
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε116/2024)
(i‑justice)
11 Ιουνίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
Λ. Π. – Ι.,
Εφεσείουσα,
v.
Ι. Ι.,
Εφεσίβλητος.
___________________________
Χρ. Χρίστου (κα) για Φελλάς & Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Β. Κοβάτσεβιτς (κα) μαζί με Θ. Διάκου (κα) για Γιόλα Στυλιανίδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι. Ο γάμος τους λύθηκε τον Νοέμβριο του 2021. Ο εφεσίβλητος καταχώρισε, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, εναρκτήρια αίτηση περιουσιακών διαφορών με την οποία αξιώνει συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας ‑ πρώην συζύγου του. Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος αξιώνει τα ακόλουθα: (i) €500.000,00 ως συνεισφορά του στην αύξηση της αξίας της συζυγικής κατοικίας, (ii) €20.000,00 για τα έπιπλα και τον εξοπλισμό, (iii) €150.000,00 ως συνεισφορά του στην επαύξηση της αξίας εργαστηρίου – στούντιο της εφεσείουσας, (iv) €6.000,00 για τα έπιπλα και τον εξοπλισμό του εργαστηρίου – στούντιο, (v) €35.820,00 κατατεθειμένα σε λογαριασμό σε τραπεζικό ίδρυμα στο όνομα της εφεσείουσας, (vi) διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσείουσα να μεταβιβάσει σ’ αυτόν αυτοκίνητο μάρκας Mercedes ή να του καταβάλει το ποσό των €50.000,00, ως η αξία του, κατά το χρόνο της διάστασης. Η αξίωση του βασίζεται στο Άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεων των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991), όπως τροποποιήθηκε.
Ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της πιο πάνω εναρκτήριας αίτησης, αιτήθηκε από το Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση, μονομερώς, προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο η εφεσείουσα εμποδίζεται να αποξενώσει ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσει (i) το ½ μερίδιο της συζυγικής κατοικίας εγγεγραμμένης επ' ονόματι της, (ii) τα έπιπλα και/ή τον εξοπλισμό εντός της εν λόγω κατοικίας, (iii) €35.820,00 κατατεθειμένα σε τραπεζικό ίδρυμα σε λογαριασμό στο όνομα της, (iv) αυτοκίνητο μάρκας Mercendes, εγγεγραμμένο στο όνομα της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10.10.2024 (η εκκαλούμενη απόφαση), κατέστησε απόλυτο το ως άνω προσωρινό διάταγμα. Με βάση τη νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς εξέτασης της έκδοσης ή μη προσωρινού διατάγματος το Δικαστήριο δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν θα προέβαινε σε οποιοδήποτε καθορισμό του ύψους της συνεισφοράς του εφεσίβλητου, η οποία θα κρινόταν στο τέλος της υπόθεσης.
Όπως λέχθηκε στην Ε.Ε. v. Μ.Ε., Έφεση Αρ. 34/2016, ημερομηνίας 11.04.2019:
«To δικαστήριο στο στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης. Καθοριστικό στοιχείο είναι εάν υπήρξε επαύξηση της περιουσίας, και αυτή επήλθε μετά τη συμβίωση των διαδίκων. (Έφεση 3/2014, Κυριακίδη ν. Πιερή, ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2017). Το θέμα του ύψους της εν λόγω συνεισφοράς και το μερίδιο που ενδεχομένως θα δικαιούται στην περιουσία η άλλη πλευρά, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Στο δε στάδιο αυτό δεν απαιτείται επακριβής απόδειξη της υπόθεσης (Σκουτέλα (ανωτέρω)).»
(βλ. επίσης Σ.Ι. v. Κ.Π., Έφεση Αρ. 17/2022, ημερομηνίας 21.12.2023)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, κατέγραψε με λεπτομέρεια την εκδοχή της κάθε πλευράς, εστιάζοντας ταυτόχρονα στις παραδοχές της εφεσείουσας στην ένορκη δήλωση της, η οποία υποστήριζε την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, όπως ότι παραδέχθηκε πως (i) από το 2012 η ίδια σταμάτησε να εργάζεται ώστε να μπορεί να αφοσιωθεί εξ’ ολοκλήρου στη φροντίδα των παιδιών, αφού ο εφεσίβλητος τη διαβεβαίωσε ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος τα έξοδα της οικογένειας, και (ii) ο εφεσίβλητος της αγόρασε αυτοκίνητο Mercendes και το ενέγραψε στο όνομα της, αρνούμενη όμως ότι, κατά τη διάσταση, η αξία του ανέρχετο στο ποσό των €50.000,00, ως η θέση του εφεσίβλητου. Καταγράφηκε, επίσης, στην απόφαση, το παραδεκτό γεγονός ότι η επίδικη συζυγική κατοικία ήταν ιδιοκτησία της εφεσείουσας, η οποία ανακαινίστηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, και ότι η εφεσείουσα παραδέκτηκε στην παράγραφο 29 της ένορκης της δήλωσης το εξής: «Παραδέχομαι ότι το κόστος ανακαίνισης καταβλήθηκε από τον αιτητή …», προσθέτοντας: «Σε καμμία περίπτωση όμως η ανακαίνιση δεν κόστισε 100.000€. Το κόστος ήταν πολύ χαμηλότερο». Ως προς την αξίωση του εφεσίβλητου ύψους €50.000,00 για την επίπλωση και εξοπλισμό της συζυγικής κατοικίας, το Δικαστήριο κατέγραψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η συζυγική κατοικία ήταν πλήρως εξοπλισμένη πριν την έναρξη της συμβίωσης, ότι μετά το γάμο μόνο μικρός αριθμός επίπλων αγοράστηκε, ότι το κόστος δεν ανέρχετο στις €50.000,00 και ότι ο εξοπλισμός που αγόρασε ο εφεσίβλητος ήτο στη διάθεση του να τον παραλάβει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, και στο ποσό των €150.000,00 που ο εφεσίβλητος αξιώνει με την εναρκτήρια αίτηση για την ανακαίνιση του εργαστηρίου – στούντιο της εφεσείουσας και στην παραδοχή της ότι το κόστος ανακαίνισης καλύφθηκε από τον εφεσίβλητο, αλλά και τη θέση της ότι η ανακαίνιση στοίχισε λιγότερο από το ποσό που ισχυρίζετο ο εφεσίβλητος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και της παραδοχές της εφεσείουσας, φαινόταν να υπήρχε, εκ πρώτης όψεως, αύξηση της περιουσίας και ενδεχόμενη συνεισφορά του εφεσίβλητου επ΄ αυτής. Έκρινε, επίσης, ότι στοιχειοθετείτο το κατεπείγον του αιτήματος, εφόσον η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι, μετά τη διάσταση, εξαργύρωσε την αποταμιευτική ασφάλεια, της οποίας το ασφάλιστρο κατέβαλλε ο εφεσίβλητος και ότι κατέθεσε το ποσό της ασφάλειας σε λογαριασμό της και ότι η μητέρα της μεταβίβασε το εργαστήριο – στούντιο στην αδελφή της (της εφεσείουσας), ενώ αυτό προοριζόταν για την ίδια παρότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε τα έξοδα ανακαίνισης. Περαιτέρω, έκρινε ότι συνέτρεχαν και οι τρείς οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) δηλαδή (i) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, (ii) η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και (iii) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Τέλος, έκρινε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ του εφεσίβλητου, εφόσον δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση υπέρ του, σε περίπτωση αποξένωσης της κατοικίας και των κινητών που δεσμεύτηκαν και τα οποία αποτελούν μέρος της επίδικης περιουσίας στην εναρκτήρια αίτηση και ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να διατηρηθούν τα δεδομένα, ως είχαν αμέσως πριν την έγερση της εναρκτήριας αίτησης.
Η εφεσείουσα προσβάλλει, ως εσφαλμένη, την πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης: ότι είναι εσφαλμένη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ της οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος, αφού θα μπορούσε, σύμφωνα με το επιχείρημα, να αποφασιστεί μόνο η οριστικοποίηση του μέρους που αφορούσε τη συζυγική κατοικία και που υπερκάλυπτε τις αξιώσεις του εφεσίβλητου και να ακυρωθεί το διάταγμα ως προς τα λοιπά (πρώτος λόγος), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας οριστικοποίησε το μονομερές διάταγμα και δεν ακύρωσε τη δέσμευση του ποσού των €35.820,00, που είναι κατατεθειμένο στον προσωπικό λογαριασμό της εφεσείουσας, από τη στιγμή που ο μοναδικός δικαιούχος της αποταμιευτικής ασφάλειας ήταν και/ή είναι μόνο η εφεσείουσα και/ή η εξαργύρωση αυτή έγινε μετά τη διάσταση των διαδίκων και ως εκ τούτου δεν αποτελεί μέρος περιουσιακής αξίωσης βάσει του Άρθρου 14 του Ν. 232/91 (δεύτερος λόγος) και τέλος, ότι υπήρξε παράβαση του κανόνα πλήρους αποκάλυψης και παράβαση του αξιώματος της επιείκειας όπως ο αιτητής προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια (τρίτος λόγος).
Προτού επιληφθούμε των λόγων έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στη νομική πτυχή του θέματος, παραπέμποντας στην Ε.Ε. v. Μ.Ε. (ανωτέρω) όπου επεξηγήθηκε ο σκοπός του Άρθρου 14(Γ)(1) του Ν. 232/91, που αφορά στην εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προσωρινά διατάγματα δέσμευσης περιουσίας, ως εξής:
«Στη βάση των προνοιών του άρθρου 14(Γ)(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου 1991 (Ν. 232/91) το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση κυρίως αγωγή για την οριστική ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, δύναται να εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα για μη διάθεση ή αποξένωση ακίνητης περιουσίας ή μέρος αυτής.
Ο σκοπός του πιο πάνω άρθρου είναι η παρεμπόδιση αποξένωσης τέτοιας περιουσίας ώστε να μην καθίσταται αναποτελεσματική η αξίωση ενός συζύγου για συνεισφορά.»
Θα εξετάσουμε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο έφεσης σε κοινό πλαίσιο, λόγω της συνάφειας τους. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα μόνο σε ότι αφορά τη συζυγική κατοικία και δεν ακύρωσε τη δέσμευση που αφορά τα έπιπλα και τον εξοπλισμό της κατοικίας, το ποσό των €35.820,00 και το αυτοκίνητο που ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσείουσας, εφόσον σύμφωνα με την εισήγηση, η αξία της δεσμευθείσας συζυγικής κατοικίας ήταν αρκετή για να διασφαλιστεί τυχόν απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, υποστηρίχθηκε πως η αξία της επίδικης κατοικίας, η οποία καθορίστηκε από τον εφεσίβλητο στο ποσό των €2.500,00 κατά τη διάσταση, υπερκάλυπτε την αξίωση του ύψους €800.000,00 περίπου, αμφισβητώντας ουσιαστικά την κρίση του Δικαστηρίου ότι πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο Δικαστήριο ότι λανθασμένα δεν ακύρωσε τη δέσμευση του ποσού των €35.820,00, εφόσον η αποταμίευση αυτή δημιουργήθηκε μετά τη διάσταση και δεν αποτελεί περιουσιακή αξίωση με βάση το Άρθρο 14 του Ν. 232/91. Αντίθετη ήτο η θέση του εφεσίβλητου ο οποίος υποστήριξε, μέσω των δικηγόρων του, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα στην ολότητα του.
Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε πως σύμφωνα με τη νομολογία, για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος δέσμευσης περιουσίας μεταξύ συζύγων, δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία η πραγματική αξία της περιουσίας ή το ύψος της δεσμευθείσας περιουσίας, διότι αυτό αφορά τη διακρίβωση της ουσίας της υπόθεσης, στο πλαίσιο εκδίκασης της εναρκτήριας αίτησης. Παραπέμπουμε στην Αποστόλου v. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμιστεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέτασης ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι ώστε με αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εδώ, με την κυρίως Αίτησή της, η εφεσίβλητη διεκδικεί την απόδοση στην ίδια του μέρους εκείνου της αύξησης της περιουσίας του εφεσείοντα, η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο των διαδίκων, και η οποία αύξηση προέρχεται από τη συμβολή της εφεσείουσας, την οποία η ίδια υπολογίζει σε 50% ή €40.000.000 ή οποιοδήποτε άλλο ποσό βρεθεί ότι αποτελεί την αξία της συνεισφοράς της.
Όπως δε ορθά επισημαίνει και ο συνήγορος της εφεσίβλητης, για τους σκοπούς του διατάγματος όπως αυτό τελικά διαμορφώθηκε, η πραγματική αξία της περιουσίας δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Το κατά πόσο θα έπρεπε να δεσμευθεί το 1/2 ή το 1/3 ή τα 3/4 της περιουσίας εκείνης, δηλαδή των μετοχών του εφεσείοντα ή κάποιου ακινήτου του, αυτό έχει να κάνει με την τυχόν αξία της συνεισφοράς της εφεσείουσας και όχι με την αξία του περιουσιακού στοιχείου. Κάτι που ασφαλώς θα διακριβωθεί στο τέλος, στο πλαίσιο εκδίκασης της κυρίως αίτησης.»
(βλ. επίσης Σκουτέλα v. Σκουτέλα, Έφεση Αρ. 43/2012, ημερομηνίας 24.03.2017)
Στη Ντάγκλας v. Ντάγκλας (2004) 1 Α.Α.Δ. 629, έχουν σημειωθεί τα ακόλουθα:
«Αλλά και για τη δέσμευση του ενός δευτέρου μεριδίου του στο διαμέρισμα παραπονείται ο Εφεσείων (με το λόγο έφεσης 3). Η εισήγηση του είναι ότι, καθ' όσον η ίδια η Εφεσίβλητη ανεγνώριζε ότι ήταν ιδιοκτήτης κατά το ένα δεύτερο μερίδιο δυνάμει συμφωνίας τους και δεν είχε οποιαδήποτε απαίτηση ως προς το εν λόγω ένα δεύτερο μερίδιο του, δεν δικαιολογείτο η δέσμευση του. Παραγνωρίζει η εισήγηση ότι η δέσμευση δεν γίνεται στη βάση απαίτησης επί της συγκεκριμένης περιουσίας αλλά στη γενικότερη βάση του άρθρου 32 προς διασφάλιση της δυνατότητας απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας. Και ως προς τούτο, δεν έχουμε κληθεί, ούτε θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας, με τη διακριτική εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να καθαρίσει το εύρος της περιουσίας που έκρινε αναγκαίο να δεσμεύσει και που περιλάμβανε και το εν λόγω μερίδιο στο διαμέρισμα.
Στην Λ.Κ. κ.α. v. Π.Ρ., Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2019, ημερομηνίας 07.07.2022, λέχθηκαν τα ακόλουθα ως προς το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απαγόρευσε την αποξένωση σε σχέση με όλο το μερίδιο των επίδικων ακινήτων, παρόλο που η αξίωση αφορούσε το ½:
«Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέσμευσε ολόκληρο το μερίδιο, έστω και αν η Εφεσίβλητη αξίωνε το ½. Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται οι Εφεσείοντες να δέχθησαν περιορισμό του διατάγματος στο ½, δεν προέβαλαν και σχετικό λόγο ένστασης. Εν πάση περιπτώσει, ήταν επιτρεπτό στο Δικαστήριο να πράξει ως έπραξε, καθότι εάν αφήνετο ελεύθερο έστω και ½, υπήρχε ο κίνδυνος αποξένωσης. Κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να μπορούσε να αποκλεισθεί και οι Εφεσείοντες δεν «προσέφεραν» οτιδήποτε απτό ώστε οι φόβοι να διασκεδασθούν.
Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.
…………………………………………………………………………………………………
Εν προκειμένω, είναι φανερό πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συσχέτισε την εγκυρότητα του μονομερούς διαβήματος με τη φύση της αξίωσης, την ανάγκη προστασίας της επίδικης περιουσίας στις περιστάσεις που η Εφεσίβλητη κατέδειξε και η πλευρά των Εφεσειόντων δεν «ανέτρεψε» στην έννοια και στα στεγανά μιας προσωρινής θεραπείας (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598).»
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους πιο πάνω λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών, υπό το φως της σχετικής νομολογίας και καταλήγουμε ότι δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας. Στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος, δεν αποφασίζεται η πραγματική αξία των περιουσιακών στοιχείων, ούτε και το ύψος της συνεισφοράς των διαδίκων, επομένως η εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως η δέσμευση της συζυγικής κατοικίας παρείχε επαρκή εξασφάλιση, δεν έχει έρεισμα. Όλη η δεσμευθείσα περιουσία αποτελεί μέρος της επίδικης περιουσίας, επί της οποίας ο εφεσίβλητος έχει αξίωση στην εναρκτήρια αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας πλήρη αιτιολογία, προέβη στην οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος, ώστε να διασφαλιστεί ότι η επίδικη περιουσία θα παραμείνει εγγεγραμμένη στο όνομα της εφεσείουσας ή στην κατοχή της, μέχρι την αποπεράτωση της εναρκτήριας αίτησης. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι υπήρχε ο κίνδυνος αποξένωσης, ήτο εύλογη. Κρίνουμε ότι ήτο επιτρεπτό για το Δικαστήριο να οριστικοποιήσει το προσωρινό διάταγμα στην ολότητα του, στη βάση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 για διασφάλιση απονομής πλήρους δικαιοσύνης κατά την εναρκτήρια αίτηση.
Κρίνουμε, επίσης, πως η δέσμευση του ποσού των €35.820,00, το οποίο είναι αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης, ήτο εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έλαβε υπόψη την παραδοχή της εφεσείουσας ότι η κατάθεση του εν λόγω ποσού προήλθε από την εξαργύρωση της αποταμιευτικής ασφάλειας την οποία πλήρωνε, καθόλη την έγγαμη συμβίωση, ο εφεσίβλητος, αλλά και την πρόθεση της να χρησιμοποιήσει το ποσό αυτό για τις προσωπικές της ανάγκες και για την πληρωμή των δικηγόρων της. Η θέση της εφεσείουσας ότι το ποσό των €35.820,00 δημιουργήθηκε μετά τη διάσταση, και πως για το λόγο αυτό, ανεξάρτητα από την προέλευση του, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο περιουσιακής διαφοράς με βάση το Άρθρο 14 του Ν. 232/91, αφορά ζήτημα ουσίας το οποίο θα απασχολήσει το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου θα κριθούν τελικά και ουσιαστικά τα δικαιώματα των διαδίκων.
Με βάση τα πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, διατυπώνεται το παράπονο ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε πως η μη αποκάλυψη ορισμένων στοιχείων στην ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου, δεν ήταν ουσιώδης. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα παραπονείται πως ο εφεσίβλητος δεν αποκάλυψε πως είναι ιδιοκτήτης σημαντικής περιουσίας, την οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου και για την οποία η ίδια έχει περιουσιακές αξιώσεις, αλλά και ούτε ότι ήτο η μοναδική δικαιούχος της αποταμιευτικής ασφάλειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή ότι η διαδικασία για έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς, επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση (βλ. Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Ειδικότερα, επεξήγησε ότι η μη αναφορά του εφεσίβλητου πως η εφεσείουσα ήτο η μοναδική δικαιούχος της ασφάλειας, δεν ήτο θέμα απόκρυψης, αλλά αφορούσε τις διαφορετικές εκδοχές των διαδίκων, ως προς το θέμα αυτό. Αναφορικά με τη μη αποκάλυψη εκ μέρους του εφεσίβλητου δικής του περιουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Σε σχέση με τα όσα αναφέρει η καθ’ ης η αίτηση 1 περί απόκρυψης στο σημείο Δ ανωτέρω, αναφέρω ότι, ακόμη και να είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ισχυριζόμενη περιουσία η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και ενεγράφη επ’ ονόματι του αιτητή, αυτό δεν θα διαδραμάτιζε οποιοδήποτε ρόλο στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Ο αιτητής με την αίτηση του ζητά να του αποδοθεί το μερίδιο του επί της περιουσίας η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων η οποία είναι εγγεγραμμένη επ’ ονόματι της καθ’ ης η αίτηση 1. Η όποια αξίωση της καθ’ ης η αίτηση 1 επί της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και ενεγράφη επ’ ονόματι του αιτητή αποτελεί αντικείμενο ανταπαίτησης και θα αποφασιστεί κατά την εκδίκαση αυτής.»
Κατέληξε δε πως, εν προκειμένω δεν υπήρχε οποιαδήποτε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου. Οι διάδικοι έχουν αντίθετες εκδοχές ως προς το ποιος είναι ο δικαιούχος του ποσού των €35.820,00, το οποίο προέκυψε από την εξαργύρωση της ασφάλειας και δεν τίθετο θέμα απόκρυψης. Ήτο, επίσης, εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η διαπίστωση ότι ακόμα και αν ετίθετο ενώπιον του η αναφερόμενη από την εφεσείουσα περιουσία, αυτό δεν θα διαδραμάτιζε οποιοδήποτε ρόλο, για τους πιο πάνω λόγους. Εξάλλου, ο εφεσίβλητος, αν και με γενικό τρόπο, αναφέρθηκε στην ένορκο του δήλωση στο γεγονός ότι διατηρούσε εταιρείες και δραστηριοποιείτο στον τομέα της απόκτησης και ανάπτυξης ακίνητης ιδιοκτησίας.
Με βάση τα ανωτέρω, και ο τρίτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο