EWA IZABELA KUENZEL v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 318/2024, 13/2/2025
print
Τίτλος:
EWA IZABELA KUENZEL v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 318/2024, 13/2/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 318/2024)

 

13 Φεβρουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

EWA IZABELA KUENZEL

Εφεσείουσα

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

------------------------------------------------------

 

Σ. Αργυρού για Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα

Α. Ματθαίου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης την απόφαση του Κακουργοδικείου Λευκωσίας ημερ. 18.12.24, με την οποία διέταξε την κράτησή της μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης στις 5.3.25. Αντιμετωπίζει 44 κατηγορίες, με βασικότερες τις πρώτες 24 εξ αυτών, οι οποίες αφορούν την κατ' ισχυρισμόν δόλια συναλλαγή σε περιουσία άλλου προσώπου κατά παράβαση του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικος. Στην πραγματικότητα η πιο πάνω απόφαση συνιστούσε ανανέωση της κράτησης στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, ο οποίος είχε εξεταστεί ξανά τόσο από το παραπέμψαν Επαρχιακό Δικαστήριο στις 19.7.24, όσο και αργότερα από το Κακουργοδικείο στις 17.10.24. Μάλιστα οι εν λόγω δύο πρωτόδικες αποφάσεις είχαν εφεσιβληθεί και επικυρωθεί από το Εφετείο με τις αποφάσεις Kuenzel v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/24, ημερ. 24.7.24 και Kuenzel v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 259/24, ημερ. 17.12.24.

 

        Στις 18.12.24 η Εφεσείουσα έφερε ξανά ένσταση στην κράτησή της επικαλούμενη: (i) Ότι ο φάκελος της υπόθεσης δεν είχε ολοκληρωθεί, (ii) Ότι με βάση έκθεση της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης ημερ. 17.5.24 (Έγγραφο Α) οι συνθήκες κράτησής της στις Κεντρικές Φυλακές είναι ακατάλληλες, (iii) Ότι έπρεπε να παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέως για προετοιμασία της υπεράσπισής της και (iv) Ότι έπρεπε να τύχει εφαρμογής ο Ν.121(I)/16 και βάσει αυτού να διαταχθούν μέτρα επιτήρησης, εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση μέχρι εκδίκασης.

 

        Το Κακουργοδικείο ενέκρινε την κράτηση επισημαίνοντας τη γενική αρχή ότι μετά την πρώτη διαταγή για κράτηση το ζήτημα της τυχόν περαιτέρω κράτησης εξετάζεται μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα, τα οποία ενδεχομένως διαφοροποιούν την κρίση επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε θέματα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (Δημητρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416, Μαυρομιχάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 κ.ά., ημερ. 22.10.20).

 

Λόγος Έφεσης αρ. 1

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ’ όψιν και δεν συνυπολόγισε τον χρόνο μέχρι τις 5.3.25, το γεγονός ότι η υπόθεση για να ολοκληρωθεί θα χρειαστεί μεγάλη περίοδο χρόνου βάσει του μαρτυρικού υλικού, καθώς και βάσει της εξαιρετικής δυσκολίας να εξευρεθεί ικανός μεταφραστής από τα Γερμανικά στα Ελληνικά.

 

        Το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης είναι καταφανώς αβάσιμο καθότι το Κακουργοδικείο προχώρησε καθηκόντως τόσον εξετάζοντας   αυτεπαγγέλτως αυτή καθ’ εαυτήν την «ολιγόμηνη επέκταση του χρόνου κράτησης [...] μέχρι και την επόμενη εμφάνιση» όσον και λαμβάνοντας υπ' όψιν τον διαρρεύσαντα συνολικό χρόνο κράτησης μέχρι την ημέρα της απόφασής του. Συμφωνούμε δε με την κατάληξή του ότι ο συνολικός αυτός χρόνος δεν εξέφευγε των επιτρεπτών χρονικών ορίων. Παραπέμπουμε σε σχέση με ζητήματα χρόνου στις υποθέσεις Χαμπή v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/23, ημερ. 13.12.23, Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 128/24, ημερ. 4.7.24, Issa v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 162/24, ημερ. 2.8.24 και Παπεττίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 251/24, ημερ. 22.10.24.

 

        Όσον αφορά το άλλο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, η πραγματικότητα είναι πως αυτό δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου προς εξέταση. Αυτό είναι αυταπόδεικτο από τα πρωτοδίκως εγερθέντα θέματα, όπως τα έχουμε καταγράψει προηγουμένως στηριζόμενοι στα πρακτικά της διαδικασίας.  Υπενθυμίζουμε δε την αρχή ότι θέμα το οποίο δεν τέθηκε πρωτόδικα δεν εξετάζεται στην έφεση (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 288).

 

        Παρά ταύτα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως συνιστά σχήμα πρωθύστερο να ζητείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο μήνες προ της έναρξης της ακρόασης να δεκτεί ως «τετελεσμένο γεγονός» ότι θα απαιτηθεί μακρύς χρόνος για την αποπεράτωσή της και μάλιστα στη βάση μιας τέτοιας «πρόβλεψης» να διαφοροποιήσει την προηγούμενη επικυρωθείσα διαταγή του για κράτηση. Εννοείται πως εάν οποτεδήποτε δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες τότε παρέχεται πάντοτε η ευχέρεια επανεξέτασης του συνολικού χρόνου κράτησης μελλοντικά.

 

        Περαιτέρω, επειδή προβάλλεται ως επιχείρημα στην αιτιολογία ο αριθμός των μαρτύρων, οφείλουμε να πούμε πως υπόθεση με 44 μάρτυρες, (εκ των οποίων οι μισοί τουλάχιστον αναφέρονται ως ιδιοκτήτες γης στα Κατεχόμενα) δεν θεωρείται από τις «μεγάλες» υποθέσεις που έχουν απασχολήσει τα Κυπριακά Δικαστήρια. Δεν συμφωνούμε ότι πρέπει να προεξοφλείται πως θα κρατήσει επί μακρόν η ακροαματική διαδικασία είτε λόγω ογκώδους μαρτυρικού υλικού είτε λόγω υποτιθέμενης δυσκολίας εξεύρεσης διερμηνέως.

 

        Εν πάση περιπτώσει όμως είναι δεκτό, με βάση την υπόθεση Κρασοπούλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450, ότι αφενός δεν υπάρχει απόλυτο όριο στην επιτρεπτή περίοδο κράτησης μέχρι εκδίκασης και αφετέρου ότι το εύλογο της διάρκειας των διαδικασιών εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. «Human Rights and Criminal Justice», Emmerson, Ashworth, Macdonald, 2η έκδοση (2007), σ. 473, §13‑ 65).

 

        Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 2

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα υιοθέτησε τη θέση πως το θέμα κράτησης της Εφεσείουσας άπτεται δημοσίου συμφέροντος το οποίο δεν μπορεί να υπερφαλαγγιστεί. Όμως, είναι ενδεικτικό πως σε ολόκληρη την απόφαση του Κακουργοδικείου δεν εντοπίζονται ποσώς οι λέξεις «δημόσιο συμφέρον». Εξ ου και στην αιτιολογία του εξεταζόμενου λόγου η Εφεσείουσα παραπέμπει στην απόφαση του Εφετείου ημερ. 17.12.24 και στο ότι αυτή η απόφαση παρέπεμψε στην παλαιότερη ημερ. 19.7.24, στην οποίαν όντως είχε λεχθεί πως, οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις στην Εφεσείουσα είχαν προβληθεί, δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον. Τονίζεται μάλιστα, στην αιτιολογία του λόγου, πως την ίδια θέση υιοθέτησε αργότερα και το Κακουργοδικείο σε όλες του τις αποφάσεις.

 

        Εννοείται πως τα πιο πάνω προβληθέντα εκ μέρους της Εφεσείουσας δεν συνιστούν οποιοδήποτε νέο ή διαφοροποιητικό στοιχείο αλλά μια εμφανέστατη ανεπίτρεπτη προσπάθεια επαναφοράς προς συζήτηση ζητημάτων που είχαν εγερθεί και αποφασιστεί στις προηγούμενες δύο εφέσεις. Εξ ου και δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.

 

        Εντελώς ατυχή και παρομοίως απορριπτέο θεωρούμε τον παραλληλισμό των γεγονότων της παρούσας με εκείνα της απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Navalnyy v. Russia, (GC), Appl. no. 29580/12 α.ο., ημερ. 15.11.18. Αρκεί να πούμε πως η εν λόγω υπόθεση αφορούσε επτά συλλήψεις και συνακόλουθες ποινικές διώξεις αντιπολιτευόμενου πολιτικού ακτιβιστή για διοικητικές παραβιάσεις σε διάφορες πολιτικές συγκεντρώσεις, οι οποίες διώξεις στόχευαν στην παρεμβολή εμποδίων και στον αποκλεισμό του πλουραλισμού. Το Εφετείο στην παρούσα περίπτωση όντως είχε αναφέρει στην απόφασή του ημερ. 19.7.24, πως εκ της φύσης των κατ' ισχυρισμόν αδικημάτων (καταπάτηση κατεχόμενων περιουσιών), η υπόθεση είναι δημοσίου ενδιαφέροντος, υπό την έννοια ότι ενδιαφέρει άμεσα την κοινή γνώμη. Πλην όμως, αυτή η αναφορά, πόρρω απέχει από το να στηρίξει την εισήγηση που υποβάλλεται ενώπιόν μας, ήτοι ότι η κράτηση χρησιμοποιείται ως εργαλείο προς τιμωρία για πολιτικούς λόγους.

 

        Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 3

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο περί της Εφαρμογής Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Αρχής της Αμοιβαίας Αναγνώρισης Αποφάσεων περί Μέτρων Επιτήρησης Εναλλακτικών προς την Προσωρινή Κράτηση Ν.121(I)/16 εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο κατηγορούμενος έχει ισχυρούς δεσμούς με την Κύπρο. Αυτό, κατά την εισήγηση, επειδή ο Νόμος αυτός ξεκάθαρα θεσπίστηκε ακριβώς για περιπτώσεις όπως της Εφεσείουσας, ήτοι προσώπων που δεν έχουν δεσμούς με τη Δημοκρατία.

 

        Δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι για ακόμα μια φορά να διευκρινίσουμε πως ούτε ηγέρθη οτιδήποτε σχετικό πρωτοδίκως αλλά ούτε και το Κακουργοδικείο προέβη σε οποιοδήποτε σχόλιο για τέτοιο ζήτημα. Ταυτόχρονα είμαστε υποχρεωμένοι να εκφράσουμε την έντονη απαρέσκειά μας για το ότι χωρίς οποιοδήποτε σεβασμό στην τελεσιδικία των εγειρόμενων θεμάτων και χωρίς οποιαδήποτε αναμενόμενη έγνοια για τον δικαστικό χρόνο και πάλι επαναφέρονται ζητήματα τα οποία είχαν κριθεί στην πρώτη απόφαση του Εφετείου ημερ. 19.7.24. Μάλιστα δεν είχε εκεί λεχθεί αυτό το οποίο υποστηρίζει η Εφεσείουσα αλλά ότι οι πρόνοιες του Ν.121(I)/2016, «εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που επιβάλλονται όροι εμφάνισης στο Δικαστήριο και όχι όταν κρίνεται αναγκαία η κράτηση του κατηγορούμενου». Αυτό με αναφορά και στην παλαιότερη υπόθεση Γ.Ε. v. S.B., Ποιν. Έφ. 174/23, ημερ. 16.8.23.

 

        Εν πάση περιπτώσει και ασχέτως του ότι προβάλλεται απαραδέκτως ξανά το ζήτημα, θα θέλαμε να σχολιάσουμε το βασικό επιχείρημα όπως αναπτύσσεται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου. Προβάλλεται εκεί ότι παραβιάζεται το Σύνταγμα «αφού ξεκάθαρα ο πιο πάνω νόμος υιοθετήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία ακριβώς για περιπτώσεις όπως της Κατηγορούμενης» και ότι «[Δ]εν θα είχε κανένα νόημα ο Νόμος για κάποιο Ευρωπαίο ο οποίος δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο. Είναι λες και έχει ψηφιστεί ένας Νόμος ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή».

 

        Με κάθε σεβασμό, τα πιο πάνω παραγνωρίζουν ότι καθημερινά, αναλόγως των αδικημάτων και των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, κράτηση διατάσσεται, όταν απαιτείται, τόσο για Κύπριους πολίτες όσο και για μη Ευρωπαίους πολίτες. Με το προβληθέν επιχείρημα φαίνεται να υποστηρίζεται πως, εκτός αν πρόκειται για Κύπριους, δεν μπορεί να διαταχθεί κράτηση για κανένα άλλο Ευρωπαίο πολίτη υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και ότι υποχρεωτικά πρέπει να τίθενται όροι και μέτρα επιτήρησης. Δεν χρειάζεται να αναπτύξουμε περαιτέρω το ζήτημα. Ασφαλώς και δεν ήταν αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη μέσω του Ν.121(I)/16, ήτοι να μην επιτρέπεται η κράτηση Ευρωπαίου πολίτη. Αυτονόητο είναι πως εάν αυτή ήταν η πρόθεσή του δεν θα απαιτούντο πέραν από λίγες λέξεις για να την εκφράσει. Όπως και ο ίδιος ο τίτλος του καταδεικνύει, ο Νόμος αναφέρεται σε εφαρμογή και αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων «περί μέτρων επιτήρησης» όποτε και εάν τεθούν «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τη δικονομία του κράτους έκδοσης» της απόφασης (βλ. σχετικό ορισμό στο Άρθρο 2). Με άλλα λόγια για την ενεργοποίηση του Νόμου προϋποτίθεται η ύπαρξη απόφασης για μέτρα επιτήρησης αλλά δεν καθίσταται υποχρεωτική η έκδοση τέτοιας απόφασης. Άλλωστε, οποιαδήποτε πρόνοια που θα καθιστούσε υποχρεωτική την απόλυση υπό όρους κάθε Ευρωπαίου πολίτη, θα συνιστούσε η ίδια παραβίαση της αρχής της ισότητας, τουλάχιστον εν σχέσει με Κύπριους πολίτες.

 

        Ο τρίτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 4

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο δεν έλαβε υπ' όψιν την παραδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι εξετάσεις συνεχίζονται και ότι υπάρχει υλικό το οποίο δεν έχει δοθεί στην Υπεράσπιση.

 

        Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειώσουμε ότι ως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Χριστούδια v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689 «[Ο]ι ανακρίσεις μπορούν να συνεχίζονται και μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου». Αυτό ως θέμα γενικής αρχής. Κατά συνέπειαν δεν μπορεί η τυχόν συνέχιση της διερεύνησης να προβάλλεται ως αφ’ εαυτής βάσιμος λόγος για τερματισμό της κράτησης ή για ακύρωση προηγηθείσας τελεσίδικης απόφασης για κράτηση. Εκείνο το οποίο δεν είναι επιτρεπτό, κατά την υποβολή αιτήματος κράτησης, είναι το να γίνεται αναφορά σε ανύπαρκτο κατ’ εκείνη τη στιγμή μαρτυρικό υλικό. Δεν διαπιστώνουμε να παρεισέφρησε τέτοιο σφάλμα στην παρούσα διαδικασία. Ούτε και προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός.

 

        Σε απόλυτη συνάφεια με τα πιο πάνω, στην επιφύλαξη του Άρθρου 7(2) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, διασφαλίζεται ότι «...εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία, παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση στο υλικό αυτό».

 

        Παραπονείται η Εφεσείουσα για το ότι η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε έτοιμη να ξεκινούσε η ακρόαση κατά την εξεταζόμενη εδώ δικάσιμο, παρά το ότι συνεχιζόταν η διερεύνηση. Μια τέτοια επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής ενδεχομένως σχετίζεται με το ήδη υπάρχον μαρτυρικό υλικό και την εκτίμηση της ίδιας της Κατηγορούσας Αρχής για την ισχύ του. Εκτίμηση βέβαια η οποία, στην περίπτωση που αποδειχθεί εσφαλμένη, δεν θα ζημιώσει ποσώς την Εφεσείουσα. Το αντίθετο, αφού σε τέτοια περίπτωση θα οδηγήσει στην απόρριψη της υπόθεσης εις βάρος της.

 

        Ούτε βέβαια είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι εάν αρχίσει η ακρόαση υπό τις πιο πάνω περιστάσεις έπεται πως παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης κατά το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Όπως επανειλημμένως έχει λεχθεί, το θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Δημοκρατία v. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. 266/18, ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/17, ημερ. 20.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D246, Δημοκρατία v. Κουρουζίδη, Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023).

 

        Συνάγεται λοιπόν ότι τόσο σε σχέση με υλικό που τυχόν υπάρχει και δεν έχει δοθεί όσο και σε σχέση με υλικό που ενδεχομένως εξασφαλιστεί μελλοντικά, οι όποιοι ισχυρισμοί για δυσμενή επηρεασμό θα πρέπει να τεθούν στο κατάλληλο στάδιο ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Το οποίο, έχοντας πλέον υπ' όψιν του το σύνολο της διαδικασίας, θα εξετάσει ένα τέτοιο ισχυρισμό ειδικώς και όχι γενικώς και αορίστως, όπως τίθεται στο παρόν πρόωρο στάδιο (Ντιμιτρένκο ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 124/21, ημερ. 18.4.24).

 

        Στη βάση των πιο πάνω και ο τέταρτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 5

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ' όψιν τις συνθήκες κράτησης της Εφεσείουσας στις Κεντρικές Φυλακές βάσει και της έκθεσης της CPT (Έγγραφο «Α»). Είναι απολύτως ορθή η θέση του Κακουργοδικείου ότι δεν είχε αναφερθεί οτιδήποτε συγκεκριμένο ενώπιον του, πέραν από την προσκόμιση της πιο πάνω έκθεσης. Η οποία, ας σημειωθεί ξανά, είναι ημερομηνίας 17.5.24, ήτοι συνετάχθη δύο μήνες πριν την καταχώριση της υπόθεσης εναντίον της Εφεσείουσας (19.7.24). Μάλιστα, παρότι δεν μνημονεύεται πρωτοδίκως, προσθέτουμε πως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η εν λόγω έκθεση στηρίζεται σε επισκέψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 9.5.23 έως 17.5.23 («Based on a periodic visit to Cyprus between 9‑17 May 2023, the report...»), ήτοι σχεδόν 14 μήνες πριν την κράτηση της Εφεσείουσας.

 

        Κατά τα άλλα, δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω στα όσα, με αναφορά στην υπόθεση Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/24, ημερ. 10.10.24, ορθώς ανέφερε το Κακουργοδικείο σε σχέση με το αίτημα για απόλυση λόγω απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης και συγκεκριμένα ότι:

 

        «Εξέταση τέτοιου αιτήματος προϋποθέτει τη σαφή παρουσίαση δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το πρόσωπο του υποδίκου, τις συνθήκες υπό τις οποίες κρατείται, τις ιδιαίτερες συνθήκες του ιδίου και πώς αυτές κατά τη θέση της υπεράσπισης συνιστούν απάνθρωπη μεταχείριση. Ενώπιον μας έχει τεθεί μόνο η έκθεση, δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε σε σχέση με την ίδια την κατηγορούμενη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατείται, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να κρίνει το ζητούμενο. Ως εκ τούτου, ως έχει τεθεί είναι ασαφές».

 

        Στη βάση αυτή και ο πέμπτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

        Σημειώνουμε ότι μετά την απαγγελία της απόφασής του το Κακουργοδικείο, ως αρμόδια αρχή βάσει του περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Ν.18(I)/14, προχώρησε και ρύθμισε λεπτομερώς την παροχή διερμηνείας κατά τις συναντήσεις της Εφεσείουσας με τον συνήγορό της. Κατά τρόπον μάλιστα, που όπως διαπιστώνεται από τη στιχομυθία που ακολούθησε, άφησε πλήρως ικανοποιημένο τον συνήγορο Υπεράσπισης.

 

        Στη βάση των ανωτέρω όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η ίδια η έφεση, απορρίπτονται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο