ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2024)
20 Νοεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Η. Ν. Β.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, για Εφεσείοντα.
Α. Φιλίππου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο (εκ της Λαϊκής Δημοκρατίας στο Κογκό καταγόμενος) Εφεσείων υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της απορριπτικής διοικητικής απόφασης, ο Εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 7497/2021 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, ομογνωμόντας με την Υπηρεσία Ασύλου πως ο Εφεσείων δεν χρήζει ούτε ασύλου ούτε συμπληρωματικής προστασίας.
Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα πως ήταν παράνομη η συμμετοχή λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), πλέον Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (ΕUAA), στη διοικητική διαδικασία προπαρασκευής της απορριπτικής διοικητικής απόφασης.
Ομοίως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί λήψης της απορριπτικής διοικητικής απόφασης από κατώτερο λειτουργό και όχι από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Όπως και η Υπηρεσία Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα πως υπήρξε χαμηλόμισθο μέλος πολιτικού κόμματος στη χώρα καταγωγής του, όμως έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο ως προς τον ισχυρισμό του ότι υπέχει φόβο δίωξης ένεκα πολιτικών πεποιθήσεων (ώστε να δικαιούται της χορήγησης ασύλου, βάσει του κριτηρίου του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων) επειδή δήθεν τέθηκε υπό κράτηση λόγω της συμμετοχής του (στις 14 και 30.6.2019) σε αντιπολιτευτικές διαδηλώσεις κατά του τότε νέου Προέδρου της χώρας και μετά δραπέτευσε εγκαταλείποντας τη χώρα.
Η αφήγηση του Εφεσείοντα περί τούτου κρίθηκε επιφανειακή, ασαφής και διεπόμενη από αντίφαση και ασυνέπεια. Περαιτέρω, οι εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα δείκνυαν ότι, μετά την άνοδο στο προεδρικό αξίωμα του νέου Προέδρου, η πολιτική κατάσταση ομαλοποιήθηκε, με σημαντική μείωση της πολιτικής καταστολής της αντιπολίτευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως η Υπηρεσία Ασύλου προέβηκε σε δέουσα έρευνα των ουσιωδών στοιχείων της αίτησης διεθνούς προστασίας και ορθά έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην καρπούται του ευεργετήματος της αμφιβολίας.
Με βάση την πολιτική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, ως περιγραφόταν από εξωτερικές πηγές, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι άτομα υψηλού πολιτικού προφίλ ανήκοντα στην αντιπολίτευση πιθανό σε ορισμένες -πλην περιορισμένες- περιπτώσεις να διατρέξουν κίνδυνο, αλλά ότι σε γενικές γραμμές τα απλά μέλη των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι απίθανο να κινδυνεύσουν από δίωξη (σελ. 25 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
To πρωτόδικο Δικαστήριο -στο πλαίσιο της δικής του έρευνας ως Δικαστηρίου με δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας- ανέφερε πηγές σύμφωνα με τις οποίες ηγέτες της αντιπολίτευσης και υποστηρικτές τους διώκονται, εκφοβίζονται και θυματοποιούνται κυρίως σε επαρχίες οι οποίες επλήγησαν από ένοπλη σύγκρουση αλλά και στη Kinshasa, όπου υπήρξαν στοχοποιήσεις προσώπων της αντιπολίτευσης υψηλού προφίλ (σελ. 28-30 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Υπό το φως των άνω ευρημάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν υπήρξε πολιτικοποιημένο πρόσωπο σε τέτοια έκταση ή με τέτοιο ορατό πολιτικό προφίλ ώστε να αναμένεται ότι -με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του- θα προκαλέσει αρνητικά το ενδιαφέρον των πολιτικών αντιπάλων (σελ. 31 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης), με αποτέλεσμα να μη δικαιούται της παροχής ασύλου βάσει του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων.
Αξιολογώντας, εν συνεχεία, κατά πόσο ο Εφεσείων δικαιούται της έτερης μορφής διεθνούς προστασίας, ήτοι της συμπληρωματικής προστασίας στη βάση των διαζευκτικών κριτηρίων του Άρθρου 19 των περί Προσφύγων Νόμων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν πληροί τα κριτήρια των παραγράφων (α) και (β) του Άρθρου 19(2), δηλαδή δεν διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης (παράγραφος (α)) ή λόγω βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (παράγραφος (β)) σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Αναφορικά με το τρίτο κριτήριο, αυτό της παραγράφου (γ) του Άρθρου 19(2) το οποίο αναφέρεται σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Εφεσείοντα ως άμαχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τέτοιες ένοπλες συγκρούσεις υπάρχουν στη χώρα καταγωγής, όχι όμως στην πρωτεύουσα Kinshasa, η οποία συνιστά τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα.
Οπότε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Εφεσείων δεν έχρηζε ούτε παροχής συμπληρωματικής προστασίας, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει -όπως και η Υπηρεσία Ασύλου προηγουμένως- την αίτηση διεθνούς προστασίας εν όλω.
Ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης με τους εξής λόγους έφεσης (παρέλκει η ενασχόληση με τον τέταρτο λόγο έφεσης καθότι δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα του Εφεσείοντα οπότε θεωρείται εγκαταληφθείς) (η σύνταξη και ορθογραφία αντιγράφονται αυτολεξεί από το δικόγραφο της έφεσης):
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και /ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας που αποτελεί αιτία ανατροπής πρωτόδικης απόφασης.
Αιτιολογία
1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο αιτητής ήταν αξιόπιστος.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τις και/ή δεν έδωσε επαρκή βαρύτητα στις εξωτερικές πηγέςπου πρόβαλε ο αιτητής.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι ο αιτητής δικαιούτο το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ευκρίνεια και συνοχή(σελ. 22 της απόφασης).
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τη νομολογία, και τον έκρινε αναξιόπιστο στη βάση του ότι οι απαντήσεις του αιτητή δεν περιέλαβε το προσωπικό βιωματικό στοχείο(σελ. 22 της απόφασης).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ’ων η αίτηση/Εφεσίβλητους(σελ. 20 της απόφασης).
Αιτιολογία:
1. Ο αιτητής απάντησε όλες τις ερωτήσεις που τέθηκαν σε αυτόν.
2. Ο λειτουργός είναι υποχρεωμένος κατά τη συνέντευξη να κατευθύνει ορθά τον αιτητή ώστε να αντλήσει από τον αιτητή όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται ώστε να εξετάσει την αίτηση του.
3. Ο λειτουργός δεν εισήρθε σε καμία ανάλυση-αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή κατά την εξωτερική τους αξιοπιστία, ούτε προέβηκε σε σχετική αξιολόγηση κινδύνου με βάση τα όσα είχε κάνει αποδεκτά στην εισήγηση του.
4. Πληθώρα εξωτερικών πηγών πιστοποιούν τα λεγόμενα του αιτητή, και την αδιάκριτη βία στοντόπο καταγωγής του.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/ Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και/ή το καθεστώς της υποκατάστατου προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου (σελ. 19 της απόφασης).
Αιτιολογία:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ ή παραγκώνισε τον ισχυρισμό του αιτητή περί κινδύνου της ζωής τουκαι ατομικής του δίωξης. Η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση εν όψει της μη εξακρίβωσης των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, αφού δεν έγινε η δέουσα έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου και ούτε ζητήθηκε από το Δικαστήριο η εξακρίβωση ή μη των ισχυρισμών του Αιτητή/Εφεσείοντα.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ατομική δίωξη λόγω του ψηλού επιπέδου αδιάκριτης βίας στην Kinshasa βάσει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας που αποτελεί αιτία ανατροπής πρωτόδικης απόφασης(σελ. 4 της απόφασης).
Αιτιολογία
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του πέραν των γενικών αναφορών περί παραβιάσεων γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι» χωρίς να προσδιορίζει σε ποιους ισχυρισμούς και/ή νομικό σημείο αναφέρεται και χωρίς να παραθέτεισυγκεκριμένη αιτιολογία και να υποστηρίζει τον πιο πάνω ισχυρισμό».
Λόγω των κοινών συνισταμένων τους, οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν από κοινού στη βάση των παραμέτρων της δικαιοδοσίας μας οι οποίες διασαφηνίστηκαν νομολογιακά, ήτοι:
Το Διοικητικό Εφετείο δεν συνιστά Δικαστήριο ελέγχου ουσίας αλλά μόνο νομιμότητας και συνεπώς δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 Ejikeme ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 29.11.2024).
Κατά προέκταση, το Διοικητικό Εφετείο παρεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση αν ο Εφεσείων το πείσει (μεταξύ άλλων) ότι αυτή η κρίση διαπνέεται από πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης. Δεν αρκεί το να επιμένει ο Εφεσείων στην εκδοχή του, την οποία η Υπηρεσία Ασύλου και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψαν, ευελπιστώντας σε από πλευράς του Διοικητικού Εφετείου διαφορετική κατάληξη (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 84/2024 Madinie ν. Δημοκρατίας, απόφαση Διοικητικού Εφετείου ημερ. 15.10.2025).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την κρίση του ως προς την διαπιστωθείσα αναξιοπιστία του Εφεσείοντα (η οποία αναιρούσε το υπόβαθρο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας) στη συνέντευξη του Εφεσείοντα στην Υπηρεσία Ασύλου και στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της ΕΑSO, αφού όμως έλαβε υπόψη τις ενώπιόν του θέσεις του Εφεσείοντα.
Απόδειξη τούτου, είναι οι εξής πρωτόδικες αναφορές (η υπογράμμιση δική μας):
(α) «Επίσης, δεν στοιχειοθετείται από τα ενώπιόν μου στοιχεία και επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής διά μέσου της γραπτής του αγόρευσης ότι πρόκειται για άτομο με σοβαρό πολιτικό ή και ακτιβιστικό προφίλ το οποίο θε επισέλθει στην αντίληψη των αρχών σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.» (σελ. 31 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης)·
(β) «Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τις αρχές της χώρας του ούτε και στη βάση του ότι είναι χαμηλόβαθμο μέλος του κόμματος ECIDE. Ο Αιτητής δεν ανέτρεψε ενώπιόν μου τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται στην έκθεση/εισήγηση τους. Οι γενικές αναφορές του συνηγόρου του Αιτητή ότι στην χώρα καταγωγής του καταστέλλονται διαμαρτυρίες δεν καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής ήταν εσωτερικά αξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του ότι έλαβε μέρος στις εν λόγω διαδηλώσεις, καθότι δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια, τόσο αναφορικά με τα γεγονότα που σχετίζονται με την συμμετοχή του, όσο και το πώς στοχοποιήθηκε ως χαμηλόβαθμό μέλος του κόμματος […]» (σελ. 35 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Είναι, λοιπόν, εσφαλμένη η θέση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής στις οποίες το παρέπεμψε διά της πρωτόδικης αγόρευσής του. Στις σελ. 2-3 του περιγράμματός του, ο Εφεσείων καταφέρεται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης ότι «[…] όλες οι συλλήψεις που έγιναν γνωστές σε διεθνείς οργανισμούς στο πλαίσιο των διαδηλώσεων της 30ης Ιουνίου 2019 αναφέρανε ότι οι κρατούμενοι αφέθηκαν εν τέλει ελεύθεροι» (σελ. 18 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) με το να μας παραπέμπει σε αποσπάσματα εξωτερικών πηγών στην πρωτόδικη του αγόρευση οι οποίες κατ’ ισχυρισμό καταδεικνύουν το αντίθετο.
Το επίμαχο πρωτόδικο απόσπασμα αναγνωρίζει ότι έλαβε χώρα διαδήλωση κατά την 30.6.2019 στην Kinshasa, αυτό δε επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση της EASO (σελ.14).
Οι πλείστες εξωτερικές πηγές τις οποίες ο Εφεσείων παραθέτει στο περίγραμμά του (σελ. 3) δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένες για να σπείρουν αμφιβολία ως προς το βάσιμο του προρρηθέντος αποσπάσματος της πρωτόδικης κρίσης το οποίο βάλλεται ως εσφαλμένο.
Όσον αφορά την εξωτερική πηγή η οποία αναφέρεται στην προπαρασκευαστική έκθεση της EASO (σελ. 14 έκθεσης/ερυθρό 108 διοικητικού φακέλου) και στην οποία ο Εφεσείων παραπέμπει, αυτή η πηγή αναφέρει μια σύλληψη κατά τη διαδήλωση ημερ. 30.6.2019 στην Kinshasa και άλλες συλλήψεις σε διαδήλωση σε άλλη πόλη, με όλους τους συλληφθέντες τελικώς να απελευθερώνονται.
Η άνωθεν εξωτερική πηγή θέτει εν αμφιβόλω όχι την πρωτόδικη κρίση, αλλά την εκδοχή του Εφεσείοντα (όπως αυτή παρατίθεται στο πρακτικό της συνέντευξης του ημερ. 9.7.2021 στην Υπηρεσία Ασύλου) κατά την οποία συνελήφθηκε κατά τη διαδήλωση της 30.6.2019 με πολλούς άλλους.
Συνάγεται ότι ο Εφεσείων αποτυγχάνει να στοιχειοθετήσει πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία ο Εφεσείων δεν συμμετείχε σε αυτή τη διαδήλωση ούτε και συνελήφθηκε από τις κρατικές αρχές λόγω αυτής του της συμμετοχής (σελ. 22 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Εφόσον, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τέτοια διαδήλωση έλαβε χώρα αλλά -παρά ταύτα- έκρινε την αφήγηση του Εφεσείοντα (ως προς τη σύλληψη και κράτησή του) αναξιόπιστη, χωρίς ο Εφεσείων να επιτυγχάνει να θέσει εν αμφιβόλω αυτή την κρίση, η τυχόν παρέμβασή μας στην πρωτόδικη κρίση θα σήμαινε ότι υποκαθιστούμε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του, εκφεύγοντας έτσι από τα όρια της δικής μας δικαιοδοσίας.
Οι δε βολές του Εφεσείοντα κατά της επάρκειας του τρόπου με τον οποίο διεξήχθη από αρμόδιο λειτουργό η προσωπική συνέντευξη του Εφεσείοντα στην Υπηρεσία Ασύλου (στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε -μεταξύ άλλων- την κρίση του) παραμένουν στη σφαίρα του γενικού, οπότε δεν αποσείουν την υποχρέωσή του να πείσει το Διοικητικό Εφετείο για το βάσιμο των αιτιάσεών του.
Και -εν πάσει περιπτώσει- μελετώντας το πρακτικό της συνέντευξης ημερ. 9.7.2021, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό από πλευράς του αρμόδιου λειτουργού, ο οποίος, όχι μόνο έδωσε την ευκαιρία στον Εφεσείοντα να παραθέσει την εκδοχή του ως προς τα γεγονότα, αλλά του υπέβαλε και αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις επ’ αυτής.
Ανεπιτυχείς είναι και οι βολές του Εφεσείοντα ως προς το πρωτόδικο εύρημα ότι «έγκυρες πηγές πληροφόρησης δεν αναφέρουν απαγωγές ή εξαφανίσεις στο πλαίσιο διαδηλώσεων κατά της κυβέρνησης στις 14 Ιουνίου του 2015 που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό του προσφεύγων [sic] ότι πολλοί φίλοι του εξαφανίστηκαν βίαια τη νύχτα και αγνοούνται μέχρι τώρα λόγω αυτών των γεγονότων» (σελ. 23 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Συναφώς, ο Εφεσείων μας παραπέμπει στις εξωτερικές πηγές τις οποίες επικαλέστηκε στην πρωτόδικη αγόρευσή του.
Πέραν του ότι ο Εφεσείων δε συγκεκριμενοποιεί τον αντίλογό του, διαπιστώνουμε ότι κάποιες από αυτές τις πηγές αναφέρονται μόνο σε γεγονότα προ της επίμαχης διαδήλωσης της 14.6.2019 στην Kinshasa, οι δε λοιπές δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στη συγκεκριμένη διαδήλωση ώστε να θέτουν εν αμφιβόλω το πρωτόδικο εύρημα.
Βάσει των ανωτέρω, δεν χωρεί παρέμβασή μας ως προς την πρωτόδικη κρίση περί του ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει χορήγησης του καθεστώτος ασύλου βάσει του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων.
Ομοίως κρίνουμε ότι δεν χωρεί παρέμβασή μας ως προς την πρωτόδικη κρίση περί του ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Εφεσείοντα οι διαζευκτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 19 των περί Προσφύγων Νόμων ώστε να του χορηγηθεί συμπληρωματική προστασία.
Με αλώβητη την πρωτόδικη κρίση περί της αναξιοπιστίας του Εφεσείοντα ως προς τον ισχυρισμό του για φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων, ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι δεν πληρούται στην περίπτωση του Εφεσείοντα το κριτήριο της παραγράφου (α)[1] του Άρθρου 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων (περί πραγματικού κινδύνου θανατικής ποινής ή εκτέλεσης) ή αυτό της παραγράφου (β)1 του ίδιου Άρθρου (περί πραγματικού κινδύνου βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας).
Όσον αφορά το κριτήριο της παραγράφου (γ)1 του Άρθρου 19(2) (περί πραγματικού κινδύνου σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Εφεσείοντα ως άμαχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής σύρραξης), επίσης κρίνουμε ότι δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασής μας στην πρωτόδικη κρίση.
Αυτό, διότι -προς αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης- ο Εφεσείων επικαλείται απλώς και μόνο εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής του τις οποίες επεσύναψε στην πρωτόδικη αγόρευσή του και την οποία καταχώρησε την 27.1.2023, δηλαδή σχεδόν ένα έτος πριν την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.
Αυτές δε οι εξωτερικές πηγές ήταν ήδη παρωχημένες κατά την 27.1.2023, πόσω μάλλον κατά την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης στις 22.1.2024. Και καμία από αυτές τις εξωτερικές πηγές δεν αφορά το κριτήριο του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, διότι δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη διεθνούς η εξωτερικής ένοπλης σύρραξης στον τόπο συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής.
Τέλος, κρίνουμε αβάσιμο και τον πέμπτο λόγο έφεσης, διά του οποίου η εφεσιβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζεται ως αναιτιολόγητη. Κρίνουμε ότι είναι το αντίθετο που ισχύει, καθότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση διέπεται από λεπτομερή παράθεση γεγονότων και εμβριθή ανάλυση της πρωτόδικης κρίσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου, τη λεπτομερή ανάλυση της εισηγητικής έκθεσης η οποία προπαρασκεύασε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλε ο Εφεσείων και τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, διατυπώνοντας με σαφήνεια τη δικαστική του κρίση και τους λόγους για τους οποίους το ίδιο το Δικαστήριο (ασκόν δικαστικό έλεγχο ουσίας) έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει της χορήγησης ούτε ασύλου ούτε συμπληρωματικής προστασίας.
Όσον αφορά ιδιαιτέρως το απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης (σελ. 4) το οποίο αφορά η αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, παρατηρούμε ότι -πέραν της γενικής κρίσης την οποία το απόσπασμα παραθέτει- το πρωτόδικο Δικαστήριο (στις σελ. 4 και 5 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) έκρινε τις κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου αλυσιτελείς (λόγω του ελέγχου ουσίας τον οποίο το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί) και μη δεόντως στοιχειοθετημένες, χωρίς αυτή η επιμέρους κρίση να εφεσιβάλλεται. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης, αν και αβάσιμος (βλ. ανωτέρω), είναι εν πάση περιπτώσει και αλυσιτελής διότι δεν εξυπηρετεί σε οτιδήποτε τον Εφεσείοντα.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.