ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/2021)
25 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Εφεσείων,
v.
1. ONE BY THE SEA PHARMACY LTD
2. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΔΙΑΚΙΔΟΥ
Εφεσίβλητων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ
Καθ’ ης η αίτηση.
----------------------
Μ. Πανταζή (κα), για ΚΟΥΣΙΟΣ, ΚΟΡΦΙΩΤΗΣ, ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για ΑΝΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΙ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τις Εφεσίβλητες.
Δ. Μ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την καθ’ ης η αίτηση.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
----------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Οι Εφεσίβλητες άσκησαν την Προσφυγή Αρ. 1079/2017 1. ONE BY THE SEA PHARMACY LTD 2. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΔΙΑΚΙΔΟΥ v. 1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ, 2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου (εφεξής η «Προσφυγή»).
Με την Προσφυγή, οι Εφεσίβλητες στράφηκαν, με την αιτούμενη θεραπεία Α, εναντίον της νομιμότητας απόφασης της καθ’ ης η αίτηση 1 (ανωτέρω, καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα Έφεση), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 30.6.2017, με την οποία «ανακοινώθηκε» ότι σχετικά με τις θερινές άδειες των φαρμακείων το φαρμακείο των Εφεσίβλητων (όπως και άλλων φαρμακείων της Λεμεσού, ως ο Πίνακας Α) θα παρέμενε κλειστό από τις 10.7.2017 μέχρι τις 30.7.2017.
Η πιο πάνω απόφαση λήφθηκε δυνάμει του Άρθρου 42(1)(θ) του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254 και των εκδοθέντων βάσει της εν λόγω νομοθετικής διατάξεως περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 280/2000, κατ’ εκχώρηση εξουσιών την οποία διενήργησε το Υπουργικό Συμβούλιο με την Κ.Δ.Π. 1/2002 υπέρ της καθ’ ης η αίτηση 1.
Με την αιτούμενη θεραπεία Β στην Προσφυγή, οι Εφεσίβλητες στράφηκαν εναντίον της απόφασης του -πρωτόδικα καθ’ ου η αίτηση 2- Εφεσείοντα, η οποία επίσης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 30.6.2017, με την οποία επιβλήθηκε ετήσια υποχρεωτική θερινή άδεια στην Εφεσίβλητη 2, εγγεγραμμένη φαρμακοποιό υπεύθυνη του φαρμακείου της Εφεσίβλητης 1, για την ίδια χρονική περίοδο που καθόριζε και η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση (ανωτέρω), ήτοι από τις 10.7.2017 μέχρι τις 30.7.2017. Ως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω απόφαση του καθ’ ου η αίτηση 2 λήφθηκε κατ’ επίκληση του Άρθρου 13(1)(θ) του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου, Ν. 39/74.
Αφού παρέθεσε τις βασικές θέσεις των διαδίκων στην απόφαση του ημερομηνίας 6.4.2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά προτεραιότητα τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στρέφεται εναντίον της νομιμότητας της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση 1(ανωτέρω), ο οποίος περιγράφηκε στην πρωτόδικη απόφαση κατά λέξη ως εξής:
«Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, που αναπτύχθηκε στην Γραπτή Αγόρευση των Αιτητών, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 280/2000) και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη που να παρέχει στους καθ' ων η αίτηση 1 την αρμοδιότητα να επιβάλλουν υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες. Υποστηρίζουν, πως ο Κανονισμός 3(1) της Κ.Δ.Π. 280/2000, του οποίου γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη γνωστοποίηση, δεν παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο (και κατ' επέκταση ούτε και στο Συμβούλιο Φαρμακευτικής που άσκησε την αρμοδιότητα κατ' εξουσιοδότηση) την αρμοδιότητα να επιβάλλει υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες φαρμακείων.»
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του το σχετικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, κατέληξε στα εξής (οι υπογραμμίσεις και οι τονισμοί είναι του κειμένου):
«Βάσει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (ΚΕΦ.254) άρθρο 42(1)(θ), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς, για τους ακόλουθους σκοπούς:
«[...]
(θ) τη ρύθμιση των αργιών, ημιαργιών, του κλεισίματος και του ανοίγματος των φαρμακείων εκ περιτροπής και την υποχρέωση οποιουδήποτε φαρμακοποιού να διατηρεί το φαρμακείο του ανοικτό ή κλειστό κατά τη διάρκεια οποιονδήποτε καθορισμένων ωρών.
Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκχωρήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχει η παράγραφος αυτή, εν όλω ή εν μέρει στο Συμβούλιο Φαρμακευτικής».
Δυνάμει της εξουσιοδότησης του άρθρου 42(1)(θ) από το Νομοθέτη, στις 3/11/2000 εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο οι περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμοί του 2000, (Κ.Δ.Π. 280/2000).
Βάσει της Κ.Δ.Π. 280/2000, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε κατά τρόπο γενικό, καθολικό και αντικειμενικό το υποχρεωτικό κλείσιμο όλων των Φαρμακείων στον Κανονισμό 2, της Κ.Δ.Π. 280/2000 και στον Πρώτο Πίνακα, ως αργίες και ημιαργίες ως ακολούθως:
«1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρονται ως οι περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων Κανονισμοί του 2000.
2.—(1) Ως αργίες των φαρμακείων καθορίζονται οι Κυριακές και οι ημέρες που αναφέρονται στον Πρώτο Πίνακα. (2) Ως ημιαργίες των φαρμακείων καθορίζονται η Τετάρτη και το Σάββατο κάθε εβδομάδας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να καθορίσει το Σάββατο ως αργία, νοουμένου ότι 50% των φαρμακείων παραμένουν ανοικτά για την εξυπηρέτηση του κοινού.»
«ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
(Κανονισμός 2(1))
Πρωτοχρονιά (1η Ιανουαρίου)
Θεοφάνεια (6η Ιανουαρίου)
Καθαρή Δευτέρα
Ημέρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας (25η Μαρτίου)
Επέτειος έναρξης του αγώνα 195559 (sic) (1η Απριλίου)
Πρωτομαγιά (1η Μαΐου)
Εορτή του Αγίου Πνεύματος
15η Αυγούστου
Ημέρα της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (1η Οκτωβρίου)
28η Οκτωβρίου
Χριστούγεννα (25η Δεκεμβρίου)
26η Δεκεμβρίου
Δευτέρα του Πάσχα.»
Η πιο πάνω ρύθμιση κρίνεται πως βρίσκεται εντός της εξυπηρέτησης του δημόσιου σκοπού της ανάπαυσης των φαρμακοποιών, που καλούνται πέραν του κανονικού ωραρίου, να εξυπηρετούν και εκ περιτροπής το κοινό, για τις διημερεύσεις και διανυκτερεύσεις. Επειδή τα φάρμακα είναι απόλυτης ανάγκης αγαθό, για την διασφάλιση της υγείας και ζωής των πολιτών, απαιτήθηκε προς το δημόσιο συμφέρον αυτά να μπορούν να παρέχονται απρόσκοπτα, καθ' όλες τις χρονικές περιόδους, δηλαδή ημέρες αργιών και ημιαργιών. (βλ. και απόφαση ΣτΕ 203/2020). Η ρύθμιση, ως εκ τούτου, δεν παρέμεινε στον καθορισμό μόνο των υποχρεωτικών αργιών και ημιαργιών, που αφορούν όλα τα φαρμακεία καθολικά, δηλαδή το υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων, που ρυθμίστηκε βάσει του πιο πάνω Κανονισμού 280/2000, αλλά παράλληλα προβλέφθηκε η δυνατότητα ρύθμισης και της υποχρέωσης πρόσθετης εργασίας δια των εκ περιτροπής διημερεύσεων και διανυκτερεύσεων κατά τις αργίες και ημιαργίες, με τον Κανονισμό 3(1) της Κ.Δ.Π. 280/2000, διά της έκδοσης Γνωστοποίησης προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Όπως προκύπτει από το σαφές λεκτικό του Κανονισμού 3(1) της Κ.Δ.Π. 280/2000, ο Κανονισμός παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο περιοριστικά τις αρμοδιότητες ρύθμισης με γνωστοποίηση του εκ περιτροπής ανοίγματος και κλεισίματος των φαρμακείων και την επιβολή υποχρέωσης σε αριθμό φαρμακείων να διανυκτερεύουν ή να διημερεύουν σε συγκεκριμένες ώρες.
Βάσει του Ν.39/1974 στον οποίο έγινα (sic) αναφορά από τους καθ' ων η αίτηση αλλά όχι στην επίδικη απόφαση, (ο περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμος του 1972), άρθρο 13(1)(θ):
«13.(1) Το Συμβούλιον εξετάσει (sic) άπαντα τα εφαπτόμενα του φαρμακευτικού επαγγέλματος θέματα και λαμβάνει άπαντα τα μέτρα άτινα εκάστοτε ήθελε κρίνει σκόπιμα προς τούτο άνευ δε επηρεασμού της γενικότητας της ανωτέρω διατάξεως ή οιασδήποτε ετέρας εξουσίας χορηγηθείσης εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον κέκτηται τας ακόλουθας εξουσίας:
......................................................................................................................................................................................................................
(θ) να ρυθμίζη παν θέμα αφορών εις τας ετησίας αδείας απουσίας των Φαρμακοποιών.».
Έχοντας εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις, συμφωνώ με τους δικηγόρους των αιτητών, ότι η ρύθμιση ως έγινε, των υποχρεωτικών θερινών αδειών φαρμακοποιών και φαρμακείων, εκφεύγει του γράμματος και του σκοπού του Νόμου και Κανονισμών. Το Συμβούλιο Φαρμακευτικής δύναται βάσει του Ν.39/1974 να ρυθμίζει το πρόγραμμα των θερινών αδειών, αλλά οι θερινές άδειες αποτελούν δικαίωμα των φαρμακοποιών και όχι υποχρέωσή τους, πόσο μάλλον δεν αποτελεί υποχρέωση το κλείσιμο των επιχειρήσεων των φαρμακείων. (βλ. και απόφαση του ΣτΕ 1973/2013). Νοείται ότι οι φαρμακοποιοί διατηρούν το δικαίωμα σε άδειες ανάπαυσης και/ή θερινών αδειών, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει νομοθετικά πως υποχρεούνται σε θερινές άδειες, ως η ρητή πρόβλεψη για αργίες και ημιαργίες. Το μόνο που θα μπορούσε να ρυθμιστεί στα πλαίσια αυτά, είναι η έκδοση γνωστοποίησης για το πρόγραμμα των εκ περιτροπής αδειών, για όσους από τους φαρμακοποιούς επιθυμούν να κάνουν χρήση του δικαιώματός τους σε ετήσια άδεια. Στα πλαίσια αυτά είναι που μπορεί να αποφασιστεί από τα αρμόδια όργανα το κλείσιμο των φαρμακείων για τα οποία ο ιδιοκτήτης/υπεύθυνος φαρμακοποιός θα βρίσκεται σε άδεια και δεν έχει ορίσει αντικαταστάτη φαρμακοποιό για να λειτουργεί το φαρμακείο, το εκ περιτροπής δηλαδή πρόγραμμα των αδειών. Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1973/2013, ημερομηνίας 21/5/2013, που αφορούσε στην προσβολή του διευρυμένου ωραρίου φαρμακείων (που εισήχθη ως δικαίωμα του φαρμακοποιού βάσει του άρθρου 15 του ν.4052/2012), για όσα φαρμακεία εκδήλωναν ενδιαφέρον να έχουν ανοιχτά τα φαρμακεία τους κατά τις ημιαργίες της Δευτέρας, Τετάρτης και Σαββάτου, (τα απογεύματα των ημερών αυτών καθορίστηκαν ως ημιαργίες βάσει του σχετικού Νόμου), αποφασίστηκε πως η ρύθμιση αυτή εξυπηρετούσε του (sic) δημόσιο συμφέρον, χωρίς να πλήττει την ανάγκη για ανάπαυση των φαρμακοποιών, αφού το διευρυμένο ωράριο δεν αφορούσε τις βραδινές ώρες, ούτε τις αργίες τις Κυριακής και άλλες καθορισθείσες αργίες, που παρείχαν τα περιθώρια ανάπαυσης.
Σημειώνεται πως οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αποτελούν για την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου προηγούμενο, καθ' ότι αφορούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις άλλου νομοθέτη (του Νομοθέτη στην Ελλάδα), χωρίς να αφήνεται σημειώνεται εκεί το ζήτημα σε ρύθμιση από την εκτελεστική εξουσία, αλλά δεν παύουν να καθοδηγούν ως προς την κατάληξη του Δικαστηρίου για τον διπλό σκοπό που οφείλουν να υπηρετούν οι αντικειμενικές και γενικές ρυθμίσεις για την εκ περιτροπής εργασία των φαρμακοποιών, που είναι η διασφάλιση της απαιτούμενης ανάπαυσης από τη μία, ώστε να ασκείται το λειτούργημα χωρίς πιθανότητα λαθών, λόγω της καθημερινής κούρασης που επιφέρει η υποχρέωση των διημερεύσεων, αλλά και η εξυπηρέτηση του κοινού κατά τον καλύτερο και απρόσκοπτο τρόπο, χωρίς να παραβλέπεται όμως, παράλληλα, πως και τα φαρμακεία είναι συν τοις άλλοις και οικονομικές επιχειρήσεις.(βλ. ΣτΕ (Ολομ.) 229/2014, όπου έγινε δεκτό ότι «τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση...».
Καταλήγω πως η επίδικη γνωστοποίηση των θερινών αδειών και/ή το κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες υποχρεωτικά βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του νομοθέτη. Κατά τα άλλα θα πρέπει να σχολιαστεί, πως ακόμα και αν παρεχόταν τέτοια εξουσία, ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν να ρυθμίζεται με τρόπο επιλεκτικό και εξατομικευμένα, χωρίς αντικειμενικές, γενικές και καθολικές ρυθμίσεις για όλα τα φαρμακεία Παγκύπρια, καθ' ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταχρηστικό και θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.
Καταλήγω πως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως γίνεται δεκτός. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του Νόμου (Κεφ. 254), της Κ.Δ.Π. 280/2000, αλλά και του Ν.39/74.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση 1 και 2, (που τα επιβαρύνονται εξ ημισίας). Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται, βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.».
Η καθ’ ης η αίτηση 1 δεν άσκησε Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Αντιθέτως, ασκήθηκε η παρούσα Έφεση από το Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Σώματος (πρωτόδικα καθ’ ου η αίτηση 2) εναντίον της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, για τους εξής δύο λόγους Έφεσης, οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι (οι υπογραμμίσεις και οι τονισμοί είναι του κειμένου):
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της Κ.Δ.Π. 280/2000 και εκτός των προνοιών της σχετικής Νομοθεσίας και του Ν. 39/1974.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στις αρμοδιότητες ρύθμισης του ανοίγματος και κλεισίματος των φαρμακείων, τις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε δυνάμει εξουσιοδότησης, δεν περιλαμβάνεται και το κλείσιμο των φαρμακείων δυνάμει Θερινών Αδειών.
2. Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε στον συγκεκριμένο κανονισμό την έννοια «κλείσιμο» ως μη συμπεριλαμβάνουσα και το κλείσιμο για τις θερινές άδειες.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Η απόφαση του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η γνωστοποίηση των θερινών αδειών και/ή το κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του νομοθέτη είναι λανθασμένη και/ή αντίθετη με το σκοπό της εξουσιοδότησης και του νόμου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Ο σκοπός του νόμου και της εξουσιοδότησης ρύθμισης του ανοίγματος και κλεισίματος των φαρμακείων, περιλαμβάνει και την προστασία της Δημόσιας Υγείας και της διασφάλισης της υγείας των πολιτών, αφού τα φάρμακα αποτελούν αγαθό απόλυτης ανάγκης και θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτά θα παρέχονται απρόσκοπτα στους πολίτες καθ’ όλες τις περιόδους του έτους και/ή ενώ παράλληλα προστατεύεται το δικαίωμα των φαρμακοποιών σε άδειες ανάπαυσης.
Η πλευρά των Εφεσίβλητων, με το περίγραμμα αγόρευσης της, ήγειρε προδικαστικά ζητήματα, τα οποία, ως εκ της φύσεως τους, προηγούνται της εξέτασης των λόγων Έφεσης και τα οποία συνοψίζουμε, όχι απαραίτητα με τη σειρά που εκτέθηκαν:
-Πρώτον, ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείται να επιζητεί την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με το υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες (ζήτημα στο οποίο αφορούν, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, αποκλειστικά και οι δύο λόγοι Έφεσης, ως προκύπτει από την αιτιολογία τους), τη στιγμή που κατά παραδοχή του ίδιου του Εφεσείοντος, τέτοια απόφαση έλαβε το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, το οποίο είχε την αρμοδιότητα προς τούτο και όχι ο Εφεσείων. Κατά τις Εφεσίβλητες, «οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητούν τις πρωτόδικες διαπιστώσεις στο μέτρο που αυτές δεν αφορούν οποιαδήποτε δική τους απόφαση αλλά απόφαση άλλου οργάνου…». Σύμφωνα πάντα με τις Εφεσίβλητες, η αρμοδιότητα του Εφεσείοντα περιορίζεται στη ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν στις ετήσιες άδειες απουσίας των φαρμακοποιών και σ’ αυτό αφορούσε η απόφαση που αυτό εξέδωσε. Ωστόσο, κατά τις Εφεσίβλητες, «Παραδόξως και παρά το γεγονός ότι η μόνη απόφαση που οι ίδιοι εξέδωσαν αφορούσε στον καθορισμό των θερινών αδειών των φαρμακοποιών, τα όσα οι ίδιοι αμφισβητούν με την ειδοποίηση έφεσης που έχουν καταχωρήσει, αφορούν στο υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων που αφορά απόφαση άλλου οργάνου και όχι στον καθορισμό των θερινών αδειών των φαρμακοποιών.»
Δεύτερον, οι Εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, η παρούσα Έφεση είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής. Αυτό διότι:
- Η καθ’ ης η αίτηση στην Έφεση δεν καταχώρησε Έφεση και αποδέχθηκε το πρωτόδικο αποτέλεσμα. αριθμός δε, πρωτόδικων αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου επί του ίδιου επίδικου ζητήματος, οι οποίες παρατίθενται στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσίβλητων, κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα και ουδεμία εξ αυτών έχει αμφισβητηθεί με έφεση.
- Από το έτος 2018 και εντεύθεν, δεν επιβάλλονται υποχρεωτικές θερινές άδειες σε φαρμακοποιούς ούτε και υποχρεωτικό κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες, ενώ με σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 18.8.2020 και, συγκεκριμένα, με τους περί Ρυθμίσεως του Ανοίγματος και Κλεισίματος των Φαρμακείων (Καταργητικούς) Κανονισμούς του 2020, Κ.Δ.Π. 378/2020, οι σχετικοί Κανονισμοί καταργήθηκαν.
Εξετάσαμε τα ανωτέρω με προσοχή.
Η πρώτη προδικαστική ένσταση (ανωτέρω) ευσταθεί.
Ως αποφασίστηκε στην PANAYIOTIS GEORGHIOU (CATERING) LTD ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.323:
«Η ειδοποίηση έφεσης προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης. Ο προσδιορισμός τους ρυθμίζεται υπό την αίρεση των ιδιαιτεροτήτων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν ως προς τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων στις αναθεωρητικές όπως και στις πολιτικές εφέσεις. (Βλέπε μεταξύ άλλων Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594 και G. A. P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449.) Ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4. Λόγος έφεσης συντίθεται από (α) τον προσδιορισμό του σφάλματος που καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ή μέρος της, εσφαλμένη και (β) τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής. Το επίδικο θέμα της έφεσης είναι το βάσιμο του σφάλματος που προβάλλεται από τον εφεσείοντα κρινόμενο υπό το πρίσμα των λόγων που προσδιορίζονται προς θεμελίωσή του.
Σειρά αποφάσεων του Εφετείου και της Ολομέλειας διαγράφουν τις επιπτώσεις που συνεπάγεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις της Δ.35 θ.4, (πριν την τροποποίηση) στη στοιχειοθέτηση λόγου έφεσης. Ο λόγος είναι άκυρος. Όπου το σύνολο των λόγων έφεσης οι οποίοι τίθενται είναι άκυροι η έφεση στην ολότητά της καθίσταται άκυρη. (Βλέπε μεταξύ άλλων Kyriakides v. Kyriakides (1969) 1 C.L.R. 373. Omiros Courtis and Another (No. 1) v. Panos K. Iasonides (1972) 1 C.L.R. 56, Τύμβιος και Άλλοι v. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615. "Αλήθεια" v. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130. Δημοκρατία v. Κόμμα Φιλελευθέρων (1993) 3 A.A.Δ. 585, Χ"Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1994) 3 A.A.Δ. 301.».
Εν προκειμένω, ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος λόγος Έφεσης δικογραφούν επαρκώς (σύμφωνα με τη νομολογία), έστω κατ’ επίδειξη επιεικούς προσέγγισης, οτιδήποτε σε σχέση με τα αποφασισθέντα στην πρωτόδικη απόφαση ως προς την απόφαση του Εφεσείοντα να επιβάλει ετήσια υποχρεωτική άδεια σε φαρμακοποιούς (στην περίπτωση στην Εφεσίβλητη 2) που είναι και η μόνη (διοικητική) απόφαση και συναφώς δικαστικώς αποφασισθείσα, για την οποία ο Εφεσείων νομιμοποιείται ως αναγκαίος (βλ. Κ. Παρασκευά «ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», 2020, σελ. 236, πλαγιάριθμος 9) (και αποτυχών) διάδικος να ασκεί την παρούσα Έφεση (βλ. Π. Λαζαράτου «Διοικητικό Δικονομικό δίκαιο» 2021, σελ. 947, πλαγιάριθμος 1250, Π.Δ. Δαγτόγλου «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» 2014, σελ. 748, πλαγιάριθμοι 952-953) και άπτεται των αρμοδιοτήτων του, ως αυτές ασκήθηκαν βάσει του Άρθρου 13(1)(θ) του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου, Ν. 39/74, το οποίο καθορίζει ότι:
«13.-(1) Το Συμβούλιον εξετάζει άπαντα τα εφαπτόμενα του φαρμακευτικού επαγγέλματος θέματα και λαμβάνει άπαντα τα μέτρα άτινα εκάστοτε ήθελε κρίνει σκόπιμα προς τούτο. άνευ δε επηρεασμού της γενικότητος της ανωτέρω διατάξεως ή οιασδήποτε ετέρας εξουσίας χορηγηθείσης εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον κέκτηται τας ακολούθους εξουσίας :
………………………………
(θ) να ρυθμίζη παν θέμα αφορών εις τας ετησίας αδείας απουσίας των Φαρμακοποιών.»
Σημειώνεται, συναφώς, ότι, το γεγονός της συμπροσβολής δύο αποφάσεων που εκδόθηκαν από διαφορετικά όργανα με την ίδια προσφυγή, δεν επεκτείνει την ιδιότητα του διαδίκου ως εκδότη της μίας προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και στην έτερη.
Αναλυτικότερα, στον πρώτο λόγο Έφεσης (ανωτέρω) ο Εφεσείων αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της Κ.Δ.Π. 280/2000 και εκτός των προνοιών της σχετικής Νομοθεσίας και του Ν.39/1974.», χωρίς να συγκεκριμενοποιεί σε ποια από τις δύο πρωτόδικα προσβληθείσες αποφάσεις αναφέρεται και χωρίς να προσδιορίσει καν σε ποιο Άρθρο του Ν. 39/74, το οποίο ενδεχομένως λανθασμένα να έχει ερμηνευθεί, αναφέρεται.
Πρόσθετα, η αιτιολογία του πρώτου λόγου Έφεσης εξαντλείται και αναφέρεται μόνο στη ρύθμιση και στο κλείσιμο των φαρμακείων, το οποίο δεν είναι ζήτημα της αρμοδιότητας του (ως προαναφέρθηκε, οι αρμοδιότητες του είναι προς ρύθμιση των αδειών των φαρμακοποιών βάσει του .Άρθρου 13(1)(θ) του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου, Ν. 39/74.
Παρόμοιες παθογένειες παρατηρούνται και στον δεύτερο λόγο Έφεσης. Και εκεί η αιτιολογία εξαντλείται και ομιλεί για την εξουσιοδότηση ρύθμισης του ανοίγματος και κλεισίματος των φαρμακείων, ζήτημα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Εφεσείοντα.
Συνεπώς, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, στους προβληθέντες λόγους Έφεσης δεν παρατηρείται οποιαδήποτε αναφορά στη ρύθμιση αδειών φαρμακοποιών (συγκεκριμενοποιημένη στην παρούσα περίπτωση στο πρόσωπο της Εφεσίβλητης 2), που ήταν και η ληφθείσα από τον Εφεσείοντα απόφαση κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 13(1)(θ) του Ν.39/74.
Υπενθυμίζουμε ότι, ούτε με τις οποιεσδήποτε σχετικές αναφορές στο περίγραμμα αγόρευσης διασώζονται οι λόγοι Εφέσεως, αφού αυτές δεν δύνανται να επεκτείνονται πέραν των δικογραφηθέντων (βλ. απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.9.2023 στην Έφεση Αρ. 7/2017 κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ).
Για τους πιο πάνω λόγους, ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τους λόγους Έφεσης, ως αυτοί δικογραφήθηκαν από τον Εφεσείοντα και δεν αφορούν το μέρος της δικαστικής κρίσης επί της δικής της πρωτοδίκως προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Ως εκ τούτου, η Έφεση είναι απορριπτέα στην ολότητα της.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €3000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο