
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε29/2025)
28 Μαΐου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
VITAEMED LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ ΚΟΦΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
___________________
Α. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες – Καθ’ ων η Αίτηση στην πρωτόδικη Αίτηση ημερομηνίας 19.03.2024.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
Π. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα – Αιτητή στην πρωτόδικη Αίτηση ημερομηνίας 19.03.2024.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Το αντικείμενο της παρούσας απόφασης αφορά το εμπρόθεσμο ή μη της καταχώρισης της έφεσης από τους εφεσείοντες.
Κατ’ αρχάς, θα αναφερθούμε στο ιστορικό της υπόθεσης για καλύτερη κατανόηση του εγερθέντος ζητήματος. Οι εφεσίβλητοι, στις 26.10.2013 αποφάσισαν τον τερματισμό των εργασιών τους και τον διορισμό εκκαθαριστή. Στις 26.03.2014 το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε απόφαση για την εκκαθάριση των εφεσιβλήτων και στις 29.04.2014 διορίστηκε, ως εκκαθαριστής, ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης. Η Κυπριακή Δημοκρατία, συμμορφούμενη με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφάσισε να ανακτήσει από τους εφεσίβλητους τις χορηγηθείσες, σ’ αυτούς, κρατικές ενισχύσεις και στις 04.06.2015 απέστειλε στον Εκκαθαριστή τις απαιτήσεις της, ζητώντας όπως ληφθούν υπόψη στην εκκαθάριση.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή, στις 18.03.2014, μεταξύ άλλων, για απλήρωτα τιμολόγια, εναντίον των εφεσίβλητων, πριν δηλαδή τον διορισμό Εκκαθαριστή και στις 31.07.2014, καταχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης από τον Επίσημο Παραλήπτη. Στις 25.02.2022 εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων, στην απουσία των εφεσίβλητων. Ο Επίσημος Παραλήπτης καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε στις 20.10.2023.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν, την 01.08.2022, αίτηση έρευνας για την εξέταση της οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων, την οποία επέδωσαν σε λειτουργούς του Υπουργείου Εσωτερικών και του Υπουργείου Οικονομικών. Η εν λόγω αίτηση στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 82-88 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε, πρωτόδικα, αίτηση ημερομηνίας 19.03.2024 (την υπό κρίση κατ’ έφεση αίτηση), με την οποία ζητούσε τα ακόλουθα διατάγματα:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της επίδοσης της αίτησης οικονομικής εξέτασης και/ή έρευνας ημερ. 1/8/2022 και/ή της επίδοσής της σε Λειτουργούς και/ή Αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκ μέρους και για λογαριασμό του εναγόμενου.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της αίτησης οικονομικής εξέτασης και/ή έρευνας ημερ. 1/8/2022 και/ή της επίδοσης της αίτησης οικονομικής εξέτασης, σε Λειτουργούς και/ή Αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίοι δεν έχουν locus standi, στην παρούσα διαδικασία, καθότι, δεν εκπροσωπούν το εναγόμενο Συμβούλιο, το οποίο τελεί υπό εκκαθάριση και/ή εν πάση περιπτώσει, δεν παρίστανται, εκ μέρους του εναγόμενου, σε δικαστικές διαδικασίες, και/ή εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελούν τους εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτες χρέους του εναγόμενου και/ή το εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος, αφορά αποκλειστικά, τη διαδικασία εκκαθάρισης του εναγόμενου και/ή οποιαδήποτε απόφαση του Κράτους και/ή των κυπριακών Αρχών για πληρωμή του εν λόγω εξ αποφάσεως χρέους, δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και/ή θα είναι αντίθετη με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Απόφαση (ΕΕ) 2016/644, για ανάκτηση από τις κυπριακές Αρχές, χρηματικών ποσών, που κρίθηκαν ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις και/ή θα συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.
Γ. Άνευ βλάβης των ανωτέρω, διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της αίτησης οικονομικής εξέτασης και/ή έρευνας ημερ. 1/8/2022, ως ανυπόστατης και/ή επιπόλαιας και/ή ως σκανδαλώδους και/ή ενοχλητικής και/ή εκδικητικής και/ή κακόπιστης και/ή καταπιεστικής και/ή καταχρηστικής, καθότι το Συμβούλιο Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, τελεί υπό εκκαθάριση και/ή το Κράτος και/ή οι κυπριακές Αρχές, έχουν ως υποχρέωση να εκτελέσουν την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Απόφαση (ΕΕ) 2016/644, για ανάκτηση χρηματικών ποσών, που κρίθηκαν ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις, στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισής του.
Δ. Άνευ βλάβης των ανωτέρω, διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της αίτησης οικονομικής εξέτασης και/ή έρευνας ημερ. 1/8/2022, ως ανυπόστατης και/ή καταχρηστικής και/ή καταπιεστικής, καθότι το αντικείμενο επί του οποίου ερείδεται και/ή η αξίωση στην οποία στηρίζεται και/ή το ισχυριζόμενο χρέος στο οποίο βασίζεται ή θεμελιώνεται η αίτηση, συνιστά απαίτηση και/ή χρέος το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης.
Ε. Άνευ βλάβης των ανωτέρω, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφεται και/ή παραμερίζεται η αίτηση οικονομικής εξέτασης και/ή έρευνας ημερ. 1/8/2022, ως ανυπόστατης και/ή επιπόλαιας και/ή ως σκανδαλώδους και/ή ενοχλητικής και/ή εκδικητικής και/ή κακόπιστης και/ή καταπιεστικής και/ή καταχρηστικής και/ή απρόσφορης, καθότι το εν λόγω μέτρο εκτέλεσης δεν έχει έρεισμα στο Νόμο και/ή το εν λόγω δικόγραφο συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και/ή χρησιμοποιεί τα μέσα δικαίου για αλλότριους σκοπούς και/ή εν πάση περιπτώσει, δεν δύναται να προωθείται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, είναι φερέγγυα και/ή εναντίον των κυπριακών Αρχών που έχουν υποχρέωση να εκτελέσουν την Απόφαση (ΕΕ) 2016/644, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάκτηση χρηματικών ποσών, που κρίθηκαν ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις, και/ή εναντίον του Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, το οποίο τελεί υπό εκκαθάριση, προς όφελος των πιστωτών του.
Στ. Οποιανδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και/ή ορθή υπό τις περιστάσεις.
Η. Έξοδα.»
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν υπεύθυνη για τις οικονομικές υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων και ότι γι’ αυτό κλήθηκαν πρόσωπα για να δώσουν μαρτυρία σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις των δύο πλευρών, παραμέρισε την επίδοση της αίτησης ημερομηνίας 01.08.2022 και, επίσης, παραμέρισε την εν λόγω αίτηση ως ανυπόστατης, «αφού αφορά απαίτηση η οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης», με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Εν πάση περιπτώσει, εξετάζοντας όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο μεγαλύτερος πιστωτής του Κεντρικού Σφαγείου, ήτοι το Κράτος, αποφάσισε να προχωρήσει με την εκκαθάρισή του για να εισπράξει το λαβείν του και καθόρισε τον Επίσημο Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή. Αυτά τα γεγονότα ήταν γνωστά στην Ενάγουσα – Καθ’ ης η αίτηση η οποία όμως επέλεξε να μην επιδώσει την αίτηση μηνιαίων δόσεων στον Εκκαθαριστή, αλλά σε λειτουργούς του Υπουργείου Εσωτερικών και Οικονομικών. Εκ των πραγμάτων όμως πραγματική γνώση για την οικονομική κατάσταση του Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου έχει ο Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος, ως έχει προλεχθεί, έχει καταρτίσει και κατάλογο χρεωστών και πιστωτών. Στο σημείο αυτό ανοίγεται παρένθεση για να σημειωθεί ότι δεν έχει τεθεί μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο η Ενάγουσα – Καθ’ ης η αίτηση έχει υποβάλει στον Επίσημο Παραλήπτη αίτηση για να καταγραφεί ως εξ αποφάσεως πιστωτής του Εναγόμενου – Αιτητή.
Το Κράτος είναι δεσμευμένο να εφαρμόσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία απαιτείται η επιστροφή των ποσών που παραχωρήθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου με τόκους. Ο μόνος τρόπος για να το πράξει είναι μέσω του Εκκαθαριστή. Από την στιγμή που καθορίστηκαν τα καθήκοντά του με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το Κράτος έπαψε να έχει λόγο στα οικονομικά θέματα του Σφαγείου και θα πρέπει να αναμένει τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης.
Από τα γεγονότα ως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει μια απόφαση Δικαστηρίου, τελεσίδικη, η οποία μπορεί να εκτελεστεί με τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Υπάρχει όμως και ο Εκκαθαριστής ο οποίος, στις 17/05/2015, κατέγραψε στην «Βεβαίωση» ότι ετοίμασε κατάλογο χρεωστών και πιστωτών, Τεκμήριο 2 στην αίτηση. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ενάγουσα – Καθ’ης η αίτηση, η οποία είναι εξ αποφάσεως πιστωτής, έχει καταγραφεί στον κατάλογο πιστωτών που έχει καταρτιστεί από τον Εκκαθαριστή. Το ερώτημα αυτό δεν απαντήθηκε. Αυτό που έχει διαφανεί είναι ότι η Ενάγουσα – Καθ’ης η αίτηση προβαίνει σε μια προσπάθεια να λάβει προνομιακή μεταχείριση έναντι των υπολοίπων πιστωτών του Εναγόμενου – Αιτητή. Τέτοια προνομιακή μεταχείριση δεν είναι επιτρεπτή από την διαδικασία εκκαθάρισης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω διαπιστώσεων είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επίδοση της αίτησης για οικονομική εξέταση σε Λειτουργούς ή και Αξιωματούχους του Κράτους θα πρέπει να παραμεριστεί. Η όποια αίτηση που αφορά το Συμβούλιο του Κεντρικού Σφαγείου θα πρέπει να απευθυνθεί στον Εκκαθαριστή. Ως εκ τούτου, η αίτηση πετυχαίνει και η επίδοση της αίτησης ημερομηνίας 01/08/2022 παραμερίζεται.
Παράλληλα, εκδίδεται διάταγμα παραμερισμού της αίτησης ημερομηνίας 01/08/2022 ως ανυπόστατης αφού αφορά απαίτηση η οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης.».
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης, προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης: Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε πως οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να προωθήσουν μέτρα εκτέλεσης εναντίον των εφεσιβλήτων και ειδικά να προωθούν αίτηση οικονομικής εξέτασης (πρώτος λόγος), και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι βρίσκονται σε εκκαθάριση, ως να ήταν εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει των περί Εταιρειών Νόμου (δεύτερος λόγος).
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκπροσωπώντας το κράτος, καταχώρισε ειδοποίηση εφεσίβλητου, στην οποία ήγειρε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, ως εκπρόθεσμη. Ζήτησε, επίσης, όπως η πρωτόδικη απόφαση επικυρωθεί.
Επειδή το ζήτημα του εκπρόθεσμου η μη της έφεσης είναι κεφαλαιώδες και ενδεχομένως να καθόριζε το αποτέλεσμα της έφεσης, κρίναμε ορθό να ακούσουμε και τις δύο πλευρές ώστε το ζήτημα να επιλυθεί από αυτό το πρώιμο στάδιο, προτού εξεταστεί η ουσία της έφεσης.
Κατά την ενώπιον μας διαδικασία ακρόασης του προαναφερόμενου προδικαστικού θέματος, ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι τελική, με την έννοια ότι δίδει τέλος στη διαδικασία και γι’ αυτό, κατά την εισήγηση του, η έφεση είναι εμπρόθεσμη, εφόσον καταχωρήθηκε εντός 42 ημερών από την έκδοση της τελικής απόφασης, με βάση το Μέρος 41.2(2)(α) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Εισηγήθηκε, επίσης, πως το Εφετείο δεν πρέπει να ακολουθήσει τη νομολογία που αφορούσε τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, λόγω της διαφοράς που, κατά τη θέση του, υπάρχει μεταξύ της Δ.35 των παλαιών Θεσμών και του Μέρους 41.2(2) των νέων Κανονισμών. Προέβαλε, επίσης, πως η απόφαση Γιαπάτη v. Themis Portfolio Management Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε59/2019, ημερομηνίας 02.02.2024, δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί, εφόσον αφορούσε τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Όπως λέχθηκε στην Ιωάννου v. The CJC Serviceparts Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 67/2019, ημερομηνίας 31.10.2024:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, πρωτεύουσα θέση κατέχει η αρχή του σεβασμού των χρονικών προθεσμιών που καθορίζονται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για την άσκηση του δικαιώματος έφεσης (βλ. Deluxe Terrazo Tiles & Marbles Ltd v. Εργοληπτική Εταιρεία «Νέμεσις» (1989) 1 Α.Α.Δ. 658, Πάκου v. Καζαμία κ.ά., Έφεση Αρ. 11/2016, ημερομηνίας 16.11.2018, ECLY:CY:DOD:2018:14).
Όπως τονίστηκε στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ. και Σ., Έφεση Αρ. 11/2021, ημερομηνίας 25.5.2022, ECLI:CY:DOD:2022:16:
«Θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε τη θεμελιακή αρχή, ότι οι τασσόμενες υπό των Διαδικαστικών Κανονισμών προθεσμίες, αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την πιο αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. (Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 (Γ) ΑΑΔ 1348). Η τήρηση τους είναι συνυφασμένη με το δημόσιο συμφέρον εφόσον η τελεσιδικία των διαδικασιών άπτεται των διαδίκων. (Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 (Β) ΑΑΔ 793).»»
Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης, σύμφωνα με τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, διέπετο από τις διατάξεις της Δ.35 θ.2 που προνοούσε, σε μετάφραση, τα ακόλουθα:
«Τηρουμένης και χωρίς βλάβη της εξουσίας του Εφετείου σύμφωνα με τη Διαταγή 57, Κανονισμός 2, καμιά έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε ενδιάμεσου, σε οποιονδήποτε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών, και καμιά άλλη έφεση θα ασκείται μετά την πάροδο έξι εβδομάδων, εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής, κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος η καθ' οιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ή το Εφετείο επεκτείνει την προθεσμία.»
Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2023 έχουν τεθεί σε εφαρμογή σε σχέση με το Εφετείο από τις 3 Ιουλίου 2023 (Μέρος 60(1)). Οι σχετικές πρόνοιες που αφορούν τις προθεσμίες καταχώρισης έφεσης είναι οι ακόλουθες:
«41.2. Ειδοποίηση εφεσείοντα
(1) ……………………………………………………………………………………….
(2) Ο εφεσείων οφείλει να καταχωρίσει την ειδοποίηση εφεσείοντα στο κατώτερο δικαστήριο, η απόφαση του οποίου αποτελεί αντικείμενο της έφεσης, συνοδευόμενη από το κατάλληλο τέλος:
(α) εντός 42 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για τελική απόφαση· ή
(β) εντός 14 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για ενδιάμεση απόφαση επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο δεν κρίνει τελικά την απαίτηση.»
Δεν εντοπίζουμε διαφορά στην ουσία των ως άνω δικονομικών προνοιών ώστε προηγούμενη επί του θέματος νομολογία να καθίσταται μη εφαρμόσιμη. Αντιθέτως, το ζήτημα καλύπτεται με σαφήνεια από τη νομολογία.
Στην Γιαπάτη v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε59/2019, ημερομηνίας 02.02.2024, εξετάστηκε το εμπρόθεσμο ή μη καταχώρισης έφεσης σε απόφαση που αφορούσε αίτηση για ακύρωση εγγραφής memo, με βάση το Κεφ. 6. Με αναφορά σε σχετική νομολογία, αποφασίστηκε πως η αίτηση για ακύρωση εγγραφής memo αποτελούσε πρωτογενή διαδικασία, με πρωτογενή χαρακτήρα, με την ετυμηγορία του Δικαστηρίου να είναι τελική και με δεδομένο ότι η έφεση καταχωρήθηκε πριν την παρέλευση των 42 ημερών, αυτή ήτο εμπρόθεσμη. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Η επί του θέματος νομολογία αναλύεται με σαφήνεια στην Άντρη Ιωακείμ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (Αρ. 1), (2003) 1 ΑΑΔ 198:
«Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης διέπεται από τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού 35, Θεσμός. 2. Σε μετάφραση έχει ως εξής:
«Τηρουμένης και χωρίς βλάβη της εξουσίας του Εφετείου σύμφωνα με τη Διαταγή 57, Κανονισμός 2, καμιά έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε ενδιάμεσου, σε οποιονδήποτε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών, και καμιά άλλη έφεση θα ασκείται μετά την πάροδο έξι εβδομάδων, εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής, κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος η καθ' οιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ή το Εφετείο επεκτείνει την προθεσμία.»
Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης, ανωτέρω, κρίθηκε ότι απόφαση που λήφθηκε σε αγωγή κατ' επίκληση και εφαρμογή των διατάξεων της Διαταγής 18 είναι ενδιάμεση. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι η σχετική αίτηση «μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε τη διεκπεραίωση της αγωγής είτε τη συνέχιση της». Επομένως ο χρόνος υποβολής έφεσης περιορίζεται στις 14 ημέρες.
Προτού καταλήξει, το Εφετείο αναφέρθηκε στην υπόθεση White ν. Brunton [1984] 2 All E.R. 606. Tο οριστικό κριτήριο που έθεσε η απόφαση, μετά από μια αντιφατική νομολογία, για τη διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης απόφασης (ή διατάγματος) και τελικής είναι το αποκληθέν application approach και όχι το order approach, που ίσχυε μέχρι τότε. Δηλαδή το επίκεντρο είναι η φύση της αίτησης και όχι η φύση αυτού τούτου του διατάγματος.
Αναλύοντας την White ν. Brunton στην Wilfrid Wortham κ.ά. ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1442, ο Κωνσταντινίδης, Δ. τονίζει ότι:
«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»»
Η αίτηση έρευνας με βάση το Κεφ. 6, παρόλο που ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο της αγωγής, συνιστά αυτόνομη διαδικασία που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία από την αγωγή. Η υπό κρίση αίτηση, την οποία καταχώρισε ο Γενικός Εισαγγελέας, αφορά ενδιάμεση αίτηση στην αίτηση έρευνας και όχι τελική. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε, δηλαδή ασχέτως αποτελέσματος θα οδηγούσε σε τελεσιδικία, αρχή που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα, εφόσον η πορεία της αίτησης έρευνας εξαρτάτο από το αποτέλεσμα της αίτησης παραμερισμού. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση είναι ενδιάμεση.
Καταλήγοντας, η παρούσα έφεση κρίνεται εκπρόθεσμη και συνακόλουθα απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €1.700,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και εναντίον των εφεσειόντων.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο