Γιάννος Αναστασίου v. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. Ε173/21, 19/5/2025
print
Τίτλος:
Γιάννος Αναστασίου v. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. Ε173/21, 19/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε173/21)

                  

ν.

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

Για εφεσείοντα: κ. Σωφρόνιος Σωφρονίου

Για εφεσίβλητη: κα Ραφαέλλα Γεωργίου για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μετά από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 30.6.2020, εκδόθηκε από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ειδοποίηση πτώχευσης εναντίον του εφεσείοντα – οφειλέτη. Ο εφεσείων αντέδρασε, καταχωρώντας στις 9.7.2020 ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 40 (2) των Πτωχευτικών Κανονισμών, με την οποία ζήτησε για σειρά λόγων, την απόρριψη της ειδοποίησης πτώχευσης. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε προηγουμένως ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας, ότι το ισχυριζόμενο χρέος είναι εξασφαλισμένο με υποθήκη και ότι όλη η διαδικασία πάσχει νομικά, και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα έπρεπε να την διακόψει. Περαιτέρω, στην ένορκη του δήλωση, ο εφεσείων αναφέρθηκε σε διαδικασία διαπραγμάτευσης για διευθέτηση των χρεών του και ενώ ανέμενε την απάντηση της εφεσίβλητης, αυτή διέκοψε την διαπραγμάτευση και προχώρησε σε πτωχευτικές διαδικασίες με την έκδοση της υπό κρίση ειδοποίησης πτώχευσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας τις πρόνοιες των Περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, όρισε την υπόθεση για ακρόαση. Ο εφεσείων όμως δεν περιορίστηκε στην καταχώρηση της πιο πάνω ένορκης δήλωσης. Στις 14.7.2020, προχώρησε και στην καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως, με την οποία, επίσης ζήτησε την ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την εν λόγω αίτηση, επικαλείται διάφορες, κατά την άποψη του, παρατυπίες από τους εφεσίβλητους, στην προώθηση της διαδικασίας πτώχευσης.

Αναφέρει συγκεκριμένα ότι η ειδοποίηση πτώχευσης που του επιδόθηκε δεν συνοδευόταν από το αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, και ότι η εφεσίβλητη προχώρησε στην διαδικασία της ειδοποίησης χωρίς προηγουμένως να απεμπολήσει τα δικαιώματα της, επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι υποθηκευμένη προς όφελος της. Αντιθέτως, η εφεσίβλητη εξέδωσε και του επέδωσε ειδοποίηση «Τύπου I», προωθώντας με αυτό τον τρόπο διαδικασία πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου, δυνάμει του Μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65. Ήταν ακόμα η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη χρησιμοποιεί την υπό κρίση πτωχευτική διαδικασία καταχρηστικά και ως μέσω εξαναγκασμού του, προκειμένου να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, σημειώνει το γεγονός ότι ο εφεσείων έχει προσβάλει την εγκυρότητα της ειδοποίησης πτώχευσης με δύο τρόπους. Αρχικά με την καταχώρηση ένορκης δήλωσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 40 (2) των Πτωχευτικών Κανονισμών, και στην συνέχεια με την καταχώρηση της πιο πάνω αίτησης δια κλήσεως για παραμερισμό της ειδοποίησης. Επειδή δεν υπήρξε οποιαδήποτε τοποθέτηση εκ μέρους του εφεσείοντα, ως προς το ποια από τις δύο διαδικασίες θα προωθήσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση τόσο της αίτησης για ακύρωση της ειδοποίησης υπό την μορφή ένορκης δήλωσης σύμφωνα με τον πιο κάνω κανονισμό, όσο και της δια κλήσεως αίτησης παραμερισμού της ειδοποίησης.

Αρχικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ακύρωσης της ειδοποίησης υπό την μορφή ένορκης δήλωσης, αφού έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν συνιστούσαν λόγους ακύρωσης που θα μπορούσαν να εξεταστούν δυνάμει του Κανονισμού 40 (2) των Πτωχευτικών Κανονισμών. Συγκεκριμένα δεν προέβαλε ανταπαίτηση, ανταξίωση ή συμψηφισμό εναντίον της εφεσίβλητης, όπως ρητά προβλέπεται στον εν λόγω Κανονισμό. 

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της δια κλήσεως αίτησης, με την οποία ο εφεσείων ζητούσε επίσης τον παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης. Σε σχέση με τον ισχυρισμό για παράλειψη επισύναψης στην ειδοποίηση πτώχευσης, αντιγράφου της δικαστικής απόφασης, έκρινε με παραπομπή στον Κανονισμό 39 των Περί Πτωχεύσεως Κανονισμών ότι αυτή η υποχρέωση περιορίζεται στην καταχώρηση στο Πρωτοκολλητείο, της αίτησης για την έκδοση της ειδοποίησης και δεν επεκτείνεται στα αντίγραφα της ειδοποίησης πτώχευσης που θα επιδοθούν στον οφειλέτη. Με δεδομένο ότι στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για ειδοποίηση πτώχευσης που καταχώρησε η εφεσίβλητη στο Πρωτοκολλητείο, συνοδευόταν από αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παρατυπία στην διαδικασία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα αναφορικά με την παράλειψη της εφεσίβλητης να παραιτηθεί από την ενυπόθηκη εξασφάλιση στην υποθήκη Υ13939/2007, προτού καταχωρήσει την ειδοποίηση πτώχευσης. Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι το Άρθρο 5.2 του Περί Πτωχεύσεων Νόμου Κεφ. 5, καθορίζει τέτοια υποχρέωση μόνο στην περίπτωση καταχώρησης αίτησης πτώχευσης και όχι στην διαδικασία ειδοποίησης πτώχευσης.  

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για κατάχρηση λόγω ταυτόχρονης προώθησης της  διαδικασίας για πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου δυνάμει των προνοιών του Μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται η θέση του εφεσείοντα για κατάχρηση δικαστικών διαδικασιών.

Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι αποτελεί δικαίωμα της εφεσίβλητης, το οποίο παραχωρεί ο ίδιος ο Νόμος 9/65, να προχωρήσει στην εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς καν την εξασφάλιση προηγούμενης δικαστικής απόφασης. Σημειώνεται δε ότι η εφεσίβλητη στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της, αναφέρει ότι οι εξασφαλίσεις που έχει ο εφεσείων με την επίδικη υποθήκη δεν είναι επαρκείς ώστε να καλύψουν ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό.

  Υπό τας περιστάσεις, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση πτωχευτική διαδικασία δεν ασκήθηκε κακόπιστα αφού δεν εντοπίζεται στις πράξεις της εφεσίβλητης, αλλότριος σκοπός από αυτό που προβλέπει ο Νόμος.

Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλεται από τον εφεσείοντα με τρεις λόγους έφεσης. Αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν ήταν νομικά αναγκαία με την επίδοση της ειδοποίησης πτώχευσης η επισύναψη αντίγραφου της δικαστικής απόφασης για το εξ αποφάσεως χρέος (1ος λόγος έφεσης), ότι δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της ειδοποίησης πτώχευσης η παράλειψη παραίτησης της εφεσίβλητης από την ενυπόθηκη εξασφάλιση που έχει εγγράφει στο Κτηματολόγιο Λεμεσού (2ος λόγος έφεσης) και ότι δεν συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, η ταυτόχρονη προώθηση με την ειδοποίηση έφεσης, της διαδικασίας εκποίησης ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα δυνάμει του Νόμου 9/65 (3ος λόγος έφεσης).

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρώ χρήσιμο στο στάδιο αυτό, όπως παραθέσω την προβλεπόμενη από τον Νόμο και τους Κανονισμούς διαδικασία της ειδοποίησης πτώχευσης, η οποία αποτελεί απαραίτητο δικονομικό μέτρο, προκειμένου να διαπραχθεί «πράξη πτώχευσης» η οποία δίδει δικαίωμα σε ένα πιστωτή να καταχωρήσει αίτηση πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη.  

Το Άρθρο 3(ζ) του Περί Πτωχεύσεως Νόμου (Κεφ.5), καθορίζει ως πράξη πτώχευσης, την μη συμμόρφωση σε ειδοποίηση πτώχευσης εντός 7 ημερών. Η διαδικασία της ειδοποίησης πτώχευσης ρυθμίζεται από Μέρος ΙΙΙ των Πτωχευτικών Κανονισμών και ιδιαίτερα από τους Κανονισμούς 38 έως 43. Η ειδοποίηση καταχωρείται στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της αίτησης πτώχευσης. Καταχωρούνται επίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 39, δυο αντίγραφα της ειδοποίησης για να σφραγιστούν προς επίδοση (to be sealed for service).

Στην ουσία σύμφωνα με τον Κανονισμό 38, η ειδοποίηση πτώχευσης εκδίδεται και σφραγίζεται από το Πρωτοκολλητείο μετά από αίτηση του πιστωτή. Στο παράρτημα Α των Πτωχευτικών Κανονισμών, καθορίζεται ο τύπος τόσον της αίτησης όσον και αυτός της ειδοποίησης πτώχευσης υπό τον τίτλο  Request for Issue of Bankruptcy Notice & Bankruptcy Notice αντίστοιχα (bankruptcy forms 3 & 4). 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 40.2, μετά την έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ένορκη δήλωση στην οποία να αναφέρει ότι έχει ανταπαίτηση, συμψηφισμό ή ανταξίωση που ισοδυναμεί ή υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος και η οποία δεν μπορούσε να εγερθεί στην διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε το χρέος που αφορά την ειδοποίηση.

Η ένορκος αυτή δήλωση λειτουργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 41, ως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης (to set aside the bankruptcy notice), θα πρέπει δε να καταχωρείται εντός τριών ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης στον οφειλέτη σε περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται στην Δημοκρατία (Κανονισμός 40.3).

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να εγείρει με την ένορκη του δήλωση, οποιοδήποτε άλλο θέμα πέραν αυτών που αναφέρονται στον Κανονισμό 40.2. Σχετική είναι η υπόθεση Λάρκος ν. Κατσαρή  (2000) 1 Α.Α.Δ 1694, στην οποία λέχθηκε ότι η περίπτωση που παρέχεται για αμφισβήτηση της ειδοποίησης πτώχευσης δυνάμει του Κανονισμού 40.2, είναι η ύπαρξη ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή συμψηφισμού που υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος (βλ. επίσης Αλεξάνδρου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1(Α) Α.Α.Δ 46).

Το βάρος απόδειξης των πιο πάνω ισχυρισμών είναι αποκλειστικά στους ώμους του οφειλέτη. Αυτό προκύπτει από το λεκτικό του Άρθρου 3(ζ) του Κεφ.5, καθώς και του Κανονισμού 40.2 των Πτωχευτικών Κανονισμών (βλ. επίσης Re Ντίνος Ασπρής (1988) 1 J.S.C 93 και Χατζηρώτη ν. Πιερίδης Πολ. Έφεση 130/2011 ημ. 12.1.2017).

Η ειδοποίηση πτώχευσης μπορεί να ακυρωθεί και για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στον Κανονισμό 40.2. Στην περίπτωση όμως αυτή, η πρέπουσα διαδικασία είναι η καταχώρηση ξεχωριστής αίτησης, και όχι η επιδίωξη ακύρωσης με την ένορκη δήλωση που προβλέπει ο Κανονισμός 40.2.

Σχετική είναι η υπόθεση Re Costas Louka (1986) JSC 365. Στην πιο πάνω υπόθεση ο Π. Καλλής Ε.Δ (ως ήταν τότε), αφού προέβηκε σε εκτενή αναφορά στην σχετική Αγγλική Νομολογία, ανέφερε τα ακόλουθα:

« In view of the above authorities I hold that a debtor is entitled to apply for the setting aside of a bankruptcy notice on grounds other than those set out in r.40 (2) of the Bankruptcy Rules, but in such a case he has to apply by means of an application and not by means of an affidavit. In this connection, I think, r.16 of the Bankruptcy Rules is the rule applicable.»   

Άλλοι λόγοι ακύρωσης της ειδοποίησης εκτός αυτών που αναφέρονται στον Κανονισμό 40.2 που μπορούν να εγερθούν ως προαναφέρθηκε με αίτηση δια κλήσεως είναι, παρατυπία στην έκδοση ή κακή επίδοση της ειδοποίησης, καθώς και ισχυρισμοί για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους. Στην πιο πάνω απόφαση Costas Louka παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα από την σελ. 38 του συγγράμματος Τhe Law and practice in Bankruptcy 19η  έκδοση, των Williams and Muir Hunter:

« The debtor may apply by motion (e.g. not by the summary affidavit procedure of B.R.1391) to set aside the notice on other grounds, e.g. irregularity, bad service, payment (or quaere legal tender) of the dept. etc.»   

Έχει λεχθεί μάλιστα στην ίδια υπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύει η προθεσμία των τριών ημερών που προβλέπεται για την ένορκη δήλωση του Κανονισμού 40.2. Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Αλωνεύτης ν. Αlpha Bank Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 475.

Σχετική είναι και η απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd πρώην Alpha Bank Ltd ν. Κώστα Αριστείδη κα (2015) 1 Α.Α.Δ 1090. Στην υπόθεση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού παραπέμπει στους Κανονισμούς 40.2 και 41 των Πτωχευτικών Κανονισμών και σε σχετική νομολογία, αναφέρει τα πιο κάτω:

« Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία όταν ο χρεώστης επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα, πέραν των σχετιζομένων με ανταπαίτηση, ανταξίωση ή συμψηφισμό, όπως εξόφληση ή αναστολή, τότε η αίτηση για ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης είναι το ορθό δικονομικό διάβημα (βλ. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Δημητρίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 425, Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1694 καθώς και την κλασσική ανάλυση που έγινε από τον Καλλή, Δ., στην υπόθεση In re Luca (1986) 2 J.S.C. 365).»

Γίνεται επίσης παραπομπή στην υπόθεση Αλωνεύτης ν. Αlpha Bank Ltd (ανωτέρω), στην οποία τονίστηκε ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του χρεώστη, παραμένει στον ίδιο όπως ισχύει και στις περιπτώσεις ένορκης δήλωσης δυνάμει του Κανονισμού 40.2, η δε προθεσμία των τριών ημερών δεν ισχύει (βλ. Williams and Muir Hunter: «The Law and Practice in Bankruptcy» 19η έκδ. σελ. 38). Γίνεται επίσης αναφορά στην αγγλική υπόθεση  In re a Debtor (No. 30 of 1956) ex parte The Debtor v. Harman [1957] 2 All E.R. 216), στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«… the court would in proper cases set aside bankruptcy notices on grounds other than those set out in section 1 (1) (g) of the Bankruptcy Act, 1914 - "counterclaim, set-off or cross-demand" - including satisfaction, which was essentially different from those grounds.

………………………………………………………………………………..

the time limit of three days imposed by rule 138 was confined to applications under rule 137 based on "counterclaim set-off or cross-demand" and did not apply to an application based on "satisfaction"; and that the debtor's application to set aside the notice could be entertained under the procedure provided by rule 31, which imposed no time limit, and was not, therefore, out of time.»

Είναι εντούτοις σαφές σύμφωνα με την απόφαση Αλωνεύτης ν. Αlpha Bank Ltd (ανωτέρω), ότι και στην περίπτωση ξεχωριστής αίτησης για ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης, ακολουθείται ο γενικότερος διαχρονικός κανόνας ότι ο διάδικος που επιζητεί ορισμένη θεραπεία, φέρει και το ανάλογο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του.

Στην παρούσα περίπτωση, και οι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν την δια κλήσεως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης. Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα ακύρωσης της ειδοποίησης πτώχευσης με τη μορφή ένορκης δήλωσης δυνάμει του Κανονισμού 40.2, δεν εφεσιβλήθηκε. Θα εξετάσω ως εκ τούτου τους τρεις πιο πάνω λόγους έφεσης, σε σχέση με την απόρριψη της δια κλήσεως αίτησης του εφεσείοντος.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι στην υπό κρίση ειδοποίηση πτώχευσης που του επιδόθηκε, θα έπρεπε να είχε επισυναφθεί αντίγραφο της δικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που αφορά το χρέος στο οποίο στηρίζεται η ειδοποίηση. Επικαλέστηκε τον Κανονισμό 39 των Περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικών Κανονισμών, που προβλέπει τα εξής:

«Α creditor, desirous that a bankruptcy notice may be issued, shall produce to the Registrar an office copy of the judgment or order on which the notice is founded and file the notice, together with a request for issue. The creditor shall at the same time lodge with the Registrar two copies of the bankruptcy notice to be sealed for service.».

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. Είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υποχρέωση για επισύναψη της δικαστικής απόφασης, περιορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 39 στην καταχώρηση στο Πρωτοκολλητείο, της αίτησης για την έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης και δεν επεκτείνεται στο αντίγραφο της ειδοποίησης που θα εκδοθεί και επιδοθεί στον οφειλέτη.

Δεν συμφωνώ επιπλέον με την θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα όπως προκύπτει από το περίγραμμα αγόρευσης του ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα κατ’ αναλογία, η Δ.48 Θ.13 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με την επίδοση μονομερούς αίτησης, μαζί με το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα. Σε εκείνη την περίπτωση, ο διάδικος εναντίον του οποίου εκδόθηκε μονομερώς το διάταγμα δεν συμμετείχε στη διαδικασία, και ως εκ τούτου έχει δικαίωμα να γνωρίζει, το περιεχόμενο της μονομερούς αίτησης. Κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση ειδοποίησης πτώχευσης, στην οποία παρέχονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για το εξ αποφάσεως χρέος.

Είναι σαφές κατά την κρίση μου ότι σκοπός του Κανονισμού 39 των Περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικών Κανονισμών, εξυπηρετεί την υποχρέωση τεκμηρίωσης από τον πιστωτή, της απαίτησης του εναντίον του οφειλέτη, όπως αυτή πηγάζει από δικαστική απόφαση ή διάταγμα, προκειμένου ο Πρωτοκολλητής να ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης. ‘Όμως δεν υπάρχει καμία σκοπιμότητα ούτε προβλέπεται στον πιο πάνω Κανονισμό 39, υποχρέωση για επίδοση στον οφειλέτη, πλην της ειδοποίησης, και αντιγράφου της δικαστικής απόφασης που κατατέθηκε στο Πρωτοκολητείο.

Ενόψει των πιο πάνω και με δεδομένο ότι η ειδοποίηση που καταχώρησε η εφεσίβλητη στο Πρωτοκολητείο, συνοδευόταν από αντίγραφο της δικαστικής απόφασης σύμφωνα με τον Κανονισμό 39, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαπίστωσε καμία παρατυπία στην έκδοση και κυρίως, στην επίδοση της ειδοποίησης στον εφεσείοντα.

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται για την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της ειδοποίησης πτώχευσης, η παράλειψη παραίτησης της εφεσίβλητης, από την ενυπόθηκη εξασφάλιση που έχει εγγραφεί στο Κτηματολόγιο Λεμεσού. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε με βάση την σχετική νομοθεσία, η εφεσίβλητη να παραιτηθεί από την ενυπόθηκη εξασφάλιση που ενέγραψε ο εφεσείων υπέρ της εφεσίβλητης, προκειμένου να δικαιούται στη συνέχεια να καταχωρήσει την επίδικη ειδοποίηση πτώχευσης.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η αναφορά στο Άρθρο 3(3) του Κεφ. 5 ότι η ειδοποίηση πτώχευσης θα πρέπει να περιέχει κλήση στον οφειλέτη «να εξασφαλίσει ή να συμβιβάσει το χρέος κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή ή το Δικαστήριο» δεν σημαίνει ότι όπου υπάρχει εξασφάλιση δεν είναι δυνατή η έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης. Ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση όπου η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η υποθήκη που παραχώρησε ο εφεσείων δεν είναι αρκετή να εξασφαλίσει το εξ αποφάσεως χρέος, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε €1.063.861,58 πλέον τόκους από 1.1.2025.

Οι ειδικές υποχρεώσεις ενός εξασφαλισμένου πιστωτή σε διαδικασία πτώχευσης, ξεκινούν από την υποβολή αίτησης πτώχευσης και όχι από το στάδιο της ειδοποίησης πτώχευσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Περί Πτωχεύσεως Νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι βάση των οποίων πιστωτής δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης», από τη στιγμή που ο πιστωτής είναι εξασφαλισμένος, οφείλει στην αίτηση πτώχευσης που θα καταχωρήσει, είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος του συνόλου των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχθεί σε πτώχευση ή να δώσει εκτίμηση της εξασφάλισης του.

Είναι επί του προκειμένου ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με δεδομένο το περιεχόμενο του Άρθρου 5 του Κεφ.5, προκύπτει με σαφήνεια ότι η συγκεκριμένη πρόνοια, αφορά το στάδιο υποβολής αίτησης πτώχευσης και όχι την υπό κρίση διαδικασία που αφορά ειδοποίηση πτώχευσης. Συνεπώς, η εφεσίβλητη σε αυτό το στάδιο δεν είχε καμία υποχρέωση να παραιτηθεί από την ενυπόθηκη εξασφάλιση της.

Ως αποτέλεσμα και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, η ταυτόχρονη προώθηση με την ειδοποίηση έφεσης, της διαδικασίας εκποίησης ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα δυνάμει του Νόμου 9/65.

Όπως έχει νομολογηθεί, η διαδικασία πτώχευσης δεν συνιστά μέτρο εκτέλεσης και δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα μέτρα εκτέλεσης που αποσκοπούν στην πληρωμή εξ αποφάσεως χρέους. Σχετική μεταξύ άλλων είναι η απόφαση Αρέστης ν. Λαϊκή Τράπεζα (2002) 1Β Α.Α.Δ 1258 στην οποία λέχθηκε ότι «η αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής χωρίς αμφιβολία δεν αποτελεί διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης». Η φύση της πτωχευτικής διαδικασίας ως αναφέρεται στην υπόθεση Λοΐζου ν. ΣΠΕ Δερύνειας (2009) 1Α Α.Α.Δ 279, συνιστά μια sui generis διαδικασία οιονεί ποινικού χαρακτήρα, με γνώμονα πρώτιστα, την προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος των πιστωτών του.

Είναι εντούτοις γεγονός ότι η νομολογία, επισημαίνει το απαράδεκτο της χρήσης των πτωχευτικών διαδικασιών, στις περιπτώσεις που αυτές αποδεικνύεται ότι αποτελούν καταπιεστικό μέτρο εναντίον του οφειλέτη. Η καταπίεση προκύπτει, εκεί που η πτωχευτική διαδικασία ασκείται κακόπιστα και με σκοπό αλλότριο από αυτό που προβλέπει ο Νόμος (βλ. μεταξύ άλλων London Clubs v. Παπαδόπουλου (2002) 1 Α.Α.Δ 1699).

Όμως οι ισχυρισμοί κατάχρησης, εξετάζονται με αναφορά στον τρόπο χρησιμοποίησης των δικαστικών διαδικασιών και όχι με έλεγχο των εσωτερικών ελατηρίων του εκάστοτε πιστωτή (βλ. Χαραλαμπίδης v. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522). Το γεγονός και μόνο ότι ο πιστωτής αποκόμισε κάποιο όφελος δεν συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Θα πρέπει αυτό το όφελος, να εξασφαλίστηκε με δόλιο ή αθέμιτο τρόπο και σε βάρος του οφειλέτη ή των άλλων πιστωτών. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπόθεση Πετράκης ν. Κίμωνος (2006) 1 Α.Α.Δ 1311, η κατάχρηση των πτωχευτικών διαδικασιών, προϋποθέτει την ύπαρξη δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του πιστωτή. Στην ίδια υπόθεση Πετράκης ν. Κίμωνος λέχθηκε ότι οι διαδικασίες εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, τις οποίες δεν χρησιμοποίησε ο εφεσείων πριν την πτωχευτική διαδικασία, δεν προβλέπονται από τον περί Πτωχεύσεως Νόμο, ως προϋπόθεση για καταχώρηση αίτησης πτωχεύσεως.

Είναι σαφές από την πιο πάνω νομολογία ότι όταν δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου πιστωτή και εις βάρος του οφειλέτη και των άλλων πιστωτών του, η πτωχευτική διαδικασία δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ή ότι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, έστω και αν έχει σαν αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή (βλ. επίσης Δημήτρης Κουτάλης v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2016) 1Β Α.Α.Δ 1226).

Στην παρούσα υπόθεση, είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η εφεσίβλητη επιχειρεί με την πτωχευτική διαδικασία, να εξασφαλίσει με δόλιο ή αθέμιτο τρόπο, χρήματα ή πλεονεκτήματα εις βάρος του εφεσείοντα. Η καταχώρηση διαδικασιών εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου δυνάμει του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65, από μόνη της δεν συνιστά κατάχρηση των πτωχευτικών διαδικασιών. Ούτε τέθηκε οτιδήποτε πρωτοδίκως που να υποδηλώνει ότι η υπό κρίση ειδοποίηση πτώχευσης χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη, με στόχο άλλο από εκείνο που προβλέπει ο Νόμος και κατά τρόπο καταπιεστικό για τον εφεσείοντα.

Να σημειώσω περαιτέρω ότι δεν αμφισβητείται ότι η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου του οποίου επιδιώκεται η εκποίηση δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει το εξ’ αποφάσεως χρέος, το οποίο ανέρχεται σε €1.063.861,58 πλέον τόκους από 1.1.2025.

Ως αποτέλεσμα και ο τρίτος λόγος έφεσης για κακοπιστία και κατάχρηση της πτωχευτικής διαδικασίας δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2.200,00 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα. 

 

 

 

 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο