BP EASTERN MEDITERRANEAN LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2024 και 43/2024, 13/11/2025
print
Τίτλος:
BP EASTERN MEDITERRANEAN LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2024 και 43/2024, 13/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

(Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2024 και 43/2024)

 

13 Νοεμβρίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2024

                                     

BP EASTERN MEDITERRANEAN LTD

                            

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

  

  v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

                                                                                                                                                                                                                                     Εφεσίβλητης.

--------------------

 

 

 

 

Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43/2024

 

R.A.M. OIL CYPRUS LTD

 

 

                   v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

4.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

5.   ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

6.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

---------------------

Π. Πολυβίου, μαζί με Μ. Αντωνίου (κα), Λ. Αρακελιάν και Ε. Νικολάου, για ΧΡΥΣΑΦΙΝΗΣ & ΠΟΛΥΒΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για τις εφεσείουσες.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

----------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

 ----------------------

 

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Με τις ως άνω Έφέσεις προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.4.2024 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 411/2017, 1587/2017, 1589/2017, 1590/2017, 435/2018, 436/2018, 437/2018, 438/2018, 439/2018, 440/2018, 441/2018, 442/2018 και 443/2018 (εφεξής η «πρωτόδικη απόφαση»).

 

Από αυτές, οι Προσφυγές Αρ. 435/2018, 436/2018, 438/2018, 439/2018, 440/2018, 441/2018, 442/2018 ασκήθηκαν από την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 42/2024 (ανωτέρω, εφεξής «η πρώτη Εφεσείουσα») και οι Προσφυγές Αρ. 437/2018, 443/2018 από την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 43/2024 (ανωτέρω, εφεξής «η δεύτερη Εφεσείουσα»). Έπεται ότι, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως προς το μέρος της που αφορά την κρίση στις προαναφερθείσες Προσφυγές.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εκτενής και αρίθμησε συνολικά 62 σελίδες (συμπεριλαμβανομένων των τίτλων των προσφυγών).

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης καταγράφηκαν στις σελ. 8 έως και 16 αυτής. Παραθέτουμε αυτούσιες τις πρωτόδικες αναφορές, με υπογραμμισμένα τα αποσπάσματα που αφορούν τις παρούσες Εφέσεις:

 

«Αντικείμενο όλων των προσφυγών, συνιστά η έκδοση Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, αναφορά στις οποίες θα γίνει κατωτέρω αναλυτικά, με τις οποίες βεβαιώθηκε προς τις αιτήτριες, συγκεκριμένο ποσό που αντιπροσωπεύει ειδικό φόρο κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα και Φ.Π.Α., καθώς επίσης και χρηματική επιβάρυνση ύψους 10% επί ενός έκαστου ποσού, πλέον τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης, από την μέρα που το συγκεκριμένο ποσό κατέστη οφειλόμενο, αναφορικά με παραδόσεις ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου με σκοπό τον εφοδιασμό αεροσκαφών, σε σχέση με παραδόσεις για την χρονική περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2011 έως Αυγούστου 2018.

 

Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν, κατόπιν έκδοσης σχετικού δικαστικού διατάγματος, ενόψει του ότι παρουσιάζουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.

 

Ειδικότερα, αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 411/17, συνιστά η νομιμότητα της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 11Α/2017, ημερομηνίας 2.1,2017, βάσει της οποίας, επιβλήθηκε στην αιτήτρια ποσό €1.606.656.80 ως ειδικός φόρος κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων και Φ.Π.Α. και χρηματική επιβάρυνση ύψους 10%, πλέον τόκος υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης, από την μέρα που το συγκεκριμένο ποσό κατέστη οφειλόμενο, σε σχέση με την παραλαβή από τις εγκαταστάσεις της BP Mediterranean Ltd, συγκεκριμένης ποσότητας ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου, για ανεφοδιασμό του αεροσκάφους με αρ. εγγραφής MJANP, που κατά τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση δεν χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των κρατικών αρχών, αλλά οι διενεργηθείσες πτήσεις πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς ή και για μεταφορά προσώπων ή αγαθών χωρίς κόμιστρο.  

 

Σημειώνεται πως, για τις εν λόγω παραδόσεις ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου, εκδόθηκε κι η Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 11/2017, ημερομηνίας 2.1.2017, προς την αιτήτρια στην προσφυγή με αρ. 439/2018, η οποία υπήρξε η προμηθεύτρια εταιρεία του ειδικού καυσίμου, κατά της οποίας (Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης), η τελευταία υπέβαλε Αίτημα Αναθεώρησης ημερομηνίας 15.1.2018, το οποίο απερρίφθη στις 15.11.2018, επιβεβαιώνοντας την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 11/2017.

 

 Η αιτήτρια στην προσφυγή με αρ. 1587/2017, προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 8.9.2017, με την οποία απορρίφθηκε το Αίτημα Αναθεώρησης που υπέβαλε κατά των Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 5Α/2017 και 10Α/2017 με τις οποίες επιβλήθηκε ειδικός φόρος κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα, ύψους €19.961,30 και €504.295,19 και €19.961,30 και Φ.Π.Α. και χρηματική επιβάρυνση.

 

Για τις εν λόγω παραδόσεις του ειδικού καυσίμου, είχαν εκδοθεί και προς την προμηθεύτρια εταιρεία και οι Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 5/2017 και 10/2017 κατά των οποίων η τελευταία υπέβαλε Αίτημα Αναθεώρησης, το οποίο απερρίφθη στις 15.1.2018. Κατά της νομιμότητας της προαναφερόμενης διοικητικής αποφάσεως, καταχωρήθηκαν οι προσφυγές με αρ. 440/2018 και 443/2018.

 

Αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 1589/2017, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 15.1.2018, με την οποία απερρίφθη το Αίτημα Αναθεώρησης που υπέβαλε η αιτήτρια κατά της έκδοσης της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 58/2017, ημερομηνίας 6.2.2017 με την οποία επίσης βεβαιώθηκε ως οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α.

 

Με την προσφυγή με αρ. 1590/2017, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 8.9.2017, με την οποία απερρίφθη το Αίτημα Αναθεώρησης που η αιτήτρια υπέβαλε κατά της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 7Α/2017, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια ποσό €14.871,62 ως ειδικός φόρος κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα και Φ.Π.Α. και χρηματική επιβάρυνση.

 

Για τις εν λόγω παραδόσεις του ειδικού καυσίμου, είχε εκδοθεί και προς την προμηθεύτρια εταιρεία και η Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 7/2017, κατά της οποίς η τελευταία υπέβαλε Αίτημα Αναθεώρησης, το οποίο απερρίφθη στις 15.1.2018. Κατά της νομιμότητας της προαναφερόμενης διοικητικής αποφάσεως, καταχωρήθηκε η προσφυγή με αρ. 435/2018.

 

Τέλος, με τις προσφυγές με αρ. 436/2018, 437/2018, 438/2018, 441/2018 και 442/2018, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15.1.2018, με την οποία απερρίφθη το Αίτημα Αναθεώρησης που η αιτήτρια υπέβαλε κατά των Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 2/2017, 9/2017, 6/2017 8/2017 και 4/2017, ημερομηνίας 2.1.2017.

 

Στις Ενστάσεις που καταχωρήθηκαν από τη Δημοκρατία, γίνεται αναφορά στο ιστορικό που προηγήθηκε της έκδοσης των εδώ προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων. Όπως αναφέρεται, το Τμήμα Τελωνείων, στις 18.12.2008, είχε εκδώσει την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 769/2008, με την οποία απαιτούσε από την Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, ως οφειλόμενο ειδικό φόρο κατανάλωσης για ενεργειακά προϊόντα και Φ.Π.Α., πλέον χρηματική επιβάρυνση και νόμιμο τόκο, σε σχέση με ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου που είχαν παραληφθεί από προμηθεύτρια εταιρεία, χωρίς την καταβολή των αναλογούντων ειδικών φόρων κατανάλωσης. Τούτο, αφού σύμφωνα με την διερεύνηση του Τμήματος Τελωνείων, κατά την χρονική περίοδο μεταξύ 1.5.2004 έως 30.9.2007, είχαν διενεργηθεί πτήσεις από αεροσκάφη τα οποία χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά των διευθυντών και του προσωπικού της προαναφερθείσας εταιρείας, σε άλλες χώρες, για ιδιωτικούς σκοπούς, χωρίς κόμιστρο και όχι για την μεταφορά προσώπων ή αγαθών έναντι αμοιβής. Το Τμήμα Τελωνείων, θεώρησε πως τα υπό χρήση καύσιμα, δεν ήταν δικαιούχα απαλλαγής του ειδικού φόρου κατανάλωσης κι απαίτησε από την εταιρεία, τον σχετικό αναλογούντα ειδικό φόρο κατανάλωσης.

 

Την νομιμότητα της εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης, προσέβαλε η αιτήτρια δια της προσφυγής με αρ. 187/2009, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση (Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 187/2009, ημερομηνίας 25.10.2010). Η πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, ανατράπηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 197/2010, Δημοκρατίας ν. Joannou & Paraskevaides (OverseasLtd, ημερομηνίας 12.9.2016.

 

Όπως κρίθηκε κατ' έφεση, στην Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (ανωτέρω), από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν απαλλάσσεται το ειδικό καύσιμο αεριωθουμένου, το οποίο προορίζεται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής, ήτοι πτήσεις που αφορούν σε μη εμπορικούς σκοπούς και χωρίς καταβολή κομίστρου ή αμοιβής. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης C-79/2010, Systeme Helmbolz GmbH v. Hauptzollamt Nurnberg, ημερομηνίας 1.12.2011, κατέληξε πως οι πτήσεις που χρησιμεύουν για την μετακίνηση των μελών του προσωπικού της εταιρείας, χωρίς την καταβολή αμοιβής, εμπίπτουν στην έννοια της «ιδιωτικής πτήσης αναψυχής». Τονίζοντας, το Δικαστήριο, την υποχρέωση για αυστηρή και στενή ερμηνεία των φορολογικών νόμων που καθιερώνουν απαλλαγή από την φορολογία, ως εξαίρεση από τον κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας, υπέδειξε πως ορθά το Τμήμα Τελωνείων ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 44(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91(Ι)/2004. Κρίθηκε, πρόσθετα, πως η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων, ως διασφάλιση των δημοσίων εσόδων, αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος, νομιμοποιώντας την δυνατότητα της διοίκησης να ανακαλέσει τυχόν προηγούμενη αντίθετη προς το νόμο πρακτική, εισπράττοντας τον οφειλόμενο φόρο. Παράλληλα, ενόψει της ιδιωτικής φύσης της μεταφοράς, επικυρώθηκε η επιβολή κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. κι όχι μηδενικού. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε, όπως στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, η χρηματική επιβάρυνση κι ο τόκος, να αρχίζουν από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής.

 

 Όπως αναφέρεται στις Ενστάσεις, το Τμήμα Τελωνείων, μέχρι την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε τέτοιες παραδώσεις ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου, επέβαλλε μόνον Φ.Π.Α. κι όχι τον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Μετά όμως την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στην έκδοση των επίδικων Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, επιβάλλοντας τόσο ειδικό φόρο κατανάλωσης, όσο και Φ.Π.Α. αλλά και πρόσθετη επιβάρυνση και τόκο, τόσο στους χρήστες των ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου (προσφυγές με αρ. 411/2017, 1587/2017, 1589/2017, 1590/2017), όσο και στους προμηθευτές αυτών (προσφυγές με αρ. 435/2018, 436/2018, 437/2018, 438/2018, 439/2018, 440/2018, 441/2018, 442/2018 και 443/2018).»

 

Κατόπιν της πιο πάνω καταγραφής των ουσιωδών γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετικές προδικαστικές ενστάσεις που είχαν εγερθεί και είτε δεν προωθήθηκαν είτε κατέστησαν άνευ αντικειμένου, κατέγραψε τη μεθοδολογία που θα ακολουθούσε κατά τη σύνταξη της απόφασης του ως εξής:

 

«Λόγω της έγερσης διαφορετικών νομικών ισχυρισμών και λόγων ακύρωσης των επίδικων διοικητικών αποφάσεων, η εξέταση των εγειρόμενων ζητημάτων, θα γίνει ξεχωριστά.»

 

Όσον αφορά τις Προσφυγές τις οποίες είχαν ασκήσει οι εδώ Εφεσείουσες, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως (σελ. 48 έως 59 της πρωτόδικης απόφασης):

 

«Προσφυγές 435/2018 - 443/2018

 

Οι πιο πάνω αναφερόμενες προσφυγές, έχουν καταχωρηθεί από τους προμηθευτές των ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου, και σχετίζονται με την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α., πλέον χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου υπερημερίας, όπως αυτή η επιβολή βεβαιώθηκε με την έκδοση των Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 7/2017, 2/2017, 9/2017, 6/2017, 11/2017, 5/2017, 8/2018, 4/2017 και 10/2017 (αντικείμενα των προσφυγών 435/2018, 436/2018, 437/2018, 438/2018, 439/2018, 440/2018, 441/2018, 442/2018 και 443/2018) και επιβεβαιώθηκαν με την απόρριψη του Αιτήματος Αναθεώρησης ημερομηνίας 15.1.2018, διοικητική απόφαση που έχει ενσωματώσει τις Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις.

 

 Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητριών, προβάλλει τον ισχυρισμό πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αντίκεινται προς το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προς το Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα Άρθρα 23 και 24 του Συντάγματος, στην αρχή του κράτους δικαίου, στην αρχή του "Good Governance", την αρχή της δίκαιης μεταχείρισης και την αρχή της αναλογικότητας.

 

Έγινε αναδρομή στα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση των προβαλλόμενων αποφάσεων, με αναφορά στην αρχικώς εκδοθείσα πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση στην υπόθ. αρ. 187/2009, Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.10.2010, για την ισχύ της οποίας, δεν είχε τότε ζητηθεί αναστολή εκ μέρους της Δημοκρατίας, καίτοι είχε καταχωρηθεί η Α.Ε. 197/2010 και εκκρεμούσε. Υποστηρίζουν οι αιτήτριες πως αυτές καλόπιστα, χωρίς να έχουν ίδιον όφελος από τη μη είσπραξη των εν λόγω φόρων και συμμορφούμενες με την τότε εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση η οποία ήταν σε ισχύ, ως αντιπρόσωποι του κράτους για την είσπραξη των φόρων, δεν συνέλεγαν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των καυσίμων αεριωθουμένου το οποίο παραδίδετο προς τους χρήστες των αεροσκαφών, αφού δεν νομιμοποιούνταν να τους συλλέγουν, ενόψει της ακυρωτικής αποφάσεως.

 

 Αναπτύσσοντας τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητριών παράπεμψε στις διατάξεις του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου («ΠΠ») της ΕΣΔΑ, παραπέμποντας σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ υποδεικνύοντας πως, τα λάθη της διοίκησης πρέπει να επενεργούν υπέρ του επηρεαζόμενου. Εισηγούνται οι αιτήτριες πως, δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν, κατά τον χρόνο παράδοσης των καυσίμων, τις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού Καυσίμων που οι χρήστες του καυσίμου υπέβαλλαν πριν την παράδοση των αγαθών κι οι οποίες Δηλώσεις παραδίδονταν στο Τμήμα Τελωνείων.

 

 Κατά τις εισηγήσεις, η εκ των υστέρων είσπραξη των ποσών που αναλογεί στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης θα απολήξει σε παραβίαση του Άρθρου 1 του ΠΠ της ΕΣΔΑ, καθότι θα αποστερήσει από τις αιτήτριες ίδια κεφάλαια της τάξης του ποσού των €7.188.695,78 πλέον τόκους για την BP Eastern Mediterranean Ltd και ποσού €114.857,75 πλέον τόκους για την R.A.M. Oil Cyprus. Επίσης, η είσπραξη αυτών των ποσών, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού θα εναποθέσει υπέρμετρο βάρος στους ώμους των αιτητριών κι οδηγεί σε σύγκρουση με την αρχή του "good governance". Οι αιτήτριες αναφέρονται επίσης σε έκδηλη στρεψοδικία και θυματοποίηση, ενόψει της επιβολής χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς 10% επί του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α., ποσά που θα πρέπει να ανακληθούν, ως ο ισχυρισμός.

 

Προωθήθηκε ισχυρισμός πως τα παραδοθέντα στις εταιρείες / χρήστες ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου, απαλλάσσονταν από τον ειδικό φόρο, καθότι αυτές εκτελούσαν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο. Ομοίως, τα καύσιμα, κατά τους ισχυρισμούς, υπόκειντο σε μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α., αφού αφορούσαν σε πτήση με αεροπλάνο με τόπο προορισμού εκτός των κρατών μελών.

 

Καταρχήν, θα πρέπει να λεχθεί πως, το δεδικασμένο που απέρρεε εκ της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 187/2009 Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (ανωτέρω), αφορούσε σε παραδόσεις του ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου για την χρονική περίοδο 1.5.2004 - 30.9.2007, στη βάση των εκεί προσκομισθέντων στοιχείων και γεγονότων. Το κατά πόσον ζητήθηκε ή όχι εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση αναστολή εκτέλεσης εκείνης της δικαστικής απόφασης, δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, καθότι το αποτέλεσμα θα αφορούσε μόνον την συγκεκριμένη και εκεί επίδικη διαφορά, για την εν τέλει είσπραξη των οφειλόμενων ποσών προς το κράτος, ως εκτέλεση της καταβολής.

 

Πράγματι, οι αιτήτριες, λειτουργούσαν ως φοροεισπράκτορες κι ως αντιπρόσωποι του κράτους, προκειμένου να εισπράξουν τους φόρους που οφείλονται προς το κράτος, αφού ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, όπως και ο Φ.Π.Α. αποτελούν έμμεση φορολογία που δεν επιβαρύνει άμεσα της αιτήτριες ως φοροεισπράκτορες, αλλά τον τελικό καταναλωτή. Οι αιτήτριες έχουν υποχρέωση είσπραξης τους από τους χρήστες που υπόκεινται στην φορολογία κι απόδοσης του προς το κράτος.

 

Στις διατάξεις του Άρθρου 24 του Συντάγματος, έχει καθιερωθεί η αρχή της καθολικότητας της φορολογίας, με βάση την φοροδοτική ικανότητα κάθε ατόμου, επιτάσσοντας την απαγόρευση αυθαίρετων απαλλαγών, εξαιρέσεων ή διακρίσεων. Σύμφωνα με την νομολογία, δεν επιβάλλεται στον πολίτη φορολογία, εκτός εάν από το γράμμα του Νόμου ρητά προκύπτει φορολογική υποχρέωση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου (Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59).

 

Στις διατάξεις του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (περιουσία), προνοούνται τα εξής:-

 

"1. Every natural or legal person is entitled to peaceful enjoyment of his possessions. No one shall be deprived of his possessions except in the public interest and subject to the conditions provided for by law and by the general principles of international law.

 

2. The preceding provisions shall not, however, in any way impair the right of a State to enforce such laws as it deems necessary to control the use of property in accordance with the general interest or to secure the payment of taxes or other contributions or penalties"

 

Επέμβαση στην περιουσία είναι δικαιολογημένη μόνον εάν πραγματοποιείται για να ικανοποιήσει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια, εφόσον υπάρχει μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας των ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όπως ρητώς αναγνωρίζεται κι από τις πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις, το κράτος δύναται να θέσει σε ισχύ νόμους αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον, ή προς εξασφάλιση της καταβολής τους.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, παρείχετο εκ των σχετικών νομοθετικών διατάξεων του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν. 91(Ι)/2004 ως τροποποιήθηκε, η δυνατότητα επιβολής ειδικών φόρων κατανάλωσης, όπως κι η δυνατότητα απαλλαγής τους (άρθρο 44 του ίδιου Νόμου), εφόσον πληρούνταν κάποιες προϋποθέσεις. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως με τις επίδικες διοικητικές πράξεις, θα επέλθει παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, όπως αυτό διασφαλίζεται εκ του Άρθρου 1 του ΠΠ της ΕΣΔΑ, αφού η επιβολή και είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης, αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος (Φεραίος Λτδ (ανωτέρω)).

 

Όπως ήδη λέχθηκε, καίτοι οι αιτήτριες, ως φοροεισπράκτορες, ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, βάσει του άρθρου 6(2) του Ν. 91(Ι)/2004 για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, εντούτοις, διατηρούν κάθε δικαίωμα να στραφούν εναντίον του ίδιου του καταναλωτή, στην προκειμένη περίπτωση εναντίον των χρηστών, προς αξίωση καταβολής του ποσού που έχει καταβληθεί εκ μέρους τους.

 

Για το ζήτημα της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης επί του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης από την ημερομηνία που αυτός κατέστη οφειλόμενος, επαναλαμβάνω τα όσα ανέφερα πιο πάνω, στα πλαίσια εξέτασης της προσφυγής με αρ. 1587/2017. Κρίνεται ορθό, σε συμφωνία με τα όσα αναφέρθηκαν στην Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (ανωτέρω) και Α.Ε. 123/2010 Κοινοπραξία Ηλέκτωρ Α.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17.7.2015, όπως η έναρξη πληρωμής χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου επί του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης να αρχίζει την 2.1.2017, ημερομηνία έκδοσης των προσβαλλόμενων Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 7/2017, 2/2017, 9/2017, 6/2017, 11/2017, 5/2017, 8/2018, 4/2017 και 10/2017.

 

Ο έτερος ισχυρισμός που προωθήθηκε εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητριών, άπτεται ζητήματος ανεπαρκούς διερεύνησης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ως προς τη χρήση των καυσίμων που γινόταν από τους χρήστες προμηθεύτριες εταιρείες. Έχω ήδη αναφερθεί, στα πλαίσια εξέτασης των συνεκδικαζόμενων προσφυγών 411/2017, 1587/2017, 1589/2017 και 1590/2017 στις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού Καυσίμων που συμπληρώνονταν και υπογράφονταν από τους εκάστοτε κυβερνήτες των αεροσκαφών και στην υποχρέωση κάθε χρήστη για προσκόμιση εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων πως, ακριβώς, τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν για την μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς κρατικών αρχών, για διεκδίκηση της απαλλαγής του άρθρου 44 του Νόμου.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι αιτήτριες, ως προμηθευτές των καυσίμων, δεν είναι σε θέση να υποστηρίζουν με βεβαιότητα πως τα εν λόγω καύσιμα ήταν δικαιούχα απαλλαγής. Σε μία έκαστη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, καταγράφονται με λεπτομέρεια τα γεγονότα που οδήγησαν το Τμήμα Τελωνείων στην έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ενώ επισυνάπτεται σ' αυτές κι αναλυτική κατάσταση των επιμέρους παραδόσεων στα διάφορα αεροσκάφη, των ποσοτήτων ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου για τον εφοδιασμό τους, για κάθε χρονική περίοδο που αφορούσε μία έκαστη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση.

 

Καταληκτικά, αναφέρεται πως εφόσον διαπιστώνεται πως ο Νόμος παρέχει εξουσία για την επιβολή φόρου, το ερώτημα που εγείρεται είναι αν η απόφαση των αρχών ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που είχαν ενώπιον τους. Η ευχέρεια του δικαστηρίου για παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνεται ότι η κατάληξή του, δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή, που δεν είναι η περίπτωση, για όλους τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω.

 

Πάγια νομολογία επιτάσσει αυστηρή ερμηνεία των σχετικών φορολογικών διατάξεων σχετικών με φορολογικές συναλλαγές ή εξαιρέσεις, ακριβώς επειδή ως τέτοιες, συνιστούν παρέκκλιση από τον κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας (Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 404). Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία και τις αποφάσεις των φορολογικών αρχών που άπτονται σχετικών προνοιών της φορολογικής νομοθεσίας εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν εύλογα και ορθά επιτρεπτές, στη βάση των ορθών γεγονότων κι υπό το φως ορθής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και των νομικών αρχών (Ignatiou & another v. The Republic (1989) 3 CLR 346).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές με αρ. 435/2018, 436/2018, 437/2018, 438/2018, 439/2018, 440/2018, 441/2018, 442/2018 και 443/2018 απορρίπτονται, οι δε προσβαλλόμενες αποφάσεις Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 7/2017, 2/2017, 9/2017, 6/2017, 11/2017, 5/2017, 8/2017, 4/2017 και 10/2017 κι η απόρριψη του Αιτήματος Αναθεώρησης, ημερομηνίας 15.1.2018, επικυρώνονται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, με μόνη διαφοροποίηση τον χρόνο της υποχρέωσης πληρωμής χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.»

 

Η πρώτη Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας τους ακόλουθους 9 λόγους Έφεσης η δε δεύτερη Εφεσείουσα προέβαλε τους ίδιους πρώτους 8 λόγους Έφεσης ως η πρώτη Εφεσείουσα. Τους παραθέτουμε αυτούσιους, αφού εν πολλοίς, εμπεριέχουν,  πολύ ευδιάκριτα και ευκρινώς ταξινομημένα, και το σύνολο των βασικών επιχειρημάτων των Εφεσειουσών:

 

          «                                    Λόγος Έφεσης 1

 

Αποτυγχάνοντας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Διοίκησης είναι παράνομες λόγω του ότι είναι αντίθετες προς την αρχή του Κράτους Δικαίου, η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του Κυπριακού Δικαίου, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 

 

 

                             Αιτιολογία Πρώτου Λόγου Έφεσης

 

1.           Η αρχή του Κράτους Δικαίου («Rule of Law») αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του Κυπριακού Δικαίου, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2.           Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και χωρίς περιορισμό της γενικότητας των προλεχθέντων, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην αρχή του Κράτους Δικαίου, και επιβάλλει τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στα Κράτη Μέλη αυτής το καθήκον συμμόρφωσης με την αρχή του Κράτους Δικαίου, και την προώθηση της εφαρμογής της εν λόγω αρχής.

 

3.   Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε,

 

 

• αφενός, ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και ο Φ.Π.Α. αποτελούν έμμεση φορολογία που δεν επιβαρύνει άμεσα τις εφεσείουσες αλλά τον τελικό καταναλωτή των αγαθών που αυτές πωλούν και

 

• αφετέρου, ότι καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, οι εφεσείουσες «λειτουργούσαν ως φοροεισπράκτορες κι ως αντιπρόσωποι του κράτους» (σελ. 52-53 της Πρωτόδικης Απόφασης)».

 

Τουτέστιν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, η Δημοκρατία ήταν ο «αντιπροσωπευόμενος» (“principal”) των εφεσειουσών, και οι εφεσείουσες ήταν οι «αντιπρόσωποι» (“agents”) και «φοροεισπράκτορες» της Δημοκρατίας.

 

4.           Στην ακυρωτική απόφαση του στην υπόθεση JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. 187/2009, ημερ. 25.10.2010 (εφεξής, η «Ακυρωτική Απόφαση»), το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ ουσίαν έκρινε ότι από τη στιγμή που ειδικό καύσιμο αεριωθούμενου παραδίδεται στο χρήστη αεροσκάφους που χρησιμοποιεί το αεροσκάφος στα πλαίσια επιτέλεσης εμπορικών σκοπών του χρήστη, το ειδικό καύσιμο αεριωθούμενου απαλλάσσεται από ειδικό φόρο κατανάλωσης («FK») (και, συνακόλουθα, από ΦΠΑ επί του ΦΚ) (εφεξής, οι «Επίδικοι Έμμεσοι Φόροι»).

 

5.           Στην ακυρωτική απόφαση, ο Καθ’ ου η Αίτηση ήταν η ίδια η Δημοκρατία δηλαδή ο «αντιπροσωπευόμενος» (“principal”) των εφεσειουσών.

 

6.         Η Ακυρωτική Απόφαση παρέμεινε σε ισχύ δίχως αναστολή, μέχρι την ανατροπή της κατ’ έφεση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD, Α.Ε. 197/2010, ημερ. 12.9.2016 (εφεξής, η «Κατ’ Έφεση Απόφαση» ή «ΚΕΑ»), σχεδόν έξι (6) χρόνια μετά.

 

7.         Αντίθετα με τη θέση που εξέφρασε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σ.52 της Απόφασης του, το ότι η Ακυρωτική Απόφαση παρέμεινε σε ισχύ, «δίχως αναστολή», μέχρι την ανατροπή της από την ΚΕΑ, η Ακυρωτική Απόφαση εξέφραζε την ερμηνεία που είχαν αποδώσει οι Δικαστικές Αρχές του Κράτους μας στο άρθρο 44(1(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου (εφεξής η «Κείμενη Νομοθεσία»).

 

8.         Στο ενδιάμεσο-δηλαδή, κατά την εξαετία (!) που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της Ακυρωτικής Απόφασης και την έκδοση της ΚΕΑ-ενεργώντας καλόπιστα και χωρίς οι ίδιες να έχουν όφελος από την τέτοια μη συλλογή, οι εφεσείουσες δεν συνέλλεγαν τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους, αφού:

 

Ενόψει της ερμηνείας που είχε δοθεί στην Κείμενη Νομοθεσία από την Ακυρωτική Απόφαση στην οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση ήταν η ίδια η Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι «αντιπρόσωποι» και «φοροεισπράκτορες» της, δηλαδή οι εφεσείουσες, δεν νομιμοποιούνταν να συλλέγουν τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους. Η τυχόν συλλογή των Επίδικων Έμμεσων Φόρων θα αντίκειτο στην ερμηνεία που είχε δοθεί από την Ακυρωτική Απόφαση στην Κείμενη Νομοθεσία. Οι εφεσείουσες δεν μπορούσαν, κατά νομικά παράλογο τρόπο, να ενεργούν ως «βασιλικότερες του βασιλέως». Δηλαδή δεν μπορούσαν να συλλέγουν φόρους εκεί όπου, συνεπεία της Ακυρωτικής Απόφασης, ο ίδιος ο «αντιπροσωπευόμενός τους, δηλαδή η Δημοκρατία, δεν ενομιμοποιείτο να συλλέγει.

 

9.           Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και με δεδομένο, μεταξύ άλλων, ότι, όπως αναγνωρίστηκε από την ίδια τη Δημοκρατία στη σ.78 της Γραπτής Αγόρευσής της ημερομηνίας 6.5.2022 ¨[η] αρχή του Κράτους Δικαίου….συνεπάγεται την υποχρέωση ενός κράτους και γενικά όλων των δημόσιων αρχών, να συμμορφώνεται με τυχόν δικαστικές διαταγές ή αποφάσεις εναντίον τους», αν, κατά την περίοδο που η Ακυρωτική Απόφαση βρισκόταν σε ισχύ, οι εφεσείουσες, αντίθετα με το ratio της Ακυρωτικής Απόφασης, απαιτούσαν από τους πελάτες τους τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους, οι εφεσείουσες:

 

(α) Θα αμφισβητούσαν και θα υποκαθιστούσαν το Ανώτατο Δικαστήριο ως τον αποκλειστικό δεσμευτικό ερμηνευτή της νομοθεσίας.

 

(β) Θα ενεργούσαν παράνομα (αφού, ενόψει του ratio της Ακυρωτικής Απόφασης θα αποσπούσαν χρήματα από τους πελάτες τους άνευ νόμιμης βάσης).

 

(γ) Σε τελική ανάλυση, θα υπέσκαπταν αυτή καθ’ αυτή την αρχή του Κράτους Δικαίου, της οποίας η Ασφάλεια Δικαίου (“Legal Certainty”) και η εμπιστοσύνη του κοινού στο Δικαστικό Σύστημα (public confidence in the judicial system”) αποτελούν θεμελιώδεις πτυχές.

 

10.        Τέλος, τονίζεται μετ’ επιτάσεως ότι η θέση της εφεσείουσας είναι πολύ διαφορετική από τη θέση που υπείχε η J&P Overseas Ltd στο πλαίσιο των γεγονότων της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ.197/2010, αφού, μεταξύ άλλων,

 

• σε αντίθεση με την J&P Overseas Ltd, η εφεσείουσα ήταν ο πωλητής και όχι ο τελικός καταναλωτής του σχετικού καυσίμου.

σε αντίθεση με την J&P Overseas Ltd, η εφεσείουσα ενεργούσε όχι ως υποκείμενο των Επίδικων Έμμεσων Φόρων (δηλαδή ως ο «φορολογούμενος» per se) αλλά ως «αντιπρόσωπος» και «φοροεισπράκτορας» της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα για τους λόγους που έχουν ήδη επεξηγηθεί, να μην νομιμοποιείτο να εισπράττει τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους.

σε αντίθεση με την J&P Overseas Ltd, ακριβώς επειδή η εφεσείουσα ενεργούσε όχι ως «φορολογούμενος» αλλά ως «αντιπρόσωπος» και «φοροεισπράκτορας» της Δημοκρατίας, δεν ίσχυσαν στην εφεσείουσα οι περιορισμοί που θέτει η νομολογία στους «φορολογούμενους» αναφορικά με την ανάγκη  «στενής» ερμηνείας φορολογικών νομοθεσιών προκειμένου, για σκοπούς εξυπηρέτησης της αρχής της καθολικότητας της φορολογίας, να περιορίζεται το εύρος της «φοροαπαλλαγής» των «φορολογουμένων» και

 

• σε αντίθεση με την J&P Overseas Ltd, η εφεσείουσα δεν είχε όφελος από τη μη είσπραξη των Επίδικων Έμμεσων Φόρων.

 

11.        Υπό αυτές τις συνθήκες, το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα της παρούσας Υπόθεσης διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα γεγονότα της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 197/2010, με αποτέλεσμα η ΚΕΑ να μην επιβάλλει την υπό των εφεσειουσών καταβολή των Επίδικων Έμμεσων Φόρων στη Δημοκρατία-καταβολή που, ενόψει των ιδιαζουσών συνθηκών της παρούσας υπόθεσης, θα απέληγε σε και θα συνιστούσε έκδηλη στρεψοδικία και θυματοποίηση των εφεσειουσών για τα λάθη του ίδιου του Κράτους. Τα σχετικά λάθη του ίδιου του Κράτους επεξηγούνται στην Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης. Στο βαθμό που είναι σχετική με τον παρόντα Λόγο Έφεσης, η Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης επαναλαμβάνεται εδώ.

 

12.        Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιοδήποτε άλλο Λόγο Έφεσης η εφεσείουσα επιφυλάσσει το δικαίωμα καταχώρησης αιτήματος για παραπομπή σχετικού νομικού ερωτήματος/σχετικών νομικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (εφεξής, το «Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής»).

 

     Λόγος Έφεσης 2

 

Αποτυγχάνοντας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Διοίκησης είναι παράνομες λόγω του ότι είναι αντίθετες προς το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΣΔΑ»), το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 

Αιτιολογία Δεύτερου Λόγου Έφεσης

 

1.           Η Δημοκρατία δεσμεύεται, μεταξύ άλλων, από την ΕΣΔΑ και από το Πρώτο Πρωτόκολλό της.

 

2.           Κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος της Δημοκρατίας (εφεξής το «Σύνταγμα»), η ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρωτόκολλο έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου.

 

3.           Το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην περιουσία.

 

4.           Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ»),

 

-          κάθε στέρηση περιουσίας που επιβάλλεται από το Κράτος, είτε αυτή προκύπτει μέσα από φορολογία είτε αλλιώς, πρέπει, μεταξύ άλλων, να επιτυγχάνει «δίκαιο ισοζύγιο» (“fair balance”) μεταξύ, αφενός, του δημοσίου/γενικού συμφέροντος, και, αφετέρου, των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη της περιουσίας.

 

-         Το «δίκαιο ισοζύγιο» δεν επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, εκεί όπου παραβιάζεται η «αρχή της αναλογικότητας» (“principle of proportionality”)—λόγου χάριν, ένεκα της εναπόθεσης «υπέρμετρου βάρους» (“excessive burden”) επί των ώμων ενός προσώπου.

 

-         Στα πλαίσια της εξέτασης της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με το Άρθρο 1του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το ΕΔΑΔ έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί ότι τα λάθη των Κρατικών αρχών-μεταξύ των οποίων «αρχών» συγκαταλέγονται βεβαίως τόσο τα Δικαστήρια όσο και το τελωνείο (δέστε χαρακτηριστικά το Άρθρο 35 του Συντάγματος όπου γίνεται αναφορά στις «νομοθετικές», «εκτελεστικές» και «δικαστικές αρχές» της Δημοκρατίας)-πρέπει να επενεργούν υπέρ των επηρεαζομένων, ειδικά εκεί όπου δεν διακυβεύονται άλλα συγκρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα, και έστω και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται οικονομικό κόστος για το Κράτος.

 

5. Στην προκειμένη περίπτωση, τα Δικαστήρια και το Τελωνείο της Δημοκρατίας υπέπεσαν σε τουλάχιστον δύο λάθη, τα οποία έχουν αποβεί εις βάρος των εφεσειουσών.

 

6. Πρώτο Λάθος (Δικαστήρια):Όπως αποδείκτηκε εκ των υστέρων συνεπεία της έκδοσης της ΚΕΑ το 2016, η ερμηνεία που είχε δώσει (πρωτοδίκως) το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ακυρωτική Απόφασή το 2010 αναφορικά με την Κείμενη Νομοθεσία, ήταν λανθασμένη. Όμως, η διόρθωση του λάθους της Ακυρωτικής Απόφασης καθυστέρησε κατά σχεδόν ΕΞΙ (6) ολόκληρα χρόνια. Στο ενδιάμεσο, ενεργώντας καλόπιστα και χωρίς οι ίδιες να έχουν όφελος από την τέτοια μη συλλογή, οι εφεσείουσες δεν συνέλλεγαν τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους, αφού:

 

-         Ενόψει της ερμηνείας που είχε δοθεί στην Κείμενη Νομοθεσία από την Ακυρωτική Απόφαση στην οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση ήταν η ίδια η Δημοκρατία, η Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι «αντιπρόσωποι» και «φοροεισπράκτορες» της, δηλαδή οι εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνταν να συλλέγουν τους Επίδικους Έμμεσους Φόρους. Η τυχόν συλλογή των Επίδικων Έμμεσων Φόρων θα αντίκειτο στην ερμηνεία που είχε δοθεί από την Ακυρωτική Απόφαση στην Κείμενη Νομοθεσία. Οι εφεσείουσες δεν μπορούσαν, κατά νομικά παράλογο τρόπο, να ενεργούν ως «βασιλικότερες του βασιλέως». Δηλαδή δεν μπορούσαν να συλλεγουν φόρους εκεί όπου, συνεπεία της Ακυρωτικής Απόφασης, ο ίδιος ο «αντιπροσωπευόμενος» τους, δηλαδή η Δημοκρατία, δεν ενομιμοποιείτο να συλλέγει.

 

7. Δεύτερο Λάθος (Τμήμα Τελωνείων): Μεταξύ του 2010 και του 2016, οι εφεσείουσες χρησιμοποιούσαν τις «Δηλώσεις Ανεφοδιασμού Σε Καύσιμα» που το ίδιο το Τμήμα Tελωνείων είχε προωθήσει στις εφεσείουσες (δέστε το «Συνημμένο 1» στη Γραπτή Αγόρευση των εφεσειουσών ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2020). Όμως, ενόψει του περιεχομένου των εν λόγω εντύπων, οι εφεσείουσες ΔΕΝ συνέλλεγαν πληροφορίες αναφορικά με το κατά πόσον μια πτήση θα γινόταν συγκεκριμένα για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών, αφού το εν λόγω έντυπο ΔΕΝ απαιτούσε από το χρήστη του αεροσκάφους να παραθέσει τέτοιες πληροφορίες. Αυτό είναι υψίστης σημασίας γιατί, ενώ στην ΚΕΑ αποφασίστηκε ότι η εξαίρεση στην επιβολή ΦΚ επί πωλήσεων ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου ισχύει μόνο εκεί όπου η σχετική πτήση γίνεται με τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών, οι εφεσείουσες, ακριβώς λόγω της μορφής των «Δηλώσεων Ανεφοδιασμού σε Καύσιμα» που το ίδιο το Τμήμα Τελωνείων είχε προωθήσει σ’ αυτές, δεν έχουν στην κατοχή τους, με ευθύνη του Κράτους, τις πληροφορίες εκείνες που υπό άλλες συνθήκες θα τους επέπτρεπαν να αμφισβητήσουν τη συμπερίληψη της τάδε ή της δείνα πτήσης στις επίδικες Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις με βάση το επιχείρημα ότι η τάδε ή δείνα πτήση έγινε «για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών». Έτσι, κατά την επίδικη περίοδο, οι εφεσείουσες εναπόθεσαν την εμπιστοσύνη τους στο Τμήμα Τελωνείων, το οποίο δεν απαιτούσε τη συλλογή εκείνων των πληροφοριών που, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, θα επέτρεπαν στις εφεσείουσες να αμφισβητήσουν επί της ουσίας το περιεχόμενο των επίδικων Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων που εκδόθηκαν εις βάρος τους.

 

8. Συνακόλουθα, προκύπτει ότι:

 

(α) Στις 25 Οκτωβρίου 2010, μέσω της Ακυρωτικής Απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο, λανθασμένα όπως αποδείκτηκε εκ των υστέρων, «έδεσε τα χέρια» των εφεσειουσών αναφορικά με την είπσραξη ΦΚ (και, συνακόλουθα, σχετικού ΦΠΑ) επί πωλήσεων ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου που επαραδίδετο σε χρήστες αεροσκαφών οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν στα πλαίσια της επιτέλεσης εμπορικών σκοπών τους.

 

(β) Μεταξύ του 2010 και του 2016 το Τμήμα Τελωνείων, λανθασμένα όπως αποδείκτηκε εκ των υστέρων «έδεσε τα μάτια» των εφεσειουσών προμηθεύοντας αυτές με «Δηλώσεις Ανεφοδιασμού Σε Καύσιμα» που δεν απαιτούσαν από το χρήστη του αεροσκάφους να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον η σχετική πτήση θα γινόταν για την μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών.

 

9. Ενόψει των ανωτέρω, η εκ των υστέρων είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) από τις εφεσείουσες αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 θα απολήξει σε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ επειδή, μεταξύ άλλων,

 

• αφενός, θα αποστερήσει από τις εφεσείουσες ίδια κεφάλαια (στην περίπτωση της BP EASTERN MEDITERRANEAN LTD (“BP”) της τάξης του αστρονομικού ποσού των €7.188.695,78 πλέον τόκους οι οποίοι τόκοι μέχρι σήμερα πρέπει να έχουν ήδη ξεπεράσει το επίσης αστρονομικό ποσό των €1.200.000) τα οποία οι εφεσείουσες υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν εισπράξει από τους πελάτες τους κατά τη διεξαγωγή των σχετικών πωλήσεων καυσίμων. και

 

• αφετέρου, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, η αποστέρηση αυτή θα εναποθέσει «υπέρμετρο βάρος» («excessive burden») επί των όμων των εφεσεισουσών αφού, παρά το ότι οι εφεσείουσες είναι παντελώς άμοιες ευθυνών για την κατάσταση που έχει προκύψει, η αποστέρηση αυτή θα πραγματοποιηθεί προκειμένου να «θεραπευτεί» η απώλεια εισοδήματος που έχει υποστεί το Κράτος συνεπεία της λανθασμένης (όπως αποδείχτηκε) Ακυρωτικής Απόφασης με αποτέλεσμα τη σύγκρουση με την πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ σύμφωνα με την οποία τα Κράτη πρέπει να συμμορφώνονται με την αρχή του “good governance”, γενικότερα, και με την αρχή ότι, έστω και αν κατι τέτοιο συνεπάγεται οικονομικό κόστος για το Κράτος, τα λάθη των κρατικών αρχών πρέπει να επενεργούν υπέρ των επηρεαζομένων γενικότερα.

 

10. Ούτε και ευσταθεί το innuendo του Διοικητικού Δικαστηρίου, στη σ.55 της Απόφασης του, ότι, περίπου, οι εφεσείουσες δεν δικαιολογούνται να παραπονούνται αφ’ ης στιγμής διατηρούν το δικαίωμα, εφόσον καταβάλουν τους επίδικους φόρους στο Κράτος, να διεκδικήσουν τα σχετικά ποσά από τα πρόσωπα που αγόρασαν τα καύσιμα. Συγκεκριμένα, και απλώς ενδεικτικά, (i) υφίστανται πρακτικές δυσκολίες που είναι εγγενείς σε μια οποιανδήποτε διαδικασία διεκδίκησης κατά τρίτων- για παράδειγμα, ο δυνητικός εναγόμενος μπορεί να βρίσκεται στην αλλοδαπή ( π.χ. η Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Αιτήτρια στην Προσφυγή 411/2017, είναι εταιρεία της Νήσου Guernsey) ή/και μπορεί να έχει καταστεί αφερέγγυος (π.χ. η Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Αιτήτρια στην Προσφυγή 411/2017, φαίνεται να έχει εισέλθει σε διαδικασία εκκαθάρισης στη Νήσο Guernsey) ή/και μπορεί να μην υπάρχει πλέον κ.ο.κ.—και (ii) το innuendo του Διοικητικού Δικαστηρίου έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αρχή σύμφωνα με την οποία τα ρίσκα των λαθών του Κράτους πρέπει να τα επωμίζεται το ίδιο το Κράτος έστω και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται οικονομικό κόστος για το Κράτος.

 

11. Τελειώνοντας, επαναλαμβάνουμε την παράγραφο 10 του Πρώτου Λόγου Έφεσης, ανωτέρω, που αρχίζει με τις λέξεις, «Τέλος, τονίζεται μετ’ επιτάσεως…».

 

12.        Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο Λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

   Λόγος Έφεσης 3

 

Αποτυγχάνοντας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Διοίκησης είναι παράνομες λόγω του ότι είναι αντίθετες προς το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής, ο «Χάρτης» και η «ΕΕ» αντίστοιχα) ή/και προς την αρχή της Δίκαιης Μεταχείρισης (“Equity”) (που αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς την αρχή του “good governance” (που επίσης αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ), το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 

Αιτιολογία Τρίτου Λόγου Έφεσης

 

1.           Κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 179.2 του Συντάγματος, ουδείς νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ή Kοινοτικής Συνέλευσης ως και ουδεμία πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου στη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστική εξουσία ή οποιοδήποτε διοικητικό λειτούργημα δύναται να είναι καθοιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιανδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως Κράτους Μέλους στην ΕΕ.

 

2.           Το Δίκαιο της ΕΕ εμπλέκεται στην παρούσα υπόθεση αφού, σύμφωνα με την ΚΕΑ, η θέσπιση της Κείμενης Νομοθεσίας—δηλαδή, του άρθρου 44(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου—αποσκοπούσε σε εναρμόνιση του Κυπριακού Δικαίου με την Οδηγία 2003/96/ΕΚ.

 

3.           Σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την ΕΕ, μεταξύ άλλων, ο Χάρτης έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις συνθήκες της ΕΕ.

 

4.           Το Άρθρο 17 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα στην περιουσία.

 

5.           Ο Τίτλος VII του Χάρτη καθορίζει, μεταξύ άλλων, ότι:

 

(α) Ο Χάρτης δεσμεύει τα όργανα της ΕΕ.

(β) Ο Χάρτης δεσμεύει τα Κράτη Μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το Δίκαιο της ΕΕ.

(γ) Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στο Χάρτη, πρέπει, μεταξύ άλλων, να σέβεται την «αρχή της αναλογικότητας».

(δ) Στο βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλεια τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να εμποδίζει το Δίκαιο της ΕΕ από το να παρέχει ευρύτερη προστασία.

 

6.           Το άρθρο 17 του Χάρτη βασίζεται στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ως αποτέλεσμα αυτού, η νομολογία του ΕΔΑΔ αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται και στην ερμηνεία του Άρθρου 17 του Χάρτη. Η εκ των υστέρων είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) από τις Εφεσείουσες αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 θα απολήξει σε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τους λόγους που επεξηγούνται στην Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης, η οποία επαναλαμβάνεται εδώ. Συνακόλουθα, ένεκα της αντιστοιχίας μεταξύ του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 17 του Χάρτη, η εκ των υστέρων είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) από τις εφεσείουσες αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 θα απολήξει και σε παραβίαση του Άρθρου 17 του Χάρτη.

 

7.           Επιπρόσθετα ή/και εναλλακτικά προς τα προαναφερθέντα, ακριβώς επειδή είναι σαφές (“clear”) ότι «οι οφειλές» που είχαν κωδικοποιηθεί στις επίδικες Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις γεννήθηκαν από ειδικές (“exceptional”) περιστάσεις που δεν μπορούν να αποδοθούν σε δόλο ή προφανή αμέλεια των εφεσειουσών, αλλά που μπορούν να αποδοθούν εξολοκλήρου στα λάθη του ίδιου του Κράτους (τα οποία επεξηγούνται στην Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης η οποία επαναλαμβάνεται εδώ), οι εν λόγω «οφειλές» θα πρέπει να διαγραφούν γιατί αυτό επιτάσσει η αρχή της Δίκαιης Μεταχείρισης (“Equity”)(που αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και η αρχή του “good governανce” που επίσης αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ).

 

8.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιοδήποτε Λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

    Λόγος Έφεσης 4

 

Αποτυγχάνοντας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Διοίκησης είναι παράνομες λόγω του ότι είναι αντίθετες προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 

Αιτιολογία Τέταρτου Λόγου Έφεσης

 

 

1.           Κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 179.2 του Συντάγματος, ουδείς νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ή Κοινοτικής Συνέλευσης ως και ουδεμία πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου στη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστική εξουσία ή οποιοδήποτε διοικητικό λειτούργημα δύναται να είναι καθοιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή προς οποιανδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως Κράτους Μέλους στην ΕΕ.

 

2.           Σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους [2 του Συντάγματος], εκάστη εντός των ορίων αυτής».

 

3.           Το Άρθρο 23 του Συντάγματος εμπίπτει στο Μέρος 2 αυτού και κατοχυρώνει το δικαίωμα στην περιουσία.

 

4.           Το Μέρος 2 του Συντάγματος (εντός του οποίου εμπίπτει και το Άρθρο 23) ενσωματώνει ουσιαστικά και χρησιμοποιεί ως πρότυπο την ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρωτόκολλο αυτής.

 

5.           Ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει ότι:

 

Η εκ των υστέρων είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) από τις εφεσείουσες αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 θα απολήξει σε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τους λόγους που επεξηγούνται στην Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης, η οποία επαναλαμβάνεται εδώ. Συνακόλουθα, ένεκα της σχετικής, για τους σκοπούς της παρούσας Υπόθεσης, αντιστοιχίας μεταξύ του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 23 του Συντάγματος, η εκ των υστερών είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) από τις εφεσείουσες αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 θα απολήξει και σε παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

6.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο Λόγο Έφεσης η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

Λόγος Έφεσης 5

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αφού απέτυχε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, η συμπερίληψη στις επίδικες Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις, απαίτησης για χρηματική επιβάρυνση 10% επί του βεβαιωθέντος ΦΚ και ΦΠΑ, πλέον τόκους, είναι παράνομη λόγω του ότι είναι αντίθετη προς την αρχή του Κράτους Δικαίου ή/και προς το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή/και προς το Άρθρο 17 του Χάρτη ή/και προς την αρχή της Δίκαιης Μεταχείρισης (“Equity”) (που αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς την αρχή του “good governance” (που επίσης αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος ή/και προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης ή/και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή/και της καλής πίστης.

 

          Αιτιολογία Πέμπτου Λόγου Έφεσης

 

1.         Ενόψει των ιδιαζουσών συνθηκών της παρούσας Υπόθεσης, η καταβολή των Επίδικων Έμμεσων Φόρων στη Δημοκρατία θα απέληγε σε και θα συνιστούσε έκδηλη στρεψοδικία και θυματοποίηση των εφεσειουσών για τα λάθη του ίδιου του Κράτους που επεξηγούνται στην Αιτιολογία του Δεύτερου Λόγου Έφεσης η οποία επαναλαμβάνεται εδώ.

 

2.         Εν προκειμένω, η έκδηλη στρεψοδικία εις βάρος των εφεσειουσών και η θυματοποίηση τους μεγεθύνονται από το ότι στις επίδικες Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις περιλήφθηκε και απαίτηση για χρηματική επιβάρυνση 10% επί του βεβαιωθέντος ΦΚ και ΦΠΑ, πλέον τόκους.

 

3.         Αυτό σημαίνει ότι η εφεσείουσα, παρά το ότι είναι παντελώς άμοιρη ευθυνών για το σκηνικό που έχει προκύψει, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τραγελαφική κατάσταση. Από τη μια, ένεκα των λαθών του ίδιου του Κράτους, η εφεσείουσα δεν συνέλλεξε ΦΚ και ΦΠΑ, που όμως τώρα καλείται να πληρώσει από την «τσέπη» της. Από την άλλη, το Κράτος «τιμωρεί» την εφεσείουσα με χρηματική επιβάρυνση και τόκους για αυτό καθυτό το γεγονός της μη συλλογής- γεγονός που συντελέστηκε ένεκα των λαθών του ίδιου του Κράτους.

 

4.         Τούτο είναι παντελώς παράλογο και αντίθετο προς την αρχή του Κράτους Δικαίου ή/και προς το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή/και προς το Άρθρο 17 του Χάρτη ή/και προς την αρχή της Δίκαιης Μεταχείρισης (“Equity”) (που αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς την αρχή του “good governance” (που επίσης αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς την αρχή της αναλογικότητας (που επίσης αποτελεί μέρος του Δικαίου της ΕΕ) ή/και προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος ή/και προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης ή/και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή/και της καλής πίστης.

 

5.         Στο βαθμό που αυτή είναι σχετική με τον παρόντα Λόγο Έφεσης. επαναλαμβάνεται εδώ η Αιτιολογία των προηγούμενων λόγων Έφεσης.

 

6.         Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

 

    Λόγος Έφεσης 6

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αφού απέτυχε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιβολή ΦΠΑ σε πωλήσεις ειδικού καυσίμου αεριωθούμενο που επαραδίδετο σε αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες εκτελούσαν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο, είναι παράνομη λόγω του ότι είναι αντίθετη προς το Άρθρο 148(ε) της Οδηγίας ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ.

 

 

         Αιτιολογία Έκτου Λόγου Έφεσης

 

1.           Με δεδομένο ότι το ποσό του ΦΠΑ είναι το ποσό που αναλογεί στο ΦΚ, από τη στιγμή που ο ΦΚ επιβλήθηκε λανθασμένα πρέπει να ακυρωθεί και το σχετικό ποσό του ΦΠΑ.

 

2.           Όμως, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι σε ότι αφορά το ΦΚ το ποσό της κάθε επίδικης Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης ήταν ορθό, το Τμήμα Τελωνείων λανθασμένα επέβαλε ΦΠΑ σε πωλήσεις ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου που επαραδίδετο σε αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες εκτελούσαν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο.

 

3.           Σύμφωνα με Άρθρο 148(ε) της Οδηγίας ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν από ΦΠΑ τις παραδόσεις αγαθών που προορίζονται για εφοδιασμό των αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται από αεροπορικές εταιρείες οι οποίες εκτελούν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο.

 

4.           Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ:

 

(α) Από τη στιγμή που πρόνοια Οδηγίας είναι αρκούντως ακριβής και άνευ όρων (“sufficiently precise and unconditional”) ο πολίτης μπορεί να χρησιμοποιήσει την εν λόγω πρόνοια για διεκδίκηση δικαιώματος κατά του Κράτους.

(β) οι απαλλαγές από ΦΠΑ είναι αυτόνομες έννοιες του Δικαίου της ΕΕ.

(γ) Το σχετικό κριτήριο για απαλλαγή από ΦΠΑ είναι το κατά πόσο η σχετική αεροπορική εταιρεία εκτελεί κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο και όχι τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης πτήσης.

(δ) Ως εταιρείες που εκτελούν κυρίως διεθνείς μεταφορές πρέπει να θεωρούνται εκείνες των οποίων οι δραστηριότητες πλην των διεθνών είναι αισθητά υποδεέστερες από τις διεθνείς δραστηριότητες τους.

(ε) Δεδομένου πως εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν το εύρος των διεθνών και των λοιπών δραστηριοτήτων των εταιρειών αυτών, για την εκτίμηση αυτή τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη όλα τα στοιχεία που παρέχουν ενδείξεις ως προς το εύρος του οικείου είδους μεταφορών, ιδίως δε τον κύκλο εργασιών.

(στ) Ο όρος «διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο» μπορεί να καλύπτει και πτήσεις charter.

(ζ) Η απαλλαγή από ΦΠΑ δεν προϋποθέτει παράδοση του αγαθού απευθείας στην αεροπορική εταιρεία που εκτελεί κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο, φτάνει ο λήπτης του αγαθού να αποκτά το αγαθό για σκοπούς της αποκλειστικής χρήσης του αγαθού από την αεροπορική εταιρεία που εκτελεί κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο.

 

5.           Παρ’ ότι οι εταιρείες εκείνες που, αναφορικά με την BP, είχαν παραιτηθεί, μεταξύ άλλων, στο «Συνημμένο 2» της Γραπτής Αγόρευσης των εφεσειουσών ημερομηνίας 21.2.2020, ήταν αεροπορικές εταιρείες που εκτελούσαν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο, το Τμήμα Τελωνείων λανθασμένα επέβαλε ΦΠΑ σε πωλήσεις ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου που επαραδίδετο σε αυτές.

 

6.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

     Λόγος Έφεσης 7

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αφού απέτυχε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 45 και του Μέρους V του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων δεν εξέτασε επαρκώς την επιχειρηματολογία των εφεσειουσών όπως αυτή αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, στο αίτημα αναθεώρησης που του είχαν υποβάλει οι εφεσείουσες, με αποτέλεσμα να λάβει πεπλανημένες, αυθαίρετες, κατ’ ουσίαν αναιτιολόγητες, και ολότελα λανθασμένες αποφάσεις.

 

Αιτιολογία Έβδομου Λόγου Έφεσης

 

1.   Το αίτημα αναθεώρησης που είχε υποβάλει η εφεσείουσα στον Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων είχε έκταση πέραν των 20 σελίδων και πραγματευόταν πληθώρα σημείων που άπτονταν διαφόρων σχετικών πτυχών του ημεδαπού Δικαίου, της ΕΣΔΑ και του Δικαίου της ΕΕ (δέστε την «Επισύναψη Γ» στην κάθε Προσφυγή).

 

2.   Ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων, στην απάντηση του στο αίτημα αναθεώρησης που είχε υποβάλει η εφεσείουσα, ουδέν εκ των επιχειρημάτων που είχαν προτάξει οι εφεσείουσες εξέτασε επαρκώς, με αποτέλεσμα να απορρίψει το αίτημα μέσα σε λιγότερες από 3 σελίδες (δέστε την «Επισύναψη Α» στην κάθε Προσφυγή).

 

3.   Ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων απέτυχε να εξετάσει και, συνακόλουθα, να αντιληφθεί ότι, για τους λόγους που είχαν αναλυθεί εκτενέστατα στο αίτημα αναθεώρησης που είχε υποβάλει η εφεσείουσα, οι επίδικες διοικητικές πράξεις έπασχαν νομικά και έπρεπε να ακυρωθούν, έστω και αν μέσω αυτών μπορεί να επιδιωκόταν η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

 

4.   Εξ ου και η απουσία από την απάντηση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων οποιασδήποτε ουσιαστικής ανάλυσης επιχειρημάτων των εφεσειουσών όπως

 

• το επιχείρημα ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες της παρούσας Υπόθεσης, οι επίδικες διοικητικές πράξεις παραβίαζαν την αρχή του Κράτους Δικαίου.

• το επιχείρημα ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες της παρούσας Υπόθεσης, οι επίδικες διοικητικές πράξεις παραβίαζαν την αρχή της αναλογικότητας, στα πλαίσια της εξέτασης της εφαρμογής της οποίας το ΕΔΑΔ έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί ότι, έστω και αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται οικονομικό κόστος για το Κράτος, τα λάθη των Κρατικών αρχών πρέπει να επενεργούν υπέρ των επηρεαζομένων.

• το επιχείρημα ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες της παρούσας Υπόθεσης, οι επίδικες διοικητικές πράξεις παραβίαζαν την αρχή της Δίκαιης Μεταχείρισης (“Equity”) ή/και την αρχή του “good governance”).

• το επιχείρημα ότι οι επίδικες διοικητικές πράξεις παραβίαζαν το Άρθρο 148 (ε) της Οδηγίας ΦΠΑ 2006/112/ΕΚ, λανθασμένα επιβάλει ΦΠΑ σε πωλήσεις ειδικού καυσίμου αεριωθούμενου που επαραδίδετο σε αεροπορικές εταιρείες οι οποίες εκτελούσαν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο, αποδείκνυε ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν είχε προβεί στη δέουσα έρευνα πριν την έκδοση των επίδικων Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων. Και

• το επιχείρημα ότι τα γεγονότα της παρούσας Υπόθεσης διαφοροποιούνταν ουσιωδώς από τα γεγονότα της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 197/2010, με αποτέλεσμα η ΚΕΑ να μην επιβάλλει την υπό των εφεσειουσών καταβολή των Επίδικων Έμμεσων Φόρων στη Δημοκρατία.

 

5.           Η πιο πάνω επιχειρηματολογία των εφεσειουσών εκτέθηκε αναλυτικά στο αίτημα αναθεώρησης που είχε υποβάλει η εφεσείουσα. Από μια απλή ανάγνωση της απάντησης του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων γίνεται αντιληπτό ότι σε καμία περίπτωση τον απασχόλησε κατά τρόπο ουσιαστικό οποιοδήποτε από τα πιο πάνω σοβαρά επιχειρήματα των εφεσειουσών. Ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων σε κανένα σημείο της απάντησης του σχολιάζει κατά τρόπο ουσιαστικό τις εμπεριστατωμένες θέσεις των εφεσειουσών, παραλείποντας έτσι να αξιολογήσει σωστά και/ή δίκαια τα γεγονότα και/ή στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, και καταλήγοντας σε πεπλανημένες, αυθαίρετες, κατ’ ουσίαν αναιτιολόγητες, και ολότελα λανθασμένες αποφάσεις.

 

6.           Το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αφού απέτυχε να διαπιστώσει τα πιο πάνω.

 

7.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

     Λόγος Έφεσης 8

 

Κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος των εφεσειουσών σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, από το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 47 του Χάρτη, το Διοικητικό Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει επαρκώς την επιχειρηματολογία των εφεσειουσών όπως αυτή αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, στη Γραπτή Αγόρευση των εφεσειουσών ημερομηνίας 21.2.2020, στην Απαντητική Αγόρευση των εφεσειουσών ημερομηνίας 28.4.2023 και στην Ακρόαση που έλαβε χώρα στις 8.12.2023, καταλήγοντας έτσι σε πεπλανημένες, αυθαίρετες, κατ’ ουσίαν αναιτιολόγητες και ολότελα λανθασμένες αποφάσεις.

 

Αιτιολογία Όγδοου Λόγου Έφεσης

 

1.           Στις 21.2.2020 οι εφεσείουσες καταχώρησαν τη Γραπτή τους Αγόρευση, που είχε έκταση πέραν των 40 σελίδων και πραγματευόταν πληθώρα σημείων που άπτονταν διαφόρων σχετικών πτυχών του ημεδαπού Δικαίου, της ΕΣΔΑ και του Δικαίου της ΕΕ.

 

2.           Στις 28.4.2023, οι εφεσείουσες καταχώρησαν την Απαντητική τους Αγόρευση, που είχε έκταση πέραν των 25 σελίδων και επίσης πραγματευόταν πληθώρα σημείων που άπτονταν διαφόρων σχετικών πτυχών του ημεδαπού Δικαίου, της ΕΣΔΑ και του Δικαίου της ΕΕ.

 

3.           Στην εφεσιβαλλόμενη Απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέν εκ των επιχειρημάτων που είχαν προτάξει οι εφεσείουσες εξέτασε επαρκώς, με αποτέλεσμα να απορρίψει τις σχετικές Προσφυγές μέσα σε λιγότερες από 12 σελίδες (δέστε τις σς.48-59 της Απόφασης), αρκούμενο στο «τηλεγραφικό» συμπέρασμα ότι «[δ]εν μπορώ να συμφωνήσω πως με τις επίδικες διοικητικές πράξεις, θα επέλθει παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, όπως αυτό διασφαλίζεται εκ του Άρθρου 1 του ΠΠ της ΕΣΔΑ, αφού η επιβολή και είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης, αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος (σ. 55 της Απόφασης).

 

4.           Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει και, συνακόλουθα, να αντιληφθεί ότι, για τους λόγους που είχαν αναλυθεί εκτενέστατα στη γραπτή Αγόρευση των Εφεσειουσών, στην Απαντητική Αγόρευση των εφεσειουσών και στην Ακρόαση, οι επίδικες διοικητικές πράξεις έπασχαν νομικά και έπρεπε να ακυρωθούν, έστω και αν μέσω αυτών μπορεί να επιδιωκόταν η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

 

5.           Εξ’ ου και η απουσία από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιασδήποτε ουσιαστικής ανάλυσης επιχειρημάτων των εφεσειουσών όπως των επιχειρημάτων που παρατίθενται στην παράγραφο 4 της Αιτιολογίας Έβδομου λόγου Έφεσης, ανωτέρω.

 

6.           Η εν λόγω επιχειρηματολογία των εφεσειουσών εκτέθηκε αναλυτικά στη Γραπτή Αγόρευση των εφεσειουσών, στην απαντητική Αγόρευσή των εφεσειουσών και στην Ακρόαση. Από μια απλή ανάγνωση της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται αντιληπτό ότι σε καμία περίπτωση το απασχόλησε κατά τρόπο ουσιαστικό οποιοδήποτε από τα πιο πάνω σοβαρά επιχειρήματα των εφεσειουσών. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε κανένα σημείο της Απόφασης του σχολιάζει κατά τρόπο ουσιαστικό τις εμπεριστατωμένες θέσεις των εφεσειουσών, παραλείποντας έτσι να αξιολογήσει σωστά και/ή δίκαια τα γεγονότα και/ή στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παραβλέποντας όλα τα πιο πάνω, κατέληξε σε πεπλανημένες, αυθαίρετες, κατ’ ουσίαν αναιτιολόγητες και ολότελα λανθασμένες αποφάσεις.

 

7.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.

 

    Λόγος Έφεσης 9

 

Στην  περίπτωση της BP, αποτυγχάνοντας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της Διοίκησης είναι παράνομες λόγω του ότι είναι αντίθετες προς το Άρθρο 24 του Συντάγματος, το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 

Αιτιολογία Ένατου Λόγου Έφεσης

 

1.           Κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 179.2 του Συντάγματος, ουδείς νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ή κοινοτικής Συνέευσης ως και ουδεμία πράξη ή απόφαση οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου στη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστική εξουσία ή οποιοδήποτε διοικητικό λειτούργημα δύναται να είναι καθοιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή προς οποιανδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως Κράτους Μέλους στην ΕΕ.

 

2.           Σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους [2 του Συντάγματος] εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής».

 

3.           Στην περίπτωση της BP, μία άλλη πρόνοια του Μέρους 2 του Συντάγματος η οποία θα παραβιαστεί από την εκ των υστέρων είσπραξη ΦΚ (μαζί με το σχετικό ΦΠΑ) αναφορικά με σχετικές συναλλαγές της περιόδου 02.01.2011 με 31.08.2016 είναι το Άρθρο 24.4 το οποίο προβλέπει ότι «[ο]υδείς φόρος…δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τυχόν καταβολή του αστρονομικού ποσού το οποίο απαιτείται από την BP (συνολικά €7.188.695.78 συν τόκοι οι οποίοι τόκοι μέχρι σήμερα πρέπει να έχουν επίσης ξεπεράσει το επίσης αστρονομικό ποσό των €1200.000) θα μειώσει κατά πέραν των 45% την καθαρή αξία (€18.489,767) της BP ως είχε στις 31.12.2016 (που είναι το τέλος του έτους στο οποίο λήγει η προαναφερθείσα περίοδος 02.01.2011 με 31.08.2016), θα εξανεμίσει πέραν του 75% των κερδών που πραγματοποίησε η BP κατά τα 14 χρόνια από την έναρξη των δραστηριοτήτων της την 1.12.2002 μέχρι και την 31.12.2016 (€11.026.719), θα υποβάλει την BP σε μια άνευ προηγουμένου πίεση ρευστότητας (“cash flow stress”), και θα θέσει εν κινδύνω την ίδια τη λογική ύπαρξης της εταιρείας.

 

4.           Στο βαθμό που αυτή είναι σχετική με τον παρόντα Λόγο Έφεσης, επαναλαμβάνεται εδώ η Αιτιολογία των προηγούμενων Λόγων Έφεσης.

 

5.           Για σκοπούς τάξης, σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον παρόντα ή/και οποιονδήποτε άλλο λόγο Έφεσης, η εφεσείουσα επιφυλάσσει το Δικαίωμα Καταχώρησης Αιτήματος Παραπομπής.»

 

 

Μελετήθηκαν προσεκτικά οι θέσεις των μερών, ως εμπεριέχονται στα περιγράμματα αγορεύσεως τους και ως εκφράστηκαν κατά την ακρόαση των εφέσεων.

 

Ομαδοποιώντας, κατά το δυνατό, τους ισχυρισμούς, εξετάσαμε ως πρώτους τους ισχυρισμούς, ως αυτοί προβάλλονται κυρίως στην αιτιολογία του πρώτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 11, του δεύτερου λόγου Έφεσης, εκεί παρ, 1, 4,6, 7, 8 έως και 11, του τρίτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 7, του τέταρτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 5,  του πέμπτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 4, έβδομου λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 6, και του όγδοου λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 6.

 

Δεν χρειάζεται από την πλευρά μας, να συνοψίσουμε περιληπτικά τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Την ουσία αυτών (εκτός του όγδοου λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 6.  που αφορά τον ισχυρισμό ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του) απέδωσε επιτυχημένα και επαρκώς, κρίνουμε, το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης) ως εξής: 

 

«Υποστηρίζουν οι αιτήτριες πως αυτές καλόπιστα, χωρίς να έχουν ίδιον όφελος από τη μη είσπραξη των εν λόγω φόρων και συμμορφούμενες με την τότε εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση η οποία ήταν σε ισχύ, ως αντιπρόσωποι του κράτους για την είσπραξη των φόρων, δεν συνέλεγαν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των καυσίμων αεριωθουμένου το οποίο παραδίδετο προς τους χρήστες των αεροσκαφών, αφού δεν νομιμοποιούνταν να τους συλλέγουν, ενόψει της ακυρωτικής αποφάσεως.»

 

 

Δεν μπορούμε, όμως, με κάθε σεβασμό, να πούμε το ίδιο όσον αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των πιο πάνω, ουσιωδών ισχυρισμών των Εφεσειουσών στις υποθέσεις τους που πρωτοδίκως συνεκδικάστηκαν.

 

Η βασική θέση των Εφεσειουσών ότι ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην  Προσφυγή Αρ. 187/2009 (supra) (και της μη αναστολής της ισχύος της μέχρι την εκδίκαση –και ανατροπής της- κατ’ έφεση), το ratio αυτής επεκτείνεται, ουσιαστικά, erga omnes και όχι μόνο inter partes σε σχέση με την εκεί προσφεύγουσα, απαγορεύοντας τόσο στη διοίκηση, όσο και στις Εφεσείουσες την οποιαδήποτε ενέργεια προς είσπραξη του επίδικου ΦΠΑ μέχρι την τελεσίδικη απόφαση επί του ζητήματος, δεν έτυχε οποιασδήποτε απάντησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πέραν της απλής αναφοράς του - μη προηγηθέντος οποιουδήποτε σκεπτικού ή ενασχόλησης του με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα των διαδίκων επί τούτου και χωρίς παράθεση αιτιολογίας ή ελέγχου των συνταγματικών και νομικών αρχών που κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκαν- ότι (η υπογράμμιση δική μας) «Το κατά πόσον ζητήθηκε ή όχι εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση αναστολή εκτέλεσης εκείνης της δικαστικής απόφασης, δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, καθότι το αποτέλεσμα θα αφορούσε μόνον την συγκεκριμένη και εκεί επίδικη διαφορά, για την εν τέλει είσπραξη των οφειλόμενων ποσών προς το κράτος, ως εκτέλεση της καταβολής.» (υπογράμμιση δική μας).

 

Καμία επεξήγηση, δηλαδή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορούσε μόνο τη συγκεκριμένη διαφορά και τους εκεί διαδίκους και καμία ενασχόληση με το καίριο ζήτημα, της δεσμευτικής (ή μη) εμβέλειας του ratio της απόφασης, τόσο προς τη διοίκηση σε σχέση και με άλλες περιπτώσεις πέραν της προσφεύγουσας, όσο και έναντι τρίτων,  ως ήταν ο κεντρικός άξονας των επιχειρημάτων των Εφεσειουσών περί τούτου. Ελλείπει, δηλαδή, το έστω σε συντομία σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η έστω λιτή τεκμηρίωση του εν λόγω συμπεράσματος του και, εν πολλοίς, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε (inter partes) μόνο την εκεί προσφεύγουσα, έλαβε ατεκμηρίωτα «αυθεντική» και όχι «επαγωγική» και αιτιολογημένη μορφή, ως έπρεπε.

 

Παρόμοιες οι παρατηρήσεις μας ως ανωτέρω και για το έτερο συναφές ζήτημα, συγκεκριμένα ότι ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην  Προσφυγή Αρ. 187/2009 (supra) οι Εφεσείουσες ενήργησαν καλόπιστα μη προχωρώντας σε ενέργειες είσπραξης του ΦΠΑ, ο οποίος είχε κριθεί πρωτοδίκως, έστω σε άλλη προσφυγή με άλλους διαδίκους ως μη οφειλόμενος, ισχυρισμός για τον οποίο, δεν προκύπτει να υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης). Κατά την αντίληψη μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προκύπτει από την απόφαση του, επικεντρώθηκε στο ζήτημα κατά πόσο ο εν λόγω φόρος ΦΠΑ ορθώς νομοθετικά επιβάλλεται, χωρίς όμως, να διαλεχθεί με ένα εκ των βασικών ερωτημάτων, κατά πόσο τα συγκεκριμένα περιστατικά της περίπτωσης, ως τα εισηγούνται οι Εφεσείουσες διαφοροποιούν την περίπτωση από τα αποφασισθέντα στην Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (ανωτέρω) και αν, ακόμα, τα εκεί αποφασισθέντα απαντούν στους ανωτέρω ισχυρισμούς των Εφεσειουσών.

 

Δεν επιβάλλεται, βέβαια, όπως τα δικαστήρια απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός και αν κρίνεται κάτι τέτοιο αναγκαίο. Όπως επεξηγήθηκε συναφώς και στην απόφαση ημερομηνίας 10.4.2025 του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε258/2016 ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ  κ.ά. v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ.:

 

«Όσο δε αφορά τη θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα παρέλειψε να ασχοληθεί με το πιο πάνω θέμα και τις θέσεις που οι Εφεσείοντες είχαν στην επιχειρηματολογία τους προωθήσει, αρκεί να υπομνήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να εξετάζει κάθε εισήγηση και κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιόν του, εκτός και αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, 1260, ότι «. τα δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός κι αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο» (βλ., επίσης, Μακαρούνα ν. Μιχαήλ και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, 859). Πέραν τούτου, για να υπάρξει ανατροπή θα πρέπει η παράλειψη να είναι ουσιώδης (βλ. Ευαγγελίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2549, 2557).»

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, όμως, η μη υποχρέωση απάντησης σε κάθε επιχείρημα που προβλήθηκε δεν αναιρεί την υποχρέωση του δικαστηρίου, όπως παρέχει το σκεπτικό του για την κρίση του επί ουσιωδών ζητημάτων, ως κρίνουμε είναι αυτά που εγέρθηκαν και δεν απαντήθηκαν με αιτιολογημένο σκεπτικό, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης (βλ. Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92).

 

Ως επεξηγήθηκε στην απόφαση ημερομηνίας 7.11.2023 του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2017 GUO SHUYING v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ:

 

«Συναφώς υπενθυμίζουμε ότι, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας. Συνιστά απαρέγκλιτο καθήκον των δικαστικών Αρχών και αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει το λόγο, το σκεπτικό της κατάληξης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο από το΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί θεμελιακό κανόνα της δικαστικής διαδικασίας και θεσμικό φραγμό κατά του ανέλεγκτου, ως και εχέγγυο για τη σύννομη άσκηση της δικαστικής εξουσίας (Βλ. Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 και Alnaser v. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ. 81/20, ημερ. 21.7.20).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραθέσει το λόγο, το σκεπτικό που το οδήγησε στην κατάληξη του. Η γενική και αόριστη αναφορά του στις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, χωρίς καμιά απολύτως σύνδεση ή και συγκεκριμενοποίηση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, εκείνων των στοιχείων που στοιχειοθετούσαν την ως άνω κατάληξη του, πολύ περισσότερο λόγω των αντιφατικών στοιχείων που υποδείχθηκαν από την Εφεσείουσα ότι εμπεριέχοντο στο διοικητικό φάκελο, δεν συνιστά κατά την κρίση μας, αιτιολόγηση της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης.

 

Κατ΄ακολουθία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η  πρωτόδικη απόφαση στερείται του σκεπτικού της κατάληξης του Δικαστηρίου, ως αναγκαίο και άκρως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της. Συνεπώς, αυτή δεν είναι αιτιολογημένη και αφίσταται των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζεται στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, εφόσον δεν διαγιγνώσκεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς την απλή διατύπωση της θέσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, χωρίς πλάνη περί τα πράγματα, εντός της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Εφεσίβλητης, ότι είναι πλήρως αιτιολογημένη και καλόπιστη.»

 

 

Και στην απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.5.2024 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 7/2019 CONSTANTINOU BROS HOTELS PLC v. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 7/2019 (με δική μας υπογράμμιση):

 

«Στη βάση όλων των πιο πάνω, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, η υπό κρίση κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνιστά την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αιτιολόγηση της δικαστικής του απόφασης.

 

Συναφώς υπενθυμίζουμε ότι, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας. Συνιστά απαρέγκλιτο καθήκον των δικαστικών Αρχών και αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει το λόγο, το σκεπτικό της κατάληξης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο από το΄Αρθρο 30.2. του Συντάγματος ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί θεμελιακό κανόνα της δικαστικής διαδικασίας και θεσμικό φραγμό κατά του ανέλεγκτου, ως και εχέγγυο για τη σύννομη άσκηση της δικαστικής εξουσίας (Βλ. Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 και Alnaser v. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ. 81/20, ημερ. 21.7.20).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραθέσει το λόγο, το σκεπτικό που το οδήγησε στην κατάληξη του περί ανυπαρξίας νομικής πλάνης. Το γεγονός ότι ικανοποιήθηκε για την επάρκεια της έρευνας που διεξήγαγαν οι Εφεσίβλητοι, ως και της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδόλως οδηγεί, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι αυτοί ερμήνευσαν και εφάρμοσαν ορθά το Άρθρο 130 του Νόμου, στη βάση του οποίου επέβαλαν το επίδικο διοικητικό πρόστιμο. Η συνοπτική, γενική και αόριστη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων, όπως προέβαλλε μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, χωρίς καμιά απολύτως ενασχόληση με αυτήν και χωρίς κατ' επέκταση, να παραθέσει την απαραίτητη νομική ανάλυση και σκέψη, από την οποία να προκύπτει η διαφωνία του με αυτήν και συνεπώς η απόρριψη της, όπως προκύπτει από την κατάληξη του, δεν συνιστά κατά την κρίση μας, αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται του σκεπτικού της κατάληξης του Δικαστηρίου, ως αναγκαίο και άκρως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της. Συνεπώς, αυτή δεν είναι αιτιολογημένη και αφίσταται των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 30.2 του  Συντάγματος, εφόσον δεν διαγιγνώσκεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου, ως προς την απλή, αλλά ατεκμηρίωτη διατύπωση της θέσης ότι οι Εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν υπό νομική πλάνη.

 

Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει.»

 

Με βάση τα ανωτέρω, οι υπό κρίση Εφέσεις γίνονται αποδεκτές ως προς τον όγδοο λόγο Εφέσεως, λόγω μη αιτιολογημένης κρίσης της πρωτόδικης απόφασης, ως προς τα κρίσιμα εγερθέντα ζητήματα, ως αυτά δικογραφήθηκαν στην αιτιολογία του πρώτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 11, του δεύτερου λόγου Έφεσης, εκεί παρ, 1, 4,6,  8 έως και 11, του τρίτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 7, του τέταρτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 5,  του πέμπτου Λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 4 και του έβδομου λόγου Έφεσης, εκεί παρ. 1 έως 6.

 

Ως εκ του προηγηθέντος αποτελέσματος, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση, στο βαθμό και έκταση που αφορά τις προσφυγές των Εφεσειουσών (Προσφυγές Αρ. 435/2018 έως 443/2018), συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων, παραμερίζεται.

 

Κατ΄εφαρμογή της γραμμής που καθορίστηκε με τις GUO SHUYING (supra) CONSTANTINOU BROS HOTELS PLC (supra) διατάσσεται επανεκδίκαση των εν λόγω Προσφυγών από άλλο Δικαστή, κατά προτεραιότητα.

 

Δεν μας διέλαθε την προσοχή το γεγονός της καθυστέρησης που δημιουργείται στην εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων ένεκα της παραπομπής τους για επανεξέταση στο πρωτόδικο δικαστήριο. Πλην, όμως, ένεκα της κατάληξης μας ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν δύναται να θεωρηθεί έγκυρη για τους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω, το Διοικητικό Εφετείο, κρίνουμε, δεν έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει τα εγερθέντα ζητήματα, επί των οποίων δεν υπήρξε προηγουμένως αιτιολογημένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με έγκυρη απόφαση του (έστω και αν έχουμε ενώπιον μας αναλυτικά τις ενδιαφέρουσες, ομολογουμένως, εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων στα επίδικα ζητήματα, ως εξάλλου τις έθεσαν και πρωτόδικα). Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά, στην απόφαση του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.7.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης και Πανεπιστήμιο Κύπρου:

 

«Είναι ξεκάθαρο από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει πρωτοβάθμια δικαιοδοσία να εξετάσει λόγους ακύρωσης (προσφυγής) σε κανένα στάδιο της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης της Έφεσης. Η νομολογία και η πρακτική που ίσχυε πριν την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου στηρίζετο στην τότε ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική που διαμορφώθηκε από την Ολομέλεια με βάση τα τότε δεδομένα.

 

Μετά την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ανάληψη υπό αυτού της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τους λόγους ακύρωσης (προσφυγή). Η άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείου, βάσει του άρθρου 9 του Ν.33/1964 ασκείται υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 11 του Ν.33/1964. Η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης  δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προσφυγής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. (Βλ. άρθρο 3 του Ν.131(Ι)/2015 και Χαραλαμπίδης κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018).

Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης είναι και δική μας ανησυχία πλην όμως δεν μπορούμε να αναλάβουμε δικαιοδοσία και να ασκήσουμε εξουσία την οποία δεν έχουμε.  Συναφώς, ο χρόνος καταχώρησης της επίδικης Προσφυγής και Έφεσης είναι άνευ σημασίας, αφού δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία ή εξουσία προς εκδίκαση, κατά παρέκκλιση του Νόμου

 

Τα έξοδα της παρούσης διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων στο συνολικό ύψος των €3000, πλέον ΦΠΑ.

 

         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.        

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

     Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο