(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 79/2021)
9 Οκτωβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ 360 ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ Ή/ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Εφεσίβλητου.
--------------------
E. Λοιζῒδου (κα), για Α.Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε. για τον Εφεσείοντα.
Α. Ελευθερίου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 14/05/2021 απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 128/2019 που ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει εναντίον της νομιμότητας της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας ημερομηνίας 20/11/2018, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής ημερομηνίας 11/05/2016, που έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο διάπραξης αδικήματος και του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Τα γεγονότα της περίπτωσης καταγράφονται στην πρωτόδικη Απόφαση και σε συντομία είναι τα ακόλουθα:
Ο Εφεσείων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος της Αστυνομίας Κύπρου, καταδικάστηκε στις 13/11/2014 από ποινικό Δικαστήριο σε έξι μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της κλοπής υπό δημόσιου λειτουργού μετά από παραδοχή του.
Εν τω μεταξύ, από τις 17/01/2011 είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Μετά την έκδοση της απόφασης του ποινικού Δικαστηρίου, η διορισθείσα στις 17/03/2011 από τον Αρχηγό Αστυνομίας Πειθαρχική Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 11/05/2016, έκρινε ομόφωνα τον Εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο Εφεσείων στις 24/05/2016 προσέφυγε στο Συμβούλιο Εφέσεων, το οποίο με απόφαση του ημερομηνίας 20/11/2018 απέρριψε την έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους προβληθέντες από τον Εφεσείοντα λόγους ακύρωσης που άπτοντο της πάσχουσας σύνθεσης της Πειθαρχικής Επιτροπής και της παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, καθώς επίσης και της κατ’ ισχυρισμό έκδηλα υπερβολικής ποινής που επεβλήθη στον Εφεσείοντα, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Θα πρέπει εξ' αρχής να επισημανθεί ότι στον Κανονισμό 13(3) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 53/1989), ρητά προβλέπεται ότι «Ο Πρόεδρος και ένα τουλάχιστον από τα μέλη της επιτροπής [ενν. της Πειθαρχικής Επιτροπής] δεν θα προέρχεται από την Αστυνομική Διεύθυνση ή τη Μονάδα ή το Τμήμα στην οποία ή στο οποίο υπηρετεί το υπό κατηγορία μέλος». Συνεπώς, όπως εξάλλου επισημαίνεται και στην ίδια την απόφαση του Συμβουλίου, υπήρχε και στην υπό εξέταση περίπτωση, εκ του υπό αναφορά κανονιστικού πλαισίου, η δυνατότητα συμμετοχής ως μέλους της Πειθαρχικής Επιτροπής, προσώπου, εν προκειμένω του κ. Γαβριήλ, που προερχόταν από την ίδια υπηρεσία που υπηρετούσε το υπό κατηγορία μέλος, στην υπό κρίση περίπτωση ο αιτητής.
Περαιτέρω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός περί έλλειψης αμεροληψίας και κακής σύνθεσης της Πειθαρχικής Επιτροπής, δεν στοιχειοθετείται και σε κάθε περίπτωση δεν θεμελιώνεται επαρκώς. Ούτε και έχει ο αιτητής αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης. Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι κάθε έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή και/ή ικανοποιητική βεβαιότητα από γεγονότα που εμφαίνονται στους διοικητικούς φακέλους ή από λογικά συμπεράσματα που τεκμαίρονται από τα γεγονότα αυτά (βλ. Φειδίας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922 και Όθωνος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 475). Όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α. ν. Παναγή (Υπ. Αρ. 1226/12) κ.α., ECLI:CY:AD:2021:C71, Α.Ε. 47/14, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας και προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά, το δε βάρος απόδειξης φέρει ο διάδικος που επικαλείται την ύπαρξη μεροληψίας ή προκατάληψης (βλ. και Νεοφύτου ν. ΕΔΥ (2007) 3 Α.Α.Δ. 8 και Medcon Construction Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441).
[…]
Στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι το υπόβαθρο, επί του οποίου στηρίζεται ο συνήγορος του αιτητή προκειμένου να υποστηρίξει την εισήγησή του για μεροληψία λόγω της συμμετοχής του κ. Γαβριήλ στην Πειθαρχική Επιτροπή, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς: ούτε επί γεγονότων που παρουσιάζονται και/ή βασίζονται στον οικείο διοικητικό φάκελο, αλλ' ούτε σε ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Δεν έχω εντοπίσει που έγκειται η ανάμειξη του συγκεκριμένου Αξιωματικού που συνιστά μεροληψία, ενώ ουδέν προσκόμισε η πλευρά του αιτητή προς απόδειξη των θέσεων της, παρόλο που στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή γίνεται λόγος για «επισυναπτόμενα έγγραφα», τα οποία αποδεικνείουν τους προεκτεθέντες ισχυρισμούς του. Δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε έγγραφο σχετικό προς αυτή την κατεύθυνση. Τουναντίον, διαπιστώνω από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, ότι ο κ. Γαβριήλ δεν είχε καμία ουσιώδη ανάμειξη στην πειθαρχική έρευνα και εν γένει διαδικασία που απέληξε στην έκδοση της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής. Ο δε σκοπός και η φύση των προηγουμένων ενεργειών του κ. Γαβριήλ δεν είχαν καμία ουσιώδη επίδραση στην πορεία της πειθαρχικής διαδικασίας, ούτε και ήσαν καθοριστικές του τελικού αποτελέσματος, ούτως ώστε να μπορούσαν να προκληθούν δικαιολογημένες ανησυχίες για εξ' αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του.
Ο κ. Γαβριήλ, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, ως Διοικητής της Υπηρεσίας που υπηρετούσε και ο αιτητής (Υ.ΚΑ.Ν.) απέστειλε στον Αρχηγό Αστυνομίας επιστολή ημερομηνίας 7.11.2011, στην οποία επισυναπτόταν έκθεση του Υπευθύνου Κλιμακίου Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού, αναφορικά με ενέργειες του αιτητή, από τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, και όχι από την επιστολή του κ. Γαβριήλ, «φαίνεται ότι ενδεχομένως να προκύπτουν σοβαρά πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα από τον εν λόγω Αστυφύλακα». Ενόψει δε τούτου, ο κ. Γαβριήλ υπέβαλε στον Αρχηγό την εισήγηση για διορισμό ερευνώντα αξιωματικού για διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από τον αιτητή, διορισμό ανακριτή για διερεύνηση ενδεχομένου διάπραξης ποινικών αδικημάτων, να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα και για άμεση μετάθεση του τελευταίου από την Υ.ΚΑ.Ν.. Επιπρόσθετα, ο κ. Γαβριήλ, ως Διοικητής της Υ.ΚΑ.Ν., παρέσχε στον αιτητή το δικαίωμα ακρόασης, προτού ο τελευταίος τεθεί σε διαθεσιμότητα και ήταν αυτός που έθεσε τελικά τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για σκοπούς διερεύνησης των πιο πάνω, στις 7.1.2011. Την ίδια δε μέρα, ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας διόρισε τον Ανώτερο Υπαστυνόμο (ως ήταν τότε) xxxxx Μαυρομμάτη, και όχι τον αιτητή, ως ερευνώντα αξιωματικό για την διενέργεια πειθαρχικής έρευνας αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων εκ μέρους του αιτητή, όπερ και έπραξε ο κ. Μαυρομμάτης, ο οποίος και υπέβαλε σχετικώς την έκθεση και το πόρισμά του. Τέλος, ο κ. Γαβριήλ ήταν ο Αξιωματικός που, μετά την ποινική καταδίκη του αιτητή, απέστειλε σχετική ενημερωτική επιστολή στον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικών, ημερομηνίας 14.4.2014, καλώντας τον όπως προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου ο αιτητής από 11.11.2014 μέχρι και την αποφυλάκισή του να μην λαμβάνει κανένα χορήγημα διαθεσιμότητας, ενώ αργότερα, με νέα επιστολή του προς τον Διευθυντή Διεύθυνσης Οικονομικών, ημερομηνίας 2.4.2015, ενημέρωνε για την αποφυλάκιση του αιτητή και καλούσε τον Διευθυντή να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, ούτως ώστε ο αιτητής από 17.3.2015 να λαμβάνει ως χορήγημα διαθεσιμότητας το ήμισυ του μισθού του.
Είναι πρόδηλο ότι οι πιο πάνω ενέργειες του κ. Γαβριήλ καταδεικνύουν ότι αυτός δεν είχε οποιαδήποτε ουσιώδη ανάμειξη στην πειθαρχική έρευνα και εν γένει διαδικασία που απέληξε στην έκδοση της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής. Πρόκειται για ενέργειες άσχετες με την διερεύνηση αυτή καθ' εαυτήν διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων εκ μέρους του αιτητή και εν γένει με την διενεργηθείσα προς αυτό το σκοπό πειθαρχική διαδικασία και, εν πάση περιπτώσει, για ενέργειες που ουδεμία επίδραση είχαν στην πορεία της εν λόγω πειθαρχικής διαδικασίας, ούτε και ήσαν καθοριστικές του τελικού αποτελέσματος, ούτως ώστε να μπορούσε βάσιμα και/ή εύλογα να γίνεται λόγος για εξ' αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους του συγκεκριμένου Αξιωματικού και μέλους της Πειθαρχικής Επιτροπής.
Όπως λέχθηκε στην Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης (Α.Ε. 47/14), ανωτέρω, με εκτενή αναφορά σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α), εκείνο που έχει σημασία είναι ο σκοπός και η φύση των προηγουμένων αποφάσεων ή ενεργειών του δικαστή (εδώ, κατ' αναλογική εφαρμογή, ενός μέλους οργάνου σε οιονεί ποινική διαδικασία, ήτοι της Πειθαρχικής Επιτροπής). Όταν οι εν λόγω ενέργειες και/ή αποφάσεις δεν είναι καθοριστικές του τελικού αποτελέσματος και όπου το νομικό κριτήριο είναι διαφορετικό, όπως βεβαίως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν μπορεί να προκαλούνται δικαιολογημένες ανησυχίες για εξ' αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας (βλ. Saraiva de Carvalho v. Portugal, Appl. No. 15651/89 (1994) 18 EHRR 534, Werner v. Poland, Appl. No. 26760/95 [2001] ECHR 760, Bulut v. Austria (1), Appl. No. 17358/90 (1997) 24 EHRR 84).
Επιπρόσθετα, στην ίδια απόφαση (Α.Ε. 47/14), επισημάνθηκε ότι η γενική αρχή, σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., υποδηλώνει πως δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το γεγονός και μόνο ότι ο δικαστής (εν προκειμένω το υπό αναφορά μέλος της Πειθαρχικής Επιτροπής) που μεταγενέστερα επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης ή έφεσης είχε προβεί σε κάποια ενέργεια ή είχε λάβει κάποια απόφαση στο προδικαστικό στάδιο (βλ. Thomann v. Switzerland (1997) 24 EHRR 553), καθώς και ότι μια τέτοια διαπίστωση συναρτάται πάντα με τα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. και Morel v. France (Appl. No. 34130/96 (2001) 33 EHRR 47).
Ενόψει των πιο πάνω και υπό το φως των προαναφερθεισών νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης αμεροληψίας στην παρούσα και, συνακόλουθα, ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθεί η πλευρά του αιτητή είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.»
[….]
«Τέλος, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό ότι η υπό της Πειθαρχικής Επιτροπής επιβληθείσα στον αιτητή ποινή, η οποία ακολούθως επικυρώθηκε από το Συμβούλιο, είναι έκδηλα υπερβολική και/ή εξοντωτική. Από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, κρίνω ότι η απόφαση ως προς την ποινή του αιτητή υπήρξε το αποτέλεσμα προσμέτρησης διάφορων παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη από το αποφασίζον όργανο και, σε κάθε περίπτωση, είναι αυτή εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Τόσο στην απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής, όσο και σε αυτή του Συμβουλίου, αναφέρεται ότι σημαντικό ρόλο στην απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής διαδραμάτισε το γεγονός ότι τα υπό του αιτητή διαπραχθέντα αδικήματα ήσαν πολύ σοβαρά και, συνακόλουθα, ότι η συμπεριφορά που αυτός επέδειξε, ως συμπεριφορά «που προσβάλλει το κύρος της Αστυνομίας, τείνει να υποσκάψει την πειθαρχία και προωθεί την ανομία και την αταξία στο Αστυνομικό Σώμα», δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή και να μείνει απαρατήρητη, αλλά θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα. Περαιτέρω, ως αναφέρεται στην απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής, στη διαμόρφωση αυτής λήφθηκε υπόψη η «σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία ο κατηγορούμενος [αιτητής] βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο σε φυλάκιση έξι μηνών. Έλαβε επίσης υπόψη πολύ σοβαρά όλα όσα ο συνήγορος υπεράσπισης ανέφερε, για το ποιος είναι ο κατηγορούμενος, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις».
Δεν εντοπίζω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη και, γενικότερα, οτιδήποτε μεμπτό στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση και στην επιβληθείσα στον αιτητή ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση, η οποία σαφώς και εμπίπτει εντός των ορίων της εξουσίας των καθ' ων η αίτηση, ως αυτά καθορίζονται και από τον περί Αστυνομίας Νόμο και τους εξ' αυτού απορρέοντες περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 53/1989), όπου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 16, μια εκ των προβλεπόμενων ποινών είναι και αυτή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Εξάλλου, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής, εκτός εάν συντρέχει κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα (βλ. Κώστας Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 515, Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302), κάτι που εν προκειμένω δεν συμβαίνει. Στην Γεωργιάδης, ανωτέρω, λέχθηκαν και τα εξής, επί του υπό συζήτηση θέματος».
Με δύο Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση. Με τον Λόγο Έφεσης αρ. 1 ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του περί πάσχουσας σύνθεσης της Πειθαρχικής Επιτροπής. Με τον Λόγο Έφεσης αρ. 2, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ακύρωσης που ήγειρε ο Εφεσείων ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και/ή εξοντωτική γι’ αυτόν.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, από το οποίο προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά δεδομένα σε σχέση με την εμπλοκή του Αστυνόμου Α΄ Διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. κ. Γαβριήλ στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της συμμετοχής του ως ενός εκ των μελών της Πειθαρχικής Επιτροπής, που συνιστά τον Λόγο Έφεσης αρ. 1.
Με εμπιστευτική επιστολή του ημερομηνίας 07/01/2011 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο κ. Γαβριήλ υπέβαλε συνημμένη επιστολή ημερομηνίας 07/01/2011 του κ. Δημητρίου, Υπαστυνόμου Υπεύθυνου Κλιμακίου Υ.ΚΑ.Ν, για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο Εφεσείων, ως ανακριτής υπόθεσης που αφορούσε χρηματικό ποσό που κατακρατήθηκε από την Αστυνομία και για το οποίο εζητείτο από τον κατ’ ισχυρισμό δικαιούχο, η επιστροφή του.
Στην εν λόγω έκθεση του ο κ. Δημητρίου αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι πληροφόρησε τον Εφεσείοντα ότι με την όλη συμπεριφορά και ενέργειες του, «δημιουργούσε εύλογες υποψίες ότι παράτυπα οικειοποιήθηκε τα πιο πάνω χρήματα». Αναφέρει επίσης, ότι επέστησε στον Εφεσείοντα την προσοχή του στον νόμο και ότι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε τα χρήματα, πλην όμως «παρά τις επανειλημμένες» οδηγίες του προς τον Εφεσείοντα «δεν το έχει πράξει».
Ο κ. Γαβριήλ στην εμπιστευτική επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας αναφέρει ότι:
«Σύμφωνα με την έκθεση του Υπεύθυνου του Κλιμακίου Υ.ΚΑ.Ν Λεμεσού, φαίνεται ότι ενδεχομένως να προκύπτουν σοβαρά πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα από τον εν λόγω Αστυφύλακα, αφού μέχρι στιγμής, παρά τις επανειλημμένες οδηγίες του Υπευθύνου του, δεν έχει παρουσιάσει το χρηματικό ποσό (….)».
Ενόψει τούτου ο κ. Γαβριήλ υπέβαλε εισήγηση για «Διορισμό Ερευνώντα Αξιωματικού για διερεύνηση ενδεχόμενου διάπραξης Πειθαρχικών αδικημάτων -Διορισμό ανακριτή για διερεύνηση ενδεχόμενου διάπραξης ποινικών αδικημάτων- Να τεθεί σε διαθεσιμότητα- Άμεση μετάθεση του από την Υ.ΚΑ.Ν» (κ. 378-381 του διοικητικού φακέλου).
Σημειώνεται επίσης ότι, με επιστολή του ημερομηνίας 07/01/2011, ο κ. Γαβριήλ «κατόπιν εντολής του Αρχηγού Αστυνομίας» (κ. 369 του διοικητικού φακέλου) έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Εφεσείοντα «αναφορικά με την πιθανή διάπραξη από μέρους» του πειθαρχικών και ποινικών αδικημάτων, τα οποία κατονομάζονται, αφού προηγουμένως παρασχέθηκε στον Εφεσείοντα το δικαίωμα ακρόασης.
Έχοντας παραθέσει τα δεδομένα της περίπτωσης διαπιστώνουμε τα ακόλουθα σε σχέση με συμμετοχή του κ. Γαβριήλ στην Πειθαρχική Επιτροπή.
Καταρχάς, όπως πολύ ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά και από το Συμβούλιο Εφέσεων κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στον Κανονισμό 13(3) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (ΚΔΠ 53/1989) ως ίσχυαν τον ουσιώδη χρόνο, παρείχετο η δυνατότητα συμμετοχής, εν προκειμένω του κ. Γαβριήλ, ως μέλους της Πειθαρχικής Επιτροπής, παρά το γεγονός ότι προερχόταν από την ίδια υπηρεσία που υπηρετούσε ο Εφεσείων.
Παρατίθενται οι πρόνοιες του υπό αναφορά Κανονισμού:
«(3) Ο Πρόεδρος και ένα τουλάχιστον από τα μέλη της Επιτροπής δεν θα προέρχονται από την Αστυνομική Διεύθυνση ή τη Μονάδα ή το Τμήμα στην οποία ή στο οποίο υπηρετεί το υπό κατηγορία μέλος.»
Από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μας, τα οποία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο (ανωτέρω), διαπιστώνουμε ότι η ανάμειξη του κ. Γαβριήλ περιορίστηκε σε αναφορά στην έκθεση του κ. Δημητρίου, στον οποίο, υπενθυμίζεται, είχαν «δημιουργηθεί εύλογες υποψίες ότι παράτυπα οικειοποιήθηκε» ο Εφεσείων τα χρήματα, για τους λόγους που παρατίθενται στην έκθεση. Ο κ. Γαβριήλ περιορίστηκε επίσης σε εισήγηση για διερεύνηση «ενδεχόμενου» διάπραξης πειθαρχικών και ποινικών αδικημάτων, επειδή σύμφωνα με την έκθεση του κ. Δημητρίου, φαίνεται ότι «ενδεχομένως προκύπτουν σοβαρά» πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα. Σημειώνουμε ότι την πειθαρχική έρευνα δεν τη διενήργησε ο κ. Γαβριήλ, αλλά άλλος Ανώτερος Υπαστυνόμος, ο οποίος διορίστηκε για το σκοπό αυτό από τον Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας. Επίσης, έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Εφεσείοντα υπό δέσμια εξουσία, κατόπιν εντολής του Αρχηγού Αστυνομίας.
Συνεπώς από τα πιο πάνω δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε ουσιαστική ανάμειξη του κ. Γαβριήλ τέτοιας βαρύτητας που να επηρέασε το αποτέλεσμα είτε της πειθαρχικής έρευνας είτε της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής, έτσι ώστε να δημιουργείται εξ αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας του κ. Γαβριήλ.
Ούτε η εισήγηση του κ. Γαβριήλ όπως ο Εφεσείων τεθεί σε διαθεσιμότητα καταδεικνύει οποιαδήποτε ουσιώδη ανάμειξη του στην όλη διαδικασία, αφού το ζήτημα της διαθεσιμότητας είναι παρεμφερές ζήτημα με διαφορετικό νομικό κριτήριο, το οποίο δεν άπτεται της ουσίας της πειθαρχικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής αρχικά και του Συμβουλίου Εφέσεων στη συνέχεια.
Συναφώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα νομολογηθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό πενταμελή σύνθεση) στην υπόθεση Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. Α.Ε. Αρ. 47/14, ημερομηνίας 25/02/2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, τα οποία τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση, σημείωσε ότι σημασία έχει ο σκοπός και η φύση των προηγούμενων ενεργειών του μέλους του οργάνου σε οιονεί ποινική διαδικασία, όπως είναι η Πειθαρχική Επιτροπή, οι οποίες αν δεν είναι καθοριστικές του τελικού αποτελέσματος και έχουν διαφορετικό νομικό κριτήριο, όπως διαπιστώνουμε ότι είναι εν προκειμένω, δεν μπορεί να προκαλούνται δικαιολογημένες ανησυχίες για εξ αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας.
Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης αρ. 1.
Αναφορικά με την ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του Λόγου Έφεσης αρ. 2, κρίνουμε εύλογη και ορθή την προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του η επιβληθείσα ποινή ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας τόσο της Πειθαρχικής Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου Εφέσεων. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων, ρόλο στην απόφαση για επιβολή της συγκεκριμένης ποινής διαδραμάτισαν η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία ο Εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών, καθώς και η συμπεριφορά του Εφεσείοντα, η οποία άπτεται του κύρους της Αστυνομίας και τείνει να υποσκάψει την πειθαρχία στο Αστυνομικό Σώμα.
Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι δεν αφήνεται έδαφος για εφετειακή παρέμβαση, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι σύμφωνα με τη νομολογία, η αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής, εκτός αν συντρέχει κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα, κάτι το οποίο δεν έχει αποδειχθεί εν προκειμένω, δεν ελέγχεται (βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515).
Συνεπώς απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης αρ.2.
Υπό το φως των ανωτέρω η Έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζεται το ποσό των €3000 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο