
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 181/2022)
16 Ιουνίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]
Μιχαλάκης Δήμου Δημητρίου
Εφεσείων/Ενάγων
ν.
1. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου
2. Κυπριακή Δημοκρατία
Εφεσίβλητες/Εναγόμενες 1 & 4
Αίτηση ημ. 30.4.25 υπό εφεσίβλητης 2, για παραπομπή της έφεσης προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο
Για εφεσείουσα: κα Χαρά Αλέξανδρου και κ. Πέτρος Χ" Πέτρος για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για την εφεσίβλητη 1: κα Θάλεια Ραφτοπούλου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη 2: κα Έλλη Φλωρέντζου μαζί με τον κ. Άγγελο Παναγή για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) στην αγωγή 2382/14, με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση του για αποζημιώσεις από τις εφεσίβλητες (εναγόμενες 1 & 4), λόγω της απομείωσης των καταθέσεων του, στην εναγομένη 2 Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (η Λαϊκή Τράπεζα). Στην πρωτόδικη διαδικασία, εναγομένη 3 ήταν η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (η Τράπεζα Κύπρου), για την οποία όμως η αγωγή αποσύρθηκε, αμέσως μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Η εφεσίβλητη 2 πριν την ακρόαση της έφεσης και ενώ είχαν καταχωρηθεί περιγράμματα αγόρευσης από τους διαδίκους, καταχώρισε την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, με την οποία ζητά την παραπομπή της έφεσης για εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964 και του Μέρους 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης, χρήζει κατά την άποψη μας, μια συνοπτική αναφορά στο δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης.
Η απαίτηση του εφεσείοντα εδραζόταν πρωτοδίκως, σε κατ’ ισχυρισμόν αμελείς πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων, οι οποίες οδήγησαν στην απομείωση των καταθέσεων του στην Λαϊκή Τράπεζα, που διατάχθηκε δυνάμει των προνοιών του Νόμου 17(Ι)/2013 και της Κ.Δ.Π. 104/2013 και ανέρχεται στο ποσόν των €975.916,97. Με την αγωγή του, ο εφεσείων ζητούσε από τους εναγομένους το πιο πάνω ποσόν, ως αποζημιώσεις για αμέλεια. Ζητούσε επίσης, επαυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις για παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του και για «εγκληματική αμέλεια» των εναγομένων, συνιστάμενη στην πρόκληση κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας, που είχε ως αποτέλεσμα την απομείωση των καταθέσεων του. Ο εφεσείων προέβαλε ιδιαιτέρως στην πρωτόδικη διαδικασία, την θέση ότι έχουν παραβιαστεί από τους εναγόμενους τα συνταγματικά του δικαιώματα και ότι η απομείωση έγινε καθ' υπέρβαση των προνοιών του Νόμου 17(Ι)/2013.
Αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό αμελείς πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων, σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα και την μαρτυρία που προσκόμισε στην πρωτόδικη διαδικασία, υποστηρίχθηκαν τα πιο κάτω:
Η εφεσίβλητη 1 Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (η Κεντρική Τράπεζα), παρέλειψε να εποπτεύει τη λειτουργία του τραπεζικού τομέα και να συμβουλεύει επαρκώς τις εμπορικές τράπεζες. Επίσης, παρά την εμφανή μείωση της κερδοφορίας των κυπριακών τραπεζών, δεν έλαβε κανένα αντισταθμιστικό ή επαρκώς αποτρεπτικό μέτρο. Αντί αυτού, και ενώ γνώριζε ότι υπήρχε ενδεχόμενο απομείωσης των καταθέσεων, εξαπάτησε τους καταθέτες με την ανακοίνωση που εξέδωσε ότι το ΄κούρεμα' των καταθέσεων «αποκλείεται ως ενδεχόμενο καθότι αντίκειται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Σε σχέση με την εφεσίβλητη 2 Κυπριακή Δημοκρατία, ο εφεσείων υποστήριξε ότι προέβη σε σειρά αμελών πράξεων και παραλείψεων, που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας και κατ’ επέκταση στην απομείωση των καταθέσεων της Λαϊκής Τράπεζας. Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι προέβη σε αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, αγνοώντας τις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση, της «οικονομικής διολίσθησης». Επίσης, στήριξε την Λαϊκή Τράπεζα με 1.8 δισεκατομμύρια ευρώ, άνευ δέουσας έρευνας και αχρείαστα, χωρίς να τεθούν υπόψη της, τα στοιχεία για τη βιωσιμότητα της τράπεζας. Περαιτέρω, αγνόησε την εισήγηση εμπειρογνωμόνων για ένταξη της Κυπριακής οικονομίας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και αρνήθηκε να υποβάλει εγκαίρως, σχετικό αίτημα για οικονομική στήριξη.
Αναφορικά με πράξεις ή παραλείψεις της Λαϊκής Τράπεζας, ο εφεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι παραχώρησε πιστωτικές διευκολύνσεις σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή σε άτομα συνδεόμενα με αυτά, αναλάμβανε υπερβολικούς κινδύνους με σκοπό τον προσπορισμό βραχυπρόθεσμου οφέλους, αγόρασε ομόλογα ελληνικού δημοσίου ύψους 3.5 δις, ενώ επρόκειτο για επισφαλή επένδυση, και τέλος, παραχώρησε δάνεια χωρίς τις αναγκαίες εξασφαλίσεις.
Οι εναγόμενοι με τις υπερασπίσεις τους, παραδέχθηκαν την απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα στην Λαϊκή Τράπεζα κατά €975.916,97. Αρνήθηκαν όμως ότι αυτή οφείλεται σε οιαδήποτε δική τους αμελή πράξη ή παράλειψη. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η απομείωση ήταν νόμιμη και δεν έχουν παραβιασθεί οποιαδήποτε δικαιώματα του εφεσείοντα.
Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν χρονοβόρα και διήρκησε πολλούς μήνες, με τα πρακτικά της διαδικασίας να υπερβαίνουν τις 700 σελίδες. Η κάθε πλευρά κάλεσε από έξι μάρτυρες, ενώ κατατέθηκε όγκος εγγράφων ως τεκμήρια. Πρόκειται όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, για μια ιδιαίτερη υπόθεση που αφορά τα πρωτοφανή γεγονότα, που οδήγησαν στην απομείωση των καταθέσεων, των μέχρι τότε δύο μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας μας, της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας ήταν παραδεκτό από όλα τα μέρη. Αυτό που αμφισβητήθηκε έντονα, ήταν κατά πόσο η εφεσίβλητη 1 Κεντρική Τράπεζα, ασκούσε ικανοποιητικό εποπτικό έλεγχο στην Λαϊκή Τράπεζα. Έγινε επίσης εκτενής αναφορά στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Λαϊκή Τράπεζα από το 2009 μέχρι το Μάρτιο του 2013, και κατά πόσο αυτή ήταν φερέγγυα το 2012 όταν της δόθηκε κρατική στήριξη €1.8 δις (emergency liquidity assistance - ELA) ή αν θα έπρεπε να είχε τεθεί από τότε σε εκκαθάριση. Επίσης, σημαντικό μέρος της μαρτυρίας αναλώθηκε και στο κατά πόσο ο εφεσείων θα ήταν σε καλύτερη θέση εάν η τράπεζα εκκαθαριζόταν, αντί να ετίθετο σε καθεστώς εξυγίανσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνει ότι η εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας καθορίζεται από τη νομοθεσία, στην οποία πουθενά δεν προβλέπεται ότι αυτή υποκαθιστά τη διοίκηση των εμπορικών τραπεζών ή ότι οι αποφάσεις των τραπεζών για τις επενδύσεις τους, θα πρέπει να τυγχάνουν έγκρισης από την Κεντρική Τράπεζα. Κατέληξε δε ότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στην Κεντρική Τράπεζα για πράξεις ή παραλείψεις της Λαϊκής Τράπεζας. Σημειώνεται επίσης ότι από την μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσείοντας, απέτυχε να αποδείξει στον βαθμό που απαιτείται ότι η Κεντρική Τράπεζα επέδειξε βαριά αμέλεια, κατά την εποπτεία της Λαϊκής Τράπεζας.
Όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι δεν δόθηκε καμιά θετική μαρτυρία που να στοιχειοθετεί αμέλεια των αρχών, που να οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομίας και την συνεπακόλουθη απομείωση των καταθέσεων της Λαϊκής Τράπεζας. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα επί του προκειμένου, κρίθηκαν ως αόριστοι και ατεκμηρίωτοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι οι ενέργειες που οδήγησαν στην απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα, βασίστηκαν σε νομικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα οποία αποσκοπούσαν στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Έκρινε δε, ότι τα μέτρα εκτελέστηκαν σύμφωνα με τον Νόμο και ήταν απαραίτητα για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση του τραπεζικού τομέα.
Τονίζεται επίσης στην πρωτόδικη απόφαση, ότι ενώ τα μέτρα εξυγίανσης επηρέασαν την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντος, το νομικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου εφαρμόστηκαν τα μέτρα αυτά, δεν συνιστούσε παραβίαση των δικαιωμάτων του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει επί του προκειμένου ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων θα βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση, ως αποτέλεσμα του μέτρου της εξυγίανσης, συγκριτικά με τη θέση που θα βρισκόταν αν η τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση. Τόνισε δε ότι σε περίπτωση που η τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση δεν θα καλύπτονταν καν οι ασφαλισμένοι καταθέτες, και ο εφεσείων δεν θα ελάμβανε ολόκληρο το εγγυημένο ποσό των €100.000.
Λέχθηκε ότι η επιλογή ήταν μεταξύ μιας άτακτης χρεοκοπίας της Λαϊκής Τράπεζας ή να τεθεί, υπό εκκαθάριση, είτε υπό εξυγίανση. Τόσο στην περίπτωση της εκκαθάρισης, όσο και της εξυγίανσης, ήταν βέβαιο ότι οι καταθέτες θα έχαναν μεγάλο μέρος των καταθέσεων τους, καθότι η Λαϊκή Τράπεζα στερείτο κεφαλαίων. Υπό τις περιστάσεις, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εξυγίανση ήταν η καλύτερη δυνατή λύση. Ως προς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναφέρει ότι υπήρξε περιορισμός του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, εντούτοις, έκρινε ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν προσέκρουαν στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι εξυπηρετούσαν τόσο τους σκοπούς του δημοσίου συμφέροντος, όσο και τα συμφέροντα του ιδίου του εφεσείοντα.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις κατά της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας (εφεσιβλήτων 1 & 2), σημειώνοντας ότι ενήργησαν στο πλαίσιο νόμιμης εξουσίας, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικής αναταραχής. Σε σχέση με την εναγομένη 3 Λαϊκή Τράπεζα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι οι ισχυρισμοί ότι αναλάμβανε αυξημένους κινδύνους αναφορικά με το δανειακό της χαρτοφυλάκιο και ότι υπήρξε γενικά κακή διαχείριση, παρέμειναν αναντίλεκτοι. Έγινε αναφορά σε περιπτώσεις που παραχωρήθηκαν δάνεια για μεγάλα ποσά, για τα οποία η τράπεζα δεν απαιτούσε ικανοποιητικές εξασφαλίσεις, αγνοώντας τις υποδείξεις της εποπτικής αρχής. Πέραν τούτου, σημειώνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Λαϊκή Τράπεζα επένδυσε το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων της, σε ένα μόνο προϊόν, στα Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, παραβιάζοντας μια σημαντική αρχή για τη σωστή οικονομική διαχείριση, αυτής της ανάγκης διασποράς των κεφαλαίων.
Τα πιο πάνω συνιστούν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αμελείς πράξεις της Λαϊκής Τράπεζας, οι οποίες ήταν άμεσα συνυφασμένες με την κατάρρευση της, και κατ' επέκταση, με την απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα. Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Λαϊκή Τράπεζα παρέβηκε το καθήκον επιμέλειας που είχε έναντι του εφεσείοντα. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι αποδείχθηκε το αστικό αδίκημα της αμέλειας από την Λαϊκή Τράπεζα, επιδικάζοντας εναντίον της και υπέρ του εφεσείοντα ως αποζημιώσεις, το ποσόν των €975.916,97, πλέον νόμιμο τόκο.
Ο εφεσείων, με 17 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση του εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας (εφεσιβλήτων 1 & 2). Συγκεκριμένα αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση ως προς την αποτυχία απόδειξης του αστικού αδικήματος της αμέλειας από τις εφεσίβλητες (λόγοι έφεσης 1 έως 5, 11 & 15), καθώς και ότι η εξυγίανση θα ήταν ευνοϊκότερη για τα συμφέροντα των καταθετών, και ως εκ τούτου ως η προσφορότερη λύση υπό τας περιστάσεις, δεν παραβίαζε τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 6 έως 9, 13 και 17). Με τον 10ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν είχε εξουσίες επέμβασης στις επενδύσεις των τραπεζών δυνάμει του Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου 66(Ι)/1997. Προσβάλλεται επίσης η πρωτόδικη κατάληξη για μη τεκμηρίωση των ισχυρισμών του εφεσείοντα, περί παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων ή ότι αυτή η παραβίαση δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (λόγος έφεσης 12), καθώς και το εύρημα ότι δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση μεταξύ των καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο και των καταθετών της στην Ελλάδα και Αγγλία (λόγος έφεσης 14). Ο εφεσείων υποστηρίζει τέλος με τον 16ο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια τυπολατρική προσέγγιση, με την αναζήτηση επακριβούς προσδιορισμού στην έκθεση απαίτησης, όλων των στοιχείων και γεγονότων που συνέθεταν τη μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσείοντας, παρά του ότι ο εφεσείοντας δεν είχε υποχρέωση δικογράφησης της μαρτυρίας του.
Παρά την απόρριψη της απαίτησης του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητες με τις ειδοποιήσεις εφεσιβλήτου, εγείρουν από την πλευρά τους υπό την μορφή αντέφεσης, αριθμό ζητημάτων, με τα οποία παραπονούνται για κάποιες επιμέρους πρωτόδικες κρίσεις.
Η εφεσίβλητη 1 προσβάλλει με τον 1ο λόγο έφεσης της, ως λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσίβλητη 2 (το Υπουργείο Οικονομικών), οι εξωτερικοί ελεγκτές της Λαϊκής Τράπεζας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν είχαν ενημερωθεί από την εφεσίβλητη 1 για την απαίτηση τήρησης από μέρους της Λαϊκής Τράπεζας, δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 15,86%. Αυτό γιατί τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβανόταν στις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα. Είναι η θέση της εφεσίβλητης 1 ότι η έκθεση απαίτησης, δεν συνδέει το επίδικο γεγονός της «απώλειας» των καταθέσεων του εφεσείοντα και της όποιας ζημιάς του, με ισχυρισμούς για ελλιπή ενημέρωση από μέρους της εφεσίβλητης 1 προς τρίτους, είτε για την απαίτηση της για τήρηση δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων 15,86%, είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα που αφορά τα κεφάλαια της Λαϊκής Τράπεζας.
Παρεμφερής είναι και ο 2ος λόγος έφεσης της εφεσίβλητης 1, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την απαίτηση της εφεσίβλητης 1 όπως τέθηκε με την επιστολή της προς την Λαϊκή Τράπεζα ημερομηνίας 3 Ιανουαρίου 2012 (Τεκμήριο 81), για τήρηση ελάχιστου δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (Tier 1) ύψους 15,86%. Είναι η θέση της εφεσίβλητης 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (Tier 1) είναι ο ίδιος με τον δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (Core Tier 1), στον οποίο γινόταν αναφορά σε έγγραφα και στην μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης 1.
Με τον 3ο λόγο έφεσης, η εφεσίβλητη 1 παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκαν οι Μ.Ε.3 και Μ.Ε.6 ως εμπειρογνώμονες και ότι κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα και πείρα σε σχέση με οικονομικά θέματα. Παρεμφερής είναι και ο 5ος λόγος έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η αποδοχή της θέσης των εν λόγω μαρτύρων ότι η Λαϊκή Τράπεζα, είχε επενδύσει το 70% των κεφαλαίων της στα ομόλογα ελληνικού δημοσίου, κατά τη χρονική περίοδο 2009-2010. Επίσης με τον 6ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.2, δεν ήταν ξεκάθαρη αναφορικά με την επένδυση σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου, είναι εσφαλμένη.
Ως εσφαλμένη, προσβάλλεται με τον 4ο λόγο έφεσης της εφεσίβλητης 1, και η ενδιάμεση απόφαση (ruling) του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημ. 21.7.2020, με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις των εφεσιβλήτων, αναφορικά με την αποδεκτότητα δύο εγγράφων που επιχείρησε να καταθέσει ο Μ.Ε.6 και τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια 29 και 30 αντίστοιχα. Η εφεσίβλητη 1 υποστηρίζει επί του προκειμένου ότι το τεκμήριο 29, με τίτλο «Η καταστροφή της Κυπριακής Οικονομίας: από την έλλειψη ευθυκρισίας στην ελλειμματική διαχείριση», και το τεκμήριο 30, το οποίο έχει τίτλο «Fairness and reflexivity in the Cyprus bail-in», δεν αποτελούσαν αποδεχτή μαρτυρία, καθότι περιέχονταν σε αυτά ισχυρισμοί, άσχετοι με τα επίδικα θέματα, που επιπλέον, δεν υποστηρίζονται από τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα. Είναι η θέση της εφεσίβλητης 1, ότι με την ενδιάμεση απόφαση του να επιτρέψει την κατάθεση των εγγράφων αυτών, το πρωτόδικο Δικαστήριο διεύρυνε τα επίδικα θέματα, με αποτέλεσμα να τεθούν ενώπιον του ισχυρισμοί, άσχετοι με τα επίδικα ζητήματα και κατ' επέκταση να επηρεαστεί από αυτά, κατά την τελική του απόφαση.
Τέλος, με τον 7ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε αναλάβει αυξημένους κινδύνους λόγω της πολύ μεγάλης συγκέντρωσης σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου, «παραβιάζοντας μια σημαντική αρχή για τη σωστή οικονομική διαχείριση, αυτή της ανάγκης διασποράς των κεφαλαίων». Είναι η θέση της εφεσίβλητης 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του αυτή, σε αόριστες και ατεκμηρίωτες θέσεις, που κατέθεσαν οι Μ.Ε.2 και Μ.Ε.6, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι εμπειρογνώμονες, και παρέλειψε να λάβει υπόψιν τα όσα τέθηκαν από τους Μ.Υ.2 και Μ.Υ.4, οι οποίοι είναι εμπειρογνώμονες. Η εφεσίβλητη 2 στην δική της ειδοποίηση εφεσιβλήτου, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε, εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια και δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ της και εναντίον του εφεσείοντα παρά την απόρριψη της αγωγής εναντίον της.
Μετά από αίτημα του εφεσείοντα, δόθηκε άδεια από το Εφετείο την 1.9.2023 για επίσπευση της έφεσης, λόγω των σημαντικών επιδίκων θεμάτων και της εκκρεμοδικίας παρόμοιων υποθέσεων σε πρωτόδικα Δικαστήρια. Εντούτοις λόγω αιτημάτων παράτασης από τους διαδίκους για καταχώρηση των περιγραμμάτων τους, η έφεση ορίστηκε για ακρόαση μόλις στις 9.4.2025.
Η παρούσα αίτηση
Την ημερομηνία που η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και αφού είχε προηγηθεί προδικασία και η καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης από τους διαδίκους, η συνήγορος για την εφεσίβλητη 2 Κυπριακή Δημοκρατία, υπέβαλε προφορικό αίτημα για παραπομπή της έφεσης προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 9.3(β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964. Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου, δώσαμε οδηγίες όπως καταχωριστεί γραπτή αίτηση από πλευράς εφεσίβλητης 2, στην οποία να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα επίδικα θέματα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, για τα οποία δικαιολογείται η παραπομπή της υπό κρίση έφεσης, στο Ανώτατο Δικαστήριο προς εκδίκαση.
Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας αίτησης από την εφεσίβλητη 2. Η αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων στο Άρθρο 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964 και στο Μέρος 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται ότι τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης, είναι κυρίως, ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013 και των ενεργειών που λήφθηκαν πριν, κατά και μετά την εφαρμογή του. Το ζητούμενο στην παρούσα, αλλά και σε άλλες υποθέσεις με ίδια ή παρόμοια βάση αγωγής, είναι η διαπίστωση από το Δικαστήριο, της ορθότητας των ληφθέντων μέτρων που είχαν σκοπό την διάσωση του τραπεζικού συστήματος και της κυπριακής οικονομίας.
Διευκρινίζεται στην ένορκη δήλωση ότι αντικείμενο της παρούσας έφεσης, αποτελεί μεταξύ άλλων, το κατά πόσον οι εφεσίβλητες 1 και 2 ενήργησαν αμελώς ή παρέλειψαν να ενεργήσουν με τη δέουσα επιμέλεια, κατά τρόπο που να συνέβαλαν στην απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα στη Λαϊκή Τράπεζα. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αίτησης, οι ενέργειες των εφεσίβλητων, ως διατείνεται η πλευρά του εφεσείοντα, έγιναν καθ' υπέρβαση των προνοιών του Νόμου 17(Ι)/2013, συμπεριλαμβανομένου και του Άρθρου 3. Επιπλέον, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 7(1) του εν λόγω Νόμου και ως εκ τούτου, φαίνεται να προκύπτει θέμα ερμηνείας και εφαρμογής του νομικού πλαισίου περί εξυγίανσης, όπως καθορίζεται στον πιο πάνω Νόμο.
Περαιτέρω καλείται το Εφετείο να εξετάσει κατά πόσον υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα, και ειδικότερα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και του δικαιώματος στην ελευθερία του συμβάλλεσθαι, όπως αυτά κατοχυρώνονται αντίστοιχα, στα Άρθρα 23 και 26 του και Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι η θέση της εφεσίβλητης 2 ότι τα κύρια επίδικα θέματα στην παρούσα, επηρεάζουν σειρά άλλων υποθέσεων που εκκρεμούν τόσον ενώπιον των πρωτόδικων Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, όσον και ενώπιον του Εφετείου. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να παραπεμφθεί η παρούσα έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να υπάρξει οριστική και τελεσίδικη απόφαση επί των επίδικων θεμάτων, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τον στόχο της ταχύτερης διεκπεραίωσης, των εν λόγω δικαστικών διαδικασιών.
Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ενώπιον του Εφετείου, πέραν της παρούσας, εκκρεμούν άλλες 23 παρόμοιες πολιτικές εφέσεις, οι οποίες στρέφονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σε 2 μόνον εφέσεις, εφεσείων είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, καθότι σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πρωτόδικα Δικαστήρια εξέδωσαν απόφαση υπέρ των εναγόντων – καταθετών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δικαστικές αποφάσεις, όπου απορρίφθηκαν οι απαιτήσεις των καταθετών. Αναφέρεται επιπλέον στην ένορκη δήλωση της αίτησης ότι τα επίδικα θέματα σε όλες τις εν λόγω εφέσεις είναι κοινά, και η νομική επιχειρηματολογία που προβάλλεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι σε όλες τις υποθέσεις η ίδια.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η εφεσίβλητη 2 ισχυρίζεται ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, όπως παραπεμφθεί η παρούσα έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο για εκδίκαση. Υποστήριξε τέλος, ότι σε τέτοια περίπτωση δεν παραβλάπτονται τα συμφέροντα του εφεσείοντος, η υπόθεση του οποίου θα ακουστεί σε όλη την έκταση της στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως Δικαστήριο τελευταίου βαθμού.
Η εφεσίβλητη 1 όσον και ο εφεσείων, δήλωσαν μέσω των δικηγόρων τους ότι δεν φέρουν ένσταση στο αίτημα, για παραπομπή της έφεσης προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ανεξαρτήτως τούτου, καθηκόντως, οφείλουμε να εξετάσουμε κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος.
Το δικαιοδοτικό πλαίσιο εκδίκασης έφεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν παραπομπής από το Εφετείο, καθορίζεται από το Άρθρο 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964, το οποίο έχει ως ακολούθως:
(3) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο-
(β) εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ασκούντος πολιτική ή/και ποινική δικαιοδοσία περιλαμβανομένου δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας, επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται τοιαύτη παραπομπή απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το Εφετείο και, σε τέτοια περίπτωση η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο·
……………………………………………………………………………
Το δικονομικό πλαίσιο παραπομπής του αιτήματος καθορίζεται από το Μέρος 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που έχει ως ακολούθως:
41.12. Εξουσίες Εφετείου
(1) ……………………………………………………………………………
(2) Το Εφετείο έχει εξουσία:
……………………………………………………………………………
(στ) να παραπέμπει στο Ανώτατο Δικαστήριο, με υπόμνημα, έφεση επί θέματος μείζονος δημόσιου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, (άρθρο 9(3)(β) του Νόμου).
(i) το ιστορικό της διαδικασίας,
(ii) τα επίδικα θέματα της υπόθεσης,
(iii) τους λόγους μείζονος δημόσιου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του Δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου με ειδική αναφορά στις αποφάσεις που επιβάλλουν κατά την κρίση του Εφετείου την παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, και
(iv) σε Παράρτημα τα ουσιώδη έγγραφα που κατατέθηκαν στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου.
Προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις ότι για παραπομπή έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Εφετείο θα πρέπει η υπόθεση να αφορά:
1. Θέμα μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, ή
2. Θέμα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, αφού τα υπό κρίση επίδικα ζητήματα δεν έχουν ακόμα κριθεί σε δεύτερο βαθμό από το Εφετείο. Η αίτηση στηρίζεται αποκλειστικά σε ισχυρισμούς, ότι τα επίδικα ζητήματα της έφεσης συνιστούν θέματα μείζονος δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας.
Δεν έχει αμφισβητηθεί και είναι εμφανές κατά την άποψη μας από το προαναφερθέν ιστορικό της υπόθεσης, ότι τα επίδικα θέματα της παρούσας, συνιστούν ζητήματα δημόσιας σημασίας και μείζονος δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι αφορούν τους λόγους κατάρρευσης της Λαϊκής Τράπεζας και την απομείωση των καταθέσεων, των δύο συστημικών τραπεζών της Κύπρου. Γεγονός που επηρέασε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και οδήγησε την δημόσια οικονομία σε ύφεση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σημειώνουμε ότι συνιστά δικαστική γνώση, ότι λόγω των πιο πάνω γεγονότων, υπήρξε σημαντική μείωση των μισθών στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, αύξηση της ανεργίας λόγω οικονομικών προβλημάτων πολλών ιδιωτικών εταιρειών, ενώ το κυπριακό κράτος αναγκάστηκε να προσφύγει για οικονομική βοήθεια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στον Μηχανισμό Οικονομικής Σταθερότητας της Ευρωζώνης (Eurogroup).
Είναι επί του προκειμένου ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παρούσα συνιστά πρωτοφανή υπόθεση, αφού σχετίζεται με τα πρωτόγνωρα γεγονότα που οδήγησαν στην απομείωση των καταθέσεων των δύο μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας μας, στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε μαρτυρία επί οικονομικών θεμάτων, αναλύθηκαν πολύπλοκες οικονομικές έννοιες και θεωρίες και προβλήθηκαν διάφορες απόψεις, για τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση των δύο πιο πάνω τραπεζών και της οικονομίας του κράτους γενικότερα.
Είναι επίσης ορθή η θέση της εφεσίβλητης 2 Κυπριακής Δημοκρατίας ότι η παρούσα δεν αφορά αποκλειστικά την ατομική διαφορά μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων, ούτε περιορίζεται στα συμφέροντα μίας συγκεκριμένης ομάδας πολιτών. Αντιθέτως, άπτεται ευρύτερων ζητημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης, τα οποία διαφάνηκαν κατά την επίδικη χρονική περίοδο και οδήγησαν στην εκδήλωση μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Κύπρο. Η κρίση αυτή κατέστησε αναγκαία τη λήψη άμεσων μέτρων και την εφαρμογή κατάλληλου νομικού πλαισίου για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Κατά την κρίση μας, τα πιο πάνω θέματα λόγω της φύσεως τους, συνιστούν μείζονα ζητήματα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, στοιχείο που καθιστά δικαιολογημένη την εκδίκαση της υπόθεσης σε τελικό βαθμό, κατευθείαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964.
Ειδικότερα, τα επίδικα ζητήματα ασχολούνται με την ευθύνη του κράτους στη διαχείριση των δημοσιονομικών και την νομική ευθύνη της Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας για την προστασία των τραπεζικών καταθέσεων. Τίθενται επίσης ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων και των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία και του συμβάλλεσθαι, όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θεωρούμε ότι η εκδίκαση των εγειρόμενων ζητημάτων από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα διαμορφώσει σε τελικό βαθμό τις νομολογιακές αρχές, αναφορικά με το πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης των τραπεζών και της νομικής ευθύνης του κράτους ως προς την διαχείριση δημοσιονομικών ή χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Οι εν λόγω νομολογιακές αρχές, θα είναι καθοδηγητικές για τα πρωτόδικα Δικαστήρια αλλά και για το Εφετείο, δεδομένης της εκκρεμότητας πολλών πρωτόδικων υποθέσεων στα Επαρχιακά Δικαστήρια και την παράλληλη έγερση εφέσεων ενώπιον του Εφετείου, υπό διαφορετικές συνθέσεις.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δικαιολογείται κατά την κρίση μας η εκδίκαση της υπόθεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964.
Το αίτημα εγκρίνεται. Η έφεση παραπέμπεται για εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964 και του Μέρους 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Μέρους 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, επισυνάπτουμε προς το Ανώτατο Δικαστήριο, μαζί με πλήρες αντίγραφο του φακέλου της έφεσης και σχετικό υπόμνημα, στο οποίο παραθέτουμε:
(i) το ιστορικό της διαδικασίας,
(ii) τα επίδικα θέματα της υπόθεσης,
(iii) τους λόγους μείζονος δημόσιου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, και
(iv) σε Παράρτημα τα ουσιώδη έγγραφα που κατατέθηκαν στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου.
Δεν επιδικάζονται έξοδα στην παρούσα διαδικασία, λόγω του πρωτόγνωρου του αιτήματος αλλά και της απουσίας ένστασης από πλευράς του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
(i) Tο ιστορικό της διαδικασίας,
Η αγωγή 2382/14, καταχωρήθηκε την 7.10.2014 από τον εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας (εναγομένης 1), της Λαϊκής Τράπεζας (εναγομένης 2), της Τράπεζας Κύπρου (εναγομένης 3) και της Κεντρικής Τράπεζας (εναγομένης 4). Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης του εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 3.6.2015. Η αγωγή για την εναγομένη 3 Τράπεζα Κύπρου, αποσύρθηκε με την έναρξη της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας.
Η πρωτοδίκη απόφαση εκδόθηκε μετά από χρονοβόρα ακροαματική διαδικασία στις 19.4.2022. Με αυτήν, απορρίφθηκε η αγωγή για την Κυπριακή Δημοκρατία και την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ενώ εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, για το ποσόν των €975.916,97 πλέον νόμιμο τόκο.
Ο εφεσείων καταχώρησε στις 30.5.2022 την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί με 17 λόγους έφεσης, την απόρριψη της απαίτησης του εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας (εφεσίβλητες 1 & 2). Οι εφεσίβλητες με τις ειδοποιήσεις εφεσιβλήτου, εγείρουν από την πλευρά τους υπό την μορφή αντέφεσης, αριθμό ζητημάτων, με τα οποία παραπονούνται για κάποιες επιμέρους πρωτόδικες κρίσεις. Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου για την εφεσίβλητη 1, καταχωρήθηκε στις 29.6.2022 ενώ για την εφεσίβλητη 2 στις 17.10.2022.Μετά από αίτημα του εφεσείοντα, δόθηκε άδεια από το Εφετείο την 1.9.2023 για επίσπευση εκδίκασης της έφεσης, λόγω των σημαντικών επιδίκων θεμάτων και της εκκρεμοδικίας πολλών παρόμοιων υποθέσεων σε πρωτόδικα Δικαστήρια. Η έφεση ορίστηκε για προδικασία ενώπιον του Εφετείου στις 23.10.2023, κατά την οποία δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης από τους διαδίκους. Ο εφεσείων καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης στις 20.12.2023. Την 1.3.2024, εγκρίθηκε αίτηση της εφεσίβλητης 2 ημερομηνίας 28.2.2024, για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης της για περίοδο 45 ημερών από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος. Στις 29.8.2024, λόγω της πολυπλοκότητας των επίδικων θεμάτων εγκρίθηκε νέα αίτηση ημερομηνίας 27.8.2024, για περαιτέρω παράταση του χρόνου καταχώρησης του περιγράμματος αγόρευσης της εφεσίβλητης 2, το οποίο τελικά καταχωρήθηκε στις 30.9.2024. Το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης 1 καταχωρήθηκε στις 2.1.2025, μετά που δόθηκε και σε αυτήν παράταση χρόνου από το Εφετείο. Επίσης, ο εφεσείων καταχώρισε στις 28.2.2025 δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης, απαντώντας στα περιγράμματα αγόρευσης των εφεσίβλητων, κατόπιν άδειας που δόθηκε από το Εφετείο στις 6.2.2025, για παράταση του χρόνου καταχώρησης του.
Στην συνέχεια, η έφεση ορίστηκε για ακρόαση ενώπιον του Εφετείου, στις 9.4.2025. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, τέθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 προφορικά, ζήτημα παραπομπής της έφεσης για εκδίκαση στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην βάση του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964. Το Εφετείο, έδωσε οδηγίες όπως καταχωριστεί γραπτή αίτηση από την εφεσίβλητη 2, στην οποία να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα επίδικα θέματα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, για τα οποία δικαιολογείται η παραπομπή της έφεσης προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η εφεσίβλητη 2 καταχώρισε στις 30.4.25 ενδιάμεση αίτηση, με την οποία ζήτησε την παραπομπή της έφεσης προς εκδίκαση απευθείας από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 9.3 (β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/1964 και του Μέρους 41.12 (στ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ο εφεσείων και η εφεσίβλητη 1 δεν έφεραν ένσταση στο αίτημα για παραπομπή της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Εφετείο με αιτιολογημένη απόφασή του ημ. 16.6.2025, παρέπεμψε την έφεση προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κρίθηκε επί του προκειμένου ότι τίθενται με την έφεση, ζητήματα μείζονος δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, ώστε να δικαιολογείται να ακουστούν απευθείας από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού.
ii. Τα επίδικα θέματα της υπόθεσης
Τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης, αφορούν κυρίως, ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013. Καλείται το Δικαστήριο όπως εξετάσει, την νομιμότητα των ληφθέντων κατά τους επίδικους χρόνους μέτρων δυνάμει του πιο πάνω Νόμου, που είχαν σκοπό την διάσωση του τραπεζικού συστήματος και της κυπριακής οικονομίας. Συγκεκριμένα, επιζητείται να εξεταστεί κατά πόσον οι ενέργειες των εφεσίβλητων, έγιναν καθ' υπέρβαση των προνοιών του Νόμου 17(Ι)/2013, συμπεριλαμβανομένου και του Άρθρου 3. Επιπλέον, θα εξεταστεί αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 7(1) του εν λόγω Νόμου. Πέραν των πιο πάνω, προκύπτει θέμα γενικής ερμηνείας και εφαρμογής του νομικού πλαισίου περί εξυγίανσης, που καθορίζεται στον πιο πάνω Νόμο.
Συναφώς, αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί, το κατά πόσον οι εφεσίβλητες 1 και 2, στα πλαίσια εφαρμογής του πιο πάνω Νόμου, παρέλειψαν να ενεργήσουν με τη δέουσα επιμέλεια, κατά τρόπο που να συνέβαλαν στην απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα στη Λαϊκή Τράπεζα. Ζητείται συγκεκριμένα να εξεταστεί στο πλαίσιο της έφεσης, κατά πόσον η εφεσίβλητη 1 Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, παρέλειψε μεταξύ άλλων να ελέγχει και να εποπτεύει τη λειτουργία του τραπεζικού τομέα και να συμβουλεύει επαρκώς τις εμπορικές τράπεζες και ειδικά την Λαϊκή Τράπεζα. Επιπλέον, επιζητείται να εξεταστεί κατά πόσον οι αποφάσεις των εμπορικών τραπεζών που αφορούν τις επενδύσεις τους, θα πρέπει να τυγχάνουν έγκρισης από την Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο τους εποπτικού της ελέγχου.
Επιζητείται επίσης με την αντέφεση της Κεντρικής Τράπεζας, να εξεταστεί η πρωτόδικη κρίση ως προς το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών, οι εξωτερικοί ελεγκτές της Λαϊκής Τράπεζας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν είχαν ενημερωθεί ως προς την απαίτηση της Κεντρικής Τράπεζας, για τήρηση από μέρους της Λαϊκής Τράπεζας, δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 15,86%. Στο πλαίσιο της ίδιας αντέφεσης, ζητείται να εξεταστεί η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία οι μάρτυρες του εφεσείοντα Μ.Ε.3 και Μ.Ε.6 κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες και των οποίων έγινε αποδεκτή η θέση, ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε επενδύσει το 70% των κεφαλαίων της στα ομόλογα ελληνικού δημοσίου, τα οποία είχαν αγοραστεί κατά τη χρονική περίοδο 2009-2010.
Αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία, επιζητείται να εξεταστεί αν προέβη αμελώς σε αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, αγνοώντας τις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, κατά πόσον στήριξε την Λαϊκή Τράπεζα με 1.8 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς την δέουσα έρευνα, και χωρίς να τεθούν υπόψη της, τα στοιχεία για τη βιωσιμότητα της. Περαιτέρω, θα εξεταστεί κατά πόσον η Δημοκρατία αγνόησε την εισήγηση εμπειρογνωμόνων για ένταξη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και αρνήθηκε να υποβάλει εγκαίρως, τέτοιο αίτημα.
Περαιτέρω, καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της έφεσης, κατά πόσον με την απομείωση των καταθέσεων του εφεσείοντα, υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, και ειδικότερα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και του δικαιώματος στην ελευθερία του συμβάλλεσθαι, όπως αυτά κατοχυρώνονται αντίστοιχα, στα Άρθρα 23 και 26 του και Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ζητείται να εξεταστεί επίσης αν ενδεχόμενη παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Στο πλαίσιο αυτό θα εξεταστεί περαιτέρω, αν με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, είναι ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι η εξυγίανση θα ήταν η ευνοϊκότερη λύση για τα συμφέροντα των καταθετών και ότι ο εφεσείων δεν θα βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση ως αποτέλεσμα του μέτρου της εξυγίανσης, συγκριτικά με τη θέση που θα βρισκόταν αν η Λαϊκή τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση.
Τέλος, με την αντέφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιζητείται να εξεταστεί η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία δεν της επιδικάστηκαν έξοδα παρά την απόρριψη της αγωγής εναντίον της.
(ii) Οι λόγοι μείζονος δημόσιου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας που δικαιολογούν την παραπομπή της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Όπως προαναφέρθηκε, τα επίδικα θέματα της παρούσας σχετίζονται με την νομική ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας για την προστασία των καταθέσεων. Τίθενται επίσης ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων των καταθετών, μεταξύ άλλων των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία και του συμβάλλεσθαι, όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα θα ερμηνευθεί στο πλαίσιο της έφεσης, κατά πόσον στην παρούσα περίπτωση η εξυγίανση ήταν η ευνοϊκότερη λύση για τα συμφέροντα των καταθετών, συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν, αν η Λαϊκή τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση.
Είναι σαφές ενόψει των πιο πάνω, ότι η παρούσα υπόθεση άπτεται ευρύτερων ζητημάτων δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής διαχείρισης, τα οποία εμφανίστηκαν κατά την επίδικη χρονική περίοδο ως αποτέλεσμα μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η κρίση αυτή κατέστησε αναγκαία τη λήψη άμεσων μέτρων και την εφαρμογή κατάλληλου νομικού πλαισίου για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης θα ερμηνευθεί το πιο πάνω νομικό πλαίσιο και ειδικότερα, οι πρόνοιες του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013 και των ενεργειών που λήφθηκαν από τις εφεσίβλητες πριν, κατά και μετά την εφαρμογή του.
Η κρίση επί των εγειρόμενων ζητημάτων από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα διαμορφώσει σε τελικό βαθμό τις γενικές νομολογιακές αρχές, αναφορικά με το πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης των τραπεζών και της νομικής ευθύνης του κράτους για διαχείριση δημοσιονομικών ή χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Αυτές οι νομολογιακές αρχές θα είναι καθοδηγητικές για τα πρωτόδικα δικαστήρια ενόψει της ύπαρξης πολλών πρωτόδικων υποθέσεων αλλά και για το Εφετείο, με την παράλληλη έγερση εφέσεων.
iv. Παράρτημα με τα ουσιώδη έγγραφα που κατατέθηκαν στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου
Μαζί με τον πρωτόδικο φάκελο στον οποίο εμπεριέχονται τα δικόγραφα και τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, επισυνάπτονται δυνάμει του Μέρους 41.12 (στ) (iv) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 φωτοαντίγραφα των πιο κάτω ουσιωδών εγγράφων που κατατέθηκαν στο Εφετείο.
1. Ειδοποίηση έφεσης στην οποία επισυνάπτεται η πρωτόδικη απόφαση.
2. Ειδοποίηση εφεσιβλήτου της εφεσίβλητης 1.
3. Ειδοποίηση εφεσιβλήτου της εφεσίβλητης 2.
4. Περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντα.
5. Περίγραμμα αγόρευσης εφεσίβλητης 1.
6. Περίγραμμα αγόρευσης εφεσίβλητης 2.
7. Δεύτερο περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντα.
8. Αίτηση εφεσίβλητης 2 για παραπομπή της έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο