
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 127/2025)
10 Ιουνίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Χ. Χ.
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑------‑‑‑‑‑‑‑‑---------------
Ε. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα
Η. Ζησίμου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η διαταγή κράτησης του Εφεσείοντος εκκρεμούσης της δίκης, από το Κακουργοδικείο Αμμοχώστου, ημερομηνίας 7.5.2025. Η κράτηση διατάχθηκε λόγω των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων. Λεπτομερής ενδιάμεση απόφαση επί του προκειμένου δόθηκε από το Κακουργοδικείο στις 25.4.2025, κατά της οποίας στις 5.5.2025 καταχωρήθηκε η ποινική έφεση αρ. 119/25, η οποία τέθηκε ενώπιον του Εφετείου στις 13.5.2025. Στο μεταξύ όμως είχε μεσολαβήσει η επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 7.5.2025, με αποτέλεσμα η έφεση να καταστεί άνευ αντικειμένου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα απέσυρε την έφεση με επιφύλαξη του δικαιώματος καταχώρησης νέας έφεσης κατά της νέας διαταγής κράτησης, η οποία λήγει στις 10.6.2025.
Κατά την επακολουθήσασα διαδικασία ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 7.5.2025, οι δυο πλευρές επανέλαβαν την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλαν υπέρ και κατά της κράτησης αντίστοιχα πριν την έκδοση της προηγηθείσας ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 25.4.2025. Το Κακουργοδικείο διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος και για τους δυο πιο πάνω λόγους, σημειώνοντας ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο (βλ. Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2023, ημερ. 23.2.23). Σε κάθε όμως περίπτωση, έχοντας υπόψη την επιχειρηματολογία των δυο πλευρών, επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε στο πλαίσιο της απόφασης του ημερομηνίας 25.4.2025 ως προς την αναγκαιότητα κράτησης του Εφεσείοντος.
Επισημαίνουμε ότι εν όψει της άνευ βλάβης απόσυρσης της έφεσης κατά της προηγούμενης διαταγής κράτησης (25.4.2025), ο Εφεσείων νομιμοποιείτο να εγείρει το θέμα εκ νέου ενώπιον του Κακουργοδικείου, όπως και έπραξε (βλ. S.M. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/2021, ημερ. 6.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B299). Νομιμοποιείται επίσης για τον ίδιο λόγο να θέσει ενώπιον μας οποιοδήποτε θέμα άπτεται της ορθότητας της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 25.4.2025, επί του οποίου ερείδεται η εκκαλούμενη διαταγή κράτησης.
Η ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντος είναι αρκετά σοβαρή ως προκύπτει από τις τριάντα κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει, οι οποίες αφορούν αδικήματα τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν κατά της συζύγου του. Κατηγορείται για δεκαεπτά ξεχωριστά αδικήματα βιασμού της (κατηγορίες 1-17), τρεις κατηγορίες για άσκηση βίας σε βάρος της (κατηγορίες 18-20), δυο κατηγορίες κοινής επίθεσης (κατηγορίες 22-22), μια κατηγορία απαγωγής (κατηγορία 23), μια κατηγορία για περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος (κατηγορία 24), τρεις κατηγορίες για πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας (κατηγορίες 25, 26, 28), μια κατηγορία για άσκηση ψυχολογικής βίας (κατηγορία 27), μια κατηγορία για παρενόχληση (κατηγορία 29), και μια κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση (κατηγορία 30). Όλα τα αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν στο Παραλίμνι. Σε περίπτωση καταδίκης, η επιβληθησόμενη ποινή ενδέχεται να είναι πολυετής φυλάκιση.
Στο πλαίσιο της αίτησης κράτησης λόγω του κινδύνου φυγοδικίας, η κατηγορούσα αρχή παρέδωσε στο Κακουργοδικείο το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης, προς υποστήριξη της πιθανολόγησης καταδίκης. Παρέδωσε επίσης το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος στο οποίο καταγράφονται εννέα προηγούμενες καταδίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις σοβαρότερες εκ των οποίων τού επιβλήθηκαν πολυετείς ποινές φυλάκισης, ήτοι: (α) στις 16.9.2011 καταδικάστηκε για διάρρηξη με πρόθεση κλοπής (burglary with intent to steal) και ληστεία (robbery), αδικήματα διαπραχθέντα στις 9.11.2009, για τα οποία τού επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 και 7 ετών αντίστοιχα, και (β) στις 9.12.2011 καταδικάστηκε για ληστεία, διαπραχθείσα στις 13.6.2011 για την οποία τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών.
Ο Εφεσείων είναι Κύπριος υπήκοος γεννηθείς στην Αγγλία. Η παρούσα υπόθεση προέκυψε μετά από αποστολή αλληλογραφίας των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου προς τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, βάσει της οποίας η παραπονούμενη προέβη σε καταγγελία εναντίον του για κατ΄ ισχυρισμόν αδικήματα τα οποία διέπραξε εις βάρος της στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απέστειλαν το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης. Στις 13.3.2024 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντος ένταλμα σύλληψης από το Ε.Δ. Αμμοχώστου. Στις 22.4.2024 η Εθνική Υπηρεσία Καταπολέμησης Εγκλημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου επικύρωσε το ένταλμα σύλληψης. Στις 23.4.2024, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου συνέλαβαν τον Εφεσείοντα δυνάμει εντάλματος σύλληψης (ΤΑCA) και ξεκίνησε η διαδικασία έκδοσης του στην Κύπρο, όπου και συνελήφθη στις 14.3.2025. Η σύλληψη έγινε με βάση τη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας, γνωστή ως TACA (Trade and Cooperation Agreement) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου, τεθείσα σε ισχύ την 1.5.2021 (εφεξής «Συμφωνία»). Για την εκτέλεση ενταλμάτων σύλληψης και παράδοσης εκζητούμενου προσώπου από το Η.Β. σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και αντίστροφα, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Τίτλου VII (Παράδοση) του Τρίτου Μέρους της Συμφωνίας και ο Ν.47(Ι)/2022.
Με έντεκα λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης κράτησης του Εφεσείοντος ημερομηνίας 25.4.25. Οι πρώτοι πέντε λόγοι έφεσης αφορούν τη διαταγή κράτησης λόγω του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων, και οι υπόλοιποι έξι τον κίνδυνο φυγοδικίας.
Πρώτος κατά λογική σειρά θα εξεταστεί ο κίνδυνος επαναδιάπραξης αδικημάτων καθότι ως αποφασίστηκε στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, «σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιος κίνδυνος δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου με εγγυήσεις. Η διασφάλιση της απρόσκοπτης πορείας της δικαιοσύνης και η αποτροπή διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελούν ζητήματα υψίστου δημοσίου συμφέροντος έναντι των οποίων πρέπει να υποχωρούν τα συμφέροντα των κατηγορουμένων περιλαμβανομένου και εκείνου της ατομικής ελευθερίας».
Με τους πρώτους τρείς λόγους έφεσης εγείρονται θέματα νομιμότητας και νομικής ερμηνείας σε σχέση με την πληροφόρηση των Κυπριακών αρχών για το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος και την ημερομηνία αποκατάστασης του σε σχέση με τις προηγούμενες του καταδίκες. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν.70/1981) και του Rehabilitation of Offenders Act 1974 του Ηνωμένου Βασιλείου, εκλαμβάνοντας ότι υπήρχαν προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντος οι οποίες παρατείναν την αποκατάσταση προηγούμενων καταδικών οι οποίες αποκαθίσταντο στο μακρινό μέλλον» ήτοι στις 4.8.2075. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε πληροφορίες για προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντος οι οποίες λήφθηκαν κατά παράβαση του δικαιώματος προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προστασίας της ιδιωτικότητας που προνοείται στη Συμφωνία. Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι επειδή το Η.Β. δεν είναι πλέον κράτος μέλος της Ε.Ε. δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με προηγούμενες καταδίκες προσώπου, καθότι αφορούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Τα όσα αναφέρονται στον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο αποφάνθηκε ότι στερούνται νομικής βάσης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
«Σε σχέση μ’ αυτά, σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι έχουμε μελετήσει τόσο τα άρθρα 643 επόμενα, της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας (Τεκμήριο Δ), όσο και τις πρόνοιες του Ν.123(Ι)/2022. Είναι σαφές ότι η εν λόγω Συμφωνία προβλέπει για την ανταλλαγή δεδομένων ποινικού μητρώου μεταξύ των δύο μερών. Συναφώς, ό,τι προκύπτει είναι πως μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει σταματήσει η συνεργασία στον τομέα αυτό, έχοντας κατά νουν την επιθυμία αμφοτέρων για συνεργασία όσον αφορά «την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ...» (βλ. παρ.23 του Προοιμίου). Στην προκειμένη περίπτωση δε, οι πληροφορίες λήφθηκαν από το σύστημα Ecris (Ν.123(Ι)/2022) και τούτο επιμαρτυρείται από την όψη του Τεκμηρίου Β, όπου στην πρώτη σελίδα αναφέρεται πάνω ψηλά «Σύστημα ECRIS Κύπρου», ενώ λίγο πιο κάτω σημειώνεται η ημερομηνία της αίτησης που υποβλήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία (24.3.25, ώρα 13:34:37) καθώς επίσης η ημερομηνία της απάντησης από το Ηνωμένο Βασίλειο (9.4.25, ώρα 12:49:43). Υπενθυμίζουμε ότι ο Κατηγορούμενος, ως αναφέρθηκε και δεν έχει αμφισβητηθεί, διατηρεί τόσο την κυπριακή όσο και τη βρετανική υπηκοότητα.
Ως προς τις προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορούμενου δε, παρατηρούμε ότι μέσω των Τεκμηρίων Β και Γ, έχουν παρασχεθεί στο Δικαστήριο επαρκείς πληροφορίες, ήτοι στοιχεία του Κατηγορούμενου, ημερομηνία που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση και το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει, όπως επίσης πληροφορίες για το αδίκημα αλλά και την ποινή που έχει επιβληθεί. […]
Στο Τεκμήριο Β δε, καταγράφεται και η ημερομηνία αποκατάστασης σε σχέση με το κάθε αδίκημα που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο Γ. Επισημαίνουμε ότι σε σχέση με όλα τα αδικήματα, ως ημερομηνία αποκατάστασης αναγράφεται η 4.8.2075. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δε, οι σχετικές αναφορές για την ημερομηνία αποκατάστασης στις πληροφορίες που στάλθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο και έχουν καταχωριστεί στο σύστημα Ecris, που αποτελεί ένα επίσημο αρχείο που αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών, θεωρούνται επαρκείς για το Δικαστήριο, χωρίς ν’ απαιτείται κάτι περαιτέρω».
Συμφωνούμε με την πιο πάνω νομική προσέγγιση και ερμηνεία. Επισημαίνουμε ότι η ανταλλαγή πληροφοριών ποινικού μητρώου μεταξύ Η.Β. και χώρας μέλους της Ε.Ε. και η συμμετοχή του Η.Β. στο σύστημα ECRIS, προνοείται στα διαλαμβανόμενα στον Τίτλο ΙΧ (Ανταλλαγή Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου) της Συμφωνίας. Επομένως τις πληροφορίες ποινικού μητρώου του Εφεσείοντος τις ζήτησαν και τις έλαβαν σύννομα οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε ό,τι δε αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης παρότι το θέμα δεν ηγέρθη πρωτόδικα με τον τρόπο που ετέθη ενώπιον μας, θεωρούμε ότι περιλαμβάνεται στη γενική αμφισβήτηση της νομιμότητας της λήψης πληροφοριών ποινικού μητρώου του Εφεσείοντος. Ούτε αυτός όμως ο λόγος έφεσης ευσταθεί, καθότι στη Συμφωνία (Τίτλος ΙΧ) υπάρχει ρητή πρόνοια [Άρθρο 651.4(γ)(i)] για τη γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων εφόσον είναι απαραίτητα για σκοπούς ποινικών διαδικασιών.
Επομένως οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Προχωρούμε στην εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης περί ύπαρξης κινδύνου επαναδιάπραξης αδικημάτων. Διαφωνούμε και με αυτόν τον λόγο έφεσης.
Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας τις αφορώσες την εξέταση του υπό αναφορά κινδύνου, οι οποίες είναι πολύ καλά γνωστές και αναλύονται σε σωρεία αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.23, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.24, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2023, ημερ. 24.1.24, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.24, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/24, ημερ. 11.7.24). Λεπτομερής αναφορά στη σχετική νομολογία γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση. Ούτε κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε την πάγια νομολογία την αφορώσα το περιορισμένο πεδίο επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου, την οποία λαμβάνουμε υπόψη (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/2020 κ.ά., ημερ. 3.9.20).
Αρκούμεθα εν προκειμένω να παραθέσουμε απόσπασμα από το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο φρονούμε ότι αποτελεί ορθή εφαρμογή των αρχών της νομολογίας στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων, εν όψει του ποινικού μητρώου του Εφεσείοντος:
«Επί τούτου σημειώνουμε ότι από τα ενώπιον μας δεδομένα, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος μεταξύ Ιανουαρίου του 1998 και Ιουνίου του 2011, ήτοι μέσα σε μια περίοδο 13,5 χρόνων, διέπραξε σοβαρά αδικήματα[1], κάποια εκ των οποίων μάλιστα εμπεριέχουν το στοιχείο της βίας, ως δηλαδή και τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξε στο πλαίσιο της παρούσας. Με αποκορύφωμα τις τελευταίες δύο του καταδίκες ήτοι τη διάρρηξη και ληστεία για την οποία καταδικάστηκε στις 9.11.2009 και τη ληστεία για την οποία καταδικάστηκε στις 13.6.2011. Αδικήματα για τα οποία του επιβλήθηκαν πολυετείς ποινές φυλάκισης. Ως περαιτέρω προκύπτει δε, ο Κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε με όρους το 2015, όροι οι οποίοι ίσχυαν μέχρι το 2019. Τα αδικήματα δε που αφορά η παρούσα υπόθεση και για τα οποία έχει ήδη κριθεί πως υφίσταται πιθανότητα καταδίκης, φέρεται να έχουν διαπραχθεί το 2021. Με βάση τα πιο πάνω, ευθέως αναφέρουμε πως κατά την κρίση μας από το ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων εφόσον αφεθεί ελεύθερος. Και τούτο, ακόμα και αν συνυπολογίζαμε μόνον τις τελευταίες δύο καταδίκες του Κατηγορούμενου, αφού ως ήδη υποδείξαμε οι εν λόγω δύο καταδίκες πέραν του ότι είναι οι πιο πρόσφατες, ήταν και οι σοβαρότερες ενώ εμπεριείχαν και το στοιχείο της βίας, το οποίο ενυπάρχει και στις υπό εκδίκαση κατηγορίες».
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφήρμοσε πλημμελώς τον «Νόμο περί Αποδείξεως» του αλλοδαπού (Η.Β.) και Κυπριακού δικαίου, μεταθέτοντας στους ώμους του Εφεσείοντος την απόδειξη των ισχυόντων εν Αγγλία και Κύπρο, καθώς και ότι τούτο επηρέασε τα θεμελιώδη δικαιώματα του Εφεσείοντος ως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ και τη ΣΛΕΕ (Συνθήκη Λειτουργίας της Ε.Ε.). Ελλείπει όμως η στοιχειώδης αιτιολογία με αποτέλεσμα να παραμένει άγνωστο σε τι ακριβώς αναφέρεται ο Εφεσείων, πράγμα το οποίο καθιστά αδύνατη την εξέταση του λόγου έφεσης. Σε κάθε περίπτωση εάν αυτό το οποίο ο Εφεσείων εννοεί είναι ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί η ημερομηνία αποκατάστασης των προηγούμενων καταδικών, η θέση αυτή στερείται νομικού ερείσματος, δεδομένου ότι η πληροφόρηση των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε βάσει των προνοιών της Συμφωνίας και του συστήματος ECRIS. Επομένως δεν ετίθετο κανένα θέμα απόδειξης αλλοδαπού δικαίου, ούτε μετάθεσης βάρους απόδειξης στους ώμους του Εφεσείοντος.
Υπό το φως των ανωτέρω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων ήταν καθόλα ορθή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Οι λόγοι έφεσης 1 έως 5 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Για σκοπούς πληρότητας της απόφασης θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τους λόγους έφεσης 6 έως 11, οι οποίοι αφορούν τον κίνδυνο φυγοδικίας. Οι θέσεις τις οποίες προβάλλει ο Εφεσείων με τους υπό αναφορά λόγους έφεσης είναι συνοπτικά οι ακόλουθες με αριθμητική σειρά:
(α) [6ος λόγος έφεσης]. Παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης λόγω μη αποκάλυψης του συνόλου του μαρτυρικού υλικού στην Υπεράσπιση, το οποίο έθεσε τον Εφεσείοντα σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, με αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.
(β) [7ος λόγος έφεσης]. Εσφαλμένη εφαρμογή της Συμφωνίας και της ΕΣΔΑ σε σχέση με την αποδεκτότητα της μαρτυρίας την οποία παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, το οποίο πλήττει την πιθανολόγηση καταδίκης. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι το μαρτυρικό υλικό το οποίο περισυνελέγη στο Η.Β. και απεστάλη στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έπρεπε να αξιολογηθεί και η δεκτότητα του να κριθεί συμφώνως του Αγγλικού δικαίου, και δη βάσει της αρχής επαλήθευσης της νομιμότητας αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται στο εξωτερικό και προορίζονται για χρήση εντός της Ε.Ε.. Επαναλαμβάνει δε τη θέση για παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης λόγω μη αποκάλυψης του συνόλου του μαρτυρικού υλικού επικαλούμενος το Άρθρο 524 της Συμφωνίας σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Αναφέρεται επίσης στη ΣΛΕΕ και ειδικότερα στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να αξιολογούν ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα που τίθενται ενώπιον τους προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας των κρατών μελών της Ε.Ε. και συνακόλουθα να ελέγχουν τα αποδεικτικά μέσα ως προς την νομιμότητα και αξιοπιστία τους. Εν προκειμένω ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εκρίθη η ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης «βάσει αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ενδέχεται να μην έχουν αποκτηθεί σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Κύπρο και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νομικά πρότυπα».
(γ) [8ος λόγος έφεσης]. Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη την αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας, όπως αυτή αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ, «η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να οργανώσουν τα νομικά τους συστήματα και τους διαδικαστικούς τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων κατά τρόπον αυτόνομο και να μην δεσμεύονται από δικαστικές διαδικασίες τρίτων χωρών». Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε την υποχρέωση να αξιολογήσει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κύπρου», το οποίο αποτελεί «διαδικαστικό σφάλμα που επηρέασε τη δίκαιη μεταχείριση του Εφεσείοντος».
(δ) [9ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στάθμισε ορθά τα ενώπιον του δεδομένα και δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην εν γένει στάση του Εφεσείοντος η οποία καταδείκνυε τη μη ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας. Ειδικότερα, παραγνωρίστηκε ή δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι ο Εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης, μόνιμος κάτοικος Κύπρου, διατηρούσε επιχείρηση στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2020 και «ότι ο ίδιος επιδίωξε μέσω καταχώρησης αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου καθ’ όν χρόνο τελούσε υπό κράτηση στην Αγγλία και εν αναμονή εμφάνισης του ενώπιον δικαστηρίου, το οποίο θα επιλαμβανόταν του αιτήματος έκδοσης του, στο οποίο εν τέλει μετά την πάροδο εντός έτους συγκατατέθηκε, την προσωρινή του μεταφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία», καθώς και ότι παρέδωσε στους ανακριτές του ΤΑΕ Αμμοχώστου το διαβατήριο του.
(ε) [10ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα περί της ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης αντί να εξετάσει το ζήτημα επί αντικειμενικής θεώρησης της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του Εφεσείοντος. Η όλη δε προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας, αποκλίνει από την καθιερωμένη αρχή της νομολογίας, απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, ότι σε αιτήματα κράτησης η πρώτη επιλογή θα πρέπει να είναι η απόλυση του υποδίκου ενώ η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση.
(στ) [11ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντίθετα προς τις νομολογιακές αρχές που διέπουν θέματα κράτησης, «δεν περιορίστηκε σε εξ όψεως αντικειμενική θεώρηση της ενώπιον του μαρτυρίας και προέβη σε ευρήματα και συμπεράσματα στηριζόμενο σε μια εκ των εκδοχών της παραπονούμενης με αποτέλεσμα να αγνοήσει το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που παρουσιάστηκε ενώπιον του το οποίο δημιουργούσε λογική, εύλογη και ισχυρή προσδοκία αθώωσης», παραβιάζοντας συναφώς το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας του Εφεσείοντος.
Αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης 7 και 8, έχουμε ανατρέξει στη γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντος για τον κίνδυνο φυγοδικίας και τα όσα ανέφερε προφορικά με βάση το πρακτικό της διαδικασίας. Διαπιστώνουμε ότι και οι δυο λόγοι έφεσης αφορούν θέματα τα οποία ο Εφεσείων δεν έθεσε πρωτόδικα, πράγμα το οποίο εμποδίζει την εξέταση τους κατ’ έφεση. Περιπλέον, έστω σε περίπτωση που τα θέματα αυτά εγείροντο πρωτοδίκως δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο αιτήματος κράτησης, με βάση την πάγια νομολογία, καθότι άπτονται της νομιμότητας ή δεκτότητας του μαρτυρικού υλικού (βλ. Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183, Παναγή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 214/24, ημερ. 22.10.24). Η όποια εξέταση των εν λόγω θεμάτων στο πλαίσιο αιτήματος κράτησης, θα προκαταλάμβανε ή επηρέαζε την κρίση του δικαστηρίου κατά τη μελλοντική δίκη. Περιπλέον, η εξέταση της δεκτότητας ή νομιμότητας του μαρτυρικού υλικού υπεισέρχεται αναπόφευκτα σε θέματα αξιολογικής κρίσης ή συμπερασμάτων, εκφεύγοντας της απλής εκτίμησης του μαρτυρικού υλικού στην όψη του για σκοπούς πιθανολόγησης καταδίκης. Ως πολλάκις έχει νομολογηθεί ό,τι εξετάζεται στο στάδιο αυτό είναι κατά πόσον η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης [βλ. Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κουτσούδης κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/2020 κ.ά., ημερ. 20.8.20, Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)].
Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 6, δεν συμφωνούμε ότι η κατ΄ισχυρισμό μη αποκάλυψη του συνόλου του μαρτυρικού υλικού έθεσε τον Εφεσείοντα σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής. Θέση η οποία, με κάθε σεβασμό, παραμένει αστήριχτη και αναιτιολόγητη καθότι δεν προσδιορίζεται με ποιο τρόπο παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων και αντιπαράθεσης στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του αιτήματος κράτησης βάσει του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού το οποίο τέθηκε ενώπιον του από την κατηγορούσα αρχή. Ο Εφεσείων, ως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπέβαλε αίτημα αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, ούτε επεφύλαξε το δικαίωμα έγερσης ένστασης επί του αιτήματος κράτησης σε μεταγενέστερο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση εάν στο μέλλον ο Εφεσείων διαπιστώσει ότι το κατ΄ισχυρισμό μη αποκαλυφθέν μαρτυρικό υλικό διαφοροποιεί τα δεδομένα βάσει των οποίων κρίθηκε η πιθανολόγηση καταδίκης, δύναται να θέσει το θέμα εκ νέου στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Υπό το φως των ανωτέρω ο 6ος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 9, 10 και 11 πλήττουν την ορθότητα εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας. Ο λόγος έφεσης 9 αφορά τη στάθμιση των υποκειμενικών παραγόντων και οι λόγοι έφεσης 10 και 11 την πιθανολόγηση καταδίκης. Δεν συμφωνούμε με τα όσα προβάλλονται στους λόγους έφεσης. Η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε σύννομα εντός των ορθών νομολογιακών παραμέτρων με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Η πιθανολόγηση καταδίκης στηρίχτηκε επί του συνόλου του μαρτυρικού υλικού κρινόμενου στην όψη του, στηριζόμενη εν πολλοίς στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Αναφορά γίνεται επίσης στη μαρτυρία άλλων προσώπων, ήτοι των δυο τέκνων της παραπονούμενης (H.K. και C.K.), μιας φίλης της (C.H.), καθώς και γείτονα της παραπονούμενης (E.S.), καθ’ όν χρόνο η ίδια συζούσε με τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων, από τον οποίο ελήφθη κατάθεση, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.
Για να γίνει αντιληπτή η μαρτυρία στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε για να κρίνει την πιθανολόγηση καταδίκης, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σύνοψη μαρτυρίας της παραπονούμενης:
«Η Παραπονούμενη σε οπτικογραφημένη κατάθεση της στις αστυνομικές αρχές της Αγγλίας στις 17.8.21, έχει εξηγήσει όσα η ίδια βίωνε από τον Κατηγορούμενο, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της. Ως αναφέρει γνώρισε τον Κατηγορούμενο περί τα τέλη Ιουνίου 2019 και ξεκίνησαν σχέση, ενώ τον Σεπτέμβριο ο Κατηγορούμενος μετακόμισε μαζί με την ίδια και το γιό της H.. Στη συνέχεια περιγράφει τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ενόσω διέμεναν μαζί, λέγοντας ότι ήταν αυταρχικός, ότι έπαιρνε δάνεια στο όνομα της, χαρτόπαιζε και έκανε χρήση κοκαΐνης. Όταν έκανε χρήση δε, στεκόταν στην κουζίνα με μαχαίρια και άρχιζε να παρανοεί και έλεγε ότι θα έρθουν να τον πιάσουν και τα κλείδωνε όλα. Αναφέρεται επίσης σε μια βίαιη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου έναντι της στη συνέχεια, όταν μετακόμισαν στην Κύπρο και σε προσπάθεια του να τη βιάσει σε μια περίπτωση. Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 15.1.21, παντρεύτηκαν. Ο Κατηγορούμενος όμως συνέχισε τη χρήση ναρκωτικών και την ανάγκαζε να κάθεται σε μια καρέκλα, την έβαζε να ελέγχει τις πόρτες και τα παράθυρα και μετά να ξανακάθεται στην καρέκλα. Αν προσπαθούσε να κουνηθεί ή δεν του έκανε τις σεξουαλικές χάρες που ζητούσε, τότε θύμωνε και γινόταν βίαιος μαζί της. Πολλές φορές την έβαζε να κάθεται γυμνή στην καρέκλα και να του δείχνει τα γεννητικά της όργανα. Επίσης συχνά της έλεγε «πήγαινε στο υπνοδωμάτιο» και έπρεπε να πάει και εκείνος γδυνόταν και έκλεινε την πόρτα και της έλεγε να γδυθεί. Εκεί της έβγαζε τα ρούχα με το ζόρι και μετά την έσπρωχνε στο κρεβάτι και παρόλο που του έλεγε όχι, συνέχιζε και έκανε σεξ μαζί της. Αυτό συνέβαινε 2-3 φορές την βδομάδα, από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 2021. Η τελευταία φορά που έγινε αυτό ήταν 21.6.21, όταν αρνήθηκε να του κάνει πεολειχία ως της ζητούσε, οπόταν και της είπε ότι θα την στραγγαλίσει μέχρι να λιποθυμήσει και θα γαμήσει κάθε τρύπα του κορμιού της και μετά θα την σκοτώσει. Παρενθετικά, ανέφερε εδώ ότι στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να την στραγγαλίσει μια φορά και πράγματι λιποθύμησε, οπότε ήξερε ότι το εννοούσε. Συνέχισε δε περιγράφοντας το περιστατικό, λέγοντας ότι προσπάθησε να φύγει αλλά ο Κατηγορούμενος κτύπησε την πόρτα και θυμάται που η ίδια έπεσε κάτω και το κεφάλι της άρχισε να σφυροκοπάει, και ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι υπήρχαν αίματα παντού. Τόσο στο μπάνιο δε όπου μπήκε για να καθαρίσει το αίμα όσο και στο υπνοδωμάτιο μετά, ο Κατηγορούμενος την πίεζε και προσπάθησε να κάνει σεξ μαζί της, αλλά η ίδια του έλεγε ότι δεν ήθελε και σε κάποια στιγμή αυτός εκσπερμάτισε πάνω της. Κάτω από τις περιστάσεις δε που εξηγεί, πήρε το τηλέφωνο και το διαβατήριο της, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και οδήγησε μέχρι το σπίτι κάποιων γνωστών της, ενώ ακολούθως εξετάστηκε στο νοσοκομείο και την επόμενη, 22.6.21, έφυγε αεροπορικώς για την Αγγλία.
Στην υπόλοιπη κατάθεση της, δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τη βίαιη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου έναντι της, τον τρόπο που ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της με βία και απειλές, τους τραυματισμούς που ενίοτε έφερε (συμπεριλαμβανομένων αυτών στο τελευταίο περιστατικό), αλλά και για τον έλεγχο που της ασκούσε στα πάντα. Επίσης, αναφέρεται στη συμπεριφορά του όταν η ίδια επέστρεψε στην Αγγλία και στην επικοινωνία που είχαν, αλλά και σε περίπτωση που ο γιός της C.H. άρπαξε το τηλέφωνο όταν της φώναζε και του ζήτησε να μην την ξαναπλησιάσει και αμέσως μετά ο Κατηγορούμενος έστειλε σ’ αυτόν βίντεο ερωτικού περιεχομένου[2] και είπε ότι αν η ίδια δεν έκανε αυτό που ήθελε θα το έστελνε στη μητέρα της Παραπονούμενης».
Στην απόφαση το Κακουργοδικείο αναφέρει σαφώς ότι ακολουθώντας και εφαρμόζοντας την πάγια νομολογία, περιορίζεται στην κρίση του μαρτυρικού υλικού στην όψη του χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγηση μαρτυρίας, και «χωρίς να υπεισέρχεται σε ζητήματα που άπτονται της αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή της βαρύτητας που δύναται να δοθεί σε αυτήν, ούτε και δύνανται να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, στα οποία το Δικαστήριο θα προβεί στο τελικό στάδιο». Λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του προς υποστήριξη του αιτήματος κράτησης, το Κακουργοδικείο έκρινε ότι στοιχειοθετείται στον απαιτούμενο βαθμό η πιθανολόγηση καταδίκης στις κατηγορίες τις οποίες ο Εφεσείων αντιμετωπίζει. Σημειώνοντας ταυτόχρονα πως τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντος «επικαλείται περί αντιφατικότητας της μαρτυρίας, τα οποία δεν αποκλείουν λογική προσδοκία για αθώωση, δεν ]…] είναι τέτοια που να εξαλείφουν την πιθανότητα που διαγράφεται, με βάση το υπάρχον μαρτυρικό υλικό».
Επομένως, με κάθε σεβασμό, τα όσα ο Εφεσείων προβάλλει στους λόγους έφεσης 10 και 11, στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πολύ προσεκτικά διατυπωμένη, εφαρμόζοντας τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας.
Οι λόγοι έφεσης 10 και 11 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Στρεφόμενοι στον λόγο έφεσης 9, ο οποίος άπτεται των υποκειμενικών δεδομένων τα οποία εξετάζονται στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο συνυπολόγισε στις ορθές του διαστάσεις κάθε σχετικό παράγοντα. Αντί άλλης αναφοράς παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης:
«Το γεγονός δε ότι ο Κατηγορούμενος, στις 20.9.24, υπέβαλε αίτηση στο Ε. Δ. Αμμοχώστου για προσωρινή μεταγωγή του στην Κύπρο αλλά και ότι στις 27.2.25 παρέδωσε το διαβατήριο του στο ΤΑΕ μέσω του δικηγόρου του[3], καθ’ ον χρόνο βρισκόταν υπό κράτηση για σκοπούς έκδοσης του στη Δημοκρατία για την παρούσα υπόθεση, έχουν συνυπολογιστεί βεβαίως μαζί με όλα όσα αναφέρθηκαν πλην όμως δεν θεωρούμε πως θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τα πράγματα, ούτε όμως να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι από την εν λόγω συμπεριφορά του εξουδετερώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας.
Όμως, σε σχέση με την εν λόγω αίτηση έχει θεωρούμε σημασία να τονιστεί εδώ πως η αναφορά του συνηγόρου ότι η αίτηση στο Ε.Δ. Αμμοχώστου για προσωρινή μεταγωγή του στη Δημοκρατία έγινε ουσιαστικά για να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση των αστυνομικών αρχών και των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από το περιεχόμενο της απόφασης του Ε. Δ. Αμμοχώστου ημερ. 25.2.25. Αντίθετα, αυτό που ευκρινώς συνάγεται από την απόφαση, είναι ότι ουσιαστικά καταχώρησε την αίτηση προκειμένου να «ξεφύγει» από την κατάσταση που δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού παρά το γεγονός ότι αφέθηκε ελεύθερος με όρους σε σχέση με άλλα αδικήματα για τα οποία κρατείτο, εντούτοις παρέμενε υπό κράτηση στη βάση του εντάλματος των κυπριακών αρχών αλλά μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης του δεν είχε οριστεί ημερομηνία ακρόασης της διαδικασίας έκδοσης του στη Δημοκρατία. Ως συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση του, ενόψει των ανωτέρω παρέμενε «χωρίς ρύθμιση η κατάσταση, σε βάρος των δικαιωμάτων του αιτητή».
Εν πάση περιπτώσει, ως ήδη εξηγήσαμε οι όποιοι δεσμοί διατηρεί ένας Κατηγορούμενος, με τη χώρα στην οποία διώκεται, δεν είναι ικανοί από μόνοι τους, να επενεργήσουν ως ασπίδα προκειμένου να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες και δεσμοί, επί του κινδύνου μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (βλ. Καρυπίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 45/22, ημερ. 22/3/2022). Στην προκειμένη, κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις οι υποκειμενικοί αυτοί παράγοντες είναι τέτοιοι, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν, ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας ούτε θεωρούμε ότι μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης αυτού με συγκεκριμένους όρους, ως είναι η εισήγηση της υπεράσπισης[4], δεδομένης, μεταξύ άλλων, και της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετωπίζει αλλά και της πιθανότητας καταδίκης που αναδύεται από το μαρτυρικό υλικό εξ όψεως θεωρούμενο».
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.
Υπό το φως των ανωτέρω ο λόγος έφεσης 9 κρίνεται ανεδαφικός.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
[1] Πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο 1998, τον Οκτώβριο 1998, τον Οκτώβριο 1999, τον Ιούνιο 2000, τον Σεπτέμβριο 2000, τον Ιούνιο 2003, τον Μάρτιο 2004, τον Ιούνιο 2009 και τον Ιούνιο 2011.
[2] Για τούτο μίλησε ο C.H. στην κατάθεση του (βλ. κατωτέρω).
[3] Βλ. την κατάθεση του Α/Αστ.3432 Σ.Α., ο οποίος αναφέρει ότι στις 27.2.25, μέσω του δικηγορικού γραφείου που τον εκπροσωπεί, ο Κατηγορούμενος παρέδωσε στο ΤΑΕ το διαβατήριο του.
[4] βλ. και Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο