ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 102/2024)
12 Noεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
N. Κ.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.
Χ. Δημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 27/09/2024 στην Προσφυγή Αρ. 104/2023, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 10/08/2022 με την οποία απερρίφθη η αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Ο Εφεσείων υπέβαλε στις 07/05/2019 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 13/07/2022, η αίτηση του απερρίφθη στις 10/08/2022. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων στις 16/12/2022. Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με πέντε Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση.
Με τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1, 2 και 3 τους οποίους ο Εφεσείων αναπτύσσει σωρευτικά, προβάλλει τα ακόλουθα:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις προυποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και/ή το καθεστώς της υποκατάστατου προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου (σελ. 6-7 της απόφασης)» (Λόγος Έφεσης Αρ. 1).
«Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και /ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας που αποτελεί αιτία ανατροπής πρωτόδικης απόφασης» (Λόγος Έφεσης Αρ.2).
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ’ων η αίτηση/Εφεσίβλητους» (Λόγος Έφεσης Αρ.3).
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι Η (η) διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). (σελ.4 της απόφασης)».
Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ. 5 είναι ότι:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι λόγοι ακύρωσης της αίτησης εγέρθηκαν με γενικότητα και αοριστία, ότι δεν τηρήθηκε ο Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και ότι «τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (σελ. 2 της απόφασης).»
Πριν από την ενασχόληση μας με τη βασιμότητα των Λόγων Έφεσης θα σχολιάσουμε τα όσα προβάλλονται από την Εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης της ως προδικαστική ένσταση. Ότι δηλαδή ο Εφεσείων δεν είχε συγκεκριμενοποιήσει τους λόγους ακύρωσης που κατέγραψε στην Προσφυγή του και δεν τους προώθησε δεόντως πρωτοδίκως, με αποτέλεσμα να πρέπει να θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Πρόσθετα, ότι ο Εφεσείων ουδέποτε αξίωσε έκδοση νέας απόφασης μετά από έλεγχο ορθότητας από το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά περιορίστηκε στο αιτητικό της Προσφυγής του στην αξίωση για ακυρωτικό έλεγχο. Κατ’ επέκταση, δεν δύναται διά της παρούσας Έφεσης να εγείρει οποιοδήποτε ισχυρισμό κατά της πρωτόδικης Απόφασης που σχετίζεται με τον έλεγχο ουσίας που έχει δικαιοδοσία να ασκήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για το ίδιο ζήτημα είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε πρόσφατα στην M.C.L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 74/2024, ημερομηνίας 05.11.2025, στην οποία και εκεί είχαν προβληθεί τα ίδια ζητήματα, ως προδικαστικά. Κρίναμε ότι αυτά δεν ευσταθούσαν με το ακόλουθο σκεπτικό και κατάληξη, τα οποία υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:
«Είναι η κρίση μας ότι ουδέν από αυτά ευσταθεί και είναι απορριπτέα.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, είναι μεν, ορθό, ότι με δεδομένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας της αίτησης του Εφεσείοντος, η ενασχόληση μας με ζητήματα που άπτονται λόγων ακυρώσεως της εκκαλούμενης διοικητικής απόφασης, θα ήταν, κατά κανόνα, αλυσιτελής (βλ. απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023 DEVI PRASAD SIWAKOTI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ). Ωστόσο, όσον αφορά την παρούσα περίπτωση είναι, κατά την κρίση μας σαφές, τόσο από την ειδοποίηση Έφεσης όσο και το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος ότι, οι λόγοι Εφέσεως τους οποίους προβάλλει ο Εφεσείων στρέφονται κατά της ουσιαστικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν δικαιούται διεθνούς προστασίας και δεν άπτονται πλημμελειών της διαδικασίας παραγωγής ή του αποτελέσματος της προσβληθείσας με την Προσφυγή διοικητικής απόφασης με σκοπό την ακύρωση αυτής. Συνεπώς, δεν τίθεται βάσιμα οποιοδήποτε κώλυμα εξέτασης τους, στο πλαίσιο, βεβαίως, που η νομολογία έχει καθορίσει (ενδεικτικά, βλ. Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023 BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 27.2.2025).
Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, η απάντηση είναι ότι ο έλεγχος ουσίας/ ορθότητας διενεργείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεσμίως, χωρίς να χρειάζεται να ζητείται ως ειδική θεραπεία στο δικόγραφο της προσφυγής που καταχωρείται ενώπιον του, εφόσον με το δικόγραφο προσβάλλεται η διοικητική πράξη δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος. Ως αποφασίστηκε από το Εφετείο δια της απόφασης ημερομηνίας 11.2.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. QBT:
«Η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ' ης η αίτηση) προβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 9.8.2023 ως εσφαλμένη, για τους ακόλουθους λόγους: […]
Κατά το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας/ ουσίας απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του ίδιου Άρθρου. Το δε Άρθρο 11(4)(γ) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) αναφέρει, ως υποκείμενη στον προρρηθέντα δικαστικό έλεγχο, δυσμενή απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία αίτηση κρίνεται αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Εν προκειμένω, η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής διοικητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (ως προς τη μη χορήγηση τόσο του καθεστώτος πρόσφυγα (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Α) όσο και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (κατά την αιτηθείσα (θεραπεία Β) και επιπρόσθετα «Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.». (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Γ).
Παρότι οι εν προκειμένω αιτούμενες θεραπείες δεν ζητούν ειδικώς και ρητώς τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο από του να διενεργήσει έλεγχο ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι τελεί υπό δέσμια εξουσία να διενεργεί τέτοιο έλεγχο κατ' επιταγήν του Άρθρου 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως ερμηνεύεται νομολογιακά.
Συγκεκριμένα, η από πλευράς μας τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης την οποία προτείνει η Εφεσείουσα θα προσέκρουε στη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).
Αφού, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει εκ του Νόμου υποχρέωση για διενέργεια ελέγχου ορθότητας/ ουσίας κάθε διοικητικής απόφασης ή πράξης η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, όπως είναι η ενώπιόν μας επίδικη, κρίνουμε ότι αυτός ο έλεγχος διενεργείται ανεξαρτήτως του αν ζητήθηκε ειδικά και ρητά ως θεραπεία στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης.
Δεδομένου ότι το Άρθρο 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) ενσωματώνει (ως υποδηλοί το προοίμιο του Νόμου) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L180, 29.6.2013, σελ.60), εκτιμούμε ότι η ως άνω προσέγγιση συνάδει και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») ως προς την ερμηνεία του τελευταίου αυτού Άρθρου.
Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 29.7.2019 στην Υπόθεση C-556/17 Τorubarov, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κυπριακή δικαιοταξία) πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσων και των νομικών ζητημάτων και ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας (σκέψη 51).»
Για τους ίδιους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται η προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης.
Εξετάζοντας τους συναφείς μεταξύ τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1, 2 και 3 (ανωτέρω) παρατηρούμε ότι αυτοί άπτονται των εκτιμήσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς και της αιτιολογίας της πρωτόδικης Απόφασης σε σχέση με την κατάληξη του ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Εφεσείοντα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα συνήθους διαμονής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης.
Επί των πιο πάνω αιτιάσεων του Εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέρει, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2023 (Ν.73(Ι)/2018) εξέτασε την ουσία και τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης και σημείωσε τα ακόλουθα:
«Ο Αιτητής γεννήθηκε την 13/05/93 στο Αμάν της Ιορδανίας και κατάγεται από το Ghazni στο Αφγανιστάν. Μοναδικός και τελευταίος τόπος διαμονής του πριν φύγει από τη χώρα ήταν το Αμάν της Ιορδανίας. Ο Αιτητής ουδέποτε έζησε ή επισκέφτηκε το Αφγανιστάν, έφυγε από την Ιορδανία στις 29/03/19 και εισήλθε στη Κυπριακή Δημοκρατία αυθημερόν με τουριστική βίζα και κατέθεσε αίτημα διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία την 07/05/19. Σημειώνεται, ως ουσιαστικό μέρος της παρούσας υπόθεσης ότι το έντυπο της αίτησης διεθνούς προστασίας είναι παντελώς κενό και έχει απλά την υπογραφή του Αιτητή (ερυθρό 1 ΔΦ).
Κατά τη συνέντευξή του ο Αιτητής ανέφερε πως ανήκει στην φυλή Pashtun του Αφγανιστάν και πως η καταγωγή του είναι από το Ghazni. Γεννήθηκε και έζησε όλη τη ζωή του στο χωριό Sahab στο Αμάν της Ιορδανίας. Ο πατέρας του είναι Αφγανός και η μητέρα του Ιορδανή. Ο πατέρας του κατάγεται από το Ghazni και έφυγε από το Αφγανιστάν γύρω στο 1980, στις αρχές του πολέμου με την ΕΣΣΔ. Είναι κάτοχος διαβατηρίου από το Αφγανιστάν, εκδοθέν την 15/03/17 στο Γενικό Προξενείο του Αφγανιστάν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας με ημερομηνία λήξης την 15/03/22, είναι άγαμος και άτεκνος και δεν έχει κανέναν υπό τη φροντίδα του. Ο πατέρας του και τα 4 αδέρφια του ζουν στην Ιορδανία, ενώ η μητέρα του πέθανε από ανακοπή το 2007. Όσον αφορά την εργασία του ανέφερε ότι εργαζόταν ως βαφέας και διατηρούσε για 3 χρόνια μαγαζί όπου πουλούσε τσιγάρα. Έφυγε από την Ιορδανία με προορισμό την Πάφο με τουριστική βίζα. (ερυθρά 47- 44 ΔΦ).
Κατά την αναλυτική περιγραφή των λόγων που την έκαναν να φύγει από τη χώρα και να ζητήσει άσυλο στη Δημοκρατία, ο Αιτητής ανέφερε ότι αν επιστρέψει στο Αφγανιστάν θα τον υποχρεώσουν να αρχίσει να ντύνεται σαν αυτούς, να αφήσει μούσι ενώ δήλωσε ότι είναι φονταμενταλιστές. Επίσης ανέφερε ότι δε γνωρίζει τίποτα για το Αφγανιστάν, δεν έχει πάει ποτέ του και δε μιλά καμία από τις γλώσσες, είτε της φυλής του είτε άλλες. Ανήκει στη φυλή των Παστούν, και σύμφωνα με τον ίδιο οι περισσότεροι Ταλιμπάν είναι Παστούν από το Ghazni και θα τον αναγκάσουν να γίνει και αυτός ένας από αυτούς. Σε σχέση με το καθεστώς του στην Ιορδανία δήλωσε ότι ζούσε εκεί όλη του τη ζωή νόμιμα με άδεια διαμονής την οποία ανανέωνε συνήθως κάθε χρόνο. Έχει πιστοποιητικό γέννησης από την Ιορδανία (το οποίο ουδέποτε όμως προσκομίστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου) το οποίο, σύμφωνα με δήλωση του ιδίου, είναι αρκετό για να ζει στην Ιορδανία νόμιμα. Ανέφερε ότι διατηρούσε για 3 χρόνια σχέση με μία κοπέλα από την Ιορδανία. Όταν το έμαθε ο πατέρας της άρχισε να του τηλεφωνεί και να τον απειλεί ενώ οι 3 γιοί του πήγαν στο μαγαζί του Αιτητή και το κατέστρεψαν. Η οικογένεια της κοπέλας ανήκει στη φυλή Beni Hassan, μία από τις μεγαλύτερες φυλές στην Ιορδανία. Ο πατέρας της οικογενείας θεωρείται Σεΐχης της φυλής του. Αργότερα, σύμφωνα με τον Αιτητή, η οικογένεια της κοπέλας άρχισε να τον απειλεί. Εν τω μεταξύ η κοπέλα συνέχισε να τον ενοχλεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόλο που την απέφευγε. Αποφάσισε να φύγει από τη χώρα για να σταματήσουν τα προβλήματα. Δυσκολεύτηκε να πάρει τουριστική βίζα στην Κύπρο, προτίμησε να έρθει εδώ και όχι στην Αιγυπτο, διότι εκεί θα μπορούσαν να τον βρουν (ερυθρά 44 - 39 ΔΦ).
Από τους ισχυρισμούς του Αιτητή έγιναν δεκτά τα προσωπικά του στοιχεία (ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και διαμονής) καθώς και ότι δεν έχει δεσμούς με το Αφγανιστάν (ερυθρά 78 – 75 ΔΦ), ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του για την εγκατάλειψη της χώρας συνήθους διαμονής του (Ιορδανία) λόγω απειλών από την οικογένεια της συντρόφου του (ερυθρά 74 – 73 ΔΦ). Ειδικότερα, ο λειτουργός εκτίμησε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, αυτό το μέρος της ιστορίας του παρουσίαζε αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας, ασάφειες και αοριστίες, όπως:
- το χρονικό πλαίσιο της σχέσης σε συνάρτηση με το σημείο που ο πατέρας της συντρόφου του αντιλήφθηκε την σχέση τους,
- συγκεχυμένες και αντιφατικές πληροφορίες παρουσιάστηκαν σε σχέση με το περιστατικό ζημιών που έγιναν στην επιχείρηση του (από τα αδέλφια της συντρόφου του), πώς καταγγέλθηκε αυτό στις αρχές και στο πώς το διαχειρίστηκαν οι αστυνομικές αρχές το όλο περιστατικό απειλών και διαμάχης μεταξύ του Αιτητή και της οικογένειας της συντρόφου του,
- αντιφάσεις και ελλιπείς απαντήσεις έδωσε σε σχέση με τον τρόπο αποφυγής και/ή διακοπής των σχέσεων του με την σύντροφο του,
- δεν ήτο συνεπής στις απαντήσεις του και/ή αληθοφανής στο αφήγημα του αναφορικά με τις συνεχείς οχλήσεις της συντρόφου του μέσω κοινωνικών δικτύων και του τρόπου διακοπής τους σε συνάρτηση με τις οχλήσεις και απειλές της οικογενείας της,
- καταληκτικά ανέφερε, όμως, ότι έχει πλέον ηρεμήσει η κατάσταση.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων4 διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί των ανωτέρων σημείων του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους5, επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος της ιστορίας του (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: […]
Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή ως Ιορδανία – αποδεχόμενος ότι δεν υπάρχουν δεσμοί και/ή σχέση με το Αφγανιστάν. Αξιολογήθηκαν δε δεόντως οι ισχυρισμοί του Αιτητή όπου ο ίδιος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε δυσχέρεια (σε σχέση με το διαδικαστικό κομμάτι) επιστροφής του στην Ιορδανία. Ο ισχυρισμός δίωξης του δεν έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά αξιόπιστος, αλλά ακόμα και εάν αυτό το μέρος της ιστορίας του γινόταν αποδεκτό, καθίσταται σαφές από όλες τις περιστάσεις του, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ότι έχει διακόψει την σχέση του, ότι δεν υπάρχει πλέον βάσιμος φόβος και/ή μελλοντοσταφής κίνδυνος. […]
Στην παρούσα υπόθεση - ούτε έγινε αποδεκτός ο προβαλλόμενος λόγος δίωξης, αλλά σε κάθε περίπτωση ούτε το ίδιο το περιστατικό που περιέγραψε ο Αιτητής αποτελεί βάσιμο φόβο και/ή πράξη που οδηγεί σε δίωξη.».
Κρίνουμε ότι στη βάση των ανωτέρω δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε με επάρκεια τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα του. Κατέγραψε τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του Εφεσείοντα ο οποίος μεταξύ άλλων είχε δηλώσει ότι ζούσε στην Ιορδανία όλη του τη ζωή νόμιμα με άδεια διαμονής την οποία ανανέωνε και ότι το πιστοποιητικό γέννησης του από την Ιορδανία ήταν αρκετό για να ζει εκεί νόμιμα. Αναφέρθηκε επίσης στα όσα ο Εφεσείων δήλωσε αναφορικά με τη σχέση που διατηρούσε με μια κοπέλα στην Ιορδανία και την αντίδραση της οικογένειας της που, κατά τον ίδιο, τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι επιβεβαιώνονταν τα συμπεράσματα του λειτουργού της Υπηρεσίας. Τα συμπεράσματα αυτά ήταν ότι ο Εφεσείων «δεν έχει δεσμούς με το Αφγανιστάν (Ερυθρά 78-75 Δ.Φ.)» και ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τη θέση του ότι εγκατέλειψε την Ιορδανία «λόγω απειλών από την οικογένεια της συντρόφου του (Ερυθρά 74-73 Δ.Φ)».
Προχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας και έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν «το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα συνήθους και/ή τελευταίας διαμονής του (Ιορδανία) και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης».
Εξέτασε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και κατά πόσο ο Εφεσείων εμπίπτει στις προυποθέσεις παροχής σε αυτόν του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνοντας ότι η περίπτωση του δεν εμπίπτει σε αυτές, πάντοτε με αναφορά στη χώρα συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα, την Ιορδανία, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι ο Εφεσείων είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχουν δεσμοί με το Αφγανιστάν, για να καταλήξει, με παραπομπή σε επίκαιρες πηγές πληροφόρησης, ότι δεν υφίσταται κίνδυνος ασφάλειας στη χώρα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όσα ο Εφεσείων προβάλλει στο περίγραμμα του σε σχέση με τη διαμονή του στην Ιορδανία ως επισκέπτη και ότι ουδέποτε απέκτησε δικαίωμα μόνιμης παραμονής στην Ιορδανία και άρα κινδυνεύει αν επιστρέψει στο Αφγανιστάν, δεν επιβεβαιώνονται από τις ίδιες τις δηλώσεις του Εφεσείοντα (ανωτέρω). Πρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την περίπτωση του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με τη χώρα συνήθους διαμονής του, την Ιορδανία, όπως εξάλλου έπραξε και ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνοντας ότι με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες στη χώρα δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις. Δεν έχει τεθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξέτασε την ουσία του αιτήματος του Εφεσείοντα εξ υπαρχής, οτιδήποτε σε σχέση με την επιστροφή του Εφεσείοντα στο Αφγανιστάν, έτσι ώστε να εξεταστεί η περίπτωση του υπό αυτό το πρίσμα.
Ούτε επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου εγκρίνοντας την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού για επιστροφή του Εφεσείοντα στην Ιορδανία αναφέρθηκε στο Αφγανιστάν. Παραμένει ως πραγματικό γεγονός ότι στη σχετική εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού η οποία έτυχε έγκρισης, αναφερόταν ως χώρα επιστροφής η Ιορδανία. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχει αναφερθεί, εξέτασε εξ υπαρχής την περίπτωση του Εφεσείοντα, ο οποίος όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, δεν είχε δεσμούς με το Αφγανιστάν. Κατά συνέπεια απορρίπτονται οι συναφείς Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3.
Αναφορικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4 που αφορά τη διαδικασία της συνέντευξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Με βάση το Άρθρο 13 (1Α) περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.[…]. Υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/09/19 με την Κ.Δ.Π.297/2019 για συνδρομή εμπειρογνωμόνων από την ΕΥΥΑ, ο δε ισχυρισμός του Αιτητή ότι η συμμετοχή του λειτουργού της ΕΥΥΑ στις συνεντεύξεις θα πρέπει να συνοδεύεται με συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα της πρόνοιας του Νόμου και/ή της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), συνεπώς απορρίπτεται.
Απορρίπτεται και η θέση ότι αναρμοδίως οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ προβαίνουν σε εισηγήσεις/εκθέσεις προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στην υπόθεση με Αρ.453/21 M.P.B. v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.10/01/22, επί παρόμοιου ισχυρισμού επί αυτού του θέματος αποφασίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης:
«Αρχικά σημειώνω ότι στα πλαίσια συμφωνημένης παροχής βοήθειας από την EASO προς την Κυπριακή Δημοκρατία, οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της EASO βοηθούν στην εξέταση της υπόθεσης. Οι λειτουργοί της EASO ενεργούν για την Υπηρεσία Ασύλου και η απόφαση λαμβάνεται από την κυπριακή Υπηρεσία Ασύλου.
[.]
Περαιτέρω, σημειώνω ότι η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται ή από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.
Επί τούτου παραπέμπω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, ο οποίος και αποτελεί πηγή δικαίου στην Κυπριακή έννομη τάξη δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος. Παραθέτω το περιεχόμενο των Άρθρων 10, 13, 14 και 18 του Κανονισμού 439/2010 τα οποία και παραθέτω: […]
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης της EASO στο έδαφος του συμμετέχοντα κράτους μέλους ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο.»
Υπάρχει σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2020, για την χρονική περίοδο 2021 όπως επίσης και για την χρονική περίοδο 2022-2024 μεταξύ ΕΥΥΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή και της ημερομηνίας ετοιμασίας έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EΥΥΑ στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της ΕΥΥΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ δεν μπορούν να διεκπεραιώνουν συνεντεύξεις και εισηγήσεις/εκθέσεις επί αιτημάτων ασύλου, ούτε δε τους έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αιτήσεων ασύλου, η οποία λαμβάνεται από εξουσιοδοτημένο, από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο. Όπως δε προκύπτει από την Ένσταση και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») η απόφαση και/ή η έγκριση της έκθεσης για απόρριψη της αίτησης λήφθηκε από τον κ. Α. Αγρότη που είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό για να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και/ή να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας με βάση την σχετική εξουσιοδότηση 09/07/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 82 ΔΦ (η οποία εξουσιοδότηση είναι σε σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13Α περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη κατάρτισης των λειτουργών, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία.
Είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με το ίδιο ζήτημα στην Bolarninwa Emmanuel Johnson, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023, ημερομηνίας 27/02/2025. Υιοθετούμε τα όσα εκεί αποφασίστηκαν τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση και τα οποία παρατίθενται κατωτέρω:
«Προβάλλει ο Εφεσείων ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13Α(1Α) του N.6(I)/2000, με σαφήνεια διατυπώνεται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου (εν προκειμένω της ΕΥΥΑ), επιτρέπεται «να συμμετέχει» στη διενέργεια της συνέντευξης. Συναφώς, δεν επιτρέπεται επέκταση του πεδίου εφαρμογής, έτσι ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που ο λειτουργός διεκπεραιώνει συνεντεύξεις μόνος του.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/09/2019 εξέδωσε διάταγμα (ΚΔΠ 297/2019) δυνάμει του Άρθρου 13Α(1Α), το οποίο προνοεί ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων διεθνούς προστασίας, για την εξέταση των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου αδυνατεί «να διεξάγει» εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας της κάθε μιας αίτησης, επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να «διεξάγουν τις συνεντεύξεις» για όσο διάστημα βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΥΥΑ το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμώνων «για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων». Μεταφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του χορηγεί το άρθρο 13Α(1Α) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2019, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.
Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».
Κατ' επέκταση δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι, οι λειτουργοί που επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ απλώς συμμετέχουν στις συνεντεύξεις. Ούτε έχει προβληθεί από τον Εφεσείοντα ισχυρισμός πρωτόδικα, ότι η πιο πάνω δευτερογενής νομοθεσία έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης ως ultra vires, έτσι ώστε να παρήχετο η δυνατότητα εφετειακής παρέμβασης στην πρωτόδικη κρίση.
Ισχυρίζεται πρόσθετα ο Εφεσείων ότι, το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019, δεν εξουσιοδοτεί τους λειτουργούς της ΕΥΥΑ να προβαίνουν σε εκθέσεις-εισηγήσεις.
Θεωρούμε ότι τα λεχθέντα επί των πιο πάνω από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτουν το ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 για την ίδρυση της ΕΥΥΑ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο και κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και της ετοιμασίας της έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ, υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.
Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, δεδομένου ότι στο Άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού προνοείται ότι, «Ο εκτελεστικός Διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο [..]» το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων [.]».
Ούτε επίσης τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την ταυτότητα και τα προσόντα του λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αφού στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, του οποίου επίκληση έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση λειτούργησε σύμφωνα με τον Νόμο. Δεν έχει δε υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο.»
Σε σχέση με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 5 που αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι λόγοι ακύρωσης εγέρθηκαν με γενικότητα και αοριστία, παρατηρούμε ότι δεδομένης της διενέργειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ελέγχου ορθότητας/ουσίας, υποκαθιστώντας την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, ο Λόγος Έφεσης είναι αλυσιτελής, καθότι κρίσιμο πλέον ζήτημα είναι η ορθότητα της επί της ουσίας κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίση στην οποία, ως προαναφέραμε, δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασης μας (βλ. κατ’ αναλογία Mehedi v. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023, ημερομηνίας 30.10.2024).
Επομένως κρίνονται εύλογα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να θέσει σε αμφισβήτηση την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο