RADIJOB LTD v. YPERA INSURANCE CO. LTD, (Όπως μετονομάστηκαν από Υδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία (Κύπρου) Λτδ), Πολιτική Έφεση Αρ.: 247/2018, 11/2/2025
print
Τίτλος:
RADIJOB LTD v. YPERA INSURANCE CO. LTD, (Όπως μετονομάστηκαν από Υδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία (Κύπρου) Λτδ), Πολιτική Έφεση Αρ.: 247/2018, 11/2/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 247/2018)

 

11 Φεβρουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

RADIJOB LTD,

Εφεσείοντες,

v.

 

YPERA INSURANCE CO. LTD,

(Όπως μετονομάστηκαν από Υδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία (Κύπρου) Λτδ)

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Γ. Τρίγγας για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Θ. Θωμά (κα) για κ.κ. Κενδέας Α. Σέργη Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Αγωγή που καταχώρισαν οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσίβλητων απορρίφθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Πρόκειται για υπόθεση που αποφασίστηκε στο πλαίσιο ταχείας εκδίκασης με βάση τις πρόνοιες της Δ.30 Κ.5, 6 και 7 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Η δικογραφημένη εκδοχή των εφεσειόντων ήταν πως το όχημα με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173, οδηγούμενο από την Α. Χατζηπαναγή, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, ασφαλισμένο από τους εφεσίβλητους, την 13.10.2016, απέκοψε, στην προσπάθεια του να εισέλθει σε λεωφόρο, την πορεία του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΗΜΡ 584, οδηγούμενου από τον A. Abughamja, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων.  Αντίθετα, η δικογραφημένη εκδοχή των εφεσίβλητων ήταν πως η οδηγός που οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173 δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη, για το τροχαίο δυστύχημα, και ισχυρίστηκαν ότι το ατύχημα οφειλόταν σε αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του οδηγού του οχήματος ΗΜΡ 584. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τέθηκε και εκδικάστηκε η υπόθεση, απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων, η οποία αφορούσε μόνο ζημιές επί του οχήματος τους, ύψους €1.246,00, περιλαμβανομένου του κόστους εκτίμησης των ζημιών.  Για την απόδειξη της απαίτησης προσκομίστηκαν γραπτές μαρτυρίες, τριών μαρτύρων (ΜΕ) για τους εφεσείοντες και δύο μαρτύρων (ΜΥ) για τους εφεσίβλητους.  Ουδείς εξ αυτών αντεξετάστηκε.  Ειδικότερα, ως προς τη μαρτυρία που υποστήριξε την εκδοχή των διαδίκων, αναφορικά με τις συνθήκες σύγκρουσης, εκ μέρους των εφεσειόντων κατέθεσε και ο οδηγός του οχήματος ΗΜΡ 584 (ΜΕ3), ο οποίος μαρτύρησε ότι οδηγούσε το προαναφερόμενο όχημα επί της λεωφόρου Αιπείας, στην Έγκωμη, και την ίδια ώρα το όχημα ΜΑΜ 173, που οδηγείτο από την Χατζηπαναγή, απέκοψε την ελεύθερη πορεία του οχήματος του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του οδηγού του οχήματος ΗΜΡ 584, έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί σ’ αυτήν για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων, ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία της οδηγού του οχήματος ΜΑΜ 173.  Ως αποτέλεσμα, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν αμέλεια της οδηγού του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173.

 

Με τρεις λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΥ2, και στη βάση της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο οδηγός που οδηγούσε το όχημα ΗΜΡ 584 ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε πως οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν αμέλεια της οδηγού του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173 και, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία, ειδικότερα τα τεκμήρια που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς των ενεχόμενων οδηγών.

 

Λόγω του περιεχομένου τους, ο πρώτος λόγος και ο τρίτος λόγος έφεσης χρήζουν προτεραιότητας στην εξέταση, καθότι, αν διαπιστωθεί σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας οι πιθανότητες να ανατραπούν τα ευρήματα, και κατ’ επέκταση συμπεράσματα του Δικαστηρίου, είναι αυξημένες.

 

Επισημαίνουμε, κατ’ αρχάς, ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο, κατ’ εξοχήν, πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την αρμοδιότητα και το προτέρημα να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Εάν είναι εύλογα επιτρεπτό, για το πρωτόδικο Δικαστήριο, να προβεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλέπε, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020, 24.11.2022 ECLI:CY:DOD:2022:32, Salamis Tours (Holdings) Public Limited v. Καθητζιώτης κ.α., Πολιτική Έφεση 278/2018, ημερομηνίας 29.01.2025).

 

Ακολουθεί, στη συνέχεια, αυτούσιο το περιεχόμενο των θέσεων οι οποίες προβάλλονται, από τους εφεσείοντες, στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, και οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

«(α)  Λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο ΜΥ2 ήταν πρόσωπο το οποίο δεν είχε σχέση με την διαφορά και δεν εργοδοτείτο ούτε από την Ενάγουσα ούτε από την Εναγόμενη και ότι ενήργησε στα πλαίσια των καθηκόντων του.

 

(β)  Ο ΜΥ2 στην ένορκη του δήλωση στην παράγραφο 2 δηλώνει ότι η εταιρεία του έχει σύμβαση παροχής φροντίδας ατυχήματος με την Εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και επομένως δεν είναι ανεξάρτητο πρόσωπο.

 

(γ)  Ο ΜΥ2 πουθενά στην μαρτυρία του δεν αναφέρει ότι η φωτογραφία με αριθμό 5 στην δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 3, δείχνει το όχημα της Ενάγουσας να βρίσκεται στην αντίθετη πορεία με την κατεύθυνση του και το εν λόγω εύρημα του Δικαστηρίου είναι αυθαίρετο.

 

(δ)  Η δήλωση Τεκμήριο 1 που κατάθεσε ο ΜΥ2 αναφέρεται μόνο στα γεγονότα που ελέχθησαν από την οδηγό του αυτοκινήτου υπ’ αριθμό εγγραφής ΜΑΜ 173 και συμπληρώθηκε αργότερα και όχι στη σκηνή του δυστυχήματος.  Το πιο πάνω γεγονός είναι αυταπόδεικτο από το γεγονός ότι η δήλωση είναι δακτυλογραφημένη»

 

 

Κρίνεται, επίσης, χρήσιμο να παραθέσουμε αποσπάσματα, από την πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την αξιολόγηση του ΜΥ2, τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Ως προς τη μαρτυρία του ΜΥ2 παρατηρείται ότι ουσιαστικοί ισχυρισμοί που προέβαλε ούτε αμφισβητήθηκαν ούτε αντικρούονται από αντίθετη μαρτυρία.  Συγκεκριμένα ο ισχυρισμός του ΜΥ2 ότι τα οχήματα δεν είχαν μετακινηθεί και ο ισχυρισμός του περί της θέσης στην οποία βρέθηκαν, όταν μετέβη στη σκηνή, δεν αμφισβητήθηκαν ούτε αντικρούονται από αντίθετη μαρτυρία.

 

Επιπρόσθετα η εκδοχή του ότι υπογράφηκε το Τεκμήριο 1 Δήλωση-Declaration αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός. Περαιτέρω ο ΜΥ2 δεν ζητήθηκε να αντεξεταστεί και έτσι δεν αμφισβητήθηκε η θέση του ότι εξήγησε το περιεχόμενο του εν λόγω Τεκμηρίου στον ΜΕ3.  Πέραν του ότι ο ίδιος ο ΜΥ2 δεν αντεξετάστηκε επί της δήλωσης του περί μετάφρασης και επεξήγησης του περιεχομένου του Τεκμηρίου 1 στον ΜΕ3, η θέση αυτή δεν αντικρούεται με άλλη αποδεκτή αξιόπιστη μαρτυρία, αφού όπως κρίθηκε πιο πάνω με αναφορά στην απόφαση Τουτζικιάν (ανωτέρω), η αντίθετη θέση του ΜΕ3 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.  Συνεπώς το Δικαστήριο μπορεί να βασισθεί στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 για συναγωγή ευρημάτων.

 

Ως προς το Τεκμήριο 2, πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής, αποδέχομαι ότι αποτελεί έγγραφο που προήλθε από τα κοινά αποδεκτά γεγονότα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 1 και ως τέτοιο μπορεί να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο.  Τονίζω ότι το εν λόγω Τεκμήριο δεν προήλθε από αντικειμενικά – πραγματικά ευρήματα στη σκηνή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να του αποδοθεί η βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στην πραγματική μαρτυρία αλλά μπορεί να συνυπολογισθεί με το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς συναγωγής ευρημάτων.

 

Περαιτέρω ο ΜΥ2 κατέθεσε δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από 8 φωτογραφίες.  Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ 337, οι φωτογραφίες μπορούν να κατατεθούν ως πραγματική μαρτυρία για την κατάδειξη ζημιών σε όχημα ή για τον σκοπό αντεξέτασης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.  Στην υπό κρίση υπόθεση τις φωτογραφίες έλαβε ο ίδιος ο ΜΥ3, ο οποίος μετέβη στη σκηνή.  Ο ΜΥ2 φωτογράφησε τα οχήματα στη θέση που ήταν μετά το ατύχημα, καθότι σύμφωνα με τον αναντίλεκτό του ισχυρισμό αυτά δεν μετακινήθηκαν.  Η φωτογραφία 5, στη δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 3, δεικνύει το όχημα ΗΜΡ 584 να βρίσκεται στη δεξιά λωρίδα της Λεωφόρου Αιπείας, ήτοι στην αντίθετη με τη πορεία του κατεύθυνση.  Οι υπόλοιπες φωτογραφίες απεικονίζουν τις ζημίες των ενεχόμενων οχημάτων.  Συνεπώς το Δικαστήριο μπορεί να βασισθεί στις εν λόγω φωτογραφίες, ως καλό οδηγό για τη διακρίβωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος.  Σχετική είναι απόφαση Νικήτα v. ΚΟΑ (2003) 1 Α.Α.Δ. 344.

 

Παράλληλα τονίζεται ότι ο ΜΥ2 ήταν πρόσωπο τρίτο σε σχέση με τη διαφορά και δεν εργοδοτείτο ούτε από την Ενάγουσα ούτε από την Εναγομένη εταιρεία και ότι ενήργησε απλά στα πλαίσια των καθηκόντων του, ως υπάλληλος εταιρείας παροχής υπηρεσιών και φροντίδας σε οδηγούς που εμπλέκονται σε ατυχήματα.»

 

Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις και τα παράπονα των εφεσειόντων, σε συνυφασμό με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τους συνηγόρους των διαδίκων στα περιγράμματα αγόρευσης τους, με αναφορά στην προσαχθείσα μαρτυρία. Έχουμε σταθμίσει όλα τα ευρισκόμενα, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στοιχεία καθώς και τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως προωθήθηκαν πρωτόδικα.  Κατ’ αρχάς, δεν  εντοπίζουμε σφάλμα, λόγω της αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο ΜΥ2 δεν είχε σχέση με τη διαφορά και δεν εργοδοτείτο από τους διάδικους.  Ως εκ τούτου, ορθά ήταν και αυτό ένα στοιχείο το οποίο το Δικαστήριο συνυπολόγισε, ως φαίνεται, για την αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα. Κρίνουμε πως οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να προβάλλουν θέση περί του αντιθέτου ή περί του ότι ο ΜΥ2 δεν ενήργησε στο πλαίσιο των καθηκόντων του.  Αν αμφισβητούνταν αυτά τα στοιχεία της μαρτυρίας του, όφειλαν να τον αντεξετάσουν και να του υποδείξουν, με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ενήργησε μεροληπτικά ή λανθασμένα και εκτός του πλαισίου των καθηκόντων του.  Το γεγονός ότι ο ΜΥ2 δήλωσε, στη γραπτή μαρτυρία του, ότι η εταιρεία στην οποία εργαζόταν είχε σύμβαση παροχής φροντίδας ατυχήματος με τους εφεσίβλητους δεν είναι γεγονός που από μόνο του δικαιολογούσε, εξ’ ορισμού, συμπέρασμα ότι ο ΜΥ2 δεν ήταν αντικειμενικός στη μαρτυρία του.  Παρουσίασε πολύ συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία αντιλήφθηκε στη σκηνή του δυστυχήματος, ετοιμάζοντας πρόχειρο σχέδιο, και συμπλήρωσε έντυπο το οποίο, ως δήλωσε, υπέγραψαν οι δύο εμπλεκόμενοι στο δυστύχημα οδηγοί. Ο αντίλογος, κυρίως ως προς το σημείο σύγκρουσης, το οποίο, σημειωτέον, είναι συνυφασμένο με τις συνθήκες που επήλθε η σύγκρουση, προβαλλόταν από το σχεδιάγραμμα το οποίο παρουσίασαν οι εφεσείοντες, το οποίο όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε και δεν έδωσε βαρύτητα, στο περιεχόμενο του, διότι, ως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν αναφέρεται πότε και από ποιον ετοιμάστηκε το εν λόγω σχεδιάγραμμα.  Σίγουρα δεν δόθηκε μαρτυρία ότι είχε ετοιμασθεί από τον οδηγό του οχήματος ΗΜΡ 584, που το επισύναψε στη γραπτή του δήλωση. Κρίνουμε, συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, εύλογο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο δεν αποδέχθηκε το προαναφερόμενο σχεδιάγραμμα. 

 

Ως προς το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το όχημα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων βρισκόταν στην αντίθετη πορεία, σε σχέση με την κατεύθυνση του, αυτό συνάδει αφ’ ενός με τη φωτογραφία 5 του Τεκμηρίου 3, η οποία, δείχνει την τελική θέση του οχήματος, αφετέρου, προκύπτει και από την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, ειδικότερα της οδηγού του οχήματος ΜΑΜ 173.  Δεδομένης δε και της απόρριψης της εκδοχής γεγονότων που παρουσίασε ο οδηγός του οχήματος ΗΜΡ 584, το υπό αμφισβήτηση εύρημα ήταν ορθό.  Σημειωτέον δε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του οδηγού του οχήματος ΗΜΡ 584 δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.

 

Περαιτέρω, σ’ ότι αφορά στην αμφισβήτηση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 1, που παρουσίασε ο ΜΥ2, και τη θέση των εφεσειόντων ότι το εν λόγω Τεκμήριο ετοιμάστηκε ή συμπληρώθηκε αργότερα, και όχι στη σκηνή του δυστυχήματος, παρατηρούμε ότι, αφ’ ενός ο ΜΥ2 δεν αντεξετάστηκε για να κλονισθεί η μαρτυρία του ότι είναι στη σκηνή που ετοίμασε το σχετικό έγγραφο, αφ’ ετέρου, ο οδηγός του οχήματος ΗΜΡ 584, αν και αρνείται ότι υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο, δεν μαρτύρησε ότι αυτό δεν συμπληρώθηκε ή δεν ετοιμάστηκε από τον ΜΥ2 στη σκηνή του δυστυχήματος.  Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ2 και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 που αυτός επισύναψε στη γραπτή του δήλωση.  Υπάρχει ακόμα μία παράμετρος επί του υπό συζήτηση θέματος. Με την εκδοχή γεγονότων που παρουσίασε ο οδηγός του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΗΜΡ 584 απέδωσε ευθέως είτε στον ΜΥ2, είτε σε κάποιο άλλο πρόσωπο, ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του, επί του Τεκμηρίου 1, για να αποδείξουν, ψευδώς, ότι αυτός αποδέχθηκε τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα, κατά τρόπο που να λειτουργήσουν εναντίον του, προκειμένου να επιτύχουν, παράνομα, αποζημίωση για τις ζημιές του οχήματος ΜΑΜ 173, ωστόσο, πέραν της μη αντεξέτασης του ΜΥ2, ούτε και οποιαδήποτε σχετική καταγγελία έγινε στην Αστυνομία, τουλάχιστον δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο πρωτόδικα, για τέτοιο σοβαρό, κατ’ ισχυρισμόν, αδίκημα.  Συμφωνούμε με την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία ήταν στο πλαίσιο  του ευλόγως επιτρεπτού, συνεκτιμώντας ορθά τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του.

 

Συνακόλουθα των προαναφερόμενων, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Ως προς την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης προβάλλονται οι πιο κάτω θέσεις:

 

«α)  Το Δικαστήριο ενώ αποδέχεται ότι το όχημα που οδηγούσε ο ΜΕ 3 φαίνεται από τις φωτογραφίες ότι είναι κτυπημένο στην αριστερή πλευρά, αναφέρει ότι από μόνες τους οι φωτογραφίες δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα για τις συνθήκες που επεσυνέβη το δυστύχημα αφού το εν λόγω εύρημα αποδέχεται και άλλων ερμηνειών και εκδοχών.

 

β)  Στην συνέχεια το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την φωτογραφία 5 του Τεκμηρίου 3 ως πραγματική μαρτυρία βάση της οποίας αξιολογεί τις μαρτυρίες.

 

γ)  Το Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε αφού το Τεκμήριο 1 που κατάθεσε ο ΜΥ2 ήταν δακτυλογραφημένο και δεν περιείχε τους ισχυρισμούς του ΜΕ3.

 

δ)  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τις υποχρεώσεις της οδηγού της παρόδου έναντι του οδηγού του κύριου δρόμου.»

 

Έχοντας εξετάσει τις πιο πάνω αιτιάσεις, των εφεσειόντων, κρίνουμε ότι αυτές δεν ευσταθούν.  Συμφωνούμε, με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι ζημιές των δύο οχημάτων δεν οδηγούν σε εύρημα το οποίο να υποστηρίζει μόνο την εκδοχή του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΗΜΡ 584, αλλά επιδέχονται και άλλης ερμηνείας.  Ουσιαστικά, οι ζημιές μπορούν να συνάδουν και με τις δύο εκδοχές.  Επομένως, το πρωτόδικο συμπέρασμα είναι ορθό.  Ως προς τον ισχυρισμό ότι το Τεκμήριο 1, που παρουσίασε ο ΜΥ2, ήταν δακτυλογραφημένο και δεν περιείχε τις θέσεις του οδηγού του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΗΜΡ 584, αυτός έχει ήδη τύχει της τοποθέτησης μας και άπτεται των λόγων που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την εκδοχή του, αλλά αποδέχθηκε την εκδοχή της οδηγού του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173, όπως και τη μαρτυρία του ΜΥ2. Δεν υπήρξε πρωτόδικα, εξ’ αιτίας της μη αντεξέτασης του ΜΥ2, θέση ή αντίλογος πως επειδή το Τεκμήριο 1 παρουσιάστηκε δακτυλογραφημένο, αυτό υποδηλώνει πως το περιεχόμενο του δεν ετοιμάστηκε στη σκηνή του δυστυχήματος.  Αν εκτυπώθηκε σε άλλο τόπο μεταγενέστερα είναι διαφορετικό το ζήτημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στηρίχθηκε συνολικά στη δυναμική που είχε η μαρτυρία των εφεσίβλητων, και την αποδέχθηκε, εν αντιθέσει με τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες. 

 

Τέλος, η θέση ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά «…τις υποχρεώσεις της οδηγού της παρόδου έναντι του οδηγού του κύριου δρόμου», θεωρούμε ότι αυτή σχετίζεται με τον δεύτερο  λόγο έφεσης, όπου αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για την απόδοση ευθύνης, και όχι με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Ως εκ τούτου, θα τοποθετηθούμε επί αυτού, στη συνέχεια, όταν θα εξετάσουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης.  

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Δεδομένου, πλέον, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν παρουσιάζει σφάλματα, ό,τι παραμένει προς εξέταση είναι το ερώτημα κατά πόσο, με αναφορά στις προαναφερόμενες θέσεις των εφεσειόντων, όπως τις προωθούν στη σχετική αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε, ενώπιον του, αμέλεια της οδηγού του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΜΑΜ 173 ήταν ορθό ή λανθασμένο. Ως θέσεις ή στοιχεία που το πρωτόδικο, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, δεν έλαβε υπόψη του, προβάλλονται τα ακόλουθα:

 

«α) Από το πρόχειρο σχεδιάγραμμα τεκμήριο 2 που κατέθεσε ο ΜΥ2 της Εναγόμενης φαίνεται ότι η οδός Μελίνας Μερκούρη είναι πάροδος και η Λεωφόρο Αιπείας κύριος δρόμος.  Στην οδό Μελίνας Μερκούρη υπάρχει υποχρεωτικό σήμα ΣΤΟΠ το οποίο φαίνεται και στην φωτογραφία 5 του Τεκμηρίου 3.

 

β)  Η οδηγός του αυτοκινήτου υπ’ αριθμό εγγραφής ΜΑΜ 173 είχε υποχρέωση να σταματήσει στο ΑΛΤ της οδού Μελίνας Μερκούρη και μόνο όταν ήταν καθαρή η Λεωφόρος Αιπείας να εισέλθει σ’ αυτή.

 

γ)  Η οδηγός του αυτοκινήτου  υπ’ αριθμό εγγραφής ΜΑΜ 173 εάν εξασκούσε την δέουσα παρατηρητικότητα θα αντιλαμβάνετο το Λεωφορείο και το αυτοκίνητο της Ενάγουσας στο κύριο δρόμο.

 

δ)  Το σημείο σύγκρουσης όπως φαίνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα Τεκμήριο 2 που κατάθεσε ο ΜΥ2 είναι λίγα μέτρα από την συμβολή της Λεωφόρου Αιπείας με την οδό Μελίνας Μερκούρη και δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό της οδηγού του αυτοκινήτου υπ’ αριθμό εγγραφής ΜΑΜ 173 ότι ευθυγράμμισε το αυτοκίνητο της και προχώρησε αρκετά μέτρα στην Λεωφόρο Αιπείας.

 

ε)  Οι ζημιές των αυτοκινήτων, δηλαδή της Ενάγουσας στην αριστερή πλευρά όπως αναφέρονται στην Μαρτυρία του ΜΕ1 Άλκη Οικονομίδη στο Τεκμήριο 1 αλλά και στις φωτογραφίες, όπως και οι ζημιές στην αριστερή μπροστινή γωνιά του αυτοκινήτου της Εναγόμενης επιβεβαιώνουν ότι το αυτοκίνητο της Εναγόμενης δεν είχε ευθυγραμμιστεί στο δρόμο.»

 

Έχουμε εξετάσει όλες τις πιο πάνω θέσεις στη βάση των οποίων οι εφεσείοντες αποδίδουν σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση, με την οποία αποδόθηκε αποκλειστική ευθύνη στον οδηγό που οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής ΗΜΡ 584.  Δεν έχουμε πεισθεί ότι προκύπτει οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση.  Το ότι υπήρχε σήμα ΑΛΤ στην οδό Μ. Μερκούρη, προφανώς είναι δεδομένο, ωστόσο η κρίση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στην αποδεχτή μαρτυρία της οδηγού του οχήματος ΜΑΜ 173, η οποία μαρτύρησε ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων συνέβη αφού αυτή είχε ευθυγραμμιστεί στη λεωφόρο Αιπείας, και όταν ο οδηγός του οχήματος ΗΜΡ 584, προσπερνώντας λεωφορείο το οποίο προπορευόταν της κατεύθυνσης του, και το οποίο θα έστριβε αριστερά προς την οδό Μ. Μερκούρη, εισήλθε στην αντίθετη πορεία όπου κινούνταν η οδηγός του ΜΑΜ 173.  Όσον αφορά δε στη θέση ότι η οδηγός του ΜΑΜ 173 δεν άσκησε τη δέουσα παρατηρητικότητα, και γι’ αυτό δεν αντιλήφθηκε το λεωφορείο και το όχημα ΗΜΡ 584 που το ακολουθούσε, ορθά επισημαίνεται, από τους συνηγόρους των εφεσίβλητων, ότι τέτοια θέση δεν υποστηρίχθηκε με μαρτυρία.  Ειδικότερα όμως, επισημαίνουμε, πως, με το γεγονός να έχει βαρύνουσα σημασία στην υπόθεση, οι εφεσείοντες, με τη μαρτυρία τους, και ειδικότερα του ΜΕ3 (οδηγός του ΗΜΡ 584), ουδέποτε αναφέρθηκαν στην ύπαρξη λεωφορείου, είτε ως προπορευόμενο, είτε πλησίον της διασταύρωσης, αλλά ο ΜΕ3 θεώρησε την αναφορά, περί λεωφορείου, η οποία έγινε στη μαρτυρία της οδηγού του οχήματος ΜΑΜ 173, ως προϊόν δεύτερης σκέψης για αποφυγή ευθύνης της για το δυστύχημα.  Η εκδοχή δε γεγονότων που ο οδηγός του οχήματος ΗΜΡ 584, παρουσίασε, πρωτοδίκως, ήταν πως η σύγκρουση έγινε ουσιαστικά στο μέσο και/ή εντός της διασταύρωσης, και πως η οδηγός του ΜΑΜ 173 του ανέκοψε την πορεία του, επί της λεωφόρου Αιπείας.  Ως εκ τούτου τέτοια θέση, των εφεσειόντων, όχι μόνο δεν δικαιολογεί διαφοροποίηση της κρίσης του Δικαστηρίου, αντίθετα επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής του να απορρίψει την εκδοχή του ΜΕ3, οδηγού του οχήματος ΗΜΡ 584. 

 

Τέλος, όσον αφορά στη θέση, και τα σχετικά με αυτήν επιχειρήματα που προώθησαν οι εφεσείοντες, ότι τα σημεία των ζημιών των δύο ενεχόμενων οχημάτων υποστηρίζουν την εκδοχή του οδηγού του οχήματος ΗΜΡ 584, δεν την αποδεχόμαστε και την απορρίπτουμε.  Φρονούμε πως οι ζημιές των δύο ενεχόμενων οχημάτων, ως έχουμε ήδη αναφέρει, συνάδουν και με τις δύο εκδοχές ως προς τον τόπο και το σημείο σύγκρουσης.  Συνεπώς δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση για το θέμα των ζημιών των δύο ενεχόμενων, στο δυστύχημα, οχημάτων.

 

Εν κατακλείδι, κρίνουμε πως εφόσον η σύγκρουση των δύο ενεχόμενων οχημάτων επήλθε υπό τις συνθήκες που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ειδικότερα, εντός της πορείας του οχήματος ΜΑΜ 173 ορθά δεν αποδόθηκε ευθύνη – αμέλεια στην οδηγό του εν λόγω οχήματος.

 

Ως αποτέλεσμα των προαναφερόμενων, κρίνεται αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Συνακόλουθα, εφ’ όσον ουδείς λόγος κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση είναι ορθή και ως τέτοια επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €1.100,00, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης, υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο