ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 74/2024)
5 Νοεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. C. L.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
----------------------
Ε. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος για ΛΑΖΟΥ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΕΠΕ, δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
----------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 26.6.2024 στην ασκηθείσα από τον Εφεσείοντα Προσφυγή Αρ. 3641/21 (εφεξής «η Προσφυγή») επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 3.6.2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Εφεσείοντος για παροχή διεθνούς προστασίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης είναι, εν συντομία, τα ακόλουθα, ως καταγράφηκαν πρωτοδίκως (με διατηρημένη την ορθογραφία, γραμματική και συντακτικό του κειμένου):
«Ο Αιτητής είναι ενήλικος, γεννηθείς το 1982, υπήκοος Καμερούν, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, στις 30/11/2017 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μετέβη οδικώς στη Νιγηρία. Από εκεί ταξίδεψε, επίσης οδικώς, μέχρι τη Λιβύη και στη συνέχεια ακτοπλοϊκώς μέχρι τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο 2018 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 26/02/2018 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 29/09/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA και πρώην EASO), παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 16/03/2021, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος της Αιτητή. Στις 18/05/2021, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, με επισυναπτόμενη την αιτιολογία αυτής, περιέχεται σε επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03/06/2021 και παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 11/06/2021, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο.
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε αρχικά αυτοπροσώπως την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω της κυβέρνησης, επειδή είναι μέλος των Ambazonians. Προσέθεσε επίσης ότι τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων καθώς στη χώρα καταγωγής του υπάρχει δικτατορία.
Σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας, και συγκεκριμένα την 22/12/2021 εγκρίθηκε αίτημα του Αιτητή για νομική αρωγή και ακολούθησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτήν νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ως εκ τούτου τροποποιηθείσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 03/06/2022.»
Ο Εφεσείων στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με συνολικά έξι λόγους Έφεσης, τους εξής (η συντακτική, γραμματική και ορθογραφία παραμένει η ίδια του κειμένου):
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση του άρθρου 18 (3) του περί Προσφύγων νόμου και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, εξέτασε και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα, ως προς τον βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, αφού αγνόησε πλήρως και/ή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των ατομικών περιστάσεων του Αιτητή.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή δεν εφάρμοσε σωστά και/ή δεν ακολούθησε και/ή παρερμήνευσε την σχετική νομοθεσία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τις ατομικές περιστάσεις και των σύνολο των περιστάσεων που αφορούν το προφίλ του αιτητή, κατά παράβαση του άρθρου 18 (3) οτυ περί Προσφύγων νόμου.
2. Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αγνοεί πλήρως τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή, ως Αγγλόφωνος δάσκαλος, δεν σχολιάζει και δεν εξετάσει πουθενά στην απόφαση του το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με τις πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής του αιτητή.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας όσα έχει ισχυριστεί ο Αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, τα οποία αφορούν συγκεκριμένα το προφίλ του ως Αγγλόφωνος δάσκαλος, δεν κάνει καμία αναφορά στους ισχυρισμούς του αιτητή και δεν αξιολογεί τον εν λόγω ισχυρισμό σε κανένα σημείο της απόφαση του, λανθασμένα και κατά παράβαση του νόμου.
4. Κατά την πάγια νομολογία το Δικαστήριο οφείλει και είναι επιφορτισμένο να εξετάσει καθένα ξεχωριστά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται δια των αιτήσεων ακυρώσεων και δια των γραπτών αγορεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα την δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση του άρθρου 18 (4) του περί Προσφύγων Nόμου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπο του αιτητή, εξαιτίας και μόνο του γεγονότος ότι αυτός δεν έχει υποστεί παρελθούσα δίωξης.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή δεν εφάρμοσε σωστά και/ή δεν ακολούθησε και/ή παρερμήνευσε το άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι δεν απορρέει κίνδυνος, σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στο Καμερούν, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο ίδιος δεν έχει υποστεί παρελθούσα δίωξη.
3. Σύμφωνα με το άρθρο 18 (4) του περί Προσφύγων νόμο αλλά και τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες του UNHCR, σε περίπτωση ύπαρξης παρελθούσας δίωξης εναπόκειται στη διοίκηση να αποδείξει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύει κανείς ότι σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, η δίωξη αυτή δεν θα επαναληφθεί.
4. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφάρμοσε λανθασμένα τον νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 18 (4) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η έλλειψη παρελθούσας δίωξης δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί την μη ύπαρξη μελλοντοστραφούς κινδύνου, ήτοι βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά πλήρη παράβαση του νόμου, των αρχών που διέπουν την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών οδηγιών της UNHCR, στήριξε την απόφαση του για έλλειψη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης, σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, στο γεγονός ότι αυτός δεν έχει υποστεί παρελθούσα δίωξη.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ 00ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 18 του περί Προσφύγων νόμου και των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών του UNHCR, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ανέκυψαν στοιχεία υφιστάμενης, πραγματικής και προσωπικής δίωξης
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας πλήρως το καθήκον να διερευνήσει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, και έχοντας υπόψη του άρθρο 18 (3) του περί Προσφύγων νόμου, κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης.
2. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής του αιτητή, που τέθηκαν ενώπιον του και σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής του αγώνα των αγγλόφωνων Καμερουνέζων για ανεξαρτησία δύναται να υποστεί δίωξη.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ δέχεται ότι σύμφωνα με τις πηγές πληροφόρησης, μεταξύ άλλων ο αντιτρομοκρατικός νόμος χρησιμοποιείται εναντίον Αγγλόφωνων Καμερουνέζων, είτε με σκοπό να φιμώσουν την ελευθερία έκφρασης τους, είτε για συλλήψεις και εκτελέσεις, δεν αιτιολογεί τους λόγους που θεωρεί ότι δεν υπάρχουν στοιχεία υφιστάμενης, πραγματικής και προσωπικής δίωξης του αιτητή (σελ. 12 της πρωτόδικης απόφασης)
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίζει την απόφαση του σε γεγονότα και/ή ισχυρισμούς που σε καμία περίπτωση δεν τέθηκαν ενώπιον του ως μαρτυρία ή δια του διοικητικού φακέλου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, πεπλανημένα και αντιφατικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν είχε ουδεμία ανάμειξη ή πολιτική δραστηριότητα στη χώρα καταγωγής του, ενώ προηγουμένως έχει αποδεκτή την ύπαρξη πολιτικής δραστηριότητας του αιτητή δια της διαδικτυακής του παρουσίας, με το να διαδίδει πληροφορίες και/ή ειδήσεις για τον αγώνα της ανεξαρτησίας των Αγγλόφωνων Καμερουνέζων.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνοεί πλήρως τα έγγραφα που ο αιτητής έχει προσκομίσει στους Καθ’ ων η αίτηση, και ήταν μέρος του διοικητικού φακέλου, με τα οποία ο αιτητής απέδειξε την πολιτική του δραστηριότητα, διαδίδοντας ειδήσεις από τα επίσημα διαδικτυακά μέσα της ομάδας των Αμπαζονίων και εντελώς πεπλανημένα και αντιφατικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν έχει πολιτική ανάμειξη, ενώ ο ισχυρισμός περί της δράσης του έχει γίνει αποδεκτός.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, εξαιτίας της παρελθούσας δίωξης και του γεγονότος ότι τα αδέλφια του διαμένουν χωρίς πρόβλημα στο Καμερούν.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τον περί Προσφύγων Νόμο και/ή τις κατευθυντήριες αρχές της UNHCR, τους σχετικούς οδηγούς της EUAA, σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες και νομικές και νομολογιακές αρχές ως προς το ζήτημα του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης, καταλήγοντας σε ευρήματα που καταφανώς αντιβαίνουν των πιο πάνω αρχών.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως προς τη διερεύνηση του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας λανθασμένα τον νόμο, στηρίζει και αιτιολογεί την απόφαση του αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι ο αιτητής δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε παρελθούσα δίωξης, γεγονός το οποίο αντίκειται πλήρως στο νόμο και τις αρχές που προκύπτουν από τις ευρωπαϊκές οδηγίες αλλά και τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της UNHCR και τις οδηγίες της EUAA.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοεί και/ή δεν λαμβάνει υπόψη και/ή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη, τις πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής του αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες αποδεικνύεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης του αιτητή. Πηγές που το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ κάνει αποδεκτές, αγνοεί και/ή εν πάση περιπτώσει δεν αιτιολογεί επαρκώς τους λόγους που ατές δεν τυγχάνουν εφαρμογής στο πρόσωπο του αιτητή
ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε πεπλανημένα συμπεράσματα και/ή απόφαση του είναι αναιτιολόγητη και/ή με επαρκώς αιτιολογημένη και/ή προκύπτουν αντιφατικές αιτιολογίες και συμπεράσματα.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Έχοντας υπόψη όλους τους ανωτέρω λόγους δίωξης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι παντελώς αναιτιολόγητη ως προς την κατάληξη του ως προς την μη ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, χρησιμοποιεί αιτιολογία και στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτή, ήτοι την έλλειψη παρελθούσας δίωξης, η οποία αντίκειται πλήρως στο νόμο.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν λαμβάνει υπόψη ισχυρισμούς του αιτητή, που αφορούν τις ατομικές του περιστάσεις ως αγγλόφωνος δάσκαλος, γεγονός που καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με σκοπό να αιτιολογήσει την απόφαση του, λαμβάνει υπόψη του γεγονότα που δεν προκύπτουν εκ της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ δέχεται τους ισχυρισμούς του αιτητή, αντιφατικά αναφέρει ότι αυτός δεν είχε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα, με σκοπό να αιτιολογήσει τα συμπεράσματα του.»
Διεξήλθαμε τα ενώπιον μας δικόγραφα, περιγράμματα αγορεύσεων και δεδομένα, ως αυτά προκύπτουν από τον διοικητικό και πρωτόδικο δικαστικό φάκελο.
Με το περίγραμμα αγόρευσης της η Εφεσίβλητη έθεσε δύο ζητήματα, ως προδικαστικής φύσεως, πριν ασχοληθεί με την απάντηση των εγειρόμενων λόγων Εφέσεως, τα εξής:
Με το πρώτο, εισηγήθηκε ότι δεν δικογραφήθηκαν και δεν προωθήθηκαν πρωτοδίκως δεόντως οι λόγοι ακυρώσεως, με αποτέλεσμα αυτοί να θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Ως απόρροια αυτής της θέσεως της, η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε, επικαλούμενη νομολογία επί τούτου, ότι υπό τους λόγους Έφεσης ο Εφεσείων κωλύεται να ισχυρίζεται ότι:
«α) το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή παραγνώρισε να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο και/ή πλήρη έλεγχο του ατομικού προφίλ και των περιστάσεων του Εφεσείοντα καθώς θα έπρεπε να επέμβει και η επίδικη απόφαση εξήχθη υπό ελλειπείς διαδικασίες και ουσιαστικά έρχεται σε αντίφαση η απόφαση του με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (Πρώτος και Τέταρτος λόγος Έφεσης)»
(β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και /ή παραγκώνισε τον ισχυρισμό του Αιτητή περί κινδύνου της ζωής του (Δεύτερος λόγος Έφεσης)
(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την πιθανότητα ο Αιτητής να γίνει δέκτης των πράξεων δίωξης που αναφέρονται στο άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου (Τρίτος και Πέμπτος λόγος Έφεσης)
(δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κατάληξη του (Έκτος λόγος Έφεσης)»
Με το δεύτερο ζήτημα, η Εφεσίβλητη προβάλλει ότι ο Εφεσείων δεν δύναται να εγείρει οποιοδήποτε ισχυρισμό κατά της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με τον έλεγχο ουσίας που έχει δικαιοδοσία το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασκήσει και ενάσκησε. Αυτό, κατά την εισήγηση της Εφεσίβλητης, επειδή ο Εφεσείων δεν έχει συμπεριλάβει σχετικό αιτητικό στην αίτηση ακυρώσεως του.
Εξετάσαμε τα πιο πάνω προσεκτικά.
Είναι η κρίση μας ότι ουδέν από αυτά ευσταθεί και είναι απορριπτέα.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, είναι μεν, ορθό, ότι με δεδομένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας της αίτησης του Εφεσείοντος, η ενασχόληση μας με ζητήματα που άπτονται λόγων ακυρώσεως της εκκαλούμενης διοικητικής απόφασης, θα ήταν, κατά κανόνα, αλυσιτελής (βλ. απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 20.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023 DEVI PRASAD SIWAKOTI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ). Ωστόσο, όσον αφορά την παρούσα περίπτωση είναι, κατά την κρίση μας σαφές, τόσο από την ειδοποίηση Έφεσης όσο και το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος ότι, οι λόγοι Εφέσεως τους οποίους προβάλλει ο Εφεσείων στρέφονται κατά της ουσιαστικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν δικαιούται διεθνούς προστασίας και δεν άπτονται πλημμελειών της διαδικασίας παραγωγής ή του αποτελέσματος της προσβληθείσας με την Προσφυγή διοικητικής απόφασης με σκοπό την ακύρωση αυτής. Συνεπώς, δεν τίθεται βάσιμα οποιοδήποτε κώλυμα εξέτασης τους, στο πλαίσιο, βεβαίως, που η νομολογία έχει καθορίσει (ενδεικτικά, βλ. Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023 BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 27.2.2025).
Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, η απάντηση είναι ότι ο έλεγχος ουσίας/ορθότητας διενεργείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεσμίως, χωρίς να χρειάζεται να ζητείται ως ειδική θεραπεία στο δικόγραφο της προσφυγής που καταχωρείται ενώπιον του, εφόσον με το δικόγραφο προσβάλλεται η διοικητική πράξη δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος. Ως αποφασίστηκε από το Εφετείο δια της απόφασης ημερομηνίας 11.2.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. QBT:
«Η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ' ης η αίτηση) προβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 9.8.2023 ως εσφαλμένη, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) λανθασμένα, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και σε παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε στην Εφεσίβλητη καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας χωρίς αυτή να έχει ζητήσει με τα δικόγραφά της τέτοια θεραπεία, καθότι ζήτησε με την πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής της μόνο έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης (πρώτος λόγος έφεσης)
∙
(β) [.]
(γ) [.]
Καταρχάς, απορρίπτεται ο πρώτος λόγος έφεσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να χορηγήσει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, λόγω ελλιπούς δικογράφησης.
Εν πρώτοις, παρατηρούμε έλλειψη συνάφειας μεταξύ του πρώτου λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του. Ενώ, δηλαδή, ο πρώτος λόγος έφεσης υπονοεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε θεραπεία την οποία η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης δεν ζήτησε, η αιτιολογία αναφέρεται σε απουσία ή/και μη εξειδίκευση λόγου ακύρωσης και, εν συνεχεία, βάλλει κατά της συναφούς πρωτόδικης κρίσης επί της ουσίας της. Είναι μόνο στο περίγραμμά της που η Εφεσείουσα επικαλείται την ελλιπή δικογράφηση της χορηγηθείσας θεραπείας και αυτό δεν αρκεί.
Παρότι αυτή η έλλειψη συνάφειας αρκεί προς απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης, διότι τον καθιστά εν τοις πράγμασι αναιτιολόγητο, θεωρούμε επιπρόσθετα ότι είναι και επί της ουσίας του απορριπτέος, με το εξής σκεπτικό:
Κατά το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας/ουσίας απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του ίδιου Άρθρου. Το δε Άρθρο 11(4)(γ) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) αναφέρει, ως υποκείμενη στον προρρηθέντα δικαστικό έλεγχο, δυσμενή απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία αίτηση κρίνεται αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Εν προκειμένω, η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής διοικητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (ως προς τη μη χορήγηση τόσο του καθεστώτος πρόσφυγα (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Α) όσο και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (κατά την αιτηθείσα ( θεραπεία Β) και επιπρόσθετα «Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.». (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Γ).
Παρότι οι εν προκειμένω αιτούμενες θεραπείες δεν ζητούν ειδικώς και ρητώς τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο από του να διενεργήσει έλεγχο ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι τελεί υπό δέσμια εξουσία να διενεργεί τέτοιο έλεγχο κατ' επιταγήν του Άρθρου 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως ερμηνεύεται νομολογιακά.
Συγκεκριμένα, η από πλευράς μας τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης την οποία προτείνει η Εφεσείουσα θα προσέκρουε στη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).
Αφού, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει εκ του Νόμου υποχρέωση για διενέργεια ελέγχου ορθότητας/ ουσίας κάθε διοικητικής απόφασης ή πράξης η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, όπως είναι η ενώπιόν μας επίδικη, κρίνουμε ότι αυτός ο έλεγχος διενεργείται ανεξαρτήτως του αν ζητήθηκε ειδικά και ρητά ως θεραπεία στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης.
Δεδομένου ότι το Άρθρο 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) ενσωματώνει (ως υποδηλοί το προοίμιο του Νόμου) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L180, 29.6.2013, σελ.60), εκτιμούμε ότι η ως άνω προσέγγιση συνάδει και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») ως προς την ερμηνεία του τελευταίου αυτού Άρθρου.
Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 29.7.2019 στην Υπόθεση C-556/17 Τorubarov, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κυπριακή δικαιοταξία) πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσων και των νομικών ζητημάτων και ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας (σκέψη 51).»
Ακολούθως, προχωρούμε με την εξέταση των λόγων Έφεσης συνολικά, αφού όλοι άπτονται, ως κρίθηκε προηγουμένως, της ορθότητας της απόφασης επί της ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κρίνονται μεταξύ τους συναφείς (βλ. και απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 30.9.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 36/2022 CHUKWUJI FESTUS UZU v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, καθώς και απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 28.3.2024 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2018 Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΤΔ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ.).
Η κρίση μας είναι ότι, ουδείς εξ αυτών ευσταθεί.
Αναλυτικότερα:
Είναι σαφές τόσο από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, όσο και από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου) ότι, ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ιδιότητα του Εφεσείοντος ως αγγλόφωνου δασκάλου. Για του λόγου το ασφαλές, αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, με δικές μας υπογραμμίσεις:
«Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Yaoundé όπου εργαζόταν ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1990 οι γονείς του τον μετέφεραν σε ένα χωριό στο Βορειοδυτικό τμήμα του Καμερούν όπου διέμεινε με τη γιαγιά του. Όταν όμως πέθανε η γιαγιά του Αιτητή το 1996, εκείνος αναγκάστηκε να επιστρέψει στους γονείς του οι οποίοι είχαν πλέον εγκατασταθεί στην πόλη Kumba η οποία βρίσκεται στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν. Το 2007 και έχοντας ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, ο Αιτητής εισήχθη στο πανεπιστήμιο της Yaoundé από όπου αποφοίτησε το 2010 ως πτυχιούχος της Αγγλικής γλώσσας. Το 2013 ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκαταστάθηκε στην πόλη Bamenda πρωτεύουσα της περιφέρειας του Βορειοδυτικού Καμερούν όπου μέχρι το 2016 εργαζόταν ανεπίσημα ως δάσκαλος, προετοιμάζοντας τους μαθητές για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Το 2016 όμως έπρεπε να σταματήσει να εργάζεται προκειμένου να υπηρετήσει το σκοπό της αγγλόφωνης επανάστασης και στις 30 Νοεμβρίου 2017 εγκατέλειψε το Καμερούν. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν, ενώ διαθέτει και 3 αδερφούς, εκ των οποίων δύο βρίσκονται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν και ο ένας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος.»
Συνεπώς, το γεγονός της επαγγελματικής ιδιότητας του Εφεσείοντος λήφθηκε υπόψη, δεδομένου, μάλιστα, ότι το σκέλος αυτό των ισχυρισμών του έγινε αποδεκτό ως αξιόπιστο, τόσο κατά την διοικητική διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως του, όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο, αν και με το περίγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων δέχεται ότι δεν είναι απαραίτητη η ρητή αναφορά στη δικαστική απόφαση στην ενασχόληση με την εργασία που επιτελούσε κάποιος αιτητής ασύλου, υποστηρίζει ότι για την συγκεκριμένη εργασία του Εφεσείοντος στην παρούσα περίπτωση έπρεπε να γίνει ρητή αναφορά και να συνδεθεί με τον κίνδυνο που αυτός τυχόν διατρέχει, σε συνάρτηση με τις πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντος. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο ίδιος ο Εφεσείων ούτε κατά την διοικητική διαδικασία, αλλά ούτε και κατά τη δικαστική διαδικασία στοιχειοθέτησε, κρίνουμε, επαρκώς την σύνδεση τοιαύτης επαγγελματικής ιδιότητας του με την πιθανότητα κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη ή αδικαιολόγητη βλάβη. Η σύνδεση που επιχείρησε ως προς αυτό το ζήτημα ήταν κυρίως σε σχέση με τις αναρτήσεις του υπό ψεύτικο προφίλ στο Facebook υπέρ των αυτονομιστών Αμπαζόνιανς. Και δεν υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός του Εφεσείοντος μέχρι σήμερα ότι υπήρξε θύμα δίωξης, λόγω του ότι ασκούσε το επάγγελμα του αγγλόφωνου δασκάλου. Αντιθέτως, η θέση του όταν ερωτήθηκε σχετικώς κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης της αίτησης του ήταν ότι ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα με τις αρχές του Καμερούν μέχρι και σήμερα, θέση η οποία δεν έχει αλλάξει μέχρι και σήμερα. Συνεπώς, με βάση τα δεδομένα αυτά και του γεγονότος ότι δεν έχει υποδειχθεί και αποδειχθεί από την πλευρά του Εφεσείοντος ότι διατρέχει κίνδυνο ως εκ της εν λόγω επαγγελματικής ιδιότητας του, ο πρώτος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω και σε συνέχεια αυτών, ούτε ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος ουσιαστικά περί αντιφατικής θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αφενός αποδέχθηκε την ύπαρξη πολιτικής δραστηριότητας του Εφεσείοντος, εντούτοις τοποθετείται ότι δεν είχε πολιτική δραστηριότητα, μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι σαφές από τα ενώπιον μας στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος για την διαδικτυακή του δραστηριότητα μέσω ψεύτικων προφίλ στο Facebook κατά το χρόνο που ξέσπασε η αγγλόφωνη κρίση στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές, αγγλόφωνες, περιοχές του Καμερούν είχε γίνει κατά τη διοικητική διαδικασία αποδεκτός, όπως και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προς αποδοχή τούτου του ισχυρισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσεως του Εφεσείοντος (reformatio in peius). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον (μελλοντοστραφή) κίνδυνο που τυχόν διατρέχει ο Εφεσείων, αν επέστρεφε στη χώρα του, ανέφερε, συγκεκριμένα, τα ακόλουθα:
«Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην πόλη Bamenda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τoυ, βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα.
Ως προς τον κίνδυνο που δύναται να απορρέει από τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τη διαδικτυακή του δραστηριότητα, μέσω ψεύτικων προφίλ, στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης στο πρόσωπό του και δεδομένου ότι δεν ανέκυψαν στοιχεία υφιστάμενης, πραγματικής και προσωπικής δίωξής του στη χώρα καταγωγής, δεν προκύπτει απολύτως κανένας λόγος που να δικαιολογεί το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του. Σε σχέση δε με τον αντιτρομοκρατικό νόμο στη χώρα καταγωγής του, βάσει του οποίου ισχυρίζεται ότι θα εκδιωχθεί από τις αρχές του Καμερούν, το Δικαστήριο εντόπισε έκθεση του 2019 του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ σχετικά με το Καμερούν, η οποία αναφέρει ότι «το Καμερούν συνέχισε να χρησιμοποιεί τον αντιτρομοκρατικό νόμο που θεσπίστηκε το 2014 για να καταστείλει την κριτική και την ελευθερία της έκφρασης συλλαμβάνοντας δημοσιογράφους και ακτιβιστές σε σχέση με τη συνεχιζόμενη κρίση στις αγγλόφωνες περιοχές»[2]. Το Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων της Αυστραλίας, σε έκθεση του 2024 η οποία πραγματεύεται τον ανωτέρω νόμο στο Καμερούν, επιβεβαιώνει ότι «ο αντιτρομοκρατικός νόμος του 2014, είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο για την εξάλειψη της κυβερνητικής διαφωνίας για διάφορους λόγους: Πρώτον, ο αντιτρομοκρατικός νόμος «διπλασιάζει» τον ποινικό κώδικα. Αυτό δημιουργεί ένα διπλό νομικό σύστημα που εφαρμόζεται επιλεκτικά ανάλογα με το ποιον θεωρεί απειλή η κυβέρνηση του Καμερούν. Για παράδειγμα, μετά τις διαδηλώσεις του 2016, ηγέτες αγγλόφωνων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν με τη θανατική ποινή βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου για τρομοκρατικές πράξεις, συνέργεια σε τρομοκρατικές ενέργειες, εξέγερση, εξέγερση κατά του κράτους, υποκίνηση πολιτών, αναταραχή, διάδοση ψευδών ειδήσεων. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, η θανατική ποινή εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πολιορκίας ή πολέμου. Σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο, η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε καιρό ειρήνης. Αν και η κυβέρνηση του Καμερούν βασίζεται περισσότερο στην απειλή της θανατικής ποινής παρά στις ίδιες τις εκτελέσεις, είναι η επιλεκτική εφαρμογή (κατά την κρίση των διορισμένων από την κυβέρνηση στρατιωτικών δικαστών) που αποτρέπει την αντιπολίτευση. Δεύτερον, η κυβέρνηση του Καμερούν χρησιμοποίησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο κατά των μαχητών της Μπόκο Χαράμ στην περιοχή του Άπω Βορρά και κατά των Αγγλόφωνων αυτονομιστών στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάστηκε μια ηθική ισοδυναμία μεταξύ της τρομοκρατικής ομάδας Μπόκο Χαράμ και των Αγγλόφωνων αυτονομιστών. Αυτές οι δύο ομάδες όχι μόνο έχουν δραματικά διαφορετικούς στόχους και προθέσεις, αλλά χρησιμοποιούν τη βία με διαφορετικό τρόπο: για τον θρησκευτικό ιδεολογικό εθνικισμό η πρώτη και για πολιτικούς στόχους αυτοδιάθεσης η δεύτερη»[3].
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες σε συνάρτηση όμως με το ότι ο Αιτητής δεν είχε ουδεμία ανάμειξη ή πολιτική δραστηριότητα στη χώρα καταγωγής του κατά την εξέλιξη της αγγλόφωνης κρίσης, γεγονός το οποίο προκύπτει και από το ότι ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα με τις αρχές του Καμερούν μέχρι και σήμερα, το Δικαστήριο κρίνει το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του αβάσιμο και μη δικαιολογημένο. Η δε επίκληση των αναρτήσεων στις οποίες προέβη στο Facebook μέσω ψεύτικων προφίλ, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το φόβο του, αφού δεν ανέκυψε κάποιο άλλο στοιχείο σύνδεσής του με του (sic) αυτονομιστές Αμπαζόνιανς καθώς και τη δραστηριότητά τους, γεγονός υπέρ του οποίο συνηγορεί ότι τα αδέρφια του εξακολουθούν να διαμένουν στο Καμερούν με ασφάλεια μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχει υποπέσει στην αντίληψή τους οιαδήποτε ποινική δίωξη και/ή ενέργεια των αρχών εναντίον του Αιτητή.
Άρα, είναι σαφές από τα ανωτέρω, ότι αφενός λήφθηκαν και αξιολογήθηκαν υπόψη οι αναρτήσεις του Εφεσείοντος μέσω ψεύτικων προφίλ στο Facebook και είναι προφανές ότι οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν είχε ανάμειξη ή πολιτική δραστηριότητα στη χώρα καταγωγής του κατά την εξέλιξη της αγγλόφωνης κρίσης εννοείται οτιδήποτε άλλο πέραν των αναρτήσεων του Εφεσείοντος στο Facebook, οι οποίες δυνατόν να τον συνέδεαν με τους αυτονομιστές Αμπαζόνιανς. Η δε κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δικαιολογείται ο φόβος του Εφεσείοντος ως εκ των προαναφερθεισών αναρτήσεων του Εφεσείοντος στο Facebook άπτονται της ουσιαστικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, άνευ επιδείξεως ουσιώδους πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς το τι λήφθηκε λανθασμένα ή δεν λήφθηκε υπόψη και που έπρεπε να ληφθεί, το Διοικητικό Εφετείο δεν επεμβαίνει. Υπενθυμίζουμε, συναφώς και τα δικαιοδοτικά όρια του (αναθεωρητικού) Εφετείου, το οποίο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας της πρωτόδικης κατ' ουσία κρίσης, αλλά της νομιμότητας της (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.9.2021. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 5.12.2024. Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 EJIKEME v. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερομηνίας 29.11.2024. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 18.7.2024).
Κατά τα λοιπά, κρίνουμε ότι, δεν είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντος, ως αυτή εκφράστηκε εν μέρει υπό τον τέταρτο λόγο Έφεσης και υπό τον δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και έκτο. Εύρημα μας είναι ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας ήταν ορθή, αφού λήφθηκαν υπόψη συνεκτικά και όχι αποσπασματικά όλα όσα ουσιώδη ήταν ενώπιον του για την περίπτωση και έγινε εξατομικευμένη εξέταση της περίπτωσης του Εφεσείοντος, συσταθμίστηκαν όλα τα στοιχεία και η αιτιολόγηση της καταληκτικής κρίσης του για απόρριψη της αίτησης του Εφεσείοντος επί της ουσίας στη βάση του ευρήματος ότι δεν υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπο του Εφεσείοντος ήταν, καταλήγουμε, εύλογη, ώστε να μην χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση του Διοικητικού Εφετείου επ’ αυτής. Ούτε η θέση ότι το γεγονός της μη δίωξης των αδελφών του Εφεσείοντος μέχρι σήμερα κρίνουμε ότι ήταν μη σχετικό, όπως ούτε και η μη δίωξη αυτού μέχρι σήμερα, γεγονότα που ορθώς συνυπολογίσθηκαν για την (μελλοντοστραφή) εκτίμηση κινδύνου για τον Εφεσείοντα, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Παραθέτουμε την πρωτόδικη κρίση επί της ουσίας, την οποία βρίσκουμε ορθή και άμεμπτη και συνάδουσα με τις κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν την παρούσα δικαιοδοσία:
«Συμπερασματικά, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση ωστόσο, διαπιστώνω, αντίθετα στη θέση της συνηγόρου του Αιτητή, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619 .
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Bamenda, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Αν και ο αντιτρομοκρατικός νόμος του Καμερούν του 2014 θα μπορούσε θεωρητικά να δικαιολογήσει αντίστοιχο φόβο του Αιτητή όπως προέκυψε από εξωτερικές πηγές, η έλλειψη οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπο του Αιτητή, το ότι ο Αιτητής δεν αποτέλεσε ποτέ άτομο γνωστής πολιτικής δραστηριότητας, καθώς και το ότι δεν ανέκυψε κάποιο άλλο στοιχείο διασύνδεσής του με τους αγγλόφωνους αυτονομιστές, δεν συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στη βάση του αντιτρομοκρατικού νόμου του Καμερούν του 2014.
Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Bamenda της Βορειοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του.
Από έγκυρες πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται η συνεχιζόμενη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ενώ παράλληλα, από τα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί (ως καταγράφονται στις εν λόγω πηγές), διακρίνεται πως στις εν λόγω περιοχές επικρατεί ένταση[4].
Σύμφωνα με Έκθεση του OCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) η κατάσταση στη βορειοδυτική αλλά και στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν παραμένει τεταμένη, με συνεχιζόμενη βία και στοχευμένες επιθέσεις. Οι ένοπλες συγκρούσεις και η αυξημένη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED, Improvised Explosive Devices) συνέχισαν να οδηγούν στο θάνατο, τραυματισμό και εκτοπισμό αμάχων. Περισσότεροι από 15.130 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τους τόπους καταγωγής τους λόγω της βίας και στοχευμένων επιθέσεων. Οι περισσότεροι από τους εκτοπισμένους παραμένουν σε εκκρεμή κατάσταση, με την πλειονότητα των εκτοπισμένων να επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους μόλις το επιτρέψει η κατάσταση ασφαλείας[5].
Ως προς τον αριθμό των εσωτερικά εκτοπισμένων προσώπων, εκτιμήσεις της UNOCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) αναφέρουν ότι τουλάχιστον 598.000 πρόσωπα έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά εξαιτίας της βίας στις αγγλόφωνες περιοχές, ενώ 79.600 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, διαφεύγοντας στη Νιγηρία[6].
Ως προς τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στην ευρύτερη Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (εντός της οποίας εντοπίζεται και η πόλη Bamenda, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή), σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 έως 21/06/2024, καταγράφηκαν συνολικά 979 περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια, εκ των οποίων προέκυψαν 597 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 388 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 362 θύματα), 538 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 207 θύματα), 30 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως βία (με 27 θύματα), 21 ως εξεγέρσεις (με 5 θύματα) και 14 ως διαδηλώσεις (με κανένα θύμα)[7]. O δε πληθυσμός της Βορειοδυτικής Περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στους 1.950.667 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2015[8].
Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ: «Το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τον γεωγραφικό χαρακτήρα της σύρραξης στο πλαίσιο γενικευμένης βίας στην υπόθεση Sufi και Elmi. Στην εθνική νομολογία σχετικά με το άρθρο 15 στοιχείο γ), το γερμανικό FAC και το γαλλικό εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για θέματα ασύλου έκριναν ότι η εκτίμηση δεν απαιτεί ανάλυση της γενικής κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά στην οικεία περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής που πρόκειται να ακολουθηθεί από το σημείο επιστροφής στην περιοχή καταγωγής»[9].
Διερευνώντας λοιπόν την επικρατούσα κατάσταση στην πόλη Bamenda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 έως 21/06/2024 συγκεκριμένα στην πόλη Bamenda των 615.000 κατοίκων[10], καταγράφηκαν 46 περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών, τα οποία επέφεραν το θάνατο 33 αμάχων[11].
Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι παρόλο που στην περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνουν χώρα περιστατικά ασφαλείας και ειδικότερα περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των αμάχων, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και η έντασή τους δεν φτάνει σε βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στη περιοχή συνήθους διαμονής, θα τον εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000).
Εφαρμόζοντας άλλωστε τη μέθοδο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ, παρατηρώ ότι τo προφίλ του Αιτητή δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ως άμαχος, καθώς πρόκειται για ενήλικο άνδρα, ο οποίος είναι υγιής, αρτιμελής, ικανός προς εργασία και διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Τα αναθεωρημένα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στην πόλη Bamenda, δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η ένταση των περιστατικών που επιφέρουν απώλειες αμάχων, ο αριθμός των τελευταίων στην πόλη Bamenda, καθώς και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή δε συνηγορούν υπερ αυτού.
Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.»
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η Έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντος και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο