
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 418/19)
22 Μαΐου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΝΙΚΟΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ
2. ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΙΚΟΛΑ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
v.
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
-----------------------------
Ο. Λάμπρου (κα) για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες.
Μ. Καραγιαννίδου (κα) και Β. Καραγιαννίδης για Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση προσβάλλει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη, και της εφεσείουσας 2, ως εγγυήτριας, δυνάμει συμφωνίας δανείου και εγγύησης που συνομολογήθηκαν αντιστοίχως από τους εφεσείοντες με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης της ανταπαίτηση της εφεσείουσας 2 εναντίον της εν λόγω τράπεζας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν αναφέρθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων των εφεσειόντων, ούτε και ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι έχει σιωπηρά εγκαταλειφθεί και απορρίπτεται, βλ. Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 764.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείχθηκε το οφειλόμενο ποσόν.
Με το πρώτο επιχείρημα στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού του επίδικου δανείου. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τα Άρθρα 22 και 35 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9.
Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η εν λόγω αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε ως τεκμήριο μαζί με πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του Κεφ. 9 και ήταν βασισμένο στην κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 14, η οποία σύμφωνα με τον ΜΕ1 αποτελούσε πιστό αντίγραφο των καταχωρημένων πράξεων του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας. Ο δε ΜΕ1 βεβαίωσε τη σύγκριση την οποία έκανε ο ίδιος ως προς τις αρχικές καταχωρίσεις στο τραπεζικό βιβλίο των εναγόντων και δήλωσε πως αυτές είναι ορθές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη ότι ενώ ο εφεσείοντας 1 υπέγραψε και αναγνώρισε κατά το έτος 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο όφειλε, η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού αφορούσε μικρότερο ποσόν από αυτό που αναγνώρισε και αποδέχτηκε ο εφεσείοντας 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον ΜΕ1 αξιόπιστο και αποδέχτηκε τη μαρτυρία του στην ολότητά της. Η κρίση του αυτή, δεν εφεσιβλήθηκε.
Στην υπόθεση ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗΣ v. SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 362/19, 10/7/2024, λέχθηκαν τα εξής:
«Τονίζουμε παράλληλα, ότι εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η κατάθεση αναδομημένων λογαριασμών, περιόρισε την απαίτηση της εφεσίβλητης, με υπολογισμό των τόκων με σταθερό επιτόκιο, αφαιρώντας τον τόκο υπερημερίας που περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις (τραπεζικό βιβλίο) που κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Όπως αναφέραμε στην Λοφίτης v. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 304/2018, 19/1/2024, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομική αρχή που να απαγορεύει στον ενάγοντα να περιορίσει την απαίτηση του προς όφελος του εναγομένου. Κατά την άποψή μας, ο περιορισμός της απαίτησης της εφεσίβλητης θα μπορούσε να γίνει με την απόδειξη του οφειλόμενου ποσού με αποδεκτή και ικανή μαρτυρία περί τούτου, η οποία να συναρτάται με τα ήδη κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία. Οι αναδομημένες καταστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τέτοιο περιορισμό, εφόσον επεξηγούνται ως προς τον επαναϋπολογισμό της αξίωσης, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία, δεν είναι απαραίτητο να πληρούν τις προϋποθέσεις των Άρθρων 35 και 22 του Νόμου. Αυτό προκύπτει και από τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.75/2013, 28/3/2019:
«Όσον αφορά το ζήτημα του ποσού που αποδόθηκε πρωτοδίκως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ανατροπής της εκδοθείσας απόφασης με δεδομένο ότι το Τεκμήριο Α8 ήταν όντως πιστοποιητικό κατατεθέν δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε. Η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να παρουσιάσει τη λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού και το έπραξε με την κατάθεση του σχετικού ως άνω Τεκμηρίου στο οποίο επισυνάφθηκαν οι σχετικές καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν καταχωρήσεις σε τραπεζικό βιβλίο στην έννοια του άρθρου 22 του εν λόγω Νόμου. Στη συνέχεια ο Μ.Ε.2 επαναϋπολόγισε την αξίωση της εφεσίβλητης και κατέθεσε ως Τεκμήριο Β1 νέα κατάσταση λογαριασμού επεξηγώντας στη δήλωση του και τη μεθοδολογία που ακολούθησε. Η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ της αρχικής αξίωσης και της τελικής αφορούσε τα δικαιώματα ενοικιαγοράς που θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί από τις μη ληγμένες δόσεις ενοικιαγοράς. Καμία από τις συναλλαγές που κατατέθηκαν με το Τεκμήριο Α8 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και ούτε προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία ως προς τον υπολογισμό των τόκων ή των όποιων δικαιωμάτων που προέκυπταν από τη συμφωνία ενοικιαγοράς.»»
Εν όψει των πιο πάνω νομολογηθέντων, το πρώτο επιχείρημα το οποίο εγείρεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, δεν ευσταθεί.
Το δεύτερο επιχείρημα το οποίο εγείρεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού δεν προστέθηκαν πληρωμές ή και πιστώσεις που έγιναν στον λογαριασμό, από τον εφεσείοντα 1. Το επιχείρημα αυτό δεν προωθήθηκε με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων των εφεσειόντων, έτσι δεν υποδείχθηκε στο Εφετείο σε ποιες πιστώσεις αναφέρονται οι εφεσείοντες. Παρατηρούμε επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, ορθά, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ακρόασης, ότι οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν αντικρουστική μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο του αναδομημένου λογαριασμού, ούτε και υπήρξε υποβολή ότι έγιναν πληρωμές προς πίστωση του λογαριασμού του επίδικου δανείου, οι οποίες δεν καταχωρίστηκαν από την τράπεζα σε αυτόν.
Επομένως, ούτε το δεύτερο επιχείρημα το οποίο εγείρεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης ευσταθεί και κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται στην ολότητά του.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο λογαριασμός των εφεσειόντων χρεωνόταν με το συμφωνηθέν ποσόν επιτοκίου. Με την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, εξειδικεύεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη θέση των εφεσειόντων ότι ο λογαριασμός χρεωνόταν με διαφορετικό ποσοστό από το συμφωνηθέν, ήτοι η τράπεζα παρέλειψε να μεταβάλλει το επιτόκιο σύμφωνα με τις διακυμάνσεις του Euribor έξι μηνών, ή και επέβαλλε λανθασμένο επιτόκιο που δεν συμφωνούσε με τις διακυμάνσεις και με τους όρους της σύμβασης.
Η πιο πάνω αναφερόμενη θέση των εφεσειόντων δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία από πλευράς τους. Υπήρξε δια της αντεξέτασης του ΜΕ1, κάποια γενική και αόριστη αμφισβήτηση ως προς το ύψος του επιτοκίου κατά τα έτη 2007 και 2008. Η θέση όμως του ΜΕ1 επί της ορθότητας του επιτοκίου, δεν κλονίστηκε εξ ου και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη στο σύνολό της. Η δε κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα και η αποδοχή του συνόλου της μαρτυρίας του, δεν εφεσιβλήθηκε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των εφεσειόντων περί εφαρμογής λανθασμένου επιτοκίου σε δύο περιπτώσεις, κατά τα έτη 2007 και 2008, δεν προκύπτουν από την αντεξέταση του ΜΕ1 και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Εφετείο για να ανατρέψουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε το οφειλόμενο ποσόν, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των τόκου. Όπως είναι γνωστό, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή μαρτυρίας μέσω της αγόρευσης του συνήγορου, βλ. Νεοκλέους Γεωργία Ιωακείμ ν. Δημήτρη Στυλιανού Αλλαγιώτη (2007) 1 ΑΑΔ 561
.
Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αμφισβήτηση του επιτοκίου, αιτιολογώντας επιπρόσθετα την κατάληξή του, ειδικά σε σχέση με τη συμπεριφορά του εφεσείοντα 1. Προσέγγισε το ζήτημα της αμφισβήτησης του επιτοκίου, εφαρμόζοντας επί των ενώπιον του γεγονότων την αρχή του κωλύματος, κρίνοντας ότι ο εφεσείοντας 1 αποδέχτηκε εγγράφως το ύψος του χρέους του μέχρι το 2009 και οι ενάγοντες βασιζόμενοι στη συμπεριφορά του, προχώρησαν σε τροποποιητική συμφωνία με πιο ευνοϊκούς όρους. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείοντας 1 εμποδίζεται από το να ισχυρισθεί ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη του οφειλόμενου χρέους και να αμφισβητήσει το ποσό των τόκων το οποίο είχε αποδεχθεί εγγράφως, υπό τις πιο πάνω συνθήκες. Παρέπεμψε δε στις υποθέσεις Βογιαζανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 253 και Μουλαζίμης Αναστάσης Λτδ ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 168, ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα του κωλύματος. Παρατηρούμε ότι η πιο πάνω νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλεται.
Εν όψει όλων των πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται στην ολότητά του.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα 2, εγγυήτρια, ευθυνόταν για το ισχυριζόμενο οφειλόμενο υπόλοιπο και εσφαλμένα απέρριψε την ανταπαίτησή της. Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης προωθούνται τα πιο κάτω επιχειρήματα.
Πρώτον, προωθείται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση ΜΑΝΤΖΑΛΟΣ ν. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 74/2013, 14/2/2019, εντούτοις δεν εφάρμοσε τη σχετική νομική αρχή επί των γεγονότων της παρούσας.
«Υπενθυμίζουμε ότι σύμβαση εγγύησης είναι, ουσιαστικά, η συμφωνία προς εκπλήρωση υποχρέωσης τρίτου προσώπου, σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό αρνείται και/ή παραλείπει να την εκπληρώσει. Παραμένει βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι κάθε μεταβολή των όρων συμφωνίας εγγύησης, η οποία επέρχεται χωρίς την συναίνεση του εγγυητή, έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εν λόγω εγγυητή από κάθε ευθύνη από μεταγενέστερες συναλλαγές.»
Συγκεκριμένα, η συνήγορος της εφεσείουσας 2 υποστήριξε ότι η πιο πάνω περιγραφόμενη αποδοχή του υπολοίπου του επίδικου χρέους από τον εφεσείοντα 1 και η μεταβολή των όρων της συμφωνίας δανείου, δεν της κοινοποιήθηκε και ότι συνεπώς, η εφεσείουσα 2 δεν συγκατατέθηκε σε αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση, ότι όπως προκύπτει από ρητή πρόνοια της σύμβασης εγγύησης η εφεσείουσα 2 είχε συναινέσει εκ των προτέρων, δια της υπογραφής της εγγύησης, στη μελλοντική τροποποίηση των όρων αποπληρωμής του επίδικου δανείου. Η δε επικαλούμενη τροποποίηση αφορούσε ουσιαστικά την παράταση αποπληρωμής του δανείου, αφού ο χρόνος αποπληρωμής είχε εκπνεύσει. Εν ολίγοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι εν προκειμένω, υπήρχε η απαιτούμενη συναίνεση από πλευράς της εφεσείουσας 2 και ως εκ τούτου η πιο πάνω γενική αρχή δεν τυγχάνει εφαρμογής επί των γεγονότων της παρούσας. Εν όψει της ορθής κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί.
Το δεύτερο επιχείρημα που προωθείται με τον παρόντα λόγο έφεσης είναι ότι επειδή δυνάμει του Άρθρου 5 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003, (ο «Νόμος») προβλέπεται ότι ο προτιθέμενος πιστωτής, πριν την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης, παραδίδει στον προτιθέμενο εγγυητή, επιστολή αναφορικά, μεταξύ άλλων και τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου, (ο οποίος τροποποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση), εξυπακούεται ότι τυχούσα σχετική τροποποίηση, «καθιστά επιτακτικό να ενημερωθεί εκ νέου και να συγκατατεθεί ο εκάστοτε εγγυητής». Είναι η θέση της συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η απουσία ειδοποίησης της εφεσείουσας 2 περί της τροποποίησης της συμφωνίας δανείου και σχετικής συγκατάθεσής της, καθιστά άκυρη την εγγύηση ή και την απαλλάσσει ως εγγυήτρια, ανεξαρτήτως της συναίνεσης που έδωσε με την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Το Άρθρο 5 του Νόμου αφορά τη χρονική περίοδο πριν την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης. Δεν μπορεί να τύχει μιας τόσο διασταλτικής ερμηνείας ώστε να τυγχάνει εφαρμογής και πριν την εκάστοτε τροποποίηση οποιουδήποτε στοιχείου αναφέρεται στο εν λόγω Άρθρο 5.
Αν και το σημείο δεν τέθηκε με σαφήνεια από τη συνήγορο της εφεσείουσας 2, θεωρούμε χρήσιμο να εξετάσουμε τη θέση της ως προς τις συνέπειες της κατ’ ισχυρισμό παράβασης του Άρθρου 5 του Νόμου, υπό το πρίσμα του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, αναφορικά με την ακυρότητα σύμβασης λόγω παρανομίας. Θα εξετάσουμε κατά πόσον ο όρος της επίδικης συμφωνίας εγγύησης δια του οποίου η εφεσείουσα 2 συναίνεσε σχετικά με την εν λόγω τροποποίηση, καθίσταται άκυρος λόγω του ότι, κατ’ ισχυρισμό της εφεσείουσας, αντίκειται στο Άρθρο 5 του Νόμου.
Στην υπόθεση Συρίμη Μαρία ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131, συνοψίσθηκαν οι πιο κάτω αρχές:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο τόσο σε Κυπριακή όσο και σε Αγγλική νομολογία, σημείωσε τη διάκριση μεταξύ ρητώς απαγορευμένων από το νόμο συμβάσεων και απαγορεύσεων που είναι εξυπακουόμενες από το νόμο, οπότε η απάντηση βασίζεται πάνω στην ερμηνεία του σχετικού νόμου (βλ. Ανδρέας Κασιανός & Υιοί Λτδ. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1337, Αγαθοκλέους v. Λάππα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2202, Χριστοφή v. Ξενοφώντος (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1257, G.M. Platritis & Co a.o. v. Computer Patent Annuities a.ο. (1988) 1 C.L.R. 135, Glamor Development Ltd. v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, Kanaris v. Osman Tosun (1969) 1 C.L.R. 637, St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd. [1957] 1 Q.B. 267, Pollock & Mulla, 10η Έκδοση, σελ. 227).»
Στην υπόθεση Συρίμη, ανωτέρω, λέχθηκε ότι το κατά πόσον σύμβαση καθίσταται άκυρη λόγω παράβασης Νόμου εξετάζεται σε συνάρτηση με το κατά πόσον ήταν η πρόθεση του νομοθέτη θεσπίζοντας τον Νόμο να απαγορεύσει το συγκεκριμένο είδος σύμβασης που συνομολόγησαν οι διάδικοι. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί παράνομη. Από τη στιγμή που ο Νόμος δεν απαγορεύει ρητά τη σύναψη της και ούτε ολόκληρος ο σκοπός της σύμβασης είναι η εκτέλεση πράξης που ο Νόμος απαγορεύει, τότε δεν τίθεται θέμα κήρυξης της σύμβασης παράνομης (βλ. Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1(Α) Α.A.Δ.300 και St John Shipping Corp. v. Joseph Rank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683)».
Παρομοίως, θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση ο Νόμος δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τον τρόπο που εισηγείται η συνήγορος της εφεσείουσας 2. Δεν μπορεί δηλαδή η υποχρέωση του πιστωτή για προηγούμενη ενημέρωση του εγγυητή, πριν την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης, να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να καθιστά άκυρη τη συμφωνία του εγγυητή, όπως ο πιστωτής τροποποιήσει στο μέλλον οτιδήποτε περιλαμβάνεται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Η σύναψη σύμβασης με την οποία ο εγγυητής συναινεί εκ των προτέρων σε τροποποίηση, ως οι περιστάσεις της παρούσας, δεν απαγορεύεται από τον Νόμο, έτσι ώστε ο επίδικος όρος να καθίσταται άκυρος λόγω παρανομίας.
Το τρίτο ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης συνίσταται στο επιχείρημα ότι η εφεσείουσα απαλλάσσεται από την εγγύηση λόγω παράβασης του Άρθρου 12 του Νόμου. Υποστηρίζεται ότι προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η εφεσείουσα 2 δεν έλαβε επιστολές από την τράπεζα όπως προβλέπεται στο εν λόγω Άρθρο το οποίο προβλέπει:
«12. (1) Σε κάθε σύμβαση εγγύησης, ο πιστωτής υποχρεούται να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση και γραπτώς τον εγγυητή με επιστολή του στη διεύθυνσή του που καταγράφηκε στη συμφωνία δανείου ή στην τελευταία γνωστή στον πιστωτή διεύθυνσή του για κάθε καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσής του δυνάμει της συμφωνίας δανείου ή άρση ή μεταβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης που είχε τεθεί στην περιουσία του προς όφελος του πιστωτή για τους σκοπούς της συμφωνίας δανείου.
……………………………………………………….............................
(3) Παράλειψη εκτέλεσης από τον πιστωτή, οποιασδήποτε υποχρέωσης που του επιβάλλεται κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου : -
(α) θεωρείται παράλειψη τέλεσης πράξης που επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του πιστωτή προς τον εγγυητή μέσα στην έννοια του άρθρου 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, και απαλλάσσει τον εγγυητή σε περίπτωση που συνεπεία αυτής παραβλάπτεται, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η τελική ικανοποίηση του ιδίου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη,
(β) συνιστά εν πάση περιπτώσει, παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εγγύησης από τον πιστωτή, σε σχέση με την οποία παρέχονται στον εγγυητή και πιστωτή, οι θεραπείες, οι υπερασπίσεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που παρέχονται δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου σε σχέση με παραβίαση ουσιώδους όρου σύμβασης από αντισυμβαλλόμενο.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Το Άρθρο 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, προβλέπει τα εξής:
«97. Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Επαναλαμβάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο καμία μαρτυρία. Εισηγείται η συνήγορος της εφεσείουσας 2 ότι αποδεικνύεται ότι συνεπεία της μη ενημέρωσής της «αλλά και συνεπεία της τόσης καθυστέρησης αυξήθηκαν τα ποσά και οι υποχρεώσεις της εγγυήτριας σε τέτοιο βαθμό που συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων της όπως τα Άρθρα 12 του Νόμου και 97 του Κεφ.149 προνοούν.»
Παρόμοια θέση τέθηκε από τη συνήγορο στην παρούσα υπόθεση και στην υπόθεση ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ κ.α. v. SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 183/2019, 25/2/2025 στην οποία αποφασίστηκαν από το Εφετείο τα εξής:
«Είναι προφανές, κατά την άποψή μας, ότι δυνάμει του Άρθρου 97 του Κεφ. 149, οι εγγυητές απαλλάσσονται, μόνο αν αποδειχθεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι συνεπεία της όποιας, κατ' ισχυρισμό παράλειψης κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 12 του Νόμου, «παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη.»
Προκύπτει, ότι η πιο πάνω ρητή εξειδίκευση του είδους της βλάβης, την οποία φέρει το βάρος ο εγγυητής να αποδείξει ότι υπέστη, βάσει των Άρθρων 12 και Άρθρου 97 (ανωτέρω), σαφώς δεν καλύπτεται από τη γενικότητα της θέσης των εφεσειόντων, περί αποδεδειγμένης εμφανούς παραβίασης των δικαιωμάτων τους. Ουδεμία μαρτυρία δόθηκε σε σχέση με την εν λόγω προβλεπόμενη στη νομοθεσία βλάβη, ούτε και θα μπορούσε να εξαχθεί ένα τέτοιο εύρημα περί βλάβης απλώς και μόνο εκ της επικαλούμενης αύξησης του οφειλόμενου ποσού.
Επισημαίνουμε ότι το Άρθρο 97 του Κεφ.149, αντιστοιχεί στο Άρθρο 139 του Indian Contract Act. Στο σύγγραμμα Pollock & Mulla on Indian Contract and Specific Relief Acts, Volume 2, 16th edition, στη σελίδα 1436, αναφέρονται τα εξής υποστηρικτικά της πιο πάνω ερμηνείας του Άρθρου 97 του Κεφ.149, βασιζόμενα σε ινδική νομολογία:
«In order to attract the provisions of this section, there must not only be an act inconsistent with the rights of the surety, or the omission to do an act which is in the creditor's or employer's duty to do, but it is essential that thereby, the eventual remedy of the surety is impaired.A surety, for instance, will be released if the creditor, due to what he has done, cannot, on payment by the surety, give him the securities in exactly the same condition as the formerly stood in their his hands.»
Εν όψει της παντελούς έλλειψης μαρτυρίας επί του απαιτούμενου, εκ των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών, στοιχείου της βλάβης των εφεσειόντων-εγγυητών, η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων, στερείται πραγματικού ερείσματος.»
Παρομοίως, στην παρούσα υπόθεση, η θέση της εφεσείουσας 2 στερείται πραγματικού ερείσματος, εν όψει της παντελούς έλλειψης μαρτυρίας ως προς τη συγκεκριμένη βλάβη που όφειλε να αποδείξει, όπως απαιτείται από το Άρθρο 97 του Κεφ. 149.
Το τέταρτο επιχείρημα που τέθηκε στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης, προωθήθηκε και πάλι στην υπόθεση ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ, ανωτέρω, και συνίσταται στο ότι η κατ' ισχυρισμό παράλειψη ενημέρωσης, αποτελούσε παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εν τη εννοία του Άρθρου 12(3)(β) του Νόμου, «πράγμα που απαλλάσσει τον εγγυητή».
Στην υπόθεση ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Το νομικό επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η κατ' ισχυρισμό συνακόλουθη παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, απαλλάσσει τον εγγυητή, δεν είναι απλώς εσφαλμένο, αλλά είναι και κατάφορα αντίθετο με τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Οι αρχές του δικαίου των συμβάσεων, αναφορικά με τις συνέπειες της παράβασης ουσιώδους όρους σύμβασης, συνοψίζονται στην υπόθεση XENOS TRAVEL LTD ν. PANASOFT AE, Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2011, 21/2/2017:
«Με διαπιστωμένη την παράβαση του όρου 14, η οποία κρίθηκε ως ουσιώδης, παρείχετο το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος, εδώ εφεσείοντα, να τερματίσει τη σύμβαση. Η σύμβαση, όμως, δεν τερματίζεται με την παράβασή της. Η εφεσείουσα δεν άσκησε το δικαίωμα που είχε και δεν προχώρησε σε τερματισμό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρεί ότι έχει αποδεσμευτεί από τη σύμβαση και απαλλαγεί των δικών της υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. ν. L. K. Globalsoft Co Ltd (2007) 1 AAΔ 54:
«Στην ανάλυση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνούμε:-
«Αποτελεί κοινό τόπο στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές: είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)»
…………………………………………………………………………..
Τα δικαιώματα που προκύπτουν από παράβαση ουσιώδους όρου είναι, επαναλαμβάνουμε, τα πιο πάνω αναφερόμενα στην XENOS TRAVEL, (ανωτέρω) και όχι η αυτόματη απαλλαγή του εγγυητή, όπως υποστηρίζει η συνήγορος των εφεσειόντων.»
Όπως και στην υπόθεση ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ, ανωτέρω, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, ούτε αποδείχτηκε τερματισμός της σύμβασης εγγύησης από πλευράς της εφεσείουσας 2, ούτε και η εφεσείουσα 2 απαίτησε αποζημιώσεις από την εφεσίβλητη τράπεζα λόγω παράβασης ουσιώδους όρου. Με την ανταπαίτησή της η εφεσείουσα 2 απαιτούσε την εξάλειψη υποθηκών λόγω επικαλούμενης ακυρότητας αυτών. Επομένως, η κατ’ ισχυρισμό παράβαση του Άρθρου 12 του Νόμου, ουδεμία συνέπεια έχει προς όφελος της εφεσείουσας 2.
Τέλος, η συνήγορος της εφεσείουσας 2 υποστήριξε τις θέσεις της με παραπομπή στην αγγλική υπόθεση UNITED DOMINIONS TRUST (COMMERCIAL), LTD. V. EAGLE AIRCRAFT SERVICES, LTD, [1968] 1 WLR 74, παραγνωρίζοντας ότι η παραπομπή στην εν λόγω απόφαση και πάλι έτυχε σχολιασμού και απόρριψης από το Εφετείο στην υπόθεση ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ, ανωτέρω, ως ακολούθως:
«Περαιτέρω, προς υποστήριξη τη θέσης της ότι η κατ' ισχυρισμό παράβαση ουσιώδους όρου, απαλλάσσει τον εγγυητή, η συνήγορος των εφεσειόντων, μας παρέπεμψε στην αγγλική υπόθεση UNITED DOMINIONS TRUST (COMMERCIAL), LTD. V. EAGLE AIRCRAFT SERVICES, LTD, [1968] 1 WLR 74, αναφέροντας ότι σε αυτή, το αγγλικό Εφετείο απάλλαξε εγγυητή από υποχρεώσεις του όταν διαπίστωσε ότι υπήρχαν ουσιώδεις παραβιάσεις της συμφωνίας εγγύησης. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο εναγόμενη στην εν λόγω υπόθεση, είχε εγγυηθεί υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη σε συμφωνία ενοικιαγοράς. Μελετήσαμε την πιο πάνω υπόθεση. Τα γεγονότα δεν έχουν ως τα περιγράφει η ευπαίδευτη συνήγορος. Ούτε το σκεπτικό και η κατάληξη του αγγλικού Εφετείου υποστηρίζει τις θέσεις της.
Στην πιο πάνω υπόθεση, η εναγόμενη πώλησε αεροσκάφη στην ενάγουσα εταιρεία χρηματοδότησης (finance company), η οποία βάσει συμφωνίας ενοικιαγοράς (hire purchase agreement) τα ενοικίασε σε τρίτη εταιρεία. Υπήρχε όρος στη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων (πωλητή και αγοραστή) βάσει του οποίου σε περίπτωση που η συμφωνία ενοικιαγοράς θα τερματιζόταν, η εναγόμενη (ο πωλητής), θα αγόραζε η ίδια τα αεροπλάνα από την ενάγουσα. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εξυπακούομενος όρος στην εν λόγω συμφωνία, ο οποίος ήταν «condition precedent», και προέβλεπε ότι, η ενάγουσα όφειλε εντός εύλογου χρόνου από τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, να απαιτήσει από την εναγόμενη να αγοράσει τα εν λόγω αεροσκάφη, πράγμα που δεν έγινε. Λόγω της μη εκπλήρωσης αυτού του condition precedent, δεν ενεργοποιήθηκε η συμβατική υποχρέωση της εναγόμενης να αγοράσει τα επίδικα αεροπλάνα.
Είναι θεωρούμε σαφές, ότι το σκεπτικό της Dominion, (ανωτέρω), δεν έχει καμία σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται βάσει των Άρθρων 12 του Νόμου και 97 του Κεφ.149, στα γεγονότα της παρούσας. Στην Dominion, ο συμβαλλόμενος δεν είχε υποχρέωση να τηρήσει όρο συμφωνίας, επειδή ο αντισυμβαλλόμενος του, είχε προβεί σε παράβαση «condition precedent» (αναιρετικού όρου). Στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω επικαλούμενα Άρθρα της κυπριακής νομοθεσίας, δεν κάνουν λόγο για «condition precedent» (αναιρετικό όρο).
Η έννοια του «condition precedent» είναι πιο εξειδικευμένη από την έννοια του «ουσιώδη όρου». Επεξηγήθηκε στην XENOPOULOS ν. THOMAS NELSON (1982) 1 CLR 674:
«When the acceptance of a contract of insurance is subject to a condition, there is no contract until the condition is performed.»
Τονίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι ακόμη και αν η επικαλούμενη υποχρέωση ειδοποίησης αποτελούσε condition precedent, και πάλι, η θέση των εφεσειόντων περί απαλλαγής τους δεν ευσταθεί για τους πιο κάτω λόγους:
Σε περίπτωση μη πλήρωσης ενός condition precedent, το αναίτιο μέρος δεν απαλλάσσεται αυτόματα, αλλά θα πρέπει να επιλέξει να τερματίσει τη σύμβαση. Στην GEORGHIOS HADJIANNIS ν. ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC (1970) 1 CLR 32, λέχθηκαν τα εξής:
«Compliance with a particular stipulation in a contract may be waived by agreement or conduct (see Halsbury's Laws, 3rd edition, volume 8, page 175, paragraph 299). At page 198 of the same volume, paragraph 335, reads as follows:—
"335. Failure to perform condition precedent. The failure of the one party to perform a condition precedent only operates as a discharge of the contract if the other party elects to treat the contract as at an end. He has the option of treating the contract as being still open for further performance, and if he elects to do this he will be taken to have waived the performance of the condition precedent, and can only rely on it as a breach of warranty which entitles him to damages. If, after leading the party in default reasonably to suppose that the contract was not to be treated as at an end notwithstanding the failure to perform the condition, the other party wishes to avoid the contract for breach of the condition he must, if he is not precluded by his conduct from avoiding the contract, give to the party in default a reasonable opportunity after notice to remedy the default."
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία περί τερματισμού της σύμβασης από τους εφεσείοντες, στοιχείο, που όπως προκύπτει από την GEORGHIOS HADJIYIANNIS, (ανωτέρω), είναι απαραίτητο μετά την παράβαση αναιρετικού όρου, ώστε να μην ενεργοποιηθεί η σύμβαση, όσων αφορά τις υποχρεώσεις του αναίτιου μέρους.
Εν όψει των πιο πάνω, το νομικό επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η παράβαση ουσιώδους όρου θα επέφερε, εν προκειμένω, την απαλλαγή των εφεσειόντων εγγυητών, είναι έκθετο σε απόρριψη εφόσον στερείται πραγματικού και νομικού ερείσματος.»
Παρομοίως, στην παρούσα υπόθεση δεν προσκομίστηκε καμία μαρτυρία από την εφεσείουσα 2 και ως εκ τούτου, το νομικό επιχείρημα που προωθεί στερείται πραγματικού και νομικού ερείσματος.
Εν όψει όλων των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της και η πρωτόδικη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €5.200, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο