BALAHA ALI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.105/2024, 30/4/2025
print
Τίτλος:
BALAHA ALI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.105/2024, 30/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.105/2024)

 

30 Απριλίου, 2025

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                                      BALAHA ALI

                                                                                Εφεσείων,                                     

                                                                  v.

 

                           ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ:

1)    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2)    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Ο Εφεσείων παρών, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 Α. Αναστασιάδη (κα), εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 18/10/2024, να απορρίψει την αίτηση επαναφοράς της Προσφυγής του Εφεσείοντα Αρ. 2/2023 (Ειδικό Μητρώο).

 

Τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση επαναφοράς της Προσφυγής του Εφεσείοντα, παρατίθενται λεπτομερώς στην πρωτόδικη Απόφαση και συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμά της, το οποίο παρατίθεται:

«Ειδικότερα, από τις 03.02.2023 μέχρι την 15.06.2023  ήτοι για τέσσερις και πλέον μήνες και για έξι (6) συνολικά δικασίμους (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα), δίνονταν από το Δικαστήριο παρατάσεις προκειμένου οι συνήγοροι του Αιτητή να έλθουν σε επικοινωνία με τον ίδιο, ενώ όταν στις 11.09.2023 η υπόθεση ήταν ορισμένη προκειμένου να καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση του Αιτητή με ρήτρα απόρριψης της σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του και παρά το ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια ενόψει και της τεθείσας ρήτρας, για απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή, ακόμα και τότε εξαντλώντας την επιείκειά του, ενόψει και της αναφοράς ότι οι δικηγόροι του επιθυμούν να αποσυρθούν από την εκπροσώπησή του, ανέβαλε και πάλι την υπόθεση. Έκτοτε, δόθηκαν άλλες τρεις αναβολές, με τους δικηγόρους του να αποσύρονται τελικώς στις 15.11.2023, ημερομηνία κατά την οποίαν ο Αιτητής αν και είχε σαφή ενημέρωση ότι θα έπρεπε να παραστεί, εντούτοις παρέλειψε να πράξει τούτο. Εν τέλει η προσφυγή του απορρίφθηκε στις 14.12.2023, όταν παρά τη σαφή ενημέρωση που είχε για την υποχρέωση εμφάνισής του είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου καμία τέτοια εκπροσώπηση δεν υπήρξε, ενώ ούτε είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο  οποιο(ν)δήποτε άλλο αίτημα εκ μέρους του Αιτητή, έστω στην απουσία του, προς αξιολόγηση».

 

Επισημάνθηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αίτηση επαναφοράς κατεχωρήθη εννέα μήνες από την απόρριψη της Προσφυγής, χωρίς να εξηγείται με επάρκεια ο λόγος της καθυστέρησης.  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την Απόφαση:

«Παράλληλα, δεν μπορώ να παραβλέψω την όλη συμπεριφορά του Αιτητή αναφορικά και με την καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης, η οποία επίσης καταδεικνύει την έλλειψη πραγματικής πρόθεσης για προώθηση της προσφυγής του. Πρωτίστως, η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε καθυστερημένα, ήτοι εννέα (9) μήνες από την απόρριψη της προσφυγής, χωρίς να φανερώνεται ή εξηγείται επαρκώς και με την απαραίτητη σαφήνεια, ο λόγος της καθυστέρησης. Ο παράγοντας του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη της προσφυγής είναι πολύ σημαντικός. Στην υπόθεση Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, διευκρινίστηκε ότι η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, «να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο». Η καθυστέρηση λοιπόν αυτή προσθετικά στα ανωτέρω και/ή από μόνη της δεικνύει σαφή πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής».

 

 

 

Στην Ειδοποίηση Έφεσής του, ο Εφεσείων ο οποίος χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, αναφέρει ως Λόγους Έφεσης τους ακόλουθους:

«1) Προσκόλληση και δημιουργία Οικογένειας στην Κύπρο

 2) Ήμουν Γερμανία όταν εκδόθηκε απόφαση και απορρίφθηκε ερήμην μου.

    3) Νιώθω αδικία που δεν μπορεί να έρθει η γυναίκα του Κύπρο γιατί είναι στος  

       πόλεμο στη Γάζα (στον πόλεμο)

    4) Φοβάται για τη ζωή της γυναίκας του στη Γάζα».

 

 

Σημειώνεται ότι στο Περίγραμμα αγόρευσής του, ο Εφεσείων δεν διευκρινίζει πού έγκειται το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόρριψη του αιτήματός του για επαναφορά της Προσφυγής του, αλλά προβαίνει σε γενικές αναφορές που σχετίζονται με την ουσία του κυρίως αιτήματός του για οικογενειακή επανένωση.

 

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα δεδομένα της περίπτωσης και σημείωσε την καθυστερημένη υποβολή της αίτησης επαναφοράς, ήτοι εννέα μήνες από την απόρριψη της Προσφυγής, αναφέρθηκε στην απουσία του Εφεσείοντα στη Γερμανία, λόγο τον οποίο επικαλείται ο Εφεσείων ως υποστηρικτικό του αιτήματός του για επαναφορά της Προσφυγής του και υπέδειξε τα εξής:

«Η απουσία του Αιτητή στη Γερμανία και πάλι δεν μπορεί να αιτιολογήσει την καθυστέρηση καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης. Ως έχει ήδη επισημανθεί, ο ίδιος όφειλε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να καταχωριστεί έγκαιρα η υπό εξέταση αίτηση, είτε δια των κατάλληλων διευθετήσεων για να μεταβεί στην Κύπρο προς τον σκοπό αυτό, είτε δια διορισμό συνηγόρου. Πέραν τούτου, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο του 2024, ωστόσο η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε πολύ αργοπορημένα, στις 12.09.2024. Η εξήγηση που έδωσε ότι δεν ήξερε πού να απευθυνθεί όταν επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο του 2024 δεν αναδεικνύει λόγους ανωτέρας βίας ή άλλες σοβαρές συνθήκες πέρα από τον έλεγχο του Αιτητή. Πρόσθετα, δεν είναι ούτε και βάσιμη καθώς ο ίδιος είχε λάβει σαφείς οδηγίες από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή του εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Η επίκληση άγνοιας εκ μέρους του Αιτητή για το πού να απευθυνθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη και πειστική, δεδομένου ότι είχε σαφή γνώση ότι η υπόθεσή του ήταν ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, ως αυτό άλλωστε δηλώθηκε και από τον ίδιο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Πρόκειται μάλιστα για ένα μορφωμένο άτομο (μηχανολόγος μηχανικός) ο οποίος μπορούσε εύκολα να λάβει και να αντιληφθεί τις σχετικές πληροφορίες, οι οποίες δεν απαιτούν νομικές γνώσεις, ως ο ίδιος ισχυρίζεται δηλώνοντας άγνοια. Η παράλειψη να ενεργήσει εγκαίρως δείχνει αμέλεια και υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε πραγματική βούληση να προωθήσει την προσφυγή του.

Στην περίπτωση αυτή, η καθυστέρηση εννέα μηνών υποδεικνύει έλλειψη επείγουσας αντίδρασης από τον Αιτητή και θέτει εν αμφιβόλω τη σοβαρότητα της επιθυμίας του να επαναφέρει την υπόθεση.

 

Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.

 

Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

 

 

Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία, υπέδειξε τα ακόλουθα:

«Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[6].

 

Το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του (στις 14.12.2023) μέχρι την ημερομηνία (Αύγουστο του 2024) που ο Αιτήτης προσήλθε στο Πρωτοκολλητείο του παρόντος Δικαστηρίου, εκφράζοντας την πρόθεση του να επαναφέρει την προσφυγή του, καταδεικνύει αδιαφορία και πρόθεση εγκατάλειψης αυτής. Δεν μπορεί η δικαστική διαδικασία να καθίσταται έρμαιο της κρίσης του Αιτητή σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού.

 

Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[7].

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά ο Αιτητής δια της συμπεριφοράς του, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή του».

 

 

 

Φρονούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των ορθών παραμέτρων που η νομολογία επιτάσσει (βλ. Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191), χωρίς να παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας.  Θα προσθέταμε δε και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ν. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/18 ημερομηνίας 5/3/2020:

 

«Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως «τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ» (E.A.S. Prestige Unite Securite Services Ltd v Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.69/2017, ημερ.6.5.2019)».

 

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι το αίτημα επαναφοράς της Προσφυγής δεν στοιχειοθετήθηκε και τα όσα έχουν επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνονται ορθά.  Η απόρριψη της Προσφυγής του Εφεσείοντα, υπήρξε αποτέλεσμα των δικών του παραλείψεων χωρίς να έχουν υποδειχθεί από τον Εφεσείοντα λόγοι «πέραν των δυνάμεων του» (βλ. Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω).

 

Ενόψει των ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη Απόφαση επί της αίτησης Επαναφοράς επικυρώνεται.

 

Υπό τις περιστάσεις, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                        

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο