
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 188/2022)
17 Ιουνίου 2025
[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/στες]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείων
v.
ΑΓΝΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης
------------------------------
Σ. Μιχαήλ (κα) με Γ. Σοφοκλή (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείοντα
Η. Στεφάνου με Ε. Ευθυμίου για Η. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητη
Εφεσίβλητη παρούσα
-----------------
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.: Τροχαίο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη στη Λευκωσία, στις 12.4.2021, είχε ως τραγικό αποτέλεσμα τον θάνατο προσώπου. Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ 154, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, καθώς επίσης έτερο τροχαίο αδίκημα αναφορικά με την παράλειψη της να οδηγήσει το όχημά της στην κατεύθυνση που προτίθετο να ακολουθήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας προβεί σε ανάλυση των ενώπιον του στοιχείων, επέβαλε στην εφεσίβλητη, στην πρώτη ως άνω κατηγορία, χρηματική ποινή €1.000.- και οκτώ βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησης της, επιπλέον δε, της αποστέρησε το δικαίωμα να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης για περίοδο δύο μηνών. Στη δεύτερη ως άνω κατηγορία, της επέβαλε χρηματική ποινή €200.-.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ως είχαν εκτεθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη, στις 12.4.2021 και περί ώρα 15:25, οδηγούσε το όχημα της σε συγκεκριμένη λεωφόρο, τηρώντας τη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία οδηγούσε σε υποχρεωτική ευθεία κατεύθυνση. Σε συμβολή της λεωφόρου με πάροδο, χωρίς να βρίσκεται στην τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας, από την οποία ήταν επιτρεπτό να στρίψει δεξιά προς την πάροδο, επιχείρησε τέτοια στροφή, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία μοτοσυκλέτας επί της οποίας το θύμα επέβαινε ως συνεπιβάτης. Η σύγκρουση ήταν μοιραία για το θύμα, ενώ κρίσιμα τραυματίστηκε και ο οδηγός της μοτοσυκλέτας. Το δυστύχημα συνέβη σε κατοικημένη περιοχή, ο καιρός ήταν αίθριος, ο δρόμος, στο σημείο της σύγκρουσης, ήταν ευθύς και επίπεδος και η άσφαλτος στεγνή και καθαρή. Η ορατότητα των εμπλεκομένων οδηγών ήταν άνω των 100 μέτρων, χωρίς επηρεασμό από οποιοδήποτε εμπόδιο. Το όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας καθιστούσε την οδήγηση της επικίνδυνη. Ως εξήγησε, ακόμη, όμως, και αν η παράλειψη αυτή της εφεσίβλητης δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως καθαρά στιγμιαία αβλεψία, εν πάση περιπτώσει, συνιστούσε ενέργεια που απείχε από την χαρακτηριστική περίπτωση συνειδητής αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου. Στη βάση αυτή και στη βάση των ελαφρυντικών αλλά και επιβαρυντικών στοιχείων που υπέδειξε, κατέληξε στην επιβολή χρηματικής ποινής, ως ανωτέρω καταγράφεται.
Η επιβληθείσα ποινή προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης, ο οποίος προβάλλει ότι οι εν λόγω ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς, γιατί η φύση και η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, το ύψος των προβλεπόμενων στον νόμο ποινών, τα γεγονότα της υπόθεσης, ως επίσης, η ανάγκη για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή καθιστούν τις ποινές έκδηλα ανεπαρκείς. Ο λόγος έφεσης συγκεκριμενοποιείται και αιτιολογείται, κατά πρώτον, στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή καθορίζεται από τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι τεσσάρων χρόνων ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας και ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή αμφότερες οι ποινές για το έτερο αδίκημα, καθώς και την έξαρση που παρατηρείται σε αδικήματα αυτής της φύσης. Κατά δεύτερον, συγκεκριμενοποιείται και αιτιολογείται στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης.
Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης, ηλικίας 66 ετών, έγγαμης, μητέρας δύο ενηλίκων παιδιών, με ένα εγγονάκι και σε αναμονή, τότε, ενός δεύτερου. Είναι συνταξιούχος, οικονομική σύμβουλος σε ιδιωτική επιχείρηση, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με αρκετά καλή οικονομική κατάσταση. Συνεπεία του τραγικού συμβάντος, υπέστη μετατραυματική διαταραχή και παρακολουθείτο από ψυχίατρο, λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή. Είχε προβλήματα υγείας, ενώ φρόντιζε το εγγονάκι της όταν οι γονείς του εργάζονταν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε, ως ελαφρυντικά, το λευκό ποινικό μητρώο της εφεσίβλητης, την άμεση παραδοχή της, το γεγονός ότι συνεπεία του δυστυχήματος, έχει υποστεί μετατραυματική διαταραχή, το γεγονός ότι κατέβαλε ήδη ποσό €40.000.- προς την οικογένεια του θύματος, ως δωρεά που δεν σχετιζόταν με οποιοδήποτε ποσό που θα απαιτείτο από την ασφαλιστική εταιρεία ως αποζημιώσεις, καθώς επίσης τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της εφεσίβλητης. Ως επιβαρυντικό παράγοντα, πέραν των όσων αφορούσαν τα γεγονότα, αναγνωρίστηκε το γεγονός ότι το θύμα κατέλειπε οικογένεια με ανήλικο παιδί.
Προκύπτει, παράλληλα, από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης επί της ποινής, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τις προβλεπόμενες για τα αδικήματα ποινές, επεσήμανε τις ανησυχητικές διαστάσεις που παρουσιάζουν τα τροχαία δυστυχήματα και το καθήκον των Δικαστηρίων να μεριμνήσουν για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Επεσήμανε, επίσης, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, αντικείμενο δικαστικής γνώσης, ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις, με τις τραγικές συνέπειες τους να είναι μη ανατρέψιμες. Με αναφορά δε σε σχετική νομολογία (ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2014) 2 ΑΑΔ 329, ECLI:CY:AD:2014:B327, και άλλες), ανέδειξε την αναγκαιότητα ικανοποίησης του στοιχείου της αποτροπής στην επιλογή της ποινής.
Με λεπτομερή αναφορά στη νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ουσιαστικό θέμα του είδους της ποινής στις υποθέσεις θανατηφόρων δυστυχημάτων και τη «…διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία, όπου ανάλογα με τις υπόλοιπες περιστάσεις μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή και των περιπτώσεων όπου το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο ή επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, όπου ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης.» Παραπέμποντας σε αποσπάσματα από τη νομολογία (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 221/2018, ημερομηνίας 26.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107, ECLI:CY:AD:2019:B107 και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2015) 2 ΑΑΔ 103), ανέλυσε τις επί του προκειμένου αρχές και, καθοδηγούμενο από την ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, (2004) 2 ΑΑΔ 453, κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματα και ποινή.
Επιχειρήθηκε, στο διάγραμμα του εφεσείοντα, η ενασχόληση με θέματα που αφορούν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης και το κατά πόσο δικαιολογείτο συμπέρασμα περί στιγμιαίας αβλεψίας. Υποδείξαμε, συναφώς, ότι τέτοια θέματα εκφεύγουν του λόγου έφεσης, αφού τέτοιες διαπιστώσεις δεν προσβάλλονται με αυτόν. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα αποδέχθηκε το γεγονός αυτό και περιορίστηκε στο τι αιτιολογικά προβάλλεται στον λόγο έφεσης.
Δεδομένου τούτου, εξετάζουμε τον λόγο έφεσης στη βάση του τι προβάλλεται σ’ αυτόν, έχοντας μελετήσει κάθε τι σχετικό με την υπό κρίση υπόθεση. Επαναλαμβάνουμε ότι βάση για τον λόγο έφεσης και τη θέση περί ανεπάρκειας της ποινής αποτελεί η, κατά τον εφεσείοντα, μη απόδοση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της δέουσας βαρύτητας στη σοβαρότητα του αδικήματος, ως καθορίζεται από την προβλεπόμενη ποινή και την έξαρση του αδικήματος, καθώς επίσης, στην απόδοση δυσανάλογης βαρύτητας στις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης.
Προβάλλεται ότι η επιβληθείσα ποινή δεν δίδει το κατάλληλο μήνυμα στους παραβάτες σε τέτοιου είδους αδικήματα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου κρίθηκε η ύπαρξη στιγμιαίας αβλεψίας, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε σε σχετική νομολογία. Κατά συνέπεια, η εισήγηση περί ανεπάρκειας της ποινής αφορά τόσο στο είδος αυτής όσο και στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη κρίση ως ορθή, στη βάση των όσων εξηγούνται στις ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, ημερομηνίας 15.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B241 και ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ (ανωτέρω), χωρίς να δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου.
Ως εξηγείται και στην ΑΝΑΣΤΑΣΗ (ανωτέρω), «Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009)2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).»
Ως έχουμε εξηγήσει, η πρωτόδικη διαπίστωση ότι η παράλειψη της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας καθιστούσε την οδήγησή της επικίνδυνη, όμως, ακόμη και αν η παράλειψη αυτή της εφεσίβλητης δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως καθαρά στιγμιαία αβλεψία, εν πάση περιπτώσει, συνιστούσε ενέργεια που απείχε από την χαρακτηριστική περίπτωση συνειδητής αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου, αποτελεί δεδομένο στην παρούσα περίπτωση.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, είχε επίγνωση τόσο της σοβαρότητας του αδικήματος, όσο και της έξαρσης που αυτό παρουσιάζει, με ανησυχητικές, μάλιστα, διαστάσεις, καθιστώντας απαραίτητη την ικανοποίηση του στοιχείου της αποτροπής στην ποινή. Ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα του είδους της ποινής σε επίπεδο νομικής ανάλυσης ενώ, υπό τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, αναφορικά με τα γεγονότα και επιβαρυντικούς παράγοντες, αφενός, και ελαφρυντικών παραγόντων, αφετέρου, καθόλα επιτρεπτή και εντός του πλαισίου της δικαστικής κρίσης, κρίνεται η κατάληξή του ως προς το είδος της ποινής. Κινήθηκε εντός των ορθών παραμέτρων, κρίνοντας τα ενώπιον του δεδομένα κατά ισοζυγισμένο τρόπο, χωρίς να διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου, ιδιαιτέρως 4 χρόνια μετά την τέλεση του αδικήματος και περί τα 3 χρόνια μετά την επιβολή της ποινής.
Με αναφορά, όμως, στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, ήτοι, €1.000.- χρηματική ποινή, 8 βαθμοί ποινής και δύο μήνες στέρηση της άδειας οδήγησης, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη το όριο της επιτρεπτής επιείκειας, μη αποδίδοντας στη σοβαρότητα του αδικήματος, την έξαρση αυτού και την αναγκαιότητα για αποτρεπτική ποινή, βαρύτητα ανάλογη της αναγνώρισης που τους απέδωσε με τη νομική τους ανάλυση. Καθιστώντας την επιβληθείσα ποινή, ως προς τούτο, έκδηλα ανεπαρκή και την παρέμβαση μας αναγκαία. Ως προς την τρίτη κατηγορία, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, δεν θεωρούμε την επιβληθείσα ποινή έκδηλα ανεπαρκή, ώστε να καθίσταται αναγκαία παρέμβαση μας.
Επανερχόμενοι στην πρώτη κατηγορία, κρίνουμε, δεδομένου και του ως άνω χρόνου που παρήλθε από την τέλεση του αδικήματος και την επιβολή ποινής, ότι δεν θα εξυπηρετούσε η διαφοροποίηση της ποινής ως προς το είδος της, τους βαθμούς ποινής ή τον χρόνο στέρησης της άδειας οδήγησης, αν και χαρακτηρίζεται ως επιεικής. Επιβάλλεται, όμως, η διαφοροποίηση της υπό τις περιστάσεις έκδηλα ανεπαρκούς επιβληθείσας χρηματικής ποινής των €1.000.-. Διαφοροποιείται ώστε, για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, να επιβάλλεται συνολική χρηματική ποινή €3.000.- Κατά τα λοιπά, παραμένει η επιβληθείσα ποινή.
Στη βάση αυτή, η έφεση επιτυγχάνει.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο