ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. EKATERINA BERLEVA VADIMOVA κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2024, 17/11/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. EKATERINA BERLEVA VADIMOVA κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2024, 17/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2024)

        

        17 Νοεμβρίου, 2025

 

[ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                      ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

                                                                                                               Εφεσείουσα,

      v.

 

EKATERINA BERLEVA VADIMOVA ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΑΙΤΗΤΕΣ/ΑΙΤΗΤΡΙΕΣ ΩΣ Ο ΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Α

                                                                                                                                                                                                                      Εφεσίβλητων.

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ (ΕΞ ΠΑΡΤΕ) ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.9.2025

ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ-ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ

----------------------

Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

         ----------------------

Σεραφείμ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον υποφαινόμενο.

                                                  ----------------------

 

                                      ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου εξέδωσε στις 9.7.2024 απόφαση αναφορικά με την Προσφυγή Αρ. 40/2021 E. B. V. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ και άλλες Προσφυγές, οι οποίες, ως η ίδια η Ολομέλεια σημείωσε στην απόφαση της, «έχουν αχθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση μίας εκ των προδικαστικών ενστάσεων που η καθ' ης η αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία έχει εγείρει σε όλες τις υποθέσεις, σύμφωνα με την οποία εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη σε κάθε προσφυγή πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, εν τη έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δυνάμενη να προσβληθεί και να υπαχθεί σε αναθεωρητικό έλεγχο, καθότι πρόκειται για κυβερνητική πράξη.».

 

Η κατάληξη στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας ήταν η εξής:

 

«Στη βάση όλων των ανωτέρω καταλήγουμε πως, στο βαθμό που με τις υπό εξέταση προσφυγές αμφισβητούνται διοικητικές πράξεις που λήφθηκαν στη βάση θεσμοθετημένων λεπτομερών κριτηρίων και διαδικασίας, κατόπιν εκτίμησης κατά περίπτωση κατά πόσον ένας αιτητής πληροί ή δεν πληροί ή έπαυσε πλέον να πληροί τα εν λόγω κριτήρια, οι εν λόγω πράξεις συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες παραδεκτώς προσβάλλονται με προσφυγή συμφώνως του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και οι υποθέσεις παραπέμπονται προς εκδίκαση ενώπιον των φυσικών τους δικαστών.»

 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης της Ολομέλειας καταχωρήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία η Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2024 ενώπιον του τότε Εφετείου, η οποία σύμφωνα με το Άρθρο 16 (1) (Μεταβατικές Διατάξεις) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 Ν. 141(Ι)/2025, μεταφέρθηκε προς εκδίκαση στο νεοσύστατο Διοικητικό Εφετείο.

 

 Στις 8.9.2025, η πλευρά της Εφεσείουσας-Αιτήτριας καταχώρησε μονομερώς την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση συγκεκριμένης Διοικητικής Λειτουργού Α’ του Υπουργείου Εσωτερικών, ζητώντας τα εξής:

 

«Α. Διάταγμα και/ή άδεια του Σεβαστού Εφετείου το οποίο να επιτρέπει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (out of jurisdiction) της ειδοποίησης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24.

 

Β. Διάταγμα και/ή άδεια του Σεβαστού Εφετείου για υποκατάστατη επίδοση της Ειδοποίησης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/2024 μέσω των Κυπριακών Ταχυδρομείων και ειδικότερα μέσω της διεθνούς υπηρεσίας ταχυμεταφορών (international courier services) ΕΜΣ DATAPOST στην εξής πιο κάτω διεύθυνση της Καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητης:

 

[ ], MOSCOW, RUSSIAN FEDERATION

 

Γ.  Οδηγίες όπως η Καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητη καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 28 ημερών και/ή εντός άλλου χρόνου που το Σεβαστό Εφετείο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο να καθορίσει, από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτήν της Ειδοποίησης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24.

 

Δ. Σε περίπτωση που η καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητη δεν καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 28 ημερών και/ή εντός άλλου εύλογου χρόνου που ήθελε καθοριστεί από το Σεβαστό Εφετείο, να θεωρείται ότι τόσο η διεξαγωγή της προδικασίας όσο και της ακρόασης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24 μπορούν να προχωρήσουν και να διεκπεραιωθούν στην απουσία της.

 

Ε. Διάταγμα του Σεβαστού Εφετείο (sic) όπως σε περίπτωση που η Καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητη παραλείψει να καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 28 ημερών και/ή εντός άλλου εύλογου χρόνου που ήθελε καθοριστεί από το Σεβαστό Εφετείο, οποιαδήποτε τυχόν μεταγενέστερη αίτηση και/ή μεταγενέστερο έγγραφο, να θεωρείται ότι έχει επιδοθεί στην Εφεσίβλητη εάν πιστό αντίγραφο αυτού αναρτηθεί πέντε (5) εργάσιμες ημέρες στον πίνακα ανακοινώσεων του Σεβαστού Εφετείου.

 

Στ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ή/και διάταγμα που θα κριθεί εύλογο και δίκαιο από το Σεβαστό Εφετείο υπό τις περιστάσεις.»

 

 

Ως νομική βάση της παρούσης αιτήσεως, η Εφεσείουσα-Αιτήτρια καθόρισε τα εξής:

 

 

«Η αίτηση βασίζεται στον περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) διαδικαστικό κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, στον περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) διαδικαστικό Κανονισμό 6/2023, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 Μέρος 41, στο μέρος 6, Καν. 6.8, 6.10 (1), 6.11, 6.13 (1), 6.14 (1), στο Μέρος 23 Καν. 23.4 και Καν. 23.6 (1), στο Μέρος 60 (1), επί του Συντάγματος της κυπριακής Δημοκρατίας, επί της Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επί της Νομολογίας του Εφετείου, επί οποιασδήποτε άλλης σχετικής καθοδηγητικής Νομολογίας, καθώς επίσης και επί των γενικών και συμφυών εξουσιών και γενικής πρακτικής του Δικαστηρίου.»

 

 

Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, η ομνύουσα διοικητική λειτουργός αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι το πρόσωπο, στο οποίο σκοπείται να γίνει η επίδοση ονομάζεται Victoriya Trotsyuk (εφεξής η «αποδέκτης»), είναι υπήκοος Λευκορωσίας και διαμένει με τον σύζυγο της, Aliaksei Tratsiuk στη Ρωσία, Μόσχα, στην ακριβή διεύθυνση στην οποία σκοπείται να διενεργηθεί η υποκατάστατος επίδοση. Κατά την ομνύουσα, η αποδέκτης είναι μία εκ των Εφεσίβλητων στην παρούσα Έφεση, η οποία είχε υποβάλει αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας κατ’ εξαίρεση δυνάμει του Άρθρου 111 Α (2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002 και των σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Η εν λόγω αίτηση, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Υπουργού Εσωτερικών απορρίφθηκε και η αποδέκτης καταχώρησε εναντίον της εν λόγω απόφασης την Προσφυγή Αρ. 593/2022 i-justice ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία είναι μία εκ των προσφυγών, τις οποίες αφορά η απόφαση της Ολομέλειας ημερομηνίας 9.7.2024 (βλ. ανωτέρω) και η παρούσα Έφεση. Ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου εκπροσώπησε την αποδέκτη το δικηγορικό γραφείο Χριστόδουλος Βασιλειάδης & Σία ΔΕΠΕ, στο οποίο, παρόλο που με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα επιδόθηκε η παρούσα Έφεση, δεν καταχώρησε οποιοδήποτε σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους της αποδέκτου στην Έφεση. Ως δηλώνει, περαιτέρω, η ομνύουσα, η αποδέκτης δεν έχει παράσχει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία επικοινωνίας μαζί της, πέραν της διεύθυνσης στην οποία η Εφεσείουσα εξαιτείται όπως διενεργηθεί η υποκατάστατος επίδοση. Η ομνύουσα υποστηρίζει και ότι, ως ενημερώνεται από τον δικηγόρο της Εφεσείουσας υπάρχουν εκ πρώτης όψεως καλές πιθανότητες επιτυχίας της Έφεσης, υποστηρίζοντας με το Τεκμήριο 5 της ένορκης δήλωσης την ύπαρξη σφαλμάτων από την πρωτόδικη κρίση. Η ομνύουσα υποστηρίζει και ότι η έκδοση των απαιτούμενων διαταγμάτων είναι επιβεβλημένη, ώστε να δύναται να προχωρήσει η διαδικασία ακρόασης της Έφεσης, αλλά εξυπηρετεί και το γενικότερο συμφέρον της Δικαιοσύνης, αφού σε αντίθετη περίπτωση η Εφεσείουσα δεν θα είναι σε θέση να προωθήσει περαιτέρω την υπό κρίση Έφεση. Τέλος, η ομνύουσα υποστήριξε και ότι δεν υπάρχει διακρατική συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, χώρα που δήλωσε η αποδέκτης ως χώρα διαμονής της, η οποία να ρυθμίζει ζητήματα παροχής δικαστικής συνδρομής σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου. Η δε, Σύμβαση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (η οποία κυρώθηκε δια του Ν. 172/86) αφορά σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου και οι πρόνοιες της εν λόγω Σύμβασης δεν δύνανται να επεκταθούν και σε θέματα διοικητικού δικαίου, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, αφού κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο γράμμα της Σύμβασης.

 

Εξετάσαμε τα ενώπιον μας δεδομένα με προσοχή. Καταρχάς, ο Κανονισμός 3 (1) του περί Διοικητικού Εφετείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2025 (6/2025) ρητώς ορίζει ότι «Το Διοικητικό Εφετείο εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις πρόνοιες του Μέρους 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.». Στον δε Κανονισμό 41.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας ως τροποποιήθηκαν (εφεξής «οι Κανονισμοί») ορίζεται ότι «(3) Εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά, η ειδοποίηση εφεσείοντα πρέπει να επιδίδεται σε κάθε εφεσίβλητο: (α) το συντομότερο δυνατόν· και (β) σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερών, από την καταχώρισή της».

 

Τα προνοούμενα στον πιο πάνω Κανονισμό δεν έχουν επιτευχθεί στην παρούσα περίπτωση.

 

Έχει μεν, καταχωρηθεί η Ειδοποίηση Έφεσης αρ. 64/2024 και αχθεί ενώπιον του αρμόδιου να την επιληφθεί Δικαστηρίου, πλην όμως επίδοση της εν λόγω Ειδοποίησης Έφεσης διενεργήθηκε μεν στην Κύπρο, εντός της δικαιοδοσίας του (Διοικητικού,, πλέον) Εφετείου (βλ. Κανονισμό 6.2 (1) των Κανονισμών)  όχι, όμως, στην αποδέκτη, αλλά στους πρωτόδικα εμφανιζόμενους γι’ αυτή δικηγόρους της, οι οποίοι δεν καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους της τελευταίας στην εν λόγω Έφεση, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πληροφόρηση ότι η Ειδοποίηση Έφεσης κοινοποιήθηκε από αυτούς στην αποδέκτη, ούτε ότι η τελευταία τους έχει εξουσιοδοτήσει να εμφανίζονται ή ενεργούν στην Έφεση ή να παραλαμβάνουν συναφή έγγραφα εκ μέρους της. Υπό αυτά τα δεδομένα, η επίδοση στους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν την αποδέκτη (ή έστω, ακόμη την εκπροσωπούν) πρωτόδικα δεν συνιστά δέουσα επίδοση.

 

Η επίδοση οφείλει, για να θεωρείται η δέουσα, να διενεργηθεί στον άμεσα ενδιαφερόμενο. Στην απόφαση ημερομηνίας 9.5.2023 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2016 ΞΕΝΟΦΩΝ ΑΝΑΞΑΓΟΡΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ κ.α. αποφασίστηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Η επίδοση προσφυγής σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι υποχρεωτική και συνιστά ευθύνη του αιτητή. Όπως έχει ρητά αναφερθεί στην υπόθεση Νέλλη Ψαρά Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33, «καθίσταται ευθύνη του αιτητή η μέριμνα για την επίδοση της προσφυγής στα ενδιαφερόμενα μέρη». Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 5 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (αρ. 1) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015 (6/2015), «κάθε προσφυγή επιδίδεται σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος που επηρεάζεται από αυτή, το οποίο έχει δικαίωμα καταχώρησης εμφάνισης στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο εντός 21 ημερών από την επίδοση σε αυτό της προσφυγής, ως το συνημμένο έντυπο αρ. 3».

 

Η επίδοση προσφυγής σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελεί απόρροια των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι επιτάσσουν την παροχή εύλογης ευκαιρίας σε κάθε επηρεαζόμενο από δικαστική διαδικασία να εμφανιστεί και να προβάλει τις θέσεις του. Η φυσική δικαιοσύνη απαιτεί, λοιπόν, στις περιπτώσεις που υπάρχει ενδιαφερόμενο πρόσωπο να πληροφορείται την ύπαρξη της προσφυγής, ώστε να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει, αν το επιθυμεί, στη δίκη προβάλλοντας λόγους υπέρ της διατήρησης του κύρους της πράξης (Vorkas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 87 και Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 944).

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης.

 

Η αρχή της ακροάσεως αμφοτέρων των μερών, πριν το δικαστήριο προέλθει σε κρίση, διακηρύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων, από τους Έλληνες ποιητές και τραγωδούς, ως ανυπέρβατη αρχή του δικονομικού δικαίου και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του διαδίκου. Το «μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης» αποδίδεται στον Ησίοδο. Το κωδικοποιεί σε πληρέστερη μορφή ο Ευριπίδης: «Τις αν δίκην κρίνειεν ή γνοίη λόγον, πριν αν παρ' αμφοίν μύθον εκμάθη σαφώς» - («Ηρακλείδες», στίχοι 179-180)*.»

 

Στην υπόθεση Κρονίδου (ανωτέρω) κρίθηκε ότι, έστω και αν επιδόθηκε πρωτόδικα η προσφυγή στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, που στη συνέχεια επέλεξαν να μην εμφανιστούν και να λάβουν μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία, επιβάλλετο και επίδοση προς αυτά και της Αναθεωρητικής Έφεσης που ακολούθησε την πρωτόδικη Απόφαση. Όπως επισημάνθηκε στην εν λόγω Απόφαση, «η Δ.35 θ. 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επιβάλλει την επίδοση της ειδοποίησης έφεσης σε κάθε πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται άμεσα από την έφεση και υποδείξαμε ότι φαίνεται να ήταν απαραίτητη η επίδοση της ειδοποίησης έφεσης στα ενδιαφερόμενα μέρη εφόσον με αυτή επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και κατ' επέκταση η ακύρωση της διοικητικής πράξης που τους αφορά».

 

Οι συνέπειες από την παράλειψη επίδοσης νομικού διαβήματος σε διάδικο ή σε πρόσωπο έχον συμφέρον στη διαδικασία, συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την P.S.C. (No. 1) v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1044, ως εξής:

 

«The question of service to litigants and interested parties whose position is or may possibly be affected from a judicial process is a matter of substance and the omission to serve is tantamount to a denial of the right to be heard, a situation which renders such omission material and carrying with it the nullity of the process."

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

 

«Η επίδοση στους διαδίκους και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, των οποίων η θέση επηρεάζεται ή είναι ενδεχόμενο να επηρεαστεί από τη δικαστική διαδικασία, είναι θέμα ουσίας και η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας σ' αυτούς εξισούται με την άρνηση του δικαιώματος να ακουστούν, κατάσταση η οποία καθιστά την παράλειψη ουσιαστική, εμφέρουσα την ακυρότητα της διαδικασίας.»)»

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Πουλλή (ανωτέρω), «παρέχεται στο Δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου».

 

Στην Potoudes (ανωτέρω) αναγνωρίστηκε ρητά ότι τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία ταυτίζονται με εκείνα που οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης επιτάσσουν για την προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων προσώπου, οποτεδήποτε τίθενται υπό αμφισβήτηση σε διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, παραμερίστηκε η πρωτόδικη ακυρωτική Απόφαση και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της προσφυγής μετά την επίδοση της στα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Όπως προκύπτει από την Πουλλή, η μη επίδοση της προσφυγής στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα οδηγεί στην ανατροπή ακόμη και τελικής απόφασης του Εφετείου.

 

Στην Κρονίδου (ανωτέρω) τονίσθηκε ότι: «Η Δ.35, θ. 5 επιτάσσει την επίδοση της έφεσης σε κάθε μέρος το οποίο επηρεάζεται άμεσα από την έφεση. Άμεσα επηρεαζόμενο είναι το μέρος του οποίου τα δικαιώματα θα επηρεασθούν δυσμενώς από την αποδοχή της έφεσης. Η υποχρέωση για επίδοση  συνιστά συγχρόνως και προσταγή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης που επιτάσσουν την παροχή εύλογης ευκαιρίας σε κάθε επηρεαζόμενο από δικαστική διαδικασία να εμφανιστεί κατά τη δίκη και να προβάλει τις θέσεις του».

 

Με δεδομένη την υποχρέωση, ως καθορίζεται πιο πάνω τόσο κανονιστικά, όσο και νομολογιακά, για επίδοση καταχωρηθείσας αναθεωρητικής έφεσης κρίνουμε ότι συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση οι προϋποθέσεις για επίδοση της ειδοποίησης Έφεσης εκτός δικαιοδοσίας μέσω υποκατάστατης επίδοσης, κατά τα οριζόμενα και κατ’ αναλογία στους Κανονισμούς, στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί (βλ. ανωτέρω). Οι προρρηθέντες Κανονισμοί καθίστανται εφαρμοστέοι αναφορικά με την εκδίκαση έφεσης λόγω του Κανονισμού 41.1 (4) των Κανονισμών, ο οποίος προβλέπει ότι «Οι παρόντες κανονισμοί εφαρμόζονται σε εφέσεις στο εφετείο όπου αυτό είναι πρακτικά εφικτό.».

 

Όσον αφορά τη Σύμβαση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (Κυρωτικός Ν. 172/86) συμφωνούμε με τη θέση της ομνύουσας ότι κατά το σαφές γράμμα της αυτή περιορίζεται μόνο σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου (βλ.εκεί Άρθρα 1, 2, 3 και 7) και δεν είναι δυνατό να επεκταθεί και σε μη προβλεπόμενες στη Σύμβαση αναθεωρητικής φύσεως διαδικασίες, όπως η παρούσα. Αυτό, έχοντας κατά νου και τις πρόνοιες του Άρθρου 31 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, η οποία επικυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με Νόμο (Ν. 62/76) ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 18.12.1976 και το οποίο ορίζει (με δική μας υπογράμμιση)  ότι: «Η συνθήκη δέον να ερμηνεύηται εν καλή πίστει συμφώνως προς την συνήθη έννοιαν την αποδοτέαν εις τους όρους της συνθήκης, εν τη αλληλουχία του κειμένου και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού αυτής.». Αυτό με δεδομένο πάντα, ότι τέτοιο όροι είναι σαφείς (ως είναι η παρούσα περίπτωση) και όχι ασαφείς, διφορούμενοι, άτοποι ή παράλογοι  ώστε να απαιτείται να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά μέτρα ερμηνείας, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 32 της Σύμβασης.

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα και δίδονται οδηγίες ως εξής:

 

Α. Επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας (out of jurisdiction) εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος διατάγματος της ειδοποίησης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24 και αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης που εφεσιβάλλεται καθώς και του παρόντος διατάγματος, όλα συνοδευόμενα από πιστή μετάφραση τους στη Ρωσική, στην Εφεσίβλητη Victoriya Trοtsyuk.

 

Β. Υποκατάστατης επίδοσης των πιο πάνω εγγράφων δια αποστολής τους μέσω των Κυπριακών Ταχυδρομείων και ειδικότερα μέσω της διεθνούς υπηρεσίας ταχυμεταφορών (international courier services) ΕΜΣ DATAPOST στην διεύθυνση της Εφεσίβλητης:

 

[ ], MOSCOW, RUSSIAN FEDERATION

 

 

Γ. Δίδονται οδηγίες όπως η άνω Εφεσίβλητη καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτή της Ειδοποίησης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24 και των υπόλοιπων εγγράφων που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Δ. Σε περίπτωση που η άνω Εφεσίβλητη δεν καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 30 ημερών από την προαναφερόμενη ημερομηνία επίδοσης, θα θεωρείται ότι τόσο η διεξαγωγή της προδικασίας όσο και της ακρόασης της Έφεσης υπ’ αριθμόν 64/24 θα προχωρήσουν και διεκπεραιωθούν στην απουσία της.

 

Ε. Σε περίπτωση που η Εφεσίβλητη παραλείψει να καταχωρήσει Ειδοποίηση Εφεσίβλητου εντός 30 ημερών από την προαναφερόμενη ημερομηνία επίδοσης οποιαδήποτε τυχόν μεταγενέστερη αίτηση και/ή μεταγενέστερο έγγραφο, θα θεωρείται ότι έχει επιδοθεί στην Εφεσίβλητη εάν πιστό αντίγραφο αυτού αναρτηθεί πέντε (5) εργάσιμες ημέρες στον πίνακα ανακοινώσεων του Διοικητικού Εφετείου.»

 

Καμία διαταγή για έξοδα ως προς την παρούσα αίτηση.

 

                                                                                           Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                                                        Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                                                Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο