγή επιδιώκουν να αποδείξουν λόγους ακυρώσεως περί πλάνης της Διοίκησης περί τα πράγματα ή και έλλειψης δέουσας έρευνας, μπορούν να προσκομίσουν σχετική μαρτυρία προς υποστήριξη των λόγω ακυρώσεως.
Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη του Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης, χωρίς εκτίμησή του σε σχέση με την σχετικότητα της επιδιωκόμενης να προσκομιστεί μαρτυρία με τους λόγους ακυρώσεως, καθώς και των γεγονότων, όπως αυτά ήταν αντιληπτά από τους καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.»
Δεν είναι έργον ή αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου να σχολιάσει, κατά πόσο η ανωτέρω απόφαση είναι εναρμονισμένη και αν ναι - σε ποιά έκταση και βαθμό- με προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος, αλλά και την ομοηχία ή μη τέτοιας προηγούμενης νομολογίας, ισόβαθμων πάντα δικαστηρίων. Το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται αυστηρά από τη νεότερη απόφαση ή αποφάσεις ανώτερου του Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή των παραμέτρων του κανόνα stare decisis, (βλ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και πολλές μεταγενέστερες).
Από την πιο πάνω απόφαση, έστω ληφθείσα υπό τα δικά της δεδομένα, προκύπτει, κατά την ταπεινή μας αντίληψη, να μην εξαρτάται η έγκριση αιτήματος προσκόμισης μαρτυρίας, με σκοπό την απόδειξη εγειρόμενου ισχυρισμού-λόγου ακυρώσεως πλάνης περί τα πράγματα ή έλλειψης δέουσας έρευνας, από το μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου της σύνταξης τέτοιας μαρτυρίας, αλλά από «[.} την σχετικότητα της επιδιωκόμενης να προσκομιστεί μαρτυρία με τους λόγους ακυρώσεως, καθώς και των γεγονότων, όπως αυτά ήταν αντιληπτά από τους καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.».
Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ανεπίπτρεπτης αλλοίωσης των στοιχείων του διοικητικού φακέλου τα οποία ήταν ενώπιον της διοίκησης (δια της προσκόμισης νέων) αν γινόταν αποδεκτή προς κατάθεση η Επιστολή της Επιτρόπου, δια τον λόγο (και μόνο) ότι αυτή ήταν μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου λήψης των επίδικων αποφάσεων δεν φαίνεται να είναι εναρμονισμένη με τα αποφασισθέντα στη ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ. Συνεπώς, ο πρώτος (δεν υπάρχει άλλος, διευκρινίζουμε) λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.
Όσον αφορά στο ζήτημα που υπό την αιτιολογία του πρώτου λόγου Έφεσης τέθηκε (εκεί παράγραφοι 9 έως 11, βλ. ανωτέρω) ότι η Επιστολή της Επιτρόπου όφειλε να αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης άνευ αναγκαιότητας προσκόμισης της ως μαρτυρία, επισημαίνουμε ότι η επίδικη αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας δεν περιέλαβε κάτι τέτοιο ως αιτητικό και, ως εκ τούτου, δεν απαντήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του και, κατ’ επέκταση, δεν θα ήταν, στην περίπτωση, ούτε το Διοικητικό Εφετείο αρμόδιο να αποφανθεί πρωτογενώς επί τούτου. Εν πάση περιπτώσει και μόνο ως καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε τυχόν μελλοντική περί τούτου διαδικασία, χρήσιμη αναφορά στο τι περιλαμβάνει ο διοικητικός φάκελος γίνεται στην απόφαση του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.5.2020 στην Αναθεωρητική Έφεση Α.Ε. 22/2013 Αθηνούλα Παπουή 1. Κλεάνθους, 2 Χ’ Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν και με βάση τα ανωτέρω, το ζήτημα έχει κριθεί, προς υποβοήθηση του έργου του πρωτόδικου Δικαστηρίου επισημαίνονται και τα ακόλουθα:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναμένεται, στα πλαίσια επανεξέτασης του ζητήματος και εξέτασης των κριτηρίων που αναφέρονται στην ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΡΜΙΩΤΗΣ ΛΤΔ. supra, να διερευνήσει και να αποφανθεί, κατά πόσον ο Εφεσείων επιδιώκει όντως, με την αίτηση του, την προσκόμιση μαρτυρίας προς απόδειξη επίδικων, σύγχρονων του ουσιώδους χρόνου και ουσιωδών προς λήψη των επίδικων αποφάσεων γεγονότων.
Τέτοιων γεγονότων δε, επί των οποίων να στηρίζονται συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως του και όχι απλά και μόνο να επιδιώκεται να εισαχθεί ως «μαρτυρικό υλικό» η άποψη-εισήγηση (ως φέρουσα «ειδικό βάρος» και, ως τέτοια, ενισχυτική των θέσεων του Εφεσείοντος, ως η ίδια η πλευρά του Εφεσείοντα επιχειρηματολογεί) ενός άλλου ανεξάρτητου οργάνου (της Επιτρόπου), όσον αφορά, στο κατά πόσο η Εφεσίβλητη είχε νομική υποχρέωση να ζητήσει τις απόψεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας σε σχέση με την εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων για τον Εφεσείοντα αντί της κράτησης του, στη βάση των Άρθρων 180Ζ και 180Η του Κεφ. 105 και αν είχε, αν ο διοικητικός φάκελος αποκαλύπτει τέτοια έρευνα (ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία να τέθηκε ενώπιον της Επιτρόπου).
Τα πιο πάνω επισημαίνονται, δεδομένου ότι τέτοιοι ισχυρισμοί, ως εκ της νομικής φύσεως τους, συνιστούν ζητήματα αποκλειστικά της δικαστικής διεργασίας, απολήγουσα σε δικαστική κρίση υπό το φως της δικαστικής εξέτασης του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Συναφώς, παραπέμπουμε στην Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 335, στην οποία αποφασίστηκαν ομόφωνα και τα εξής, όσον αφορά αίτημα προσαγωγής μαρτυρίας αναφορικά με πόρισμα Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών που δόθηκε στη δημοσιότητα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου έκδοσης της εκεί επίδικης διοικητικής απόφασης, ήτοι της τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (η παραπομπή αφορά το υπογραμμισμένο από εμάς σημείο):
«Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία που γίνεται προσπάθεια να προσκομιστεί, αναφέρεται σε γεγονότα μεταγενέστερα της ημερομηνίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, αφού δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός για εμφιλοχώρηση πλάνης, δεν μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμοποιηθεί όσον αφορά τους ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αφού αφορά στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν ενώπιον του οργάνου που έλαβε την απόφαση. Περαιτέρω, το πόρισμα που σκοπείται να παρουσιαστεί περιέχει την κρίση κάποιου οργάνου, κάτι που συνιστά ουσιαστικά έργο του εκδικάζοντος δικαστηρίου.»
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η Έφεση επιτυγχάνει.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2000 υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Η υπόθεση επιστρέφεται στον ίδιο πρωτόδικο Δικαστή για επανεξέταση της αίτησης προσκόμισης μαρτυρίας και λήψης νέας απόφασης επ’ αυτής, στη βάση των προαναφερθέντων.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο