I.P.D.U. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 43/2024, 20/11/2025
print
Τίτλος:
I.P.D.U. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 43/2024, 20/11/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 43/2024)

 

20 Νοεμβρίου, 2025

 

    [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                                            Ι. P. D. U.

                                                                                Εφεσείων,                                      

                                                                  v.

 

               KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Ν. Νεοφύτου, για Δ. Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

   Α. Φιλίππου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 04/04/2024 στην Προσφυγή Αρ. 3700/2023, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων κατάγεται από τη Νιγηρία και στις 20/03/2023 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 29/08/2023, η αίτηση του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων στις 20/09/2023.  Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται με δύο Λόγους Έφεσης.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την Προσφυγή του είναι καταχρηστική και με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη προχώρησε σε δέουσα έρευνα και παρήχε επαρκή αιτιολογία για την απόφαση της.

 

 Λόγω της συνάφειάς τους οι Λόγοι Έφεσης θα τύχουν ενιαίας εξέτασης. 

 

Ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η κατάσταση στη χώρα του είναι ασφαλής.  Κατά τον Εφεσείοντα, σύμφωνα με πηγές και πληροφορίες από Διεθνείς Οργανισμούς, το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, η Νιγηρία, η οποία είναι η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του παραπέμπει επίσης στο εγχειρίδιο «Asylum and the European Convention on Human Rights των Νuala Mole and Cathrine Meredith», σύμφωνα με το οποίο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αποφασίσει σε πολλές περιπτώσεις, ότι κατά τη διαδικασία απομάκρυνσης πρέπει να διασφαλίζεται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές ότι δεν θα εκτίθεται ο αιτών άσυλο σε μεταχείριση που απαγορεύεται από το Άρθρο 3 της Σύμβασης.

Η πλευρά της Εφεσίβλητης αντιτείνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα, οι οποίες εμπεριέχονται σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και επίσης τα καθόλα νόμιμα συμπεράσματα της Υπηρεσίας Ασύλου στη βάση της πιο πάνω πληροφόρησης.  Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα σε πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφάλειας στη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα και οι διαπιστώσεις του ήταν εύλογα επιτρεπτές, λαμβανομένου υπόψη ότι η Νιγηρία συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν οριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, σύμφωνα με τα σχετικά διατάγματα του Υπουργού Εσωτερικών, ο δε Εφεσείων απέτυχε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης του. 

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις.  Το παράπονο του Εφεσείοντα επικεντρώνεται στο ότι, κατά την αντίληψή του, η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής χώρα σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης που παραθέτει κατά τρόπο γενικό και αόριστο.  Για το ζήτημα της ασφάλειας, καθώς  επίσης και για τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός από τα όσα αναφέρθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ανέφερε τα εξής:

 

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Πολιτεία Anambra, το Δικαστήριο προχώρησε σε                             επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

 

Σύμφωνα με έκθεση του RULAC του Νοεμβρίου 2022, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της κατά της Boko Haram και κατά του Ισλαμικού Κράτους στην Δυτική Αφρική (ISWAP). Από τον Ιανουάριο του 2015, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας (MNJTF) υποστηρίζει τη νιγηριανή κυβέρνηση στον αγώνα κατά της Boko Haram.[1] Σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC του Ιανουαρίου του 2023, η πολιτεία Imo, μαζί με την πολιτεία Anambra, έχουν πληγεί                 περισσότερο από τη σύγκρουση. H ένοπλη ομάδα IPOB μάχεται για την                ανεξαρτησία της περιοχής, αλλά η γραμμή μεταξύ της εκστρατείας για την ανεξαρτησία και της εγκληματικότητας γίνεται όλο και πιο θολή. Η                      αναταραχή έχει αναγκάσει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα χωριά               όπου ζούσαν μια ειρηνική ζωή μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια.[2]

 

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra,                          σημειώνεται ότι, μαζί με την γειτονική της επαρχία Borno, είναι από αυτές που έχουν επηρεαστεί πιο πολύ από την Boko Haram, καθώς φιλοξενεί το μεγαλύτερο ποσοστό της θρησκευτικής μειονότητας των Χριστιανών στην                Νιγηρία. Άλλα προβλήματα που σχετίζονται με την κατάσταση ασφαλείας           είναι η κοινοτική βία, η ένοπλη δράση εθνοτικών πολιτοφυλακών, όπως οι Bachama και οι Fulani, που οδήγησε στην κλιμάκωση των διενέξεων μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων.

 

Παρόλο που η επαρχία Anambra ανήκει στην νοτιο-ανατολική ζώνη της      Νιγηρίας, η οποία θεωρείται σχετικά ασφαλής, υπήρξαν αναφορές για βία από θρησκευτικές οργανώσεις, εκλογική βία το 2019 και επιθέσεις κατά       ομοφυλόφιλων και μοιχών, με την Anambra να κατατάσσεται ως 3η από τις συνολικά πέντε επαρχίες βάσει των περιστατικών ασφαλείας που                    σημειώθηκαν κατά το διάστημα 2018-2020.[3] Οι προσπάθειες των                 πολιτειακών κυβερνήσεων να αναχαιτίσουν το βίαιο έγκλημα έχουν σε          μεγάλο βαθμό αμβλυνθεί, λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης και                    ανεπαρκών προβλέψεων για την δράση της τοπικής πολιτοφυλακής, Ebubeagu».[4]

 

Έτερη έκθεση της ACLED για το διάστημα 28 Σεπτεμβρίου 2022 - 24                  Οκτωβρίου 2022 αναφέρει σχετικά με την προεκλογική βία ότι «οι                      νοτιοανατολικές πολιτείες Enugu, Anambra και Abia αντιμετωπίζουν μια αύξηση της βίας με δράστες μεταξύ άλλων, το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας             (ένοπλη πτέρυγα του IPOB), άγνωστους ενόπλους, καθώς και ομοσπονδιακές και κρατικές δυνάμεις ασφαλείας. [.] Μόνο τον τελευταίο μήνα, υπήρξαν       πολλαπλές επιθέσεις εναντίον εξεχόντων πολιτικών μόνο στην πολιτεία Anambra, συμπεριλαμβανομένου του γερουσιαστή Ifeanyi Ubah του               Κόμματος των Νέων Προοδευτικών. Οι Enugu, Ebonyi και Anambra είναι μεταξύ των πολιτειών που έγιναν μάρτυρες των περισσότερων επιθέσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς».[5]

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 24/03/2022 έως 24/03/2023,                      σημειώθηκαν στην πολιτεία Anambra 198 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 235 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 66              περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (129 θάνατοι), 87 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (102 θάνατοι), 17 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (4 θάνατοι) και  28 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος) ενώ κανένα περιστατικό εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας δεν                          σημειώθηκε[6]. Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Anambra ανέρχεται σε 5.953.500 κατοίκους.[7]

 

Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός της Πολιτείας Anambra ανέρχεται στα 6               εκατομμύρια περίπου, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (91 ανθρώπινες απώλειες) δεν               ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο                       προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να        επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες                   προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή              συνήθους διαμονής του στην Πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού                 πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, επαρκούς μορφωτικού επιπέδου, με  υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο γέννησης και συνήθους διαμονής του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις                   ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες                            ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση                  επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

 

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή                 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου               απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις              πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της                   προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

 

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των               εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά (μόνο) της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Εν προκειμένω, από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε συγκεκριμένες επίκαιρες πηγές πληροφόρησης οι οποίες καταγράφονται αναλυτικά στο κείμενο της πρωτόδικης Απόφασης (συμπεριλαμβανομένων και των υποσημειώσεων), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του, η οποία έχει καθοριστεί σύμφωνα με σχετικό διατάγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 166/2023), ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, δεν διατρέχει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.  Τα όσα ο Εφεσείων παραθέτει στο Περίγραμμα αγόρευσης του από σχετικές πηγές πληροφόρησης, δεν θα  μπορούσαν λόγω της γενικότητας και αοριστίας τους, να οδηγήσουν σε θεμελίωση ενδεχόμενου πλάνης και ανατροπή των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Συγκεκριμένα, όπως είχαμε την ευκαιρία να υποδείξουμε στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2022, MBYE JALLOW ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30/09/24, η εφετειακή παρέμβαση θα ενδείκνυτο μόνο αν ο Εφεσείων απεδείκνυε επιτυχώς (που δεν το πράττει) πιθανότητα ουσιώδους πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με γεγονότα που αφορούν τη γενική κατάσταση στη χώρα ιθαγένειας του.

 

Συνεπώς, εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να του παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτηση του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξέτασε την περίπτωση στην ουσία της, υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση. 

 

Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιον του και που το οδήγησε σε υιοθέτηση των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιον του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π. 

                                                                                   

                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο