
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 185/2022)
10 Ιουνίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΦΩΤΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑------‑‑‑‑‑‑‑‑---------------
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα
Σ. Παπουή (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Πάφου στην κατηγορία του εμπρησμού κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.»). Επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλάκισης 8 ετών.
Μετά την απόσυρση της Έφεσης κατά της καταδίκης προωθήθηκε μόνο η Έφεση με την οποία προβάλλεται ότι η προαναφερόμενη ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Σύνοψη γεγονότων καταγράφεται στο κείμενο της ποινής, την οποία και παραθέτουμε αυτούσια:
«Στις 26/12/2020 και περί ώρα 23:35 έγινε αντιληπτό από περίοικους, ότι ξέσπασε πυρκαγιά στην επίδικη κατοικία. Συγκεκριμένα περίοικοι άκουσαν αρχικά μια έκρηξη και στη συνέχεια αντιλήφθηκαν την φωτιά στην κατοικία ενώ ένας εξ αυτών, αμέσως μετά την έκρηξη, άκουσε ένα αυτοκίνητο να απομακρύνεται από τον χώρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι ιδιοκτήτες της κατοικίας εκείνη την ημέρα απουσίαζαν στο εξωτερικό.
Μέλη της Αστυνομίας κατέφθασαν λίγο αργότερα στη σκηνή και την απέκλεισαν. Περί ώρα 23:56 κατέφθασαν εκεί, πυροσβεστικά οχήματα με πολυάριθμη ομάδα μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας καθώς και πυροσβεστικό όχημα των Βρετανικών Βάσεων Επισκοπής και άρχισε η προσπάθεια κατάσβεσης.
Η κατάσβεση της πυρκαγιάς από μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατέστη εφικτή μετά από πολύωρη προσπάθεια.
Η φωτιά τέθηκε κακόβουλα με την χρήση εύφλεκτων υλών και συγκεκριμένα πετρελαίου και βενζίνης και χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό 8 πλαστικά δοχεία, τα οποία τοποθετήθηκαν σε διαφορετικά σημεία της κατοικίας, με αποκλειστικό σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή τόσο του πρώτου ορόφου όσο και του ισογείου της.
Εντοπίστηκαν δύο εστίες φωτιάς, οι οποίες δεν είχαν συνοχή μεταξύ τους. Η μια εστία εντοπίστηκε στο ισόγειο και η δεύτερη σε υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου. Η φωτιά στον πρώτο όροφο αυτοσβέστηκε λόγω μη ικανοποιητικού μείγματος καύσιμης ύλης και οξυγόνου.
Από την πυρκαγιά, ολόκληρο το περιεχόμενο, η επίπλωση και ο εξοπλισμός του ισόγειου χώρου της επίδικης κατοικίας, υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές ενώ η κεντρική οροφή από κεραμίδια κατέρρευσε. Περαιτέρω από τον καπνό και την θερμότητα προκλήθηκαν εκτεταμένες ζημιές σε ολόκληρο το περιεχόμενο και την τοιχοποιία του πρώτου ορόφου της κατοικίας. Εκτεταμένες ζημιές προκλήθηκαν και σε όχημα που βρισκόταν σταθμευμένο σε χώρο της οικίας».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε επιβαρυντικούς παράγοντες επιτρέποντας στην ανάγκη για αποτροπή να εκμηδενίσει στο ελάχιστο την εξατομίκευση της ποινής.
Επαναλαμβάνουμε την εδραιωμένη αρχή πως το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε αλλά απλώς εξετάζει το κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Εξουσία επέμβασης παρέχεται μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα υπερβολική είτε έκδηλα ανεπαρκής (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki κ.ά., Ποιν. Έφ. 6/2023 κ.ά., ημερ. 4.6.2024, S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021, ημερ. 27.10.2022 και Ττόκκαλλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 264/23, ημερ. 19.7.2024). Όπως δε λέχθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 η υπερβολή στην ποινή θα πρέπει να είναι έκδηλη, η οποία μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της επιβληθείσας ποινής ή και σε ουσιώδη απόκλιση από το πλαίσιο ποινής που οριοθετεί η Νομολογία.
Η σοβαρότητα του αδικήματος προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή φυλακίσεως που είναι μέχρι 14 χρόνια. Είναι γεγονός ότι παλαιότερα η προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα του εμπρησμού ήταν η διά βίου φυλάκιση η οποία και μειώθηκε με τον Ν.85(Ι)/2002. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους, όμως, η εισήγηση από πλευράς Εφεσείοντος ότι η εν λόγω μείωση «…αποτελεί μια απόφαση της Κυπριακής πολιτείας, μέσω της Βουλής, ότι η απαξία του συγκεκριμένου αδικήματος είναι μειωμένη». Εξάλλου η προβλεπόμενη ποινή παραμένει ψηλή. Η δε Νομολογία και μετά την μείωση της ποινής έχει επανειλημμένα τονίσει τη σοβαρότητα όπως και την έξαρση του αδικήματος του εμπρησμού (βλ. και Gaprindashvili ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 424, Alassad ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/2022, ημερ. 7.4.2023). Όπως λέχθηκε στην Μελανίτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 309:
«Η διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν καθημερινά διαπράττονται τέτοια αδικήματα εμπρησμού ως μέσο επίτευξης παρανόμων στόχων. Η έξαρση αυτή στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιβάλλει στα Δικαστήρια την υποχρέωση επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια περιορισμού της εγκληματικής δράσης των παρανόμων και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών».
Έχοντας κατά νουν την ανάγκη για προστασία του κοινού από τέτοια εγκλήματα που, όπως λέχθηκε και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, δημιουργούν στους πολίτες αίσθημα ανασφάλειας και φόβο για επικράτηση της παρανομίας, ορθά το Κακουργοδικείο προσέδωσε αυξημένη βαρύτητα στην ανάγκη για αποτροπή.
Ενώπιον μας τονίστηκε η ύπαρξη μετριαστικών παραγόντων, όπως το νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντος κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, οι προσωπικές του περιστάσεις και η προσπάθεια του για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά.
Το Κακουργοδικείο κατέγραψε ότι ο Εφεσείων ήταν 23 ετών κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, τονίζοντας ότι κατά την επιβολή ποινής σε νεαρά άτομα η έμφαση πρέπει να δίδεται στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία. Επισημαίνουμε, όμως, ότι το Κακουργοδικείο δεν είχε εν προκειμένω ενώπιον του άτομο με λευκό ποινικό μητρώο αφού ο Εφεσείων βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν η μεν 4702/16 (ημερ. 19.1.2016) σε αδικήματα κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια, η δε 19615/19 (ημερ. 28.2.2020, ήτοι 10 μήνες πριν τη διάπραξη του επίδικου αδικήματος) σε αδικήματα κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της νύκτας και κλεπταποδοχή. Επαναλαμβάνουμε τα όσα λέχθηκαν πρόσφατα στην Παχίτης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 253/2024, ημερ. 28.5.2025, ήτοι:
«Πράγματι όπου Δικαστήριο έχει ενώπιον του νεαρό παραβάτη, δέον όπως λαμβάνει υπόψη και την ανάγκη για παροχή σε αυτό ευκαιρίας να αναμορφωθεί. Το νεαρό της ηλικίας, όμως, δεν μπορεί να συνεχίζει να αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα όταν ο παραβάτης δεν φαίνεται να δράττεται των ευκαιριών που του δίδονται από τα Δικαστήρια».
Οι προσπάθειες του Εφεσείοντος για απεξάρτηση λήφθηκαν επίσης υπόψη από το Κακουργοδικείο, όπως και οι θλιβερές του προσωπικές περιστάσεις. Σημειώνουμε ότι στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (πιο πάνω) που αφορούσε επίσης εμπρησμό και όπου ο εκεί Εφεσίβλητος ήταν χρήστης ναρκωτικών από νεαρή ηλικία, λέχθηκε ότι ναι μεν η προαναφερόμενη έξις του από νεαρή ηλικία και τα ψυχολογικά του προβλήματα αποτελούσαν μετριαστικούς παράγοντες, αλλά αυτοί έπρεπε «…να αξιολογηθούν μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των περιστατικών της υπόθεσης, και βεβαίως έχοντας κατά νου και το μέγεθος της εγκληματικής ενέργειας».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μας βρίσκουν σύμφωνους τα πιο κάτω αναφερόμενα από το Κακουργοδικείο:
«Η σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος προκύπτει από τις διαστάσεις που έλαβε η φωτιά στην επίδικη κατοικία, η οποία βρισκόταν εντός κατοικημένης περιοχής αλλά και από τις συνέπειες της, αφού οι ζημιές στην κατοικία, στην τοιχοποιία και το περιεχόμενο αυτής αλλά και στο όχημα που βρισκόταν εκεί, ήταν εκτεταμένες, με την κεντρική μάλιστα οροφή του υποστατικού να καταρρέει. Από τις αναθυμιάσεις δε προκλήθηκε έκρηξη, με αποτέλεσμα η πόρτα εισόδου στο ισόγειο να εκτιναχθεί σε απόσταση 5 περίπου μέτρων, οι αλουμινένιες συρόμενες πόρτες να εκτιναχθούν σε απόσταση 3 περίπου μέτρων και οι υαλοπίνακες να θρυμματιστούν.
Η επικινδυνότητα της κατάστασης που δημιουργήθηκε, διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το δοχείο αποθήκευσης πετρελαίου της κεντρικής θέρμανσης της κατοικίας χωρητικότητας 1000 λίτρων τρυπήθηκε με αιχμηρό αντικείμενο και πλησίον του βρέθηκε ένα εξωτερικό περίβλημα γκαζιού κατασκήνωσης και τρεις μεγάλες φιάλες υγραερίου των 10 κιλών. Χάρη στην έγκαιρη επέμβαση ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας οι φιάλες απομακρύνθηκαν σε παρακείμενο πεζόδρομο και ψύχθηκαν, αποτρέποντας περαιτέρω απρόβλεπτες συνέπειες. Στόχος των δραστών ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της κατοικίας…».
Πρόκειται για ιδιαιτέρως σοβαρή περίπτωση εμπρησμού. Οι δράστες με εμφανή προσχεδιασμό, είχαν τοποθετήσει οκτώ διαφορετικά πλαστικά δοχεία σε διαφορετικά σημεία της κατοικίας, πράγμα που δείχνει και ότι στόχος ήταν η ολοκληρωτική της καταστροφή. Απρόβλεπτη ήταν και η έκταση που θα μπορούσε να είχε πάρει μια τέτοια ενέργεια που έγινε μέσα σε κατοικημένη περιοχή. Μας βρίσκει συναφώς σύμφωνους η αυστηρή αντιμετώπιση της οποίας έτυχε η υπόθεση πρωτοδίκως.
Έχοντας υπόψη και τις υποθέσεις Gaprindashvili (πιο πάνω) όπου επικυρώθηκε ποινή 7ετούς φυλάκισης μετά από ακρόαση για εμπρησμό αυτοκινήτου και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 2/19, ημερ. 25.2.2021 όπου επικυρώθηκε ποινή 6ετούς φυλάκισης μετά από παραδοχή για εμπρησμό πλυντηρίου αυτοκινήτων, θεωρούμε ότι με δεδομένα τα σοβαρότερα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση η επιβληθείσα ποινή μπορεί να χαρακτηριστεί αυστηρή, αλλά δεν είναι έκδηλα υπερβολική.
Στρεφόμαστε στην εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας ενόψει της 6ετούς ποινής φυλακίσεως που επιβλήθηκε σε συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντος. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Όπως λέχθηκε και πρόσφατα στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 112/2025, ημερ. 2.5.2025 με αναφορά στην Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141:
«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης. Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου».
Όπως, όμως, επεξηγείται στην Καλαθάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 38:
«Ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την εικόνα της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά αποβλέπει στη διασφάλιση και κατοχύρωση του ατόμου μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων χωρίς να αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων Βλ. Μikrommatis ν. The Republic, 2 R.S.C.C. 125».
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας εντοπίζεται στο ότι το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη ελαφρυντικούς παράγοντες για τον συγκατηγορούμενο που δεν έλαβε υπόψη για τον Εφεσείοντα δεδομένου και του ότι για τον συγκατηγορούμενο είχαν ληφθεί υπόψη στην ποινή άλλες επτά υποθέσεις.
Ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντος είχε παραδεχθεί την κατηγορία, εκφράζοντας τη μεταμέλεια και την απολογία του για τη διάπραξη του αδικήματος. Από το κείμενο της ποινής που δόθηκε στις 13.5.2022 δεν προκύπτει να λήφθηκε υπόψη υπέρ του συγκατηγορούμενου οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας που να υφίστατο και για τον Εφεσείοντα αλλά να μην συνεκτιμήθηκε και υπέρ του, όπως ο εθισμός του στα ναρκωτικά και οι προσπάθειες του για απεξάρτηση, το γεγονός της κράτησης εν καιρώ πανδημίας και οι προσωπικές του περιστάσεις.
Όπως λέχθηκε στην Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273:
«Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα, όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing 2nd Edition, D.A. Thomas στη σελ. 71 όπου αναφέρει ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικά αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης».
(βλ. και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 15/2024, ημερ. 20.5.2025).
Δεν έχουμε εντοπίσει κάποιο λόγο που να καταδεικνύει παραβίαση της αρχής της ισότητας ή που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην επιβληθείσα ποινή για τον λόγο αυτό και μόνο.
Τέλος προβάλλεται από μέρους του Εφεσείοντος ότι η απόσυρση της Έφεσης κατά της καταδίκης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα νέο στοιχείο ενώπιον του Εφετείου και οδηγήσει σε αναθεώρηση της ποινής.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι στην Παντελή ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 301 η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή είχε κριθεί ούτως ή άλλως έκδηλα υπερβολική και το Εφετείο έλαβε υπόψη την απόσυρση της έφεσης κατά της καταδίκης στο πλαίσιο επιμέτρησης της αρμόζουσας κατά το ίδιο, ποινής. Δεν συμφωνούμε ότι η απόσυρση της έφεσης κατά της καταδίκης μπορεί από μόνη της να επενεργήσει ώστε να μειωθεί μία, κατά τ’ άλλα, ορθή ποινή (βλ. Ντεκερμετζιάν Κάρλος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378).
Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο