N. M. N. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 32/2024, 12/11/2025
print
Τίτλος:
N. M. N. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 32/2024, 12/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 32/2024)

 

 

12 Νοεμβρίου, 2025

 

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                                                      N. M. N.

 

                                                                                                                 

                                                                                                     Εφεσείουσα,

  

 

v.

 

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                                                                                                                                           Εφεσίβλητης.

--------------------

Ε. Βλάχου (κα), για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, δικηγόροι για την Εφεσείουσα.

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

          ---------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

---------------------

    

    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η ως άνω Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 22.2.2024 στην Προσφυγή Αρ. 5442/2021 (εφεξής «η Προσφυγή»), η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας από την Εφεσείουσα, με την οποία η τελευταία είχε προσβάλει την απόφαση ημερομηνίας 29.7.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση και σημειώθηκαν τα εξής:

 

«Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Σύμφωνα με δικές της δηλώσεις, αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής νόμιμα στις 04/04/2021 και κάνοντας χρήση φοιτητικής VISA ταξίδεψε αεροπορικώς μέχρι την Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια μέχρι το αεροδρόμιο Erca: Εισήλθε παράνομα στα εδάφη της Δημοκρατίας στις 19/04/2021 και στις 31/05/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 16/06/2021 πραγματοποιήθηκε η προφορική συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό του οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (από τούδε και στο εξής «ο λειτουργός»).

 

Στις 30/06/2021 ο λειτουργός συνέταξε Έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση στις 29/07/2021.

Στις 04/08/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε ιδιοχείρως την ίδια ημέρα.

 

Στις 25/08/2021 η Αιτήτρια καταχώρησε αυτοπροσώπως την υπό κρίση προσφυγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα, ως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικα:

 

 

«Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου και προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία προβάλλοντας πραγματικούς ισχυρισμούς. Ειδικότερα, στην αίτηση ακυρώσεως που καταχώρησε, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η οικογένεια της θέλει να την παντρέψει αναγκαστικά με ένα ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος ήδη προσέφερε χρήματα για το συγκεκριμένο σκοπό και ως εκ τούτου η Αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Επικαλείται δε ότι τα μέλη της οικογένειάς της την απείλησαν ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα την απαγάγουν με σκοπό να την εξαναγκάσουν να παντρευτεί το ανώτερο πρόσωπο.

 

Διά της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επικαλούμενη ότι αποτελεί αντικείμενο εθιμικής τελετής θυσίας λόγω του ότι αρνήθηκε να παντρευτεί αναγκαστικά, γεγονός το οποίο, βάσει εθίμου, θα την οδηγήσει σε θάνατο. Προσθέτει δε ότι σε περίπτωση που την εντοπίσουν στη χώρα καταγωγής της, θα τη σκοτώσουν επειδή δε σεβάστηκε το έθιμο καθώς ήδη δέχτηκε απειλές φυσικού και πνευματικού θανάτου στη χώρα καταγωγής. Προσθέτει δε ότι στη χώρα καταγωγής δημοσιεύτηκαν ειδοποιήσεις σύμφωνα με τις οποίες καταζητείται.»

 

Ένας είναι ο λόγος Έφεσης, ο εξής (με διατηρημένη τη γραμματική, ορθογραφία και σύνταξη του κειμένου):

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Αιτήτρια/ Εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και/ή το καθεστώς της υποκατάστατου προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου (σελ. 27-28 της απόφασης).

 

Αιτιολογία

 

 

1.           Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγκώνισε τον ισχυρισμό της αιτήτριαςότι είναι θύμα γάμου απόεξ’ αναγκασμό και σεξουαλικής βίας χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της, και ότι τίθεται σε ισχύ η αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius), σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κατ’ αρχήν το δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος, εφόσον το δικαίωμα προσφυγής χορηγείται από το νόμο για την προστασία του.

2.           Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου ότι η αιτήτρια υπέστη πράξη δίωξης λόγω «(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας.

3.           Εξετάζοντας τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, έχοντας υπόψη το συγκεκριμένο προφίλ της διαφαίνεται ότι ο κίνδυνος που θα αντιμετωπίσει η Αιτήρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, συνίσταται σε σεξουαλική και ψυχολογική και σωματική βία, την σωματική της ακεραιότητα, ακόμα και τη ζωή της τα οποία αναμφισβήτητα συνιστούν δίωξη κατά την έννοια των διατάξεων του Περί Προσφύγων Νόμου. Όλα αυτά τα παραγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο.

4.           Η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση εν όψει της εξακρίβωσης των υσιωδών πραγματικών γεγονότων και της αποδοχής των ισχυρισμών της Αιτήτριας/Εφεσείουσας η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το λειτουργό που εξέτασε την αίτηση αλλά και από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Περαιτέρω και/ή πρόσθετοι όροι δυνατόν να προστεθούν αργότερα.»

 

Με το περίγραμμα αγόρευσης της η πλευρά της Εφεσείουσας προέβη σε εκτεταμένες αναφορές και παραπομπές σε εκθέσεις ευρωπαϊκών και διεθνών οργάνων, συμβουλίων και υπηρεσιών, αφενός προς υποστήριξη  της θέσης της για την νομική και πραγματική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) σε σχέση κυρίως με τις διακρίσεις κατά των γυναικών και θυμάτων βιασμού και κατόπιν προέβη σε υπαγωγή των περιστάσεων της Εφεσείουσας στην προαναφερθείσα κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της, προς απόδειξη ότι οι περιστάσεις της Εφεσείουσας πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.

 

Από την άλλη πλευρά, με το δικό της περίγραμμα αγόρευσης, η Εφεσίβλητη υπερασπίστηκε την αιτιολογία και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Εφεσείουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης σ’ αυτήν διεθνούς προστασίας, εισηγούμενη ότι ο μοναδικός λόγος Έφεσης πρέπει να απορριφθεί και, συνακόλουθα και η Έφεση.

 

 

Μελετήσαμε προσεκτικά τα περιγράμματα αγόρευσης των διαδίκων, την πρωτόδικη απόφαση, καθώς το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, η επιμέρους καταγραφή έκαστου επιχειρήματος της πλευράς των διαδίκων, εκτός εκεί όπου αυτό και στην έκταση που κρίνεται αναγκαίο. Ως αναφέρθηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 10.4.2025 στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε258/2016 1. Τάσος Μιχαηλίδης κ. ά. v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ.:

 

«Όσο δε αφορά τη θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα παρέλειψε να ασχοληθεί με το πιο πάνω θέμα και τις θέσεις που οι Εφεσείοντες είχαν στην επιχειρηματολογία τους προωθήσει, αρκεί να υπομνήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να εξετάζει κάθε εισήγηση και κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον του, εκτός και αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, 1260, ότι «. Τα δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο» (βλ., επίσης, Μακαρούνα v. Μιχαήλ και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, 859). Πέραν τούτου, για να υπάρξει ανατροπή θα πρέπει η παράλειψη να είναι ουσιώδης (βλ. Ευαγγελίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2549, 2557).

 

Κρίση μας είναι, καταρχάς, ότι ο μοναδικός λόγος Εφέσεως που προβλήθηκε άπτεται  της κατ’ ουσίαν κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με αυτό ως δεδομένο, υπενθυμίζουμε ότι το Διοικητικό Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024). Το Διοικητικό Εφετείο, επομένως διενεργεί έλεγχο νομιμότητας της πρωτόδικης κατ' ουσίαν κρίσης (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 EJIKEME v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024).

 

Στο οριοθετημένο νομολογιακά ως πιο πάνω πλαίσιο ελέγχου της πρωτόδικης απόφασης, δεν εντοπίζουμε έλλειψη δέουσας έρευνας, ουσιώδη πλάνη ή έλλειψη δέουσας αιτιολογίας.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι η Εφεσείουσα προώθησε την Προσφυγή της μόνη της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δείχνοντας, ορθά, την απαραίτητη ελαστικότητα όσον αφορά την υποχρέωση πλήρους και σαφούς δικογράφησης των νομικών ισχυρισμών της. Επανάνοιξε, μάλιστα, την υπόθεση και έδωσε την ευκαιρία να απαντήσει σε διάφορες συναφείς ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο, τις οποίες και κατέγραψε στην απόφαση του, όπως κατέγραψε και τα ευρήματα της διοικητικής συνέντευξης, στην οποία είχε υποβληθεί η Εφεσείουσα.

 

Ακολούθως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση σύννομη, προχώρησε (βλ. σελ. 20 έπ. των πρακτικών της Έφεσης), εξετάζοντας την αίτηση της Εφεσείουσας για παροχή διεθνούς προστασίας με βάση όλα, πλέον, τα ενώπιον του δεδομένα, στα εξατομικευμένα ευρήματα του σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ότι κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και αξιολόγησε, καταρχάς, τις θέσεις και απαντήσεις της, καταλήγοντας ότι «Περαιτέρω, οι απαντήσεις της είναι γενικές και αόριστες όσον αφορά τους φορείς δίωξης της και δεν έχει προσθέσει στοιχεία τα οποία να οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα ότι φορέας δίωξης της είναι ιδιώτης, από τον οποίο οι κρατικές αρχές δεν μπορούν να της παρέχουν προστασία.». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει, ανατρέψει, κρίνουμε, με τα σχετικά ευρήματα του, τα ευρήματα που έγιναν αποδεκτά από τη διοίκηση (και καταγράφηκαν ορθά στην πρωτόδικη απόφαση) κατά τη διοικητική διαδικασία, ώστε να τίθεται βάσιμα ζήτημα εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο κατά πόσο παραβιάζεται η αρχή reformatio in  peius και αν αυτή, βεβαίως, εφαρμόζεται στο πλαίσιο της κατ’ ουσία εξέτασης της αίτησης της Εφεσείουσας, ενόψει της νομοθετικής υποχρέωσης προς τούτο του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Το βασικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν το κατά πόσον η Εφεσείουσα διώχθηκε από ιδιώτη για ζήτημα που θα μπορούσαν οι κρατικές αρχές να της παράσχουν προστασία, το οποίο δεν αναιρεί οτιδήποτε από τα διοικητικά ευρήματα όσον αφορά τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης από την Εφεσείουσα.

 

Ενασχόληση μας, συνεπώς με τέτοιο ζήτημα θα κατέληγε ακαδημαϊκή άσκηση, η οποία, ως έχει νομολογηθεί, δεν είναι επιθυμητή, αφού ο περιορισμός στις πραγματικές ανάγκες της υπόθεσης έχει μεγάλη σημασία ώστε τα δικαστήρια να παραμείνουν επικεντρωμένα στα όσα πράγματι θα πρέπει να αποφασίσουν. (βλ. απόφαση ημερομηνίας 29.5.2025 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 230/19 Α.Β. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Κατόπιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέχισε με την αξιολόγηση κινδύνου για την Εφεσείουσα, προβαίνοντας, ως και το ίδιο ρητώς σημείωσε στην απόφαση του, σε αυτοτελή έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας, γύρω από την πρακτική του αναγκαστικού γάμου, ισχυρισμός που είχε γίνει αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου. Επ’ αυτού του ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε και ανέλυσε αντληθείσα πληροφόρηση από δόκιμες πηγές (βλ. ιδιαίτερα, σχετικές υποσημειώσεις σελ. 21 έως και 27 των πρακτικών της Έφεσης) εξήγησε αναλυτικά  ότι αν και από τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής συνάγεται ότι η πρακτική του αναγκαστικού γάμου ναι μεν εξακολουθεί να εφαρμόζεται στη χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας, αυτές οι πληροφορίες αναφέρονται σε συγκεκριμένα προφίλ, στα οποία η Εφεσείουσα δεν εμπίπτει, εξηγώντας αναλυτικά το γιατί, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού της Εφεσείουσας ως προς το ενδεχόμενο να την σκοτώσει η θεία της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και στο συμπέρασμα ότι δεδομένου ότι ο εξαναγκασμό σε γάμο διώκεται ποινικά στη χώρα καταγωγής, η Εφεσείουσα θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αρχές προκειμένου να προστατευτεί, επεκτείνοντας και την έρευνα του στη δέσμευση του Κονγκό να καταπολεμήσει τέτοια φαινόμενα, όπως  η έμφυλη βία και ο αναγκαστικός γάμος.

 

Ενόψει όλων όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο ανωτέρω ανέλυσε, βρίσκουμε ότι η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο φόβος της Εφεσείουσας δεν ήταν βάσιμος και αιτιολογημένος και ότι δεν στοιχειοθετούνται, στην παρούσα περίπτωση, οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), ούτε οι προϋποθέσεις παροχής συμπληρωματικής προστασίας, στη βάση της ξεχωριστής ανάλυσης, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο (και) επί τούτου του ζητήματος προέβη, είναι εύλογη, προϊόν δέουσας έρευνας και πλήρως αιτιολογημένη.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο μοναδικός λόγος Έφεσης, ο οποίος προβλήθηκε απορρίπτεται και, κατ’ ακολουθία, και η ίδια η Έφεση.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2000 ευρώ εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

                                                     Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.

 

                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                                                             Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο