ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 138/2023)
11 Noεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ
Εφεσείων,
v.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ
Εφεσίβλητου.
--------------------
Π. Δημητρίου (κα) & Ρ. Γεωργίου (κα), για Μ. Χ. ΜΥΛΩΝΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.
Ξ. Ευγενίου (κα), για Α. Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Kατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 30.1.2020, το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς (εφεξής «το Κοινοτικό Συμβούλιο») έλαβε την εξής απόφαση προς απαλλοτρίωση μέρους τεμαχίου ανήκοντος στον Εφεσίβλητο:
«1.0.1 Απόφαση για απαλλοτρίωση/επίταξη
Στην σημερινή του συνεδρία το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς αφού μελέτησε την διαμορφωθείσα κατάσταση μετά το κλείσιμο του δρόμου που οδηγεί στο Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς από ιδιώτη λόγω ατόνισης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης (περίπτωση Τάκη Γιάλλουρου) αποφάσισε όπως προχωρήσει κατεπείγον, με την απαλλοτρίωση του απαιτούμενου μέρους του τεμαχίου του ιδιώτη ούτως ώστε να διανοιχθεί το συντομότερο δυνατό ο δρόμος και η πρόσβαση στο Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς. Η απόφαση ήταν ομόφωνη.».
Στις 30.4.2020, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης υπ’ αρ. 206, για την απαλλοτρίωση μέρους του τεμαχίου. Όπως αναφέρεται στην γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης:
«[…] η ακίνητη ιδιοκτησία […] είναι αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου στην τοποθεσία «Καψάλια» στην Κοινότητα Κοκκινοτριμιθιάς της Επαρχίας Λευκωσίας.».
Η άνωθεν γνωστοποίηση αφορούσε μέρος του επίδικου τεμαχίου και μέρος όμορού του, συνολικής έκτασης 2081 τ.μ. περίπου.
Κατά της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση, η δε αρμόδια Υπουργική Επιτροπή την απέρριψε, οπότε ακολούθησε η έκδοση συναφούς διατάγματος απαλλοτρίωσης, το οποίο δημοσιεύτηκε, ως υπ’ αρ. 722, στην Επίσημη Εφημερίδα της 23.12.2020 και το οποίο επαναλαμβάνει τον ίδιο σκοπό.
Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε το διάταγμα απαλλοτρίωσης διά της Προσφυγής Αρ. 21/2021 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε βάσιμη, ακυρώνοντας το εν λόγω διάταγμα με το εξής σκεπτικό:
Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσίβλητου για κακή σύνθεση του Κοινοτικού Συμβουλίου κατά τη συνεδρία λήψης της περί απαλλοτρίωσης απόφασης, αυτή δε η πρωτόδικη κρίση δεν αντεφισιβλήθηκε από τον Εφεσίβλητο.
Eν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον εκ του Εφεσίβλητου προωθούμενο λόγο ακύρωσης περί παράβασης δεδικασμένου και προσπάθειας του Κοινοτικού Συμβουλίου να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων ήδη υφιστάμενο και κατασκευασμένο δρόμο, αναλύοντας τα σχετικά γεγονότα του διοικητικού φακέλου.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη αντίληψη, από το 2000 και εντεύθεν το Κοινοτικό Συμβούλιο εκκίνησε διαδικασίες με τον ίδιο σκοπό (την εγγραφή -και όχι την κατασκευή- δημόσιου δρόμου), προς ιδιοποίηση του σχετικού μέρους του επίδικου τεμαχίου, είτε μέσω επίτευξης συμφωνίας με τον Εφεσίβλητο είτε μέσω απαλλοτρίωσης, όλες εκ των οποίων περιέπεσαν στο κενό ή παρέμειναν ανολοκλήρωτες. Στη μόνη φορά που η διαδικασία απέληξε -πριν την ενώπιόν μας διαδικασία- σε διάταγμα απαλλοτρίωσης (το δημοσιευθέν ως υπ’ αρ. 417 στην Επίσημη Εφημερίδα της 24.7.2012), το τελευταίο ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 1465/2012 Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, απόφαση ημερ. 11.11.2015, λόγω παράνομης σύνθεσης του Κοινοτικού Συμβουλίου κατά τη σχετική συνεδρία του.
Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο επίμαχος δρόμος κατασκευάστηκε επί μέρους του τεμαχίου του Εφεσίβλητου χωρίς νομιμοποιητικό έρεισμα, αφού οι προηγηθείσες διαδικασίες απαλλοτρίωσης όχι μόνο ήταν νομικά ατελέσφορες ή ανεπιτυχείς αλλά και αφορούσαν και πάλιν την εγγραφή του δρόμου και όχι την κατασκευή του.
Πέραν του ότι -κατά την πρωτόδικη κρίση- το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν κατέβαλε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, ούτε την προσέφερε εντός δεκατεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης ως απαιτεί το Άρθρο 8 των περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 15 του 1962»), το προσβαλλόμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης συνιστούσε εκ των υστέρων απόπειρα νομιμοποίησης της παράνομης κατασκευής του επίδικου δρόμου, προκαθορίζοντας ως σκοπό δημόσιας ωφέλειας την «εγγραφή» του.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο (πρωτόδικα, καθ’ ου η αίτηση) εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
Πρώτος και Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης έχουν κοινές συνισταμένες και, συνεπώς, θα εξεταστούν από κοινού.
Το εφεσείον Κοινοτικό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης (πρώτος λόγος έφεσης) κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση και η διατύπωση του σκοπού της (ως διατυπώνεται στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης: «εγγραφή του δημόσιου δρόμου….») συνιστούσαν μη αποδεκτή και/ή καταχρηστική εκ των υστέρων προσπάθεια νομιμοποίησης παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο θεωρεί εσφαλμένο το πρωτόδικο σκεπτικό, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη διαρκή υποχρέωση της Απαλλοτριούσας Αρχής να υπηρετεί και -όπου είναι απαραίτητο- να αποκαθιστά την Αρχή της Νομιμότητας. Το πρωτόδικο σφάλμα έγκειται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αυστηρά γραμματική ερμηνεία -αντί στη δέουσα τελεολογική- των σχετικών νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων και του σκοπού δημοσίας ωφέλειας ο οποίος διέπει την προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση.
Καταρχάς, συνιστά πρωτόδικο εύρημα που δεν αμφισβητείται ότι εντός του επίδικου τεμαχίου υφίστατο ο επίμαχος δρόμος πριν από την έναρξη τόσο της επίδικης διαδικασίας απαλλοτρίωσης όσο και αυτής που ακυρώθηκε δικαστικώς στην Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω. Εξάλλου, σε υφιστάμενο δρόμο αναφέρθηκε και η απόφαση ημερ. 30.1.2020 του Κοινοτικού Συμβουλίου, δηλώνοντας ως σκοπούμενη την απαλλοτρίωση του επίδικου μέρους του τεμαχίου ώστε «μετά το κλείσιμο του δρόμου που οδηγεί στο Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς από ιδιώτη λόγω ατόνισης της [Σημείωση του Διοικητικού Εφετείου: προηγηθείσας] διαδικασίας απαλλοτρίωσης…. να διανοιχθεί ο δρόμος το συντομότερο δυνατό και η πρόσβαση στο Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς.».
Είναι επίσης πρωτόδικο εύρημα που δεν εφεσιβάλλεται ότι ο δρόμος κατασκευάστηκε παράνομα από το Κοινοτικό Συμβούλιο. Σε αυτά δε τα γεγονότα συμφωνούν και αμφότεροι οι ενώπιόν μας διάδικοι.
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση διαδικασίες απαλλοτρίωσης (του 2003, του 2005 και του 2008) οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν και μία (αυτήν του 2011-2012) η οποία κατέληξε μεν σε διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο όμως ακυρώθηκε δικαστικώς στην Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω. Κατά την πρωτόδικη κρίση, η (πρότερη) παράνομη κατασκευή του δρόμου καθιστούσε παράνομη την επίδικη απαλλοτρίωση η οποία αποσκοπούσε -διά της εγγραφής του υφιστάμενου δρόμου επ’ ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής- στην εκ των υστέρων νομιμοποίηση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας.
Kρίνουμε ότι ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος, για τους εξής λόγους:
Για την εκ του Κοινοτικού Συμβουλίου παράνομη κατασκευή του δρόμου επί του επίδικου τεμαχίου, το κυπριακό δίκαιο προσφέρει στον Εφεσίβλητο ένδικη θεραπεία. Κατά τα άλλα, το παράνομο της κατασκευής του δρόμου, ο οποίος συνιστούσε ιδιωτική ιδιοκτησία του Εφεσίβλητου αφού κατασκευάστηκε επί ακινήτου περιουσίας του, αλλά και η ακύρωση του προηγηθέντος διατάγματος απαλλοτρίωσης στη Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω, δεν εκώλυαν νομικά το Κοινοτικό Συμβούλιο από το να επαναλάβει τη διαδικασία απαλλοτρίωσης διά της έκδοσης της επίδικης γνωστοποίησης και διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Καταρχάς, η επίδικη γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν είχαν αναδρομική ισχύ. Εάν είχαν αναδρομική ισχύ, αυτό θα ήταν νομικά προβληματικό διότι η απαλλοτρίωση συνιστά δυσμενή πράξη, επηρεάζουσα το δικαίωμα ιδιοκτησίας (Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 78/2018, 80/2018, 81/2018 και 85/2018 Χριστοφορίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 10.9.2024).
Ο δε ιδιοκτήτης δικαιούται, όχι μόνο αποζημίωση για αυτήν καθ’ αυτήν την απαλλοτρίωση (υπολογιζόμενη στη βάση του κριτηρίου του Άρθρου 10(α) των περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμων – εφεξής «ο Νόμος 15 του 1962»: Πολιτική Έφεση Αρ. 267/2015 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαραλάμπους, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 9.4.2025), αλλά και (κατ’ επιταγήν του Άρθρου 10(η) του Νόμου 15 του 1962) πρόσθετη αποζημίωση για τον τυχόν δυσμενή επηρεασμό της αξίας του ακίνητου λόγω επιβληθέντος περιορισμού από δημόσια αρχή προηγουμένως (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαραλάμπους, ανωτέρω).
Η τυχόν αναδρομική ισχύς της γνωστοποίησης ή/και του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν επηρεάζει την αποζημίωση του ιδιοκτήτη σύμφωνα με το κριτήριο του Άρθρου 10(α) του Νόμου 15 του 1965 αφού, σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, η αξία του ακίνητου υπολογίζεται σύμφωνα με την αξία του στην ελεύθερη αγορά κατά τον χρόνο δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.
Όμως, η τυχόν αναδρομική ισχύς γνωστοποίησης ή διατάγματος απαλλοτρίωσης εν δυνάμει καταστρατηγεί το διά του Άρθρου 10(η) του Νόμου 15 του 1962 προρρηθέν δικαίωμα πρόσθετης αποζημίωσης, αφού θα μετέβαλλε αναδρομικά τα δεδομένα στη βάση των οποίων ο ιδιοκτήτης θα βασιζόταν για να προωθήσει την αξίωσή του.
Η μη, λοιπόν, αναδρομική ισχύς της επίδικης γνωστοποίησης και διατάγματος απαλλοτρίωσης υποστηρίζει το νόμιμο της έκδοσής τους και το σφαλερό του πρωτόδικου χαρακτηρισμού τους ως εκ των υστέρων νομιμοποίηση της παράνομης κατασκευής του δρόμου.
Όχι μόνο η επίδικη γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν είχαν αναδρομική ισχύ αλλά είχαν άλλο σκοπό από την προηγουμένως διενεργηθείσα κατασκευή, ήτοι την εγγραφή του δρόμου η οποία αποσκοπεί στη μεταβολή του σε δημόσια ιδιοκτησία.
Επιπρόσθετα, η επίδικη γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αναβιώνουν αναδρομικά την πρότερη διαδικασία απαλλοτρίωσης, η οποία κρίθηκε παράνομη στη Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω.
Αυτό, διότι έχουν μεν τον ίδιο σκοπό (την εγγραφή του δρόμου ως δημόσιου) αλλά διαφοροποιούνται ως προς τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, είναι (μη αμφισβητούμενο) πρωτόδικο εύρημα ότι, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στη Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω, «[…] περί τον Νοέμβριο του 2017 ετοιμάστηκε τροποποιημένο σχέδιο όδευσης του δρόμου που οδηγεί στο Περιφερειακό Γυμνάσιο, με μικρότερο επηρεασμό του τεμαχίου του αιτητή.».
Όλα τα προρρηθέντα χαρακτηριστικά που διέπουν την επίδικη γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης δεικνύουν ότι ίσχυαν και επηρέαζαν το τεμάχιο εφεξής, χωρίς να αφορούν αυτήν καθ’ αυτήν την παράνομη κατασκευή του δρόμου.
Συνάγεται, με κάθε σεβασμό, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε όταν έκρινε παράνομο το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης, το οποίο αποσκοπούσε στη μεταβίβαση του δρόμου στο Δημόσιο, υπό το πρίσμα ότι νομιμοποιεί την παράνομη κατασκευή του. Σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί και η Αίτηση Αρ. 2/2024 του Γενικού Εισαγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την απόφαση του Εφετείου ημερ. 25.1.2024 επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 120/2019 μεταξύ Δημοκρατίας και Κκέλη κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 30.10.2024 η οποία είναι μεν νεότερη της εφεσιβαλλόμενης απόφασης αλλά ερμηνεύει το Άρθρο 23 του Συντάγματος που συνιστούσε το υπόβαθρο (ως αυτό εξειδικεύεται περαιτέρω στον Νόμο 15 του 1962) της ενώπιόν μας επίδικης απαλλοτρίωσης.
Στην Αίτηση Αρ. 2/2024, ανωτέρω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:
«Καλείται το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας ορθά το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό, κατά πόσο δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση Διατάγματος απαλλοτρίωσης, του οποίου ο σκοπός έχει ήδη επιτευχθεί και που έχει ως αποτέλεσμα την νομιμοποίηση εκ των υστέρων, παρανόμως διενεργηθείσας και ήδη συντελεσθείσας επέμβασης σε ιδιωτική περιουσία.
Τα γεγονότα που πλαισιώνουν την παρούσα υπόθεση, ως και οι δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν, έχουν εκτεθεί στην Αίτηση αρ. 5/2024 και έχουν ως ακολούθως:
«Το ακίνητο είχε αρχικά απαλλοτριωθεί στις 18.5.2001 και επιταχθεί την 1.6.2001. Ακολούθησε στις 4.5.2004, ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 682/2003 που καταχώρισαν τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα εναντίον της σχετικής επίταξης, ως και απόρριψη στις 18.9.2008, της Προσφυγής αρ. 1379/2006 που αφορούσε αίτημα τους για ανάπτυξη του ακινήτου.
Στις 21.3.2008 δημοσιεύθηκε νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του ακινήτου. Το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης, ακυρώθηκε στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 590/2009 και στη συνέχεια, ανακλήθηκε στις 12.9.2014. Ακολούθως, στις 14.10.2016 δημοσιεύθηκε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης, εναντίον της νομιμότητας του οποίου, καταχωρίστηκε από τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα, η Προσφυγή αρ. 1470/2016.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεσήμανε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το έργο είχε ήδη ολοκληρωθεί πριν από αρκετό καιρό και εν πάση περιπτώσει, πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης, αλλά και πριν την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 21.3.2008, το οποίο ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 590/2009, ημερ. 16.9. 2011 Κκέλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας και στη συνέχεια ανακλήθηκε στις 12.9.2014. Με πραγματικό υπόβαθρο τα πιο πάνω, προσδιόρισε πως το ουσιαστικό ερώτημα στο οποίο καλείτο να απαντήσει, συνίστατο, κατ' ερμηνεία του Άρθρου 23 του Συντάγματος, στο κατά πόσο «ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε πριν την έκδοση του, είναι νόμιμο».
Καθοδηγούμενο από αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων, κατέληξε πως με βάση τη γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, η εκτέλεση του σκοπού έπεται της απαλλοτρίωσης. Αυτό επειδή δεν νοείται ούτε είναι αποδεκτό η διοίκηση να επεμβαίνει σε ιδιωτική ακίνητη ιδιοκτησία, χωρίς να έχει προηγηθεί νόμιμη απαλλοτρίωση. Οτιδήποτε άλλο ισοδυναμεί, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με κατάχρηση εξουσίας, ως και με παραβίαση του Άρθρου 23.2 του Συντάγματος. Ως αποτέλεσμα της κατάληξης του αυτής, το επίδικο Διάταγμα απαλλοτρίωσης ακυρώθηκε.
Κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκε η Έφεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Γ. Κκέλη κ.ά., Ε.Δ.Δ. 120/2019. Στις 25.1.2024, το Εφετείο, ασκώντας αναθεωρητική δικαιοδοσία, εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την Έφεση και επεκύρωσε την πρωτόδικη κατάληξη, σημειώνοντας ότι «δεν δύναται να νομιμοποιείται εκ των υστέρων, με διάταγμα απαλλοτρίωσης, παρανόμως διενεργηθείσα και (ήδη) συντελεσθείσα επέμβαση σε ιδιωτική περιουσία» και πως κάτι τέτοιο θα συνιστούσε «ευθεία παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος».
[ …]
Η ουσία τελικά του ερωτήματος, όπως εντοπίζεται στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, έχει ως ακολούθως:
«Πολύ εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την ουσία της υπό κρίση διαφοράς, η οποία είναι η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσο ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε πριν την έκδοσή του δύναται να είναι νόμιμο.»
[….]
Ερμηνεύοντας το ΄Αρθρο 23.4 του Συντάγματος, καταλήγουμε, εις απάντηση του ενώπιον μας τεθέντος ερωτήματος, πως το γεγονός ότι ακυρώθηκαν προηγούμενα Διατάγματα απαλλοτρίωσης, ως και ότι το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση, κατ΄ ερμηνείαν του πιο πάνω ΄Αρθρου 23.4, να εκδώσει νέο Διάταγμα απαλλοτρίωσης. Τούτο δεν εξυπακούει εκ των υστέρων νομιμοποίηση, όπως αντιλήφθηκε το Εφετείο, προεκτείνοντας επί της απόφασής του. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το νόμιμο συναρτάται σε κάθε περίπτωση από τα γεγονότα που την περιβάλλουν.
Κατά τα λοιπά, το δικαίωμα των Ενδιαφερομένων Προσώπων, για δίκαια και εύλογη αποζημίωση σύμφωνα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, αλλά και για οποιαδήποτε τυχόν παράνομη επέμβαση, προς πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους στα πλαίσια πολιτικής αγωγής, είναι δεδομένο.
Σχετική με τα πιο πάνω είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόρη Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 161, στην οποία προβλήθηκε από τους Εφεσείοντες παρόμοιος ισχυρισμός περί «Παραγνώρισης της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης με την έκδοση του νέου διατάγματος απαλλοτρίωσης».
Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:
«Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι εξειδικεύτηκαν επαρκώς και κατά νόμιμη αιτιολογία οι σκοποί δημόσιας ωφέλειας, γιατί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, ότι δηλαδή «επιβάλλεται για σχολικούς σκοπούς και συγκεκριμένα για τους σκοπούς του Λυκείου Αγίου Σπυρίδωνα στα Κάτω Πολεμίδια της Επαρχίας Λεμεσού», δεν αποτελεί εξειδίκευση του σκοπού απαλλοτρίωσης. Υποστηρίζουν ότι η απαλλοτρίωση έγινε κατά παραγνώριση της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης, ενώ η συνέχιση της χρησιμοποίησης της γης και λειτουργίας του σχολείου συνιστούσε παράνομη πράξη, αφού το προηγούμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε ακυρωθεί εξ υπαρχής. Άρα, συμπεραίνουν οι εφεσείοντες οι εφεσίβλητοι απαλλοτρίωσαν το συγκεκριμένο ακίνητο στην απόπειρά τους να νομιμοποιήσουν με μεταγενέστερη πράξη, παρανομία, χωρίς προηγουμένως να συμμορφωθούν με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, ενεργώς και πλήρως.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς, άνκαι θεωρούμε ότι οι λόγοι της κάθε απαλλοτρίωσης θα πρέπει να εξειδικεύονται με ικανοποιητική σαφήνεια και με τρόπο που να εξηγείται ο ακριβής λόγος της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, εν τούτοις, στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι η γνωστοποίηση δεν πάσχει από έλλειψη εξειδίκευσης. Σαφώς στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αναφέρεται ως λόγος της απαλλοτρίωσης «οι σκοποί του Λυκείου Αγίου Σπυρίδωνα στα Κάτω Πολεμίδια».
Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι η όλη απαλλοτρίωση έγινε με μοναδικό σκοπό τη νομιμοποίηση της παρανομίας. Είναι αλήθεια ότι η απαλλοτρίωση του ακινήτου των εφεσειόντων ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά αυτό δεν καθιστά την προ της ακυρώσεως ανέγερση των οικοδομών παράνομη. Αμέσως μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης η διοίκηση προέβη σε διαβήματα για νέα απαλλοτρίωση του ακινήτου των εφεσειόντων. Θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν ουσιαστικά αποφασίζαμε ότι ακίνητο του οποίου η απαλλοτρίωση ακυρώθηκε για οιονδήποτε λόγο από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί εκ νέου, αν ανεγέρθηκαν ήδη σ' αυτό, νόμιμα, οικοδομές.
Δεν συμφωνούμε ούτε με το επιχείρημα που υπονοείται ότι προς ενεργό συμμόρφωση θα έπρεπε τα κτίρια να κατεδαφιστούν για να κτιστούν, ίσως, εκ νέου, μετά τη νέα απαλλοτρίωση. Αν οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι οι υφιστάμενες επί του ακινήτου τους οικοδομές παραβίαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο το νόμο, μπορούσαν να εγείρουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αγωγή για παράνομη επέμβαση.
Θεωρούμε ότι η νέα απαλλοτρίωση δεν συνιστά απόπειρα κάλυψης της παρανομίας, αλλά ότι ουσιαστικά αποτελούσε μια νόμιμη διέξοδο που είχε η διοίκηση, μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές και λιγότερο επαχθείς λύσεις. Υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι επιλογές της διοίκησης ως προς την προβλεπόμενη φόρμουλα αναλογίας γης, έκτασης, αριθμού μαθητών κλπ., βρίσκονταν εκτός του ακυρωτικού ελέγχου. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως πριν την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης διεξήχθη δέουσα έρευνα και μελέτη και αυτό γιατί το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως αγνόησε το γεγονός ότι η ανέγερση του σχολείου είχε γίνει παράνομα και κατά συνέπεια το σχολείο λειτουργούσε παράνομα λόγω της ακυρωτικής απόφασης.
Οι εφεσείοντες ουσιαστικά επαναλαμβάνουν το πρώτο τους επιχείρημα. Όπως είδαμε, η ανέγερση των κτιρίων δεν έγινε παράνομα, αφού κατά το χρόνο ανέγερσής τους υπήρχε νόμιμο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Το γεγονός ότι στη συνέχεια το συγκεκριμένο διάταγμα ακυρώθηκε από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν καθιστά την ανέγερση του σχολείου παράνομη.
Όσον αυστηρά και αν θα πρέπει να κρίνονται τα θέματα που αφορούν απαλλοτριώσεις, μια και ο θεσμός συνιστά κατ' εξαίρεση επέμβαση στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της περιουσίας, εν τούτοις, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη διαλεκτική και τον τρόπο σκέψης των εφεσειόντων, στην παρούσα περίπτωση.».
Τα ενώπιόν μας επίδικα γεγονότα στο μόνο στο οποίο διαφοροποιούνται από την Αίτηση Αρ. 2/2024 ανωτέρω, είναι ότι εκεί κρίθηκε νόμιμο διάταγμα απαλλοτρίωσης που αποσκοπούσε σε έργο το οποίο είχε υλοποιηθεί πριν την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος, ενώ εδώ ο σκοπός είναι διαφορετικός, αφού το ενώπιόν μας επίδικο διάταγμα αναφέρεται στην εγγραφή του δρόμου ως δημόσιου και όχι στην κατασκευή του.
Εάν, λοιπόν, το ενώπιόν μας επίδικο διάταγμα θα ήταν νόμιμο ακόμα και αν αποσκοπούσε στην ήδη υλοποιηθείσα κατασκευή του δρόμου, πόσω μάλλον που ο σκοπός του δεν είχε καμία εννοιολογική σχέση με την κατασκευή του δρόμου η οποία συντελέστηκε παράνομα.
Τα ανωτέρω δεικνύουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης, καθιστώντας βάσιμο τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης.
Επισημαίνουμε ότι μέρος της προσέγγισης αυτών των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας τους είναι εσφαλμένο, διότι υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί ότι για το Κοινοτικό Συμβούλιο η έκδοση νέου διατάγματος απαλλοτρίωσης (μετά την ακύρωση του προγηθέντος διατάγματος απαλλοτρίωσης στη Γιάλλουρος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς, ανωτέρω) ήταν η μόνη εναλλακτική ώστε να τύχει νόμιμου χειρισμού η όλη υπόθεση.
Αυτή η θέση του Κοινοτικού Συμβουλίου είναι εσφαλμένη διότι -όπως υποδείχθηκε στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 161, η οποία έτυχε επίκλησης στην Αίτηση Αρ. 2/2024 ανωτέρω- η εκ νέου απαλλοτρίωση τεμαχίου μετά από τη δικαστική ακύρωση προηγηθείσας διαδικασίας απαλλοτρίωσης συνιστά μία διέξοδο (δηλαδή, όχι τη μόνη διέξοδο). Το Κοινοτικό Συμβούλιο θα μπορούσε επίσης (εξίσου νόμιμα) να εγκαταλείψει την ιδέα της απαλλοτρίωσης και απλά να αποζημιώσει τον Εφεσίβλητο για την παράνομη επέμβαση την οποία διενήργησε επί του ακίνητού του διά της κατασκευής του επίδικου δρόμου.
Αυτή όμως η εσφαλμένη θέση του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν αναιρεί το βάσιμο των προρρηθέντων λόγων έφεσής του κατά τα λοιπά.
Τρίτος Λόγος Έφεσης:
Το εφεσείον Κοινοτικό Συμβούλιο προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης, επειδή η Διοίκηση ή/και η Aπαλλοτριούσα Αρχή δεν κατέβαλε αποζημίωση και δεν την προσέφερε στον Εφεσίβλητο εντός 14 μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.
Αυτό, διότι -σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 13Α του Νόμου 15 του 1962- μετά που η εκ του Κοινοτικού Συμβουλίου προσφορά αποζημίωσης απορρίφθηκε από τον Εφεσίβλητο, το Κοινοτικό Συμβούλιο προέβη σε κατάθεση του ποσού αποζημίωσης (που δεν υπερέβαινε τις -πάλαι ποτέ- πεντακόσιες λίρες) στον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας και η ιδιοκτησία του επίδικου τεμαχίου ενεγράφηκε στο όνομα της Απαλλοτριούσας Αρχής.
Αναφορικά με τη μη προσφορά αποζημίωσης στον Εφεσίβλητο εντός δεκατετράμηνης προθεσμίας:
Το Άρθρο 8 του Νόμου 15 του 1962 υποχρέωνε το Κοινοτικό Συμβούλιο (ως Απαλλοτριούσα Αρχή) όπως -εντός δεκατεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης- να διεξαγάγει διαπραγμάτευση με τον Εφεσίβλητο με στόχο την απόκτηση του επίδικου μέρους του τεμαχίου του μέσω της μεταξύ τους συνομολόγησης ιδιωτικής σύμβασης και του δια συμφωνίας καθορισμού της αποζημίωσης· σε δε περίπτωση μη επίτευξης τέτοιας συμφωνίας, το Άρθρο 8 υποχρέωνε το Κοινοτικό Συμβούλιο να προβεί σε άμεση προσφορά προς τον Εφεσίβλητο -κατά την εκπνοή της δεκατετράμηνης περιόδου- της αποζημίωσης ως υπολογίστηκε από το ίδιο το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Με δεδομένο ότι η επίδικη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δημοσιεύτηκε στις 30.4.2020, η δεκατετράμηνη προθεσμία για τους σκοπούς του Άρθρου 8 του Νόμου 15 του 1962 έληξε στις 30.6.2021, δηλαδή μετά και την καταχώρηση της Προσφυγής Αρ. 21/2021, όπερ σημαίνει ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο -ως Απαλλοτριούσα Αρχή- ενομιμοποιείτο να εκπληρώσει την κατά το Άρθρο 8 υποχρέωσή του μέχρι την τελευταία ημερομηνία.
Εν προκειμένω, το Παράρτημα Ο της πρωτόδικης ένστασης του Κοινοτικού Συμβουλίου δεικνύει ότι (με επιστολή ημερ. 13.4.2021 προς τον Εφεσίβλητο) προσέφερε το ποσό αποζημίωσης των εκατό ευρώ, ο δε Εφεσίβλητος απέρριψε την προσφορά με επιστολή του ημερ. 16.4.2021.
Συνάγεται ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο συμμορφώθηκε εμπρόθεσμα με την υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Άρθρο 8 του Νόμου 15 του 1962 και, συνεπώς, η περί αντιθέτου πρωτόδικη κρίση κρίνεται εσφαλμένη, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει μερικώς ο τρίτος λόγος έφεσης.
Αναφορικά με την πρωτόδικη κρίση πως δεν καταβλήθηκε τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δίκαιη και εύλογη αποζημίωση ως απαιτεί το Άρθρο 23.4.(γ) του Συντάγματος:
Το εφεσείον Κοινοτικό Συμβούλιο αντιτείνει ότι -λόγω της άρνησης του Εφεσίβλητου να αποδεχτεί την προσφερόμενη αποζημίωση- αυτή κατατέθηκε στον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 13Α του Νόμου 15 του 1962 και η ιδιοκτησία του επίδικου μέρους του τεμαχίου ενεγράφη επ’ ονόματί του. Πλην όμως, αυτή του η αναφορά στο εφετήριο έγγραφο και στο ενώπιόν μας περίγραμμά του (σελ. 35) δεν συνιστά αποδεκτή μαρτυρία στην απουσία παραπομπής σε συγκεκριμένο έγγραφο του ενώπιόν μας κατατεθέντος διοικητικού φακέλου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 82/2021 KARMA ESTATES LTD (KAROULLAS & MARKOULLIS ESTATES LTD) ν. Δήμου Παραλιμνίου, απόφαση Εφετείου ημερ. 10.7.2025).
Και, εν πάση περιπτώσει, η από πλευράς μας εξέταση του ενώπιόν μας διοικητικού φακέλου δεν αποδεικνύει αυτό τον ισχυρισμό. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει ως προς αυτό το σκέλος.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση επιτυγχάνει και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 21.11.2023 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 21/2021.
Επιδικάζεται το ποσό των 4900 ευρώ, ως πρωτόδικα και κατ’ έφεση έξοδα (επιπλέον Φ.Π.Α.), υπέρ του Εφεσείοντα και κατά του Εφεσίβλητου.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο