
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε46/2024 ijustice)
30 Μαΐου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
Κ.Τ.,
Εφεσείουσα
v.
1. Α.Κ.
2. Χ.Γ.Κ.
3. Μ.Γ.Κ.
4. Ε.Π.
5. Χ.Π.
6. Λ.Κ.
7. Σ.Β.
8. Χ.Β.
9. Α.Σ.,
Εφεσιβλήτων
Ε. Ερωτοκρίτου με Μ. Χατζηιωάννου (κα) και Κ. Ερωτοκρίτου (ασκούμενο δικηγόρο) για E. Erotokritou LLC για Εφεσείουσα
Ε. Κορακίδης με Λ. Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης ΔΕΠΕ και Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1 - 8
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με εναρκτήρια αίτηση, την οποία η εφεσείουσα καταχώρησε στις 6.10.2022, ζητείτο η αναγνώριση πατρότητας της από συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο είχε ήδη αποβιώσει. Κατά συνέπεια, η αίτηση στράφηκε εναντίον των κληρονόμων του εν λόγω προσώπου. Κατόπιν οδηγιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου για καταχώρηση δικογράφων με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων, η εφεσείουσα καταχώρησε τέτοια ένορκη δήλωση στις 17.3.2023, ενώ οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση. Ακολούθησε καταχώρηση αίτησης εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 – 8 με την οποία ζητείτο η προδικαστική εξέταση νομικού σημείου το οποίο μπορούσε να «επιλύσει και/ή τερματίσει ολόκληρη την διαδικασία και/ή οδηγήσει την Εναρκτήρια Αίτηση σε απόρριψη της». Το τι προβάλλετο ήταν η θέση ότι, κατά την ημερομηνία καταχώρησης της διαδικασίας, η εφεσείουσα ήταν το νόμιμο τέκνο άλλου προσώπου και εμποδιζόταν να υποβάλει αίτηση για αναγνώρισή της ως τέκνο άλλου από αυτό προσώπου και, συνεπώς, δεν αποκαλύπτετο καλή αιτία αγωγής, στην αίτηση, η οποία και θα έπρεπε να απορριφθεί. Εναλλακτικά, ζητείτο η διαγραφή, από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, αναφοράς περί ανατροπής του τεκμηρίου πατρότητας κατά τη 10.1.2023. Στην εν λόγω αίτηση, η εφεσείουσα έφερε ένσταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης, εξέτασε την ουσία του εγειρόμενου ζητήματος και κατέληξε στο ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείτο, κατά τον χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης, να εγείρει την αξίωσή της, αφού παρέμενε ως τέκνο γεννημένο σε γάμο. Κρίθηκε, προς τούτο, ότι το αγώγιμο δικαίωμα δεν είχε ακόμα γεννηθεί και ενεργοποιηθεί, κάτι το οποίο έγινε σε αρκετά μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εναρκτήρια αίτηση ως πρόωρη και νόμω αβάσιμη.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Η έφεση δεν επιδόθηκε στην εφεσίβλητη 9, ούτε φαίνεται, από την πρωτόδικη απόφαση, αυτή να ήταν μέρος της υπό κρίση αίτησης. Επομένως, η έφεση παραμένει να αφορά τους εφεσίβλητους 1 – 8.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυθαίρετα κατέγραψε, στην πρωτόδικη απόφαση, συναίνεση των διαδίκων και των συνηγόρων τους όπως το Δικαστήριο εξετάσει την ουσία της προδικαστικής ένστασης και να μην περιοριστεί στις προϋποθέσεις της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εξέτασε πρωτίστως τις προϋποθέσεις της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ούτως ώστε να κρίνει κατά πόσο θα προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της αίτησης για την εκδίκαση του νομικού σημείου που ηγέρθη. Ο τρίτος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα εις το ότι προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας του προδικαστικού σημείου, καθώς δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ως άνω Δ.27. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιλύσει το εγειρόμενο νομικό σημείο προδικαστικά και να αποφασίσει επί τούτου στη βάση ότι το νομικό σημείο που ηγέρθη είναι αρκετά ξεκάθαρο χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης είναι εσφαλμένη, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στο ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε προδικαστικά ότι η εναρκτήρια αίτηση καταχωρήθηκε πρόωρα και ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσείουσας, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Συνάφεια προκύπτει να υπάρχει στους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, ώστε να καθίσταται πρόσφορη η παράλληλη εξέταση τους. Αιτιολογικά, το τι προβάλλεται περιλαμβάνει τη θέση ότι η εφεσείουσα ουδέποτε συναίνεσε στην εκδίκαση του εγειρόμενου σημείου, ενώ προέβαλλε τη θέση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της Δ.27 για προδικαστική εξέταση του θέματος.
Από μελέτη της πρωτόδικης απόφασης, έχουμε την άποψη ότι τα παράπονα της εφεσείουσας, επί του προκειμένου, δεν είναι δικαιολογημένα. Κατά πρώτον, διαπιστώνεται η λεπτομερής παράθεση, από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου, των θέσεων των δύο πλευρών, από τις οποίες προέκυπτε, εμφανώς, ότι το πραγματικό υπόβαθρο, επί του οποίου το εγειρόμενο ζήτημα θα κρινόταν, ήταν κοινώς αποδεκτό, καθώς, επίσης και οι θέσεις για τις οποίες, η πλευρά της εφεσείουσας θεωρούσε ότι ήταν επιτρεπτή η καταχώρηση της εναρκτήριας αίτησης. Επομένως, προκύπτει ότι, πέραν του ότι εξετάστηκε και κρίθηκε εφικτό και επιτρεπτό να εξεταστεί το εγειρόμενο ζήτημα προδικαστικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε όλα τα σχετικά – πραγματικό υπόβαθρο και θέσεις των διαδίκων πλευρών - ώστε να αποφασίζετο η ουσία του θέματος. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο για να ετίθετο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πέραν των όσων είχαν ήδη τεθεί. Ούτε ενώπιον μας, υποδείχθηκε οτιδήποτε που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην εξέταση του προδικαστικού θέματος. Στη βάση αυτή, ακόμη και να μην υπήρξε ρητή αναφορά συναίνεσης για εξέταση της ουσίας του θέματος, δεν κρίνουμε ανεδαφική και αυθαίρετη την εξήγηση και συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Στη βάση όσων έχουν αναφερθεί στην Αίτηση των Καθ' ων η Αίτηση αρ. 1-8 αλλά και στην Ένσταση της Αιτήτριας και με βάση τις ξεκάθαρες θέσεις των διαδίκων και των συνηγόρων τους, όπως αυτές έχουν καταγραφεί ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και στα πλαίσια των γραπτών τους αγορεύσεων, συνάγεται ότι οι διάδικοι επιθυμούν και συναινούν στο να υπεισέλθει το Δικαστήριο στην εξέταση της ουσίας της προδικαστικής εκδίκασης που αφορά το ζήτημα που έχει εγερθεί και να μην περιοριστεί απλά στο κατά πόσο θα επιτρέψει την εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης στη βάση της Δ.27 και μόνον, παρέχοντας σχετικές οδηγίες εκδίκασης της. Με βάση αυτήν τη διαπίστωση, προχωρώ στην εξέταση της ουσίας του προδικαστικού ζητήματος.»
Κατά δεύτερον, εντοπίζεται, στην πρωτόδικη απόφαση, η ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το πως, το συγκεκριμένο θέμα, εγείρεται και τυγχάνει διαχείρισης δικογραφικά. Ως εξήγησε:
«Σε κάθε περίπτωση, είναι η θέση μου ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι οι ένορκες δηλώσεις που καταχώρησαν και οι δύο πλευρές ουσιαστικά υπέχουν θέση δικογράφου και αποτελούν το δικογραφημένο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Μάλιστα και οι δύο πλευρές επιχειρηματολόγησαν στη βάση και των δύο αυτών ενόρκων δηλώσεων, αποδεχόμενες πρακτικά και ουσιαστικά ότι αυτές εμπεριέχουν τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Ούτως ή άλλως, ακόμα και αν αποδεχθούμε ότι το δικόγραφο των Καθ' ων η Αίτηση είναι λανθασμένο και έκθετο σε απόρριψη, το Δικαστήριο δικαιούται αυτεπαγγέλτως να εγείρει και να εξετάσει το ζήτημα αν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα από την Αιτήτρια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή αν ακόμα προκύπτει ζήτημα παραγραφής, όπως δηλαδή επιτάσσει η σχετική νομολογία (βλ. Χατζηστυλλή ν. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551). Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της Αιτήτριας, ότι η Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και άρα οι Καθ' ων η Αίτηση εμποδίζονται να προωθούν την παρούσα Αίτηση, αφού στα δικόγραφα τους δεν εγείρεται υπό μορφή προδικαστικής ένστασης το νομικό σημείο του οποίου ζητούν την εκδίκαση του και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Μελετώντας την Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση αρ. 1-8 ημερομηνίας 03/07/2023 διαπιστώνω ότι μέσα από τους λόγους ένστασης (βλ. λόγους ένστασης με αρ. 2, 5, 6 και 7) αλλά και μέσα από τις θέσεις που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Καθ' ου η Αίτηση αρ. 7 η οποία την συνοδεύει (βλ. παραγράφους αρ. 3, 6, 7, 8, 9,12 και 13) τίθενται με σαφήνεια και ξεκάθαρο τρόπο τα ζητήματα της παραγραφής και κυρίως της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να εγείρει την αξίωση της. Συνεπώς, θεωρώ ότι η πλευρά των Καθ' ων η Αίτηση παρέθεσε επαρκώς στα δικόγραφα της τα νομικά σημεία επί των οποίων αιτούνται την εκδίκαση, ασχέτως αν δεν αναφέρουν ρητά ότι τα υποβάλλουν υπό μορφή προδικαστικής ένστασης.»
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ζήτημα, ουσιαστικά ήρε την όποια παρατυπία στη δικογραφία των εφεσιβλήτων, εντοπίζοντας, παράλληλα, την έγερση, από μέρους τους, του υπό κρίση θέματος.
Είναι γεγονός ότι με την αίτηση ζητείτο να διαταχθεί η προδικαστική εξέταση του ζητήματος, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και με την εξέταση της ουσίας του. Στην Γεωργίου ν. Γεωργίου, (2001) 1 ΑΑΔ 1592, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο είχε ενώπιον του έγκυρη και νόμιμη διαδικασία που θα του έδιδε δικαιοδοσία να της επιληφθεί και να εκδώσει έγκυρη απόφαση, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους δικηγόρους των διαδίκων να αγορεύσουν επί του θέματος. Λέχθηκε, κατ’ έφεση, ότι «Όσο επιθυμητό και αν είναι το Δικαστήριο να ζητά και να ακούει τους δικηγόρους των διαδίκων και επί νομικών σημείων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της δικαιοδοσίας, παρά ταύτα είμαστε της γνώμης, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η παράλειψη αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.». Ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση μας, ως εξηγείται ανωτέρω, όλα τα σχετικά είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε τίποτα δεν θα εξυπηρετούσε η εξέταση του θέματος σε άλλη ημερομηνία. Στην ίδια ως άνω απόφαση (Γεωργίου) εξηγείται, άλλωστε, η ευχέρεια, αν όχι το καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει τέτοια θέματα, τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του, ακόμη και αυτεπάγγελτα.
Κατά τρίτον, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με επάρκεια παρέθεσε και ανέλυσε τις πρόνοιες και αρχές εφαρμογής της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως τύγχαναν εφαρμογής επί της διαδικασίας. Εφάρμοσε δε αυτές επί των όσων αφορούσαν το ενώπιον του θέμα και αποφάσισε ορθά επί τούτου, κρίνοντας ότι το εγειρόμενο νομικό σημείο στηριζόταν σε γεγονότα αδιαμφισβήτητα, ενώ αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη οποιαδήποτε παράθεση γεγονότων ή μαρτυρίας, η οποία να καθιστά αναγκαία την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του.».
Στη βάση των ως άνω, κρίνουμε τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3 αβάσιμους και, ως τέτοιους τους απορρίπτουμε.
Πρόσφορη προκύπτει να είναι και η παράλληλη εξέταση των λόγων έφεσης 4 και 5, λόγω συνάφειας τους. Προβάλλεται ότι, λόγω νομοθετικού κενού στον περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμο, Ν.187/1991, σε σχέση με τις προβλεπόμενες προθεσμίες, το θέμα δεν ήταν απλό, ώστε να αποφασίζετο προδικαστικά. Το δε κενό αυτό καθιστούσε εμπρόθεσμη την εναρκτήρια αίτηση. Τα όσα προβάλλονται από την εφεσείουσα και η πρωτόδικη κρίση καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Με την Ένσταση της, η Αιτήτρια θεωρεί ότι η Εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα και αφού ήταν σε εξέλιξη η Αίτηση με αρ. 7/22 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου για προσβολή της πατρότητας. Πιστεύει ότι αν δεν καταχωρείτο σε εκείνο το χρονικό σημείο, το δικαίωμα της για δικαστική αναγνώριση του Κ.Σ.Σ. ως βιολογικού της πατέρα, θα εξέπνεε πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που θα ανέτρεπε το τεκμήριο καταγωγής της από τον γάμο.
Τίθεται εδώ ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά την αποσβεστική προθεσμία για δικαστική αναγνώριση από την πλευρά του τέκνου. Είναι η θέση μου, ότι η τριετής προθεσμία που προνοεί η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. αρ, 22 Ν. 187/91), δεν πρέπει να αρχίζει από τον χρόνο ενημέρωσης του τέκνου για την ταυτότητα του αληθινού του πατέρα, αλλά από την ημερομηνία που η απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η προσβολή της πατρότητας του, κατέστη αμετάκλητη.
Στο σύγγραμμα του Σ Λιασίδη «Συγγένεια & Νομική Υπόσταση Τέκνων» έκδοση του 2020 σελ. 217, καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά:
«Με τον νόμο 69(Ι)2ΟΟ8, η τριετής προθεσμία συναρτάται πλέον από τις παραγράφους αρ. (4)-(7) του άρθρου 22. Δηλαδή, η τριετής παραγραφή αρχίζει από την πληροφόρηση του περί της «ταυτότητας του υποτιθέμενου πατέρα» και όχι από την ενηλικίωση του, εξαρτωμένης της επέκτασης της προθεσμίας κατά αυτό τον τρόπο από την παράγρ. (5), (6) και (7) του άρθρου 22.
Η διάταξη του άρθρου 22 δεν φαίνεται να καλύπτει το θέμα της προθεσμίας στην περίπτωση που η αίτηση εγερθεί από το ίδιο το (ενήλικο) τέκνο όταν αυτό καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο της μητέρας του. Σε τέτοια ρύθμιση φαίνεται να προέβη ο νομοθέτης μόνο για την μητέρα (άρθρο 22(2)).
Ορθό είναι όπως αναλογική εφαρμογή τυγχάνει και στην περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται αυτοπροσώπως από το ίδιο το παιδί. Αν δηλαδή, το παιδί καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής ένεκα του γάμου της μητέρας του, θα ήταν ορθό όπως η τριετής προθεσμία από τον αληθινό του πατέρα αρχίζει από την ημερομηνία που η απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η προσβολή κατέστη αμετάκλητη» (η υπογράμμιση είναι δική μου).
Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται στο σύγγραμμα της Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Όικογενειακό Δίκαιο' 8η έκδοση 2021, στην σελ. 180 με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου. Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Σχετική ρύθμιση υπάρχει στο νόμο μόνο για την περίπτωση που την αγωγή αναγνώρισης της πατρότητας ασκεί η μητέρα για δικό της λογαριασμό (ΑΚ 1483 παρ. 2), η ρύθμιση όμως τούτη μπορεί να γίνει -αναλογικά- δεκτή και στην περίπτωση που η αγωγή ασκείται αυτοπροσώπως από το παιδί, ώστε αν αυτό καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο και ασκείται αγωγή για την προσβολή της πατρότητας του συζύγου της μητέρας, η προθεσμία της άσκησης από μέρους του παιδιού της αγωγής για την αναγνώριση του από τον αληθινό του πατέρα να μην συμπληρώνεται πριν περάσει ένα έτος από το αμετάκλητο της απόφασης που δέχεται την προσβολή της πατρότητας».
Στην απόφαση του Αρείου Πάγου με αρ. 62/2005 Νο. Β 53, υποδεικνύεται ότι δεν θα ήταν ορθό να αποσβήνεται το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας προτού ακόμη ανατραπεί το τεκμήριο καταγωγής του τέκνου από γάμο, ώστε να μην καταλήγουμε στο άτοπο αποτέλεσμα να αποβάλει το τέκνο την ιδιότητα του ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, χωρίς ταυτόχρονα να είναι σε θέση να επιδιώξει δικαστικά την αναγνώριση του από τον φυσικό του πατέρα. Για αυτό και έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση που το δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας ασκεί όχι η μητέρα, αλλά το ίδιο το ενήλικο τέκνο, θα πρέπει με ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1483 παρ. 2 να μετατίθεται η αφετηρία της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης από τον χρόνο της ενηλικίωσης του τέκνου σε αυτόν της αμετάκλητης έκδοσης της απόφασης για την προσβολή της πατρότητας.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, επίδικο θέμα και σκοπός είναι η αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας η οποία πρέπει να αναζητείται και να διασφαλίζεται ως αναπόσπαστη πτυχή της προσωπικότητας του τέκνου, αφού διαφορετική προσέγγιση θα ακύρωνε τον σκοπό του νομοθέτη και θα του στερούσε το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο με την προσκόλληση σε τυπολατρία. Δεν διαφωνώ ότι αν σε μία υπόθεση προκύπτει παραβίαση του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. αλλά και του ανθρώπινου δικαιώματος για αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας λόγω των άκαμπτων και περιοριστικών προθεσμιών παραγραφής, θα πρέπει το Δικαστήριο εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας να ιεραρχήσει και να εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα δεδομένα, διαφυλάττοντας τον πυρήνα αυτού του δικαιώματος.
Φρονώ όμως, ότι στην παρούσα υπόθεση δεν πρέπει να συγχέουμε την αναζήτηση της υπεροχής της βιολογικής αλήθειας στην περίπτωση εφαρμογής αυστηρών αποσβεστικών προθεσμιών που επιβάλλει η σχετική νομοθεσία, με το ζήτημα αν δικαιούται και νομιμοποιείται εξ' υπαρχής ένας διάδικος να ενεργοποιήσει το δικαίωμα του για δικαστική αναγνώριση. Δεν πρέπει να ταυτίζονται και να συνδέονται τα δύο αυτά ζητήματα, συνεπώς απορρίπτω την θέση αυτή της Αιτήτριας με τον τρόπο που έχει προβληθεί. Είναι η θέση μου, ότι παραμένει ακλόνητη νομική αρχή πως κατά τον χρόνο καταχώρησης μίας υπόθεσης, ο ενάγων θα πρέπει να έχει αγώγιμο δικαίωμα στην βάση της σχετικής νομοθεσίας και στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν είχε, αλλά το απέκτησε αργότερα.»
Η εφεσείουσα προβάλλει ως προτεινόμενη λύση, αναφορικά με το νομοθετικό κενό, ως το προβάλλει, την καταχώρηση συγχρόνως δύο αγωγών, τόσο της αγωγής για ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο (προσβολή της πατρότητας), όσο και της αγωγής για αναγνώριση πατρότητας υπό την αίρεση ευδοκίμησης της προσβολής της πατρότητας, λύση που ακολούθησε ώστε να μην εκπνεύσει η προθεσμία για δικαστική αναγνώριση προτού καταστεί αμετάκλητη η προσβολή της πατρότητας.
Κρίνουμε ορθή την πρωτόδικη προσέγγιση επί του προκειμένου. Άλλωστε, υιοθέτηση μιας εισήγησης ως αυτή της εφεσείουσας θα παραγνώριζε την πάγια νομολογία περί αναγκαιότητας ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής (Γεωργίου, ανωτέρω). Επί τούτου, ορθά διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, κατά τον χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης, δεν είχε ακόμη ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας της εφεσείουσας και έτσι, στον εν λόγω χρόνο, αυτή θεωρείτο τέκνο γεννημένο σε γάμο. Ορθά, επίσης, διαπιστώθηκε ότι, για να ενεργοποιηθεί το αγώγιμο δικαίωμα για δικαστική αναγνώριση, το τέκνο θα πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση μη θεμελιωμένης πατρότητας.
Όπως υποδείξαμε στην Σ.Β. ν. Κ.Τ., Πολιτική Αίτηση 81/2023, ημερομηνίας 28.11.2023:
«Το Άρθρο 6 του Ν.187/91 προνοεί τα εξής:
«Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε διάστημα τριακόσιων δύο ημερών από τη λύση ή την ακύρωση του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας.»
Πρόκειται για το τεκμήριο καταγωγής από γάμο το οποίο συνιστά μαχητό τεκμήριο πατρότητας ως προς το σύζυγο της μητέρας και ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή για προσβολή της πατρότητας. Αφού το τεκμήριο καταρριφθεί, τότε νομιμοποιείται ο κατ' ισχυρισμό βιολογικός πατέρας να επιδιώξει αναγνώριση τέκνου.»
Κατά ανάλογο τρόπο, τότε είναι που νομιμοποιείται και το τέκνο να αναζητήσει δικαστική αναγνώριση.
Επομένως, ορθά κρίθηκε ότι κατά την καταχώρηση της εναρκτήριας αίτησης, η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείτο να λάβει τέτοιο διάβημα και, στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, αυτό ήταν το επίδικο θέμα και όχι, αυστηρά ομιλούντες, το όποιο νομοθετικό κενό επί των προθεσμιών και ο ενδεχόμενος τρόπος αντιμετώπισής του. Ορθά, συνεπώς, ως πρόωρη και νόμω αβάσιμη, η εναρκτήρια αίτηση απορρίφθηκε, ως αποτέλεσμα προδικαστικής εξέτασης του θέματος. Έχοντας, πλέον, στις 10.1.2023, ανατραπεί το τεκμήριο πατρότητας, εναπόκειται στην εφεσείουσα να αναζητήσει τα όποια δικαιώματα της μέσω δέουσας διαδικασίας.
Τηρουμένων των ως άνω, αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 4 και 5.
Έπεται ότι η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων 1 – 8 και εναντίον της εφεσείουσας €2.400.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, ως έξοδα της έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο