Σ. Σ. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2022, 13/11/2025
print
Τίτλος:
Σ. Σ. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2022, 13/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

                        (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου  Αρ. 35/2022)

 

 13 Noεμβρίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  Σ.  Σ.

 

                                                                                                               Εφεσείων,

v.

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

  

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

--------------------

Κ. Χαραλάμπους (κα), για  Η. ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Φ. Σωτηρίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «ο Διευθυντής») κοινοποίησε επιστολή ημερ. 14.7.2017 στον Εφεσείοντα, ενημερώνοντάς τον ότι η σύνταξη ανικανότητάς του- η οποία του είχε προηγουμένως χορηγηθεί- τερματίζεται αναδρομικά από την 16.10.2014 (ημερομηνία από την οποία άρχισε να του καταβάλλεται) και ζητώντάς του -κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 68 του Νόμου 59(Ι) του 2010- να επιστρέψει το ποσό της σύνταξης ανικανότητας η οποία του είχε καταβληθεί.

 

Κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης του Διευθυντή, ο Εφεσείων -μέσω των δικηγόρων του- άσκησε ιεραρχική προσφυγή ημερ. 25.7.2017.  Η ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκε από την αρμόδια Υπουργό, η οποία και την απέρριψε ομογνωμώντας με την πρωτόβαθμια απόφαση του Διευθυντή.  Το αρμόδιο Υπουργείο κοινοποίησε στους δικηγόρους του Εφεσείοντα επιστολή ημερ. 5.12.2017 με την οποία τον ενημέρωσε για την έκβαση της ιεραρχικής προσφυγής παραθέτοντας ως εξής τα επίδικα γεγονότα:

 

«2. Ο κ. Σ… σήμερα 52 ετών, οδηγός βαρέων οχημάτων μέχρι τον Νοέμβριο του 2001 οπότε  και υπέστη ατύχημα, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 15/9/2003 με βάση νευροχειρουργικά ιατρικά προβλήματα.  Η σύνταξη ανικανότητας του εγκρίθηκε από 15/6/2003 σε ποσοστό 75% μετά από γνωμάτευση Νευροχειρουργικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι ήταν ικανός για ελαφράς φύσης εργασία.

 

3. Μετά από καταγγελία και διερεύνηση της απασχόλησής του, η οποία ολοκληρώθηκε στις 27/12/2005, διαπιστώθηκε ότι αυτός, παρά το γεγονός ότι στο μισθολόγιο της εταιρείας εμφανιζόταν το όνομα της συζύγου του, εντούτοις εργαζόταν ως τυπογράφος και διανομέας εφημερίδας από 1/10/2005 με μισθό £1770 για τον Οκτώβριο 2005.  Ως αποτέλεσμα της εν λόγω διερεύνησης, η εταιρεία προέβη στην ασφάλιση του κ. Σ… ως μισθωτό πρόσωπο από 1/10/2005 και ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων τερμάτισε την καταβολή σύνταξης ανικανότητας στον κ. Σ… από 1/10/2005.

 

4. Στις 7/10/2009 ο κ. Σ… υπέβαλε εκ νέου αίτηση για σύνταξη ανικανότητας προσκομίζοντας Ιατρικές Εκθέσεις από Νευροχειρουργό και Θωρακοχειρουργό Θεράποντα Ιατρό).  Μετά την προσκόμιση εξετάσεων που ζητήθηκαν, ο κ. Σ… εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό – Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 12/5/2010 το οποίο γνωμάτευσε ότι ο κ. Σ… ήταν ανίκανος να εργάζεται ως τυπογράφος, επάγγελμα που ασκούσε τα τελευταία χρόνια, αλλά ικανός για ελαφρά εργασία.  Το εν λόγω Ιατρικό Συμβούλιο συνέστησε επανεξέταση του μετά την πάροδο δύο χρόνων.

 

5. Με βάση τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε την αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας από 18/11/2009 σε ποσοστό 75%.

 

6. Στις 8/10/2012 και σύμφωνα με την σύσταση του Ιατρικού Συμβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, ο κ. Σ… κλήθηκε εκ νέου σε εξέταση από Νευροχειρουργικό – Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο.  Το εν λόγω Ιατρικό Συμβούλιο ανάφερε ότι η κατάσταση της υγείας του κ. Σ… είχε σημειώσει βελτίωση και γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του τυπογράφου.  Βασιζόμενος στην εν λόγω γνωμάτευση, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων τερμάτισε την καταβολή της σύνταξης ανικανότητας του κ. Σ… από 1/11/2012 και τον ενημέρωσε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 23/11/2012.

 

7. Μετά από Ιεραρχική Προσφυγή του κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του, ο κ. Σ… εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό – Ορθοπεδικό Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ο κ. Σ… ήταν ικανός για άσκηση και των δύο επαγγελμάτων που είχε ασκήσει στο παρελθόν, δηλαδή αυτό του οδηγού και αυτό του τυπογράφου.  Με βάση τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η Ιεραρχική Προσφυγή του κ. Σ… απορρίφθηκε στις 24/5/2013.

 

8. Σημειώνεται σαν παρένθεση ότι, η απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 24/5/2013 ανακλήθηκε στις 2/7/2015 λόγω μη ορθής συγκρότησης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και εκδόθηκε νέα απόφαση για απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής του κ. Σ… στις 11/4/2016.

 

9. Στις 25/7/2013 ο κ. Σ… υπέβαλε εκ νέου αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, προσκομίζοντας πρόσφατη Ιατρική Έκθεση και ιατρικά πιστοποιητικά από Θεράποντα Ορθοπεδικό – Χειρουργό Ιατρό του.  Ο κ. Σ… κλήθηκε σε εξέταση από Ορθοπεδικό – Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 22/10/2013.  Το εν λόγω Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι ο κ. Σ… ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.

 

10. Με βάση τη γνωμάτευση του εν λόγω Ιατρικού Συμβούλιου, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του κ. Σ… για σύνταξη ανικανότητας στις 2/12/2013.

 

11.  Μετά από Ιεραρχική Προσφυγή του κατά της πιο πάνω απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο κ.  Σ… εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό – Ορθοπεδικό Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι, συνυπολογίζοντας όλα τα προβλήματα υγείας του, ο κ. Σ… ήταν ανίκανος να εκτελεί τα επαγγέλματα του οδηγού και του τυπογράφου, αλλά ικανός για ελαφρά εργασία.

 

12. Με βάση τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η Ιεραρχική Προσφυγή του κ. Σ… εγκρίθηκε με την καταβολή σύνταξης ανικανότητας σε αυτόν σε ποσοστό 75%.  Ο κ. Σ… ενημερώθηκε για την απόφαση για έγκριση της Ιεραρχικής του Προσφυγής με επιστολή ημερομηνίας 16/12/2014.  Σημειώνεται ότι ως έναρξη της καταβολής σύνταξης ανικανότητας στον κ. Σ… ορίστηκε η 16/10/2014, καθώς τα κλινικά ευρήματα των δύο εξετάσεων, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας, είχαν ουσιαστική διαφοροποίηση.  Ο κ. Σ… ενημερώθηκε σχετικά με τους λόγους καθορισμού της ημερομηνίας έναρξης της καταβολής της σύνταξης ανικανότητας του με επιστολή ημερομηνίας 30/12/2015.

 

13.  Σημειώνεται ότι σε απάντηση παραπόνου του κ.  Σ… ως προς την ημερομηνία έναρξης της καταβολής της σύνταξης του, η Επίτροπος Διοικήσεως με επιστολή της ημερομηνίας 18/5/2017 δεν διαπίστωσε οποιανδήποτε παράλειψη, κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης, ούτε και παράβαση νόμων ή κανόνων χρηστής διοίκησης που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση της στο εν λόγω θέμα.

 

14. Μετά από επιστολή-καταγγελία από την εν διαστάσει σύζυγο του κ. Σ…, ότι ο συνταξιούχος ανικανότητας εργάζεται χωρίς να καταβάλλει τις οφειλόμενες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων διενήργησαν σχετική διερεύνηση απασχόλησης η οποία ολοκληρώθηκε στις 17/1/2017.

 

15. Από τη διερεύνηση της απασχόλησης που διενεργήθηκε, διαφάνηκε ότι από 1/6/2011 ο κ. Σ... δημιούργησε εταιρεία διανομής εφημερίδων, στην οποία όλες τις εργασίες εκτελούσε ο ίδιος παρόλο που ουδέποτε ασφαλίστηκε ως μισθωτός στην εταιρεία.  Αντιθέτως, διευθύντρια και μοναδική μέτοχος της εταιρείας εμφανίζεται η κόρη του […] και γραμματέας ο γιός του […], οι οποίοι ήταν και οι μοναδικοί υπάλληλοι της εταιρείας σε διαφορετικές περιόδους.  Η κόρη του […], ισχυρίστηκε τηλεφωνικώς ότι η ίδια διένεμε τις εφημερίδες, αλλά αρνήθηκε να προσέλθει για κατάθεση ενώ την περίοδο απασχόλησής της στην εν λόγω εταιρεία εργαζόταν σε άλλους εργοδότες.  Κατά τη διερεύνηση απασχόλησης λήφθηκαν πολλές γραπτές και προφορικές μαρτυρίες από πελάτες της εταιρείας.  Όλοι οι εν λόγω πελάτες ανέφεραν ότι συνεργάζονταν μόνο με τον συνταξιούχο επί καθημερινής βάσης.  Επιπλέον, ο επιθεωρητής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων εξασφάλισε τιμολόγια τα οποία φέρουν την υπογραφή του κ. Σ… .  Η απασχόληση του κ. Σ… στην εν λόγω εταιρεία περιλάμβανε την παραλαβή του ημερήσιου τύπου από πρακτορείο τύπου, την διανομή σε μεγάλο αριθμό πελατών, την είσπραξη των συνδρομών από πελάτες και την εκτέλεση των τραπεζικών καταθέσεων.  Παρόλο που η απασχόληση του τερματίστηκε τον Ιούνιο 2015 αυτό έγινε, όχι λόγω αδυναμίας του κ. Σ... να ανταποκριθεί στις ανάγκες εργασίας του, αλλά λόγω οικονομικών διαφορών με το πρακτορείο τύπου.

 

16. Mε βάση τα όσα ανέδειξε η διερεύνηση της απασχόλησης του, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του κ. Σ... ανaδρομικά από 16/10/2014, ημερομηνία έναρξης της καταβολής της, και τον ενημέρωσε με επιστολή ημερομηνίας 14/7/2017 (ερ. 153-151).  Από την ημερομηνία έναρξης της καταβολής της σύνταξης του μέχρι και τον Ιούνιο του 2015 ο κ. Σ... είχε τη δυνατότητα να εκτελεί όλες τις εργασίες δικής του εταιρείας η οποία, ως διαφάνηκε από την διερεύνηση, και είχε μεγάλο αριθμό πελατών.  Ο τερματισμός της απασχόλησης του τον Ιούνιο 2015 δεν οφειλόταν σε αδυναμία του να εργάζεται αλλά σε άλλους λόγους.  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών  Ασφαλίσεων θεωρούν, με βάση την διερέυνηση [sic] της απασχόλησης του, ότι ο κ. Σ... ήταν πάντα ικανός για εκτέλεση της εργασίας του, και ότι εσκεμμένα δεν κατέβαλλε εισφορές ως μισθωτό άτομο στην εταιρεία, και με σκοπό την εξαπάτηση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την εξασφάλιση σύνταξης ανικανότητας.

 

17. Η Ιεραρχική Προσφυγή του πελάτη σας, εξετάστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, και αφού λήφθηκαν υπόψη τα επιχειρήματα που έχτε καταθέσει με την Προσφυγή σας, έχει αποφασιστεί η απόρριψή της, εφόσον με βάση τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελό του καθώς και με βάση τα ευρήματα της διερεύνησης της απασχόλησης του, αυτός κατά την διάρκεια της καταβολής της σύνταξης ανικανότητας προς αυτόν, δεν είχε απωλέσει τη δυνατότητά του να εργάζεται και να κερδίζει από εργασία, ως οι πρόνοιες του άρθρου 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.  Επιπλέον σύμφωνα με τα ευρήματα της διερεύνησης της απασχόλησης, διαφάνηκε ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε τον Ιούνιο του 2015, έγινε όχι λόγω αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εργασίας του, αλλά λόγω οικονομικών διαφορών με το πρακτορείο τύπου με το οποίο είχε συνεργασία.  Ως εκ τούτου, η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων  όπως τερματίσει την παροχή Σύνταξης Ανικανότητας στον κ. Σ... από 16/10/2014 και όπως σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 68 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, επιστραφεί άμεσα το ποσό των […] το οποίο έχει καταβληθεί αντικανονικά για την περίοδο 16/10/2014 μέχρι 30/6/2017, λόγω αποσιώπησης εκ μέρους του δεδομένης της απασχόλησής του, κρίνεται ορθή.»

 

 

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα της δευτεροβάθμιας απόφασης της Υπουργού διά της Προσφυγής Αρ. 112/2018 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με την εφεσιβαλλόμενη απόφασή του ημερ. 24.1.2022, με το εξής σκεπτικό:

 

Η διαπιστωθείσα εργασία του Εφεσείοντα δεικνύει ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων τελούσαν υπό πλάνη ως προς ουσιώδες γεγονός όταν ενέκριναν την αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας. Συνεπώς, ο Διευθυντής είχε -κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 80 του Νόμου 59(Ι) του 2010- τη δυνατότητα αναθεώρησης της απόφασης για έγκριση αυτής της σύνταξης και κατ’ επέκταση η αναθεωρητική του απόφαση κρίθηκε ορθή στο στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Η ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης βάλλεται από τον Εφεσείοντα ποικιλοτρόπως.

 

Εξετάσαμε πρώτα τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος, για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, αναδεικνύεται καθοριστικός για την έκβαση της έφεσης.

 

Κατά τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη περί τον νόμο ή/και τα πράγματα, σε παράβαση της νομοθεσίας υπό λανθασμένη υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στη νομοθεσία και βάσει ανεπαρκούς έρευνας.

 

Κατά την αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, η Διοίκηση δεν έλαβε δεόντως υπόψη πως ο Εφεσείων είχε κριθεί -κατά τη χορήγηση σε αυτόν σύνταξης ανικανότητας- ικανός για ελαφρά εργασία, οπότε η εκτέλεση αυτής δεν θα έπρεπε να οδηγήσει στον εκ της Διοίκησης τερματισμό αυτής της σύνταξης.

 

Επίσης, πριν τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας, η Διοίκηση θα έπρεπε -όχι μόνο να διερευνήσει κατά πόσο η εργασία την οποία εκτελούσε ήταν ελαφριά ή όχι- αλλά να ερευνήσει τις όποιες απολαβές του και να τις συγκρίνει με τις απολαβές ενός υγιούς εργαζομένου.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και επιτυγχάνει για τους εξής λόγους:

Το Άρθρο 40 του Νόμου 59(Ι) του 2010 προβλέπει δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας εφόσον ο ασφαλισμένος (ως ορίζεται στο Άρθρο 2(1) του ίδιου Νόμου) ήταν -μεταξύ άλλων- ανίκανος για εργασία για ελάχιστη περίοδο πριν την εξασφάλιση της σύνταξης (εδάφιο (1)) και -μεταξύ άλλων- παραμένει μόνιμα ανίκανος προς εργασία (εδάφιο (3)).  Ο όρος «ανίκανος προς εργασία» ερμηνεύεται μεν γενικά για τους σκοπούς του Νόμου 59(Ι) του 2010 στο Άρθρο 2(1) αυτού, αλλά το εδάφιο (5) του Άρθρου 40 του ίδιου Νόμου παραθέτει άλλον ορισμό για τους σκοπούς του τελευταίου Άρθρου, όπερ σημαίνει ότι αυτός ο όρος -ως χρησιμοποιείται στα προρρηθέντα εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 40- υπέχει την έννοια την οποία του αποδίδει ειδικά το εδάφιο (5) του τελευταίου Άρθρου ως εξής:

«(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλισή του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.».

 

Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του (9.7.2010)[1], ο Νόμος 59(Ι) του 2010 κατάργησε (διά του Άρθρου 96 αυτού) τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι (Αρ. 3) του 2009 (εφεξής «ο Νόμος 41 του 1980»).  Ο Νόμος 41 του 1980 προέβλεπε στο Άρθρο 38 αυτού τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας κατά τρόπο ανάλογο με το Άρθρο 40 του Νόμου 59(Ι) του 2010.  Ο δε ορισμός του όρου «ανίκανος προς εργασίαν» στο Άρθρο 38(5) του Νόμου 41 του 1980 είναι ταυτόσημος με τον ορισμό στο Άρθρο 40(5) του Νόμου 59(Ι) του 2010, όσον αφορά τα συστακτικά στοιχεία της ανικανότητας και ιδίως όσον αφορά το στοιχείο της αποκόμισης κέρδους.

 

Προς διευκόλυνση της αντιπαραβολής του Άρθρου 38(5)[2] του Νόμου 41 του 1980 με το Άρθρο 40(5) του Νόμου 59 του 2010, το πρώτο Άρθρο παρατίθεται ακολούθως:

«(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου, ή  αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:

  Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου.».

 

 

Έπεται ότι η νομολογία για την ερμηνεία του Άρθρου 38(5) του Νόμου 41 του 1980 είναι καθοδηγητική για την ερμηνεία του Άρθρου 40(5) του Νόμου 59(Ι) του 2010.  Συναφώς, ο Εφεσείων παραπέμπει στην Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 276 της οποίας τα γεγονότα προσομοίαζαν με τα ενώπιόν μας επίδικα.  Και εκεί η αίτηση του Εφεσείοντα για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας εγκρίθηκε για ποσοστό 75%, πλην όμως η Διοίκηση την τερμάτισε όταν διαπίστωσε ότι ο εν λόγω εφεσείων εργαζόταν αποκομίζοντας κέρδος.

 

Στην εν λόγω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε ως παράνομο τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας με (μεταξύ άλλων) το εξής σκεπτικό (η υπογράμμιση δική μας):

«Για την αναθεώρηση και τερματισμό ισχύος της προηγούμενης απόφασης, θα έπρεπε […] να εξέλειπαν εκείνες οι περιστάσεις οι οποίες απαιτούνται να υπάρχουν με βάση τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Άρθρου 38(5), λόγω της δυνατότητας του εφεσείοντα να κερδίζει πλέον πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο συνήθως κερδίζει ένας σωματικώς υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία.

  Μόνο οι πιο πάνω προβλεπόμενες από τα σχετικά άρθρα των Νόμων περιστάσεις, θα ήσαν νόμιμοι λόγοι για τη διακοπή παροχής σύνταξης προς τον εφεσείοντα.  Παρά ταύτα, η εξήγηση και δικαιολογία για τη διακοπή, η οποία δόθηκε προς τον εφεσείοντα, ήταν ότι διαπιστώθηκε ότι «συμβάλλετε ουσιαστικά στη διεξαγωγή των εργασιών σας».  Αυτή η φράση, ως αιτιολογία, είναι ακατανόητη αφενός και μη προνοούμενη από το Νόμο αφετέρου.  Το ότι κάποιος με πιστοποιηθείσα αναπηρία και ανικανότητα 75% συμβάλλει ουσιαστικά στη διεξαγωγή των εργασιών του δε σημαίνει τίποτε.  Ασφαλώς και αναμένεται ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά ή ακόμα και ολοκληρωτικά στη διεξαγωγή της όποιας εργασίας διεξάγεται, στο μέτρο πάντα των σωματικών δυνατοτήτων του.

[…]

Επειδή όμως, όπως διαφαίνεται από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, οι λόγοι της διακοπής της παροχής σύνταξης προς τον εφεσείοντα φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα συλλογής κάποιων στοιχείων ως προς πωλήσεις και ενδεχόμενα κέρδη του εφεσείοντα κατά τη διεξαγωγή της εργασίας του, θα πρέπει να πούμε ότι εν πάση περιπτώσει, δε διαφαίνεται με ποιο τρόπο τα στοιχεία εκείνα αξιοποιήθηκαν έτσι ώστε να οδηγούν σε κάποιο εύρημα ότι με αυτά ως δεδομένα, θα έπρεπε να διακοπεί η σύνταξη, ούτε και παρασχέθηκε οποιοδήποτε στοιχείο ως προς το πόσο συνήθως κερδίζει ένας υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης και επαγγελματικής κατηγορίας.».

 

Για τον νόμιμο τερματισμό, λοιπόν, της σύνταξης ανικανότητας, η Διοίκηση πρέπει να παραθέτει στην αιτιολογία της (ή, τουλάχιστον, να προκύπτει από το εντός του διοικητικού φακέλου περιεχόμενο) λεπτομέρειες που να δεικνύουν με σαφήνεια ότι -κατά την κρίση της- τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του ορισμού του Άρθρου 40(5) του Νόμου 59(Ι) του 2010 δεν πληρούνται, εν αντιθέσει με την αρχική της αντίληψη, η οποία την οδήγησε στο να χορηγήσει αυτή τη σύνταξη.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, η Διοίκηση δέον να διαπιστώνει ότι ο προτέρως κριθείς ως «ανίκανος προς εργασία» δύναται να κερδίζει από εργασία (την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί) πέραν του κατά περίπτωση εφαρμοστέου (αναλόγως της ηλικίας του) ποσοστού του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία ένα σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.

 

Αυτή η υποχρέωση συνεπάγεται τη διακρίβωση -ως απαιτεί η Πέτρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)- του συνήθους κέρδους ενός υγιούς εργαζομένου, ώστε αυτό το κέρδος να αντιπαραβληθεί με το πραγματικό ή δυνητικό κέρδος του προτέρως κριθέντος ως «ανίκανος προς εργασία».

 

Εντούτοις, αυτό το συγκεκριμένο στοιχείο (δηλαδή, του διακριβωθέντος κέρδους του υγιούς εργαζομένου) ελλείπει από τα ενώπιόν μας γεγονότα, αυτή δε η έλλειψη στοιχειοθετεί ανεπαρκή έρευνα και ενδεχόμενη ουσιώδη πλάνη ως προς τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το Άρθρο 40(5) του Νόμου 59(Ι) του 2010 για την ανάκληση/τερματισμό σύνταξης ανικανότητας.

 

Είναι ενδεικτικό ως προς τούτο ότι το περίγραμμα της Εφεσίβλητης δεν μας παραπέμπει σε οποιοδήποτε τέτοιο στοιχείο προς αντίκρουση της εκ του Εφεσείοντα ανάπτυξης του τέταρτου λόγου έφεσης.

Υπό το φως των ανωτέρω, η έκβαση της έφεσης έχει ήδη κριθεί διά της διαπίστωσης ελλιπούς έρευνας και ενδεχόμενης πλάνης όσον αφορά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης (ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2017) 3 Α.Α.Δ. 112).

 

Κατ’ εξαίρεση, κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε στην εξής πρόσθετη παρατήρηση: 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων προέβαλε ότι, για τον νόμιμο τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας, έπρεπε να συντρέχουν (και εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν) όχι μόνο οι προς τούτο προϋποθέσεις του Άρθρου 40 του Νόμου 59(Ι) του 2010, αλλά και αυτές του Άρθρου 80 του ίδιου Νόμου, το οποίο επιτρέπει στον Διευθυντή να αναθεωρεί αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε σε σχέση με παροχές.  Αυτή η θέση του Εφεσείοντα εμφιλοχωρεί και στον δεύτερο λόγο έφεσής του.

 

Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά και η Εφεσείουσα υιοθέτησαν τη θέση ότι, όντως το Άρθρο 80 του Νόμου 59(Ι) του 2010 ήταν εφαρμοστέο κατά τον εκ του Διευθυντή πρωτοβάθμιο τερματισμό της επίδικης σύνταξης ανικανότητας, πλην ο Διευθυντής νόμιμα άσκησε τις συναφείς εξουσίες του βάσει του Άρθρου αυτού.

 

Εφόσον είναι θέμα επίδικο ενώπιόν μας, ως απορρέον από λόγο έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι το Άρθρο 80 του Νόμου 59(Ι) του 2010- δεν έτυχε καν επίκλησης από τον Διευθυντή όταν τερμάτισε πρωτοβαθμίως την επίδικη σύνταξη ανικανότητας (και ορθά).  Το εν λόγω Άρθρο 80 δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω διότι η επίδικη σύνταξη ανικανότητας χορηγήθηκε από την αρμόδια Υπουργό στο πλαίσιο ιεραρχικής προσφυγής την οποία ο Εφεσείων καταχώρησε κατά της πρωτοβάθμιας αρνητικής στάσης του Διεθυντή ως προς τη χορήγηση τέτοιας σύνταξης.  Συνεπώς, δεν μπορούμε να ομιλούμε για την εκ του Διευθυντή δυνατότητα αναθεώρησης απόφασης την οποία εξέδωσε, ως προϋποθέτει το Άρθρο 80.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση επιτυγχάνει και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 24.1.2022 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 112/2018.

 

Ακυρώνεται η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.

Επιδικάζεται το ποσό των 4400 ευρώ, ως πρωτόδικα και  κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ του Εφεσείοντα και κατά της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                           Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                                           Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 



[1] Σύμφωνα με το Άρθρο 98 του Νόμου 59(Ι) του 2010 και την κανονιστική διοικητική πράξη 305/2010.

 

 

[2] Το εδάφιο (5) προστέθηκε στο Άρθρο 38 του Νόμου 41 του 1980 διά του τροποποιητικού Νόμου 96 του 1989 και τροποποιήθηκε διά του τροποποιητικού Νόμου 98(Ι) του 1992.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο