
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 226Α/18)
10 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
και
1. P & A SFINAKIA ENTERTAINMENT LTD
2. ΝΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΑΤΑΛΙΩΤΗΣ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
-----------------------------
Θεόδωρος Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μιχάλης Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
Ο εφεσείοντας κ. Χαράλαμπος Ιακωβίδης, παρών.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στις 14.8.2009 μετά τα μεσάνυχτα επισκέφθηκε το νυχτερινό κέντρο με την ονομασία «Σφηνάκια», το οποίο βρισκόταν στη Λεωφ. Σάντα Ρόζα στη Λευκωσία. Ισχυρίστηκε ότι ενώ βρισκόταν εντός του πιο πάνω κέντρου ως πελάτης και/ή επισκέπτης και/ή θαμώνας και άκουγε μουσική, απρόκλητα και αιφνίδια δέχτηκε δύο φορές σε διάστημα περίπου 5 λεπτών επιθέσεις με γροθιές και/ή κλωτσιές και/ή ξυλοδαρμό από αριθμό αγνώστων προς τον ίδιο ατόμων, οι οποίοι του προκάλεσαν βαριές σωματικές βλάβες και/ή πόνο και/ή ψυχική ταλαιπωρία και/ή άλλες συναφείς ζημιές.
Ήταν συγκεκριμένα η θέση του ότι την πρώτη φορά που δέχτηκε την αιφνίδια και απρόκλητη επίθεση, περπατούσε μέσα στο εν λόγω νυκτερινό κέντρο όταν άγνωστος αριθμός ατόμων τον ξυλοφόρτωσαν, τον γρονθοκόπησαν και τον κλώτσησαν σε όλο του το σώμα για διάρκεια 2 περίπου λεπτών. Όταν σταμάτησαν να τον χτυπούν και απομακρύνθηκαν, σηκώθηκε πάνω μετά δυσκολίας και στην προσπάθεια του να εντοπίσει και/ή να αναγνωρίσει τα άτομα που του επιτέθηκαν, και/ή να δει πού βρισκόταν ο οποιοσδήποτε υπεύθυνος και/ή υπάλληλος του εν λόγω νυκτερινού κέντρου για να του υποβάλει παράπονο και να ζητήσει τη βοήθεια του, δέχτηκε για δεύτερη φορά επίθεση από τα ίδια άτομα, οι οποίοι τον ξυλοφόρτωσαν και/ή τον γρονθοκόπησαν και/ή τον κλώτσησαν σε όλο του το σώμα για χρονικό διάστημα περίπου 2‑3 λεπτών. Στο τέλος της επίθεσης, ένα από τα άτομα που του επιτέθηκαν τον έπιασε από τον λαιμό και τον έσπρωξε σε ξύλινη υπερυψωμένη βεράντα του εν λόγω υποστατικού η οποία βρίσκεται επί της Λεωφ. Νίκης. Εκεί, συνεπεία του άγριου ξυλοδαρμού που υπέστη έπεσε αναίσθητος και/ή αιμόφυρτος.
Ήταν περεταίρω η θέση του ότι μετά από κλήση άγνωστου προσώπου διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων του έγινε άμεση εισαγωγή του στο Χειρουργικό Θάλαμο Ανδρών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας από όπου πήρε εξιτήριο στις 19.8.2009, με οδηγίες για ανάπαυση και εξέταση στα Εξωτερικά Ιατρεία από γναθοχειρουργό και οφθαλμίατρο, ενώ του χορηγήθηκε και άδεια ασθένειας.
Ο ενάγων/εφεσείων στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης του περιγράφει τις λεπτομέρειες σωματικών βλαβών που υπέστη, στις οποίες περιλαμβάνονται κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κεφαλαλγία, ζάλη, οιδήματα και εκχυμώσεις, αλλά και κάταγμα της ένατης αριστερής πλευράς του και πρόσθιου τοιχώματος αριστερού ιγμορείου. Αξίωνε δε με την αγωγή του αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και τις ειδικές ζημιές που υπέστη, όπως και γενικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις λόγω του πόνου, της ταλαιπωρίας, του φόβου και της ψυχικής βλάβης που υπέστη, αλλά και για απώλεια μελλοντικών απολαβών τις οποίες θα λάμβανε εργοδοτούμενος ως δικηγόρος, αφού λόγω των τραυμάτων, του πόνου, της ταλαιπωρίας και της ψυχικής βλάβης που υπέστη δεν μπόρεσε να παρακαθίσει στις εξετάσεις του Νομικού Συμβουλίου Κύπρου για την απόκτηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, οι οποίες έλαβαν χώρα την 1.10.2009.
Ο ενάγων καταλόγιζε στους εναγόμενους αμέλεια, έλλειψη επιδεξιότητας, παράβαση των εκ του νόμου και/ή κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων τους ως κύριων και/ή κατόχων ακίνητης ιδιοκτησίας και/ή προσωπικά και/ή ως διαχειριστές της εν λόγω ιδιοκτησίας, τις οποίες και συγκεκριμενοποιεί.
Η αγωγή στρεφόταν εναντίον 6 εναγομένων, 2 εκ των οποίων ήταν νομικά πρόσωπα. Στη διαδικασία εκδίκασης της αγωγής εμφανίστηκαν οι εναγόμενοι 1, 3, 4 και 5, οι οποίοι αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, ανέφεραν ότι δεν γνωρίζουν ούτε και είδαν τις κατ' ισχυρισμό επιθέσεις κατά του ενάγοντα και/ή τον κατ' ισχυρισμό ξυλοδαρμό του και τον καλούσαν σε πλήρη απόδειξη των ισχυρισμών του. Ο εναγόμενος 3 αρνήθηκε ότι βρισκόταν καθ' οιονδήποτε τρόπο κοντά στον ενάγοντα και/ή ότι τον είχε εντός του οπτικού του πεδίου, ο εναγόμενος 4 ισχυρίστηκε ότι την επίδικη μέρα του επεισοδίου δεν βρισκόταν στο νυχτερινό κέντρο και δεν γνωρίζει τι έλαβε χώρα. Όλοι οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν παρόντες κατά την κατ' ισχυρισμό επίθεση εναντίον του ενάγοντα και αγνοούν και αρνούνται ότι συνέβη η κατ' ισχυρισμό επίθεση, ενώ ο εναγόμενος 3 περεταίρω ισχυρίστηκε ότι μέλος του προσωπικού τον είχε ενημερώσει ότι υπήρχε φασαρία και καβγάς μεταξύ ατόμων εντός του υποστατικού και μέχρι o ίδιος να μεταβεί στον χώρο που του υπέδειξαν, η φασαρία και/ή ο καβγάς είχε λήξει. Όταν αντιλήφθηκε ότι υπήρξε φασαρία ήταν o ίδιος που τηλεφώνησε στην Αστυνομία, η οποία μετέβη στον χώρο και ήταν o ίδιος που κάλεσε το ασθενοφόρο το οποίο ήρθε στη σκηνή.
Ο ενάγοντας εκτός από τις ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, αλλά και τις παραδειγματικές αποζημιώσεις που ζητούσε από τους εναγόμενους, ζητούσε επίσης την έκδοση δήλωσης και/ή διατάγματος του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι επέδειξαν αμέλεια και/ή έλλειψη επιδεξιότητας και/ή παράβαση των εκ του νόμου και/ή κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων τους ως κύριοι και/ή κάτοχοι ακίνητης ιδιοκτησίας και/ή προσωπικά και/ή ως διαχειριστές και διευθυντές της ακίνητης περιουσίας και της επιχείρησης που υπήρχε σε αυτή.
Για τους εναγόμενους 2 και 6 το κλητήριο ένταλμα είχε εκπνεύσει προτού να επιδοθεί και έτσι η αγωγή απορρίφθηκε σε σχέση με αυτούς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εκδίκασε την υπόθεση, αφού προχώρησε σε αξιολόγηση των μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του, και αφού αναφέρθηκε στα παραδεκτά γεγονότα, τα γεγονότα που αποτελούσαν κοινό έδαφος και τα τεκμήρια που δηλώθηκε ότι έγιναν δεκτά για την αλήθεια του περιεχόμενου τους, αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1, 3 και 4 ως διαχειριστές του χώρου είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του ενάγοντα για τις δραστηριότητες που διεξάγονταν εντός του υποστατικού, είχαν επαρκή σχέση εγγύτητας με τον ενάγοντα ώστε να γεννάται σε κάθε περίπτωση καθήκον επιμέλειας προς αυτόν για πράξεις τρίτων προσώπων που δυνατό να προκαλούσαν ζημιά σε αυτόν. Δέχτηκε επίσης ότι στο εν λόγω υποστατικό δεν υπήρχε έξαρση επεισοδίων βίας, και έτσι δεν υπήρχε λόγος για τη λήψη αυξημένων μέτρων ασφάλειας και ότι ουδέποτε είχαν δεχτεί συστάσεις, πριν τον χρόνο του επίδικου συμβάντος, σχετικά με ελλιπή μέτρα ασφάλειας για το υποστατικό. Αποφάσισε ότι η επίθεση στον ενάγοντα ήταν απρόσμενη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη για σχεδιασμό της ώστε να ενεργοποιούντο οι υπεύθυνοι του κέντρου. Θεώρησε επίσης ότι η εργοδότηση τριών προσώπων ως φρουρών ασφαλείας σήμαινε ότι οι εναγόμενοι λάμβαναν γενικά τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας, και ήταν εύρημα του ότι κατά τον χρόνο και χώρο που έλαβε χώρα η επίθεση, υπήρχε φρουρός ασφαλείας o οποίος όμως δεν πρόλαβε να αποτρέψει την επίθεση. Αποφάσισε λοιπόν, ότι παρά του ότι οι εναγόμενοι 1, 3 και 4 υπείχαν καθήκον επιμέλειας έναντι στον ενάγοντα, αυτό δεν παραβιάστηκε, θεωρώντας ότι αντίθετη προσέγγιση με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης θα καθιστούσε το εύρος και την έκταση του καθήκοντος επιμέλειας των εναγομένων πέραν του εύλογου, δίκαιου και λογικού. Ειδικά για τον εναγόμενο 5, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν προέκυψε καμία μαρτυρία για την εμπλοκή του στη διαχείριση ή ιδιοκτησία της επιχείρησης και γι' αυτό δεν φέρει καμία ευθύνη. Απέρριψε λοιπόν την αγωγή εναντίον των εναγομένων 1, 3, 4 και 5 με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του ενάγοντα.
Η απόφαση προφανώς δεν ικανοποίησε τον ενάγοντα, ο οποίος την προσβάλλει με 7 λόγους έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η λανθασμένη κατά τον εφεσείοντα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκε το καθήκον επιμέλειας των εφεσίβλητων 1, 3 και 4, το οποίο υπείχαν έναντι του. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίθεση εναντίον του ήταν ξαφνική και μικρής διαρκείας, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η αδυναμία επέμβασης των εφεσίβλητων και ότι η συμπεριφορά των εφεσίβλητων 1, 3 και 4 δεν ήταν κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου επιμέλειας. Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η επίθεση εναντίον του ήταν ξαφνική και διήρκησε μόνο 1‑2 λεπτά αφού είχε δεχτεί και δεύτερη επίθεση, και μάλιστα κάποιος από αυτούς που του επιτέθηκαν τον έπιασε από τον λαιμό και τον έβγαλε έξω στη ξύλινη βεράντα. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι δεν παραβιάστηκε το καθήκον επιμέλειας των εφεσίβλητων 1, 3 και 4 έναντι του εφεσείοντα, αφού οι εφεσίβλητοι ουδέποτε προέβαλαν τέτοιο ισχυρισμό είτε με την Υπεράσπιση τους, είτε κατά τη διάρκεια της δίκης. Συναφής είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του, εφόσον είχε αποδεχθεί τη δική του μαρτυρία και των μαρτύρων που o ίδιος κάλεσε, και έτσι το βάρος απόδειξης είχε μεταφερθεί στους εφεσίβλητους, των οποίων η μαρτυρία απορρίφθηκε στο σύνολο της. Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και ειδικά τη μαρτυρία του εφεσείοντα σε σχέση με την επίθεση και τον ξυλοδαρμό που δέχτηκε. Τέλος, αντικείμενο του έβδομου λόγου έφεσης είναι η εισήγηση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε το ποσό των αποζημιώσεων που δικαιούται ο εφεσείων βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας, έστω και εάν απέρριψε την αγωγή στο θέμα της ευθύνης.
Οι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρισαν ενώπιον του Εφετείου περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία και υιοθέτησαν.
Έχει ήδη αναφερθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, και ορθά κατά την άποψη μας, ότι η αγωγή όπως προσδιορίστηκε και από τον εφεσείοντα στην Έκθεση Απαίτησης του αφορά ισχυρισμό για αμέλεια που επέδειξαν οι εφεσίβλητοι ως κάτοχοι ακίνητης ιδιοκτησίας και ως διαχειριστές νυκτερινού κέντρου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 28‑37 της απόφασης του αναφέρεται στη νομολογία που αφορά το βάρος απόδειξης σε υποθέσεις αμέλειας, όπως επίσης και την υποχρέωση του ενάγοντα να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αμέλειας και ζημιάς. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Σοφοκλέους v. Καλογήρου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 369 και Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ v. Λουκά (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 447, όπως και η πιο πρόσφατη απόφαση Ξενοφώντος Κύπρος ν. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων (2016) 1 Α.Α.Δ. 2786 η οποία είναι διαφωτιστική ως προς την έννοια του αστικού αδικήματος της αμέλειας και ως προς το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων όφειλε να αποδείξει στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του, ότι το εν λόγω καθήκον παραβιάστηκε και εξαιτίας της διάρρηξης του καθήκοντος αυτού, ο εφεσείων υπέστη την κατ’ ισχυρισμό ισχυριζόμενη ζημιά.
Ορθά επίσης σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρόλο που η κλασσική έννοια και ο ορισμός της αμέλειας αφορά και αναφέρεται σε καθήκον επιμέλειας του προσώπου που προκάλεσε τη ζημιά, εντούτοις γίνεται δεχτό ότι μπορεί να εγερθεί ζήτημα αμέλειας και αναφορικά με πράξεις τρίτων, πέραν βέβαια της εκ προστήσεως ευθύνης και προς τούτο παραπέμπει στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence 13η έκδοση, όπου στο κεφάλαιο General Principles με τίτλο Assuming responsibility for other persons, και ειδικά στην παράγραφο 2‑87 αναφέρονται τα ακολούθα:
«A defendant may also be personally liable for failing to prevent tortious conduct by another where, once again, he or she has in some way assumed responsibility for or control over the other.»
Επίσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι στην υπό κρίση υπόθεση η αγωγή εγείρεται στη βάση αμέλειας που προέκυψε από παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας και στη βάση επιμέλειας των εφεσιβλήτων ως διαχειριστών του επίδικου νυκτερινού κέντρου και προς τούτο παραθέτει το άρθρο 51(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, σχετική νομολογία όπως επίσης απόσπασμα από το σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts (Sweet & Maxwell, 22η έκδοση), αλλά και απόσπασμα ως προς την ευθύνη του κατόχου του υποστατικού αναφορικά με πράξεις τρίτων που γίνονται στο υποστατικό, σχετική είναι η παράγραφος 12‑31 του ιδίου συγγράμματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνοντας ότι οι εφεσίβλητοι ενάγονται επίσης υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές του επίδικου κέντρου διασκέδασης, ορθά αναφέρει ότι θα πρέπει να κριθεί και το κατά πόσο επέδειξαν αμέλεια προς το πρόσωπο του εφεσείοντα και με αναφορά ως προς τη συγκεκριμένη αυτή ιδιότητα τους και παρέπεμψε σχετικά στην αγγλική υπόθεση Everett and another v. Comojo (UK) Ltd, [2011] EWCA Civ 13, η οποία αφορούσε υπόθεση όπου θαμώνες ενός κλαμπ ενήγαγαν, τον διαχειριστή του υποστατικού για ζημιές που υπέστησαν μετά από επίθεση με μαχαίρι που δέχτηκαν από άλλο θαμώνα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβηκε εμπεριστατωμένα στις σελίδες 20‑26 της πρωτόδικης απόφασης, αναφερόμενο ξεχωριστά σε κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του, τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε μάρτυρα και αξιολογώντας την ανάλογα, ορθά αποφάσισε ότι «... ως θέμα αρχής υφίσταται καθήκον επιμέλειας στη διεύθυνση ενός κέντρου αναψυχής αναφορικά με πράξεις τρίτων προσώπων που λαμβάνουν χώρα στον χώρο και υφίσταται καθήκον αποτροπής της ζημιάς. Όμως σε κάθε περίπτωση η έκταση του καθήκοντος επιμέλειας θα πρέπει να οριοθετείται με τρόπο δίκαιο, εύλογο και λογικό».
Το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Everett and another (ανωτέρω) υπέδειξε ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ευρύτερο καθήκον επιμέλειας για τις πράξεις τρίτων από το καθήκον επιμέλειας που αναγνωρίζεται στον κάτοχο ακίνητης ιδιοκτησίας. Συνεπώς στην περίπτωση που θα κριθεί η ευθύνη των εναγομένων υπό το πρίσμα των αρχών της απόφασης Everett and another (ανωτέρω), αυτή θα πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο και υπό τα κριτήρια που κρίνεται η ευθύνη γενικά κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας. Στην εν λόγω απόφαση και συγκεκριμένα στην παράγραφο 36 αυτής, τέθηκαν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα που μπορεί να κριθεί ότι η διαχείριση του κέντρου διασκέδασης μπορεί να έχει ευθύνη για πράξεις τρίτων στο κέντρο ως ακολούθως:
«Circumstances will vary so widely. However, I think it will be a rare nightclub that does not need some security arrangements which can be activated as and when the need arises. What they need to be will vary. One can think of obvious examples where liability will attach. In a nightclub where experience has shown that entrants quite often try to bring in offensive weapons it may be necessary to arrange for everyone to be searched on entry. In a nightclub where outbreaks of violence are not uncommon, liability might well attach if a guest is injured in an outbreak of violence among guests and there is no one on hand to control the outbreak.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία όπως αυτή έχει προκύψει μετά από την αξιολόγηση της, κατέληξε στις σελίδες 37 και 38 της απόφασης του ότι:
‑ Ο ενάγοντας εισήλθε νόμιμα στο υποστατικό των εναγομένων για σκοπούς διασκέδασης και ότι βρισκόταν στο υποστατικό ως νόμιμος επισκέπτης με την ιδιότητα του προσκεκλημένου.
‑ Οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 ως διαχειριστές του χώρου, είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του ενάγοντα για τις δραστηριότητες εντός του υποστατικού.
‑ Πέραν από το καθήκον επιμέλειας ως κάτοχοι του χώρου, οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 ως διαχειριστές του κέντρου διασκέδασης είχαν με τον ενάγοντα επαρκή σχέση εγγύτητας ώστε να γεννάται σε κάθε περίπτωση καθήκον επιμέλειας προς τον ενάγοντα για πράξεις τρίτων προσώπων που δυνατό να προκαλούσαν ζημιά σε αυτό.
‑ Οι εναγόμενοι 3 και 4 ήταν ενοικιαστές του χώρου και μέσω της εναγόμενης 1 διαχειρίζονταν το κέντρο διασκέδασης «Σφηνάκια», παρουσιάζονταν ως ιδιοκτήτες αυτού και είχαν επαρκή βαθμό ελέγχου στον χώρο.
‑ Για τον εναγόμενο 5 καμία μαρτυρία προέκυψε για την εμπλοκή του στη διαχείριση ή ιδιοκτησία της επιχείρησης και ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη.
‑ Εφόσον επρόκειτο για κέντρο αναψυχής στο οποίο γίνεται κατανάλωση αλκοόλ υπήρχε προβλεπτός κίνδυνος ο ενάγοντας να υποστεί ζημιά.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι:
«Σύμφωνα με την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία δεν υπήρχε έξαρση των επεισοδίων βίας και το κέντρο Σφηνάκια δεν ήταν υποστατικό που συνήθως λάμβαναν χώρα επεισόδια μεταξύ των θαμώνων, ώστε να δικαιολογείται ενδελεχής έλεγχος των θαμώνων πριν την είσοδο στο κέντρο ή ιδιαίτερα ή αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Περαιτέρω, οι κάτοχοι του χώρου και διαχειριστές της επιχείρησης δεν δέχθηκαν συστάσεις πριν το χρόνο του επίδικου συμβάντος σχετικά με ελλιπή μέτρα ασφαλείας στο κέντρο που διαχειρίζονταν.
Επιπρόσθετα, στην υπό κρίση υπόθεση, η επίθεση στον Ενάγοντα ήταν απρόσμενη και ως εκ τούτου δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι επικείτο επίθεση στον Ενάγοντα, ώστε να ενεργοποιούντο οι υπεύθυνοι του κέντρου προς αποτροπή της επίθεσης. Ταυτόχρονα, η υπό κρίση επίθεση εκτός από ξαφνική ήταν και μικρής διάρκειας, ενός με δύο λεπτών και δικαιολογείται η αδυναμία άμεσης επέμβασης προς τερματισμό του επεισοδίου.
Επιπλέον από την ενώπιόν μου μαρτυρία στο κέντρο Σφηνάκια εργοδουτούντο τρία πρόσωπα ως φρουροί ασφαλείας, και ο ΜΥ2 κατά το χρόνο που ξέσπασε το επεισόδιο βρισκόταν εντός του χώρου του κέντρου. Ως εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι οι Εναγόμενοι λάμβαναν, γενικά, τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας και κατά το χρόνο και στο χώρο που έλαβε χώρα η επίθεση υπήρχε φρουρός ασφαλείας, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε, εκ των πραγμάτων να αποτρέψει την επίθεση.
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει του ότι στο υποστατικό το επίδικο βράδυ δεν υπήρχαν πολλοί θαμώνες και η κίνηση στον χώρο ήταν αραιή θα δικαιολογείτο η εργοδότηση, εκείνο το βράδυ, ενός μόνο φρουρού ασφαλείας και η μη εργοδότηση άλλων δεν θα έδινε έρεισμα σε ισχυρισμό για ελλιπή λήψη μέτρων.
Στην υπό κρίση υπόθεση το γεγονός ότι η επίθεση ήταν απροσδόκητη, το ότι τα επεισόδια ξυλοδαρμών δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο και υπό το φως των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονταν γενικά στο κέντρο σφηνάκια αλλά και την παρουσία φρουρού ασφαλείας στο χώρο κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το περιστατικό, κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων 1,3 και 4 δεν αφίστατο του αναμενόμενου επιπέδου επιμέλειας.
Συνεπώς, κρίνω ότι στην παρούσα παρόλο που οι Εναγόμενοι 1,3 και 4 υπείχαν καθήκον επιμέλειας απέναντι στον Ενάγοντα, δεν κρίνω ότι αυτό παραβιάστηκε. Αντίθετη προσέγγιση στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης θα καθιστούσε το εύρος και την έκταση του καθήκοντος επιμέλειας, των Εναγομένων, πέραν του εύλογου, δίκαιου και λογικού.»
Οι λόγοι έφεσης 1-6 μπορούν να εξεταστούν μαζί αφού αυτοί άπτονται τόσο της αξιολόγησης της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και των ευρημάτων στα οποία κατέληξε, όσο και της κατάληξης του περί μη παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας από πλευράς των εναγομένων 1, 3, 4 και 5. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τον πέμπτο λόγο έφεσης, αφού δεν ασχολείται καθόλου με αυτόν στο περίγραμμα του.
Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις τους, την εν γένει συμπεριφορά τους και να κρίνει τις απαντήσεις τους και τη στάση τους καθ' όλη τη δικαστική διαδικασία. Το Εφετείο πολύ σπάνια παρεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια και τούτο, μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που η νομολογία έχει καθορίσει. Στην πρόσφατη απόφαση μας Αντώνης Αντωνίου κ.α. ν. Ανδρούλλας Ονουφρίου Πολ. Έφ. 444/2019 ημερ.30.10.2024, συνοψίζοντας τη νομολογία, υποδείξαμε ότι:
«Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί: «Η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Σχετική είναι η απόφαση Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 353. Όπως έχει σαφέστατα καθοριστεί σε πληθώρα αποφάσεων, η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καταλήγει στα συμπεράσματα του. Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση Πολιτική Έφεση 366/18 AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ ημερ. 31.1.2024, όπου έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Τούτο το αναγνωρίζουν και οι συνήγοροι παραθέτοντας και οι δύο νομολογία από την υπόθεση Αντωνίου Νίκος v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1Α.Α.Δ. 317 στην οποία μνημονεύεται η αρχή ότι:
«... η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει όμως την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, να παρέμβει και να παραγκωνίσει τα ευρήματα περί αξιοπιστίας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, Φράγκος v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39».
Αυτό το αυστηρό κριτήριο επέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, έχει υπογραμμιστεί σε πληθώρα νομολογίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Σενέκκης Πανίκος v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 417, NAT JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολιτική Έφεση αρ. 105/2014, ημερ.18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A443.»
Έχει ήδη αναφερθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς εξέτασε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του τόσο παραθέτοντας τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα με αρκετή λεπτομέρεια, όσο και τις ορθές αποφάσεις αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης μαρτυρίας. Και προς τούτο ασχολήθηκε ακολούθως με τη μαρτυρία κάθε ενός από τους μάρτυρες των οποίων και αξιολόγησε ξεχωριστά δικαιολογώντας την απόφαση του και παραπέμποντας σχετικά σε αποσπάσματα της μαρτυρίας του. Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο επέμβασης με την αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα, αυτή ήταν ενδελεχής, τεκμηριωμένη και εύλογα επιτρεπτή.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονταν στο επίδικο υποστατικό, τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του αναφορικά με τυχόν προηγούμενα επεισόδια καβγάδων και/ή βίας που είχαν σημειωθεί εκεί, όπως και τις θέσεις των αστυνομικών που τέθηκαν ενώπιον του.
Στην απόφαση μας H.M. HOUSEMARKET (CYPRUS) LTD v. ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΘΙΜΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2021, ημερ.26.9.2024 σε σχέση με το καθήκον επιμέλειας ενός κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας προς τον προσκεκλημένο του, έχουμε παραθέσει από τη νομολογία τα πιο κάτω σε σχέση με τη λήψη μέτρων από ιδιοκτήτη επιχείρησης και το καθήκον που υπέχει να προστατεύσει προσκεκλημένο από τυχόν κίνδυνο ακόμα και ασυνήθιστο τον οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει:
«… Στην υπόθεση Λ.Π. Φραγκεσκίδης (ανωτέρω) αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Slater v. Clay Cross Co. Ltd. [1956] 2 All E.R. 625, αποφασίστηκε ότι οι εναγόμενοι έχουν καθήκον στη διεξαγωγή τους επιχείρησής τους να λάβουν λογικά μέτρα να μην υποστεί ζημιά οποιοσδήποτε που είναι νόμιμα εκεί, ανεξάρτητα εάν είναι προσκεκλημένος ή αδειούχος, και έχουν ευθύνη για ασυνήθιστους κινδύνους τους οποίους γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν.»
Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στην G.I.P Constructions (ανωτέρω)
στην οποία:
«επισημαίνεται η σύγχρονη τάση εναρμονισμού των υποχρεώσεων του κατόχου υποστατικών κατά το κοινό δίκαιο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί κοινωνικού καθήκοντος. Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση G.I.P. Constructions, ανωτέρω, τα όρια του καθήκοντος προς τον γείτονα προσδιορίζει η ανθρωπιστική συμπεριφορά η οποία αναμένεται από τον κάθε πολίτη στον προγραμματισμό και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του. Το κριτήριο αυτό, ως το μέτρο κρίσεως της συμπεριφοράς του εναγομένου, σημειώθηκε κατά τρόπο εύγλωττο στην απόφαση British Railways Board ν. Herrington.» ([1972] 1 ALL E.R. 749)
Τέλος αναφέρεται ότι:
«Το ότι η πιθανότητα εκδηλώσεως του κινδύνου ήταν μικρή (slight) δεν απαλλάττει τον κάτοχο των υποστατικών από τη λήψη προστατευτικών μέτρων εφόσον ο κίνδυνος είναι προβλεπτός».
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα ότι το επίδικο βράδυ που συνέβηκε το επεισόδιο εργοδοτούνταν ως φρουροί ασφαλείας ο Μ.Υ.2 και άλλα δύο άτομα. Κατά δε τον χρόνο που ξέσπασε το επεισόδιο, ο Μ.Υ.2 βρισκόταν εντός του κέντρου διασκέδασης. Με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του από τους μάρτυρες αστυνομικούς τους οποίους κάλεσε η πλευρά του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης προέβη σε εύρημα ότι στο εν λόγω υποστατικό έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν σε μία με δύο περιπτώσεις κάποιας μορφής επεισόδια για τα οποία δεν έγινε οποιαδήποτε διερεύνηση από πλευράς Αστυνομίας και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη αυτών των μεμονωμένων επεισοδίων δεν αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη ότι επεισόδια βίας λάμβαναν χώρα συχνά στο υποστατικό. Επίσης, σημειώνει, ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για την έκταση των προηγούμενη επεισοδίων, ενώ παράλληλα δεν υπήρξε μαρτυρία ότι διερευνήθηκε ή καταγγέλθηκε οποιοδήποτε άλλο περιστατικό βίας πριν από το επίδικο. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καταλήγει στη σελίδα 28 της απόφασης του, ως ακολούθως:
«Όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Κύπρος Ξενοφώντος ν. Κ.Ν Zoo Bar Restaurant Ltd Π.Ε 477/11 ημερομηνίας 15.12.2016, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί σε επίπεδο εικασιών, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Σχετική επίσης είναι η απόφαση King's Development Co Ltd v. Πηλέα (2001) 1 Α.Α.Δ 733.
Ελείψει, λοιπόν, μαρτυρίας αναφορικά με την, έκταση, σοβαρότητα και συχνότητα των προηγούμενων επεισοδίων, που έλαβαν χώρα στο κέντρο Σφηνάκια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε εύρημα ότι τα επεισόδια βίας ήταν σύνηθες φαινόμενο στο κέντρο Σφηνάκια και ούτε ότι κέντρο Σφηνάκια παρουσίαζε μεγαλύτερο ποσοστό επεισοδίων από τα υπόλοιπα κέντρα της Λευκωσίας. Περαιτέρω αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι κάτοχοι του χώρου και διαχειριστές της επιχείρησης δεν δέχθηκαν συστάσεις πριν το χρόνο του επίδικου συμβάντος σχετικά με ελλιπή μέτρα ασφαλείας στο κέντρο που διαχειρίζονταν.»
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 38 και 39 της απόφασης του, αναφέρει τα ακολούθα:
«Σύμφωνα με την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία δεν υπήρχε έξαρση των επεισοδίων βίας και το κέντρο Σφηνάκια δεν ήταν υποστατικό που συνήθως λάμβαναν χώρα επεισόδια μεταξύ των θαμώνων, ώστε να δικαιολογείται ενδελεχής έλεγχος των θαμώνων πριν την είσοδο στο κέντρο ή ιδιαίτερα ή αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Περαιτέρω, οι κάτοχοι του χώρου και διαχειριστές της επιχείρησης δεν δέχθηκαν συστάσεις πριν το χρόνο του επίδικου συμβάντος σχετικά με ελλιπή μέτρα ασφαλείας στο κέντρο που διαχειρίζονταν.
Επιπρόσθετα, στην υπό κρίση υπόθεση, η επίθεση στον Ενάγοντα ήταν απρόσμενη και ως εκ τούτου δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι επικείτο επίθεση στον Ενάγοντα, ώστε να ενεργοποιούντο οι υπεύθυνοι του κέντρου προς αποτροπή της επίθεσης. Ταυτόχρονα, η υπό κρίση επίθεση εκτός από ξαφνική ήταν και μικρής διάρκειας, ενός με δύο λεπτών και δικαιολογείται η αδυναμία άμεσης επέμβασης προς τερματισμό του επεισοδίου.
Επιπλέον από την ενώπιόν μου μαρτυρία στο κέντρο Σφηνάκια εργοδουτούντο τρία πρόσωπα ως φρουροί ασφαλείας, και ο ΜΥ2 κατά το χρόνο που ξέσπασε το επεισόδιο βρισκόταν εντός του χώρου του κέντρου. Ως εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι οι Εναγόμενοι λάμβαναν, γενικά, τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας και κατά το χρόνο και στο χώρο που έλαβε χώρα η επίθεση υπήρχε φρουρός ασφαλείας, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε, εκ των πραγμάτων να αποτρέψει την επίθεση.
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει του ότι στο υποστατικό το επίδικο βράδυ δεν υπήρχαν πολλοί θαμώνες και η κίνηση στον χώρο ήταν αραιή θα δικαιολογείτο η εργοδότηση, εκείνο το βράδυ, ενός μόνο φρουρού ασφαλείας και η μη εργοδότηση άλλων δεν θα έδινε έρεισμα σε ισχυρισμό για ελλιπή λήψη μέτρων.
Στην υπό κρίση υπόθεση το γεγονός ότι η επίθεση ήταν απροσδόκητη, το ότι τα επεισόδια ξυλοδαρμών δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο και υπό το φως των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονταν γενικά στο κέντρο σφηνάκια αλλά και την παρουσία φρουρού ασφαλείας στο χώρο κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το περιστατικό, κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων 1,3 και 4 δεν αφίστατο του αναμενόμενου επιπέδου επιμέλειας.
Συνεπώς, κρίνω ότι στην παρούσα παρόλο που οι Εναγόμενοι 1,3 και 4 υπείχαν καθήκον επιμέλειας απέναντι στον Ενάγοντα, δεν κρίνω ότι αυτό παραβιάστηκε. Αντίθετη προσέγγιση στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης θα καθιστούσε το εύρος και την έκταση του καθήκοντος επιμέλειας, των Εναγομένων, πέραν του εύλογου, δίκαιου και λογικού.»
Δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο επέμβασης στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και αναφορικά με τα πιο πάνω συμπεράσματα του. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα και ορθά έκρινε ότι αυτό δεν παραβιάστηκε.
Επομένως, θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 (έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί από τον εφεσείοντα) απορρίπτονται.
Παραμένει ο έβδομος λόγος έφεσης, o οποίος με βάση την κατάληξη του Δικαστηρίου ανωτέρω καθίσταται ακαδημαϊκής σημασίας πλέον.
Είναι γεγονός ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκαν οι τραυματισμοί του ενάγοντα‑εφεσείοντα. Αντίθετα, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο δηλώθηκε ότι έγιναν δεκτά για την αλήθεια του περιεχόμενου τους τα Τεκμήρια 3, 5 και 8 που αφορούν τις σωματικές βλάβες του ενάγοντα. Το περιεχόμενο τους αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο ανάφερε το περιεχόμενο των εν λόγω Τεκμηρίων που αφορούν τις σωματικές βλάβες του ενάγοντα και σημείωσε επίσης ότι δεκτά ως προς την αλήθεια του περιεχόμενου τους έγιναν και τα Τεκμήρια 11, 12, 13 και 14, τα οποία αφορούν τις ειδικές ζημιές που υπέστη ο ενάγοντας. Θα ήταν ορθό με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το ότι αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα, να αποφάσιζε και το ύψος των αποζημιώσεων που θα του επιδίκαζε, σε περίπτωση που η αγωγή του ήταν επιτυχής, ούτως ώστε εάν τυχόν η απόφαση του ανατρέπετο κατ' έφεση, να μην χρειαζόταν η επανεκδίκαση της υπόθεσης, αλλά να μπορούσε το Εφετείο να αποφάσιζε με βάση το τι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του, και τυχόν ποσό αποζημιώσεων.
Στην παρούσα υπόθεση το ερώτημα τούτο καθίσταται ακαδημαϊκό και το Δικαστήριο δεν θα αποφανθεί επί αυτού. Επαναλαμβάνεται όμως η σύσταση προς τα πρωτόδικα δικαστήρια όπως σε περίπτωση παρόμοιας υπόθεσης, και παρά την απόρριψη της αγωγής, αποφασίζουν τυχόν τις αποζημιώσεις που θα απέδιδαν ακριβώς για να αποφευχθεί τυχόν διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης είτε ολόκληρης, είτε του μέρους που αφορά μόνο την επιδίκαση αποζημιώσεων, μετά από χρόνια.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας που ανέρχονται σε €2.400 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο