MOHAMMAD AL SAFOURI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 189/2024, 190/2024, 11/6/2025
print
Τίτλος:
MOHAMMAD AL SAFOURI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 189/2024, 190/2024, 11/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 189/2024)

 

11 Ιουνίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MOHAMMAD AL SAFOURI

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 190/2024)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

MOHAMMAD AL SAFOURI

Εφεσιβλήτου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 189/24 και για τον Εφεσίβλητο στην 190/24

Ζ. Κούμουρου με Ε. Γιακουμεττή (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στην 189/24 και για τον Εφεσείοντα στην 190/24

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην έφεση 189/24 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος»), με επτά λόγους έφεσης προσβάλλει την απόφαση του E.Δ. Αμμοχώστου ημερ. 17.6.24, με την οποία τον έκρινε ένοχο στις Κατηγορίες 1, 6 και 7. Βάσει αυτών κατηγορείτο αντίστοιχα ότι: (α) Ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης στις 16.7.23 βρέθηκε σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας κατά παράβαση του Άρθρου 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (β) Χειρίζετο ταχύπλοο σκάφος χωρίς να έχει άδεια χειριστή, κατά παράβαση του Άρθρου 4(1) του περί Ταχύπλοων Σκαφών Ν.56(I)/91 και (γ) Συνέδραμε έξι υπηκόους τρίτης χώρας να εισέλθουν στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινές φυλάκισης ύψους 18 μηνών, 6 μηνών και 30 μηνών αντίστοιχα, εκ των οποίων ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει με την έφεση 190/24 ως έκδηλα ανεπαρκείς τις ποινές των 18 και 30 μηνών στις Κατηγορίες 1 και 7.

 

        Πρωτοδίκως, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής είχαν κληθεί και καταθέσει πέντε μέλη της Αστυνομίας ενώ ο Κατηγορούμενος, όταν κλήθηκε σε απολογία, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα. Τα ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ως εξής:

 

        «Την 14/7/2023 αναχώρησε από την παραλία της Ταρτούς της Συρίας ένα σκάφος στο οποίο επέβαιναν 7 άνδρες και ένα άγνωστο πρόσωπο το οποίο πλοηγούσε το σκάφος. Μεταξύ των ανδρών αυτών ήταν και ο Κατηγορούμενος. Το σκάφος πλοηγήθηκε από το άγνωστο πρόσωπο για διάστημα 2 με 3 ωρών (sic) κατά τη διάρκεια των οποίων ο Κατηγορούμενος παρακολουθούσε το άγνωστο πρόσωπο ενόσω ο τελευταίος πλοηγούσε το σκάφος για να μάθει να το πλοηγεί. Ακολούθως το άγνωστο πρόσωπο επιβιβάστηκε σε τζετ σκι και επέστρεψε στη Συρία. Την πλοήγηση του σκάφους ανέλαβε ο Κατηγορούμενος το οποίο και πλοήγησε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι και την άφιξη τους στην Κύπρο και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες τον βοηθούσαν και ενίοτε οδηγούσαν για να ξεκουραστεί ο Κατηγορούμενος. Για σκοπούς προσανατολισμού του, ο Κατηγορούμενος χρησιμοποίησε πυξίδα και, σύμφωνα με τις οδηγίες του άγνωστου προσώπου, τις πρώτες δύο ώρες ακολούθησε διαδρομή 270 μοιρών και στη συνέχεια διαδρομή 280 μοιρών. Οι επιβάτες φορούσαν σωσίβια. Κατά την προσέγγιση του σκάφους από τη Λιμενική Αστυνομία της Κύπρου, ο Κατηγορούμενος έσβησε τη μηχανή και άφησε το τιμόνι. Ο Κατηγορούμενος δεν είναι κάτοχος άδειας χειριστή σκάφους ή βάρκας ή άδειας μαθητευόμενου».

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Οι λόγοι έφεσης 1 έως 4 αλληλοσυμπλέκονται, υπό την έννοια ότι μέσω αυτών προωθείται η θέση πως ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα στηρίχθηκε στη γραπτή κατάθεση του Κατηγορούμενου για να αποφασίσει την ενοχή του. Κρίνουμε ορθότερη τη συνεξέταση των λόγων αυτών. Με τους λόγους έφεσης 5, 6 και 7 υποστηρίζεται ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν οι τρεις Κατηγορίες 1, 6 και 7, οπότε αυτοί εξετάζονται χωριστά ο καθένας.

 

Λόγοι Έφεσης 1 έως 4

 

        Με τους λόγους έφεσης 1 έως 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να στηριχθεί στη γραπτή κατάθεση του Κατηγορούμενου (α) Χωρίς να είχε επανεξετάσει το κατά πόσον η κατάθεση δόθηκε υπό ύποπτες συνθήκες και χωρίς να λάβει υπ’ όψιν ότι είχε διεξαχθεί δίκη εντός δίκης, (β) Χωρίς να είχαν προσέλθει ως μάρτυρες οι άλλοι δύο εκ των επιβαινόντων στο σκάφος, οι οποίοι είχαν δώσει γραπτή κατάθεση, (γ) Χωρίς να έχει αναζητήσει μαρτυρία που να ενισχύει και ή να επιβεβαιώνει την αλήθεια και ορθότητα του συνόλου του περιεχομένου της κατάθεσης του Κατηγορούμενου.

 

        Εν σχέσει με το πρώτο επιχείρημα θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί την κατάθεση του Κατηγορούμενου μετά από διεξαγωγή δίκης εντός δίκης και σχετική ενδιάμεση απόφαση ημερ. 17.5.24. Το κύρος της απόφασης εκείνης δεν αμφισβητείται με την έφεση, πλην όμως προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ώφειλε να επανεξετάσει το κατά πόσον η κατάθεση είχε δοθεί υπό ύποπτες συνθήκες, έστω και αν δεν είχε θέσει τέτοιο ζήτημα ξανά η Υπεράσπιση.

 

        Είναι γεγονός ότι, ως θέμα αρχής, υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ήτοι εν τέλει αποκλεισμού της κατάθεσης από το μαρτυρικό υλικό στη βάση δεδομένων τα οποία προκύπτουν μετά τη δίκη εντός δίκης και δη τα οποία προέκυψαν κατά την κυρίως δίκη (R. v. Watson (1980) 2 All E.R. 293). Μια τέτοια εξουσία όμως ασκείται μόνο σε περίπτωση που κατά την κυρίως δίκη προκύψει τέτοια μαρτυρία η οποία να δικαιολογεί την αναθεώρηση της παλαιότερης ενδιάμεσης απόφασης (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370, Πολυδώρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492).

 

        Σε αντίθεση με ό,τι προβάλλεται, στην παρούσα περίπτωση ο πρωτόδικος Δικαστής έστρεψε την προσοχή του προς αυτή την κατεύθυνση και διαπίστωσε ότι δεν είχε προκύψει ή έστω υποδειχθεί οτιδήποτε το οποίο θα δικαιολογούσε την αναθεώρηση της προγενέστερης κρίσης του. Ούτε ενώπιόν μας έχει υποδειχθεί οτιδήποτε με τέτοια δυναμική και δεν συμφωνούμε με τη σχετική εισήγηση.

 

        Το δεύτερο εκ των πιο πάνω επιχειρημάτων έχει ως υπόβαθρο το γεγονός ότι η Αστυνομία (Μ.Κ.5) είχε λάβει καταθέσεις από δύο εκ των υπολοίπων έξι επιβαινόντων, οι οποίοι όμως δεν κατέθεσαν ενόρκως. Οι αρχές στη βάση των οποίων αξιολογείται κατάθεση κατηγορουμένου είναι καλώς γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε λεπτομερώς. Σχετική αναφορά έγινε πρόσφατα και στην υπόθεση Πισσαρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 67/2023 κ.ά., ημερ. 29.5.25. Βασικά, η κατάθεση κατηγορουμένου αξιολογείται για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος της το οποίο ενδεχομένως να συνιστά άμεσα ή έμμεσα ομολογία για τη διάπραξη του αδικήματος. Σε παραδοχές γεγονότων ή δηλώσεις εναντίον συμφέροντος (επιζήμιες), δύναται να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Γαβριήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).

 

        Όπως καθίσταται κατανοητό, μέσα από την αξιολόγηση της κατάθεσης ενός κατηγορουμένου δυνατόν να προκύψουν ευρήματα τα οποία να συνιστούν είτε μέρος είτε και το σύνολο των γεγονότων τα οποία σχετίζονται με τις επίδικες κατηγορίες και επί των οποίων γεγονότων καλείται το Δικαστήριο να προχωρήσει και εξετάσει κατά πόσον έχουν στοιχειοθετηθεί τα επίδικα αδικήματα. Αυτό, δηλαδή το να προκύψει ουσιώδες μέρος ή και όλα τα γεγονότα μέσα από την κατάθεση κατηγορουμένου, δυνατόν να συμβεί ακόμα και εάν δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Δεν προβλέπεται όμως και δεν προκύπτει, από οποιαδήποτε αρχή ή αυθεντία, σε τέτοια περίπτωση η υποχρέωση κλήσης ως μάρτυρος κάθε προσώπου το οποίο είχε δώσει κατάθεση. Η σχετική εισήγηση είναι αβάσιμη.

 

        Το τρίτο από τα επιχειρήματα του Κατηγορούμενου σχετίζεται με την αλήθεια και την ορθότητα των όσων είπε ο ίδιος στην κατάθεσή του. Στην υπόθεση Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203 τονίστηκε ότι: «[Ό]σο θεληματική κι αν είναι η κατάθεση του κατηγορουμένου είναι φρόνιμο [...] να αναζητείται στο βαθμό που είναι δυνατό η ενίσχυση της ορθότητας του περιεχομένου της». Εννοείται βέβαια ότι εδώ ο όρος «ενίσχυση» δεν έχει την έννοια της «ενισχυτικής μαρτυρίας», που αναζητείται σε κάποιες άλλες περιπτώσεις (π.χ. συνέργειας). Όπως προστίθεται στην Καυκαρής (ανωτέρω), το περιεχόμενο της ομολογίας κρίνεται «...και σε συνάρτηση με κάθε άλλη μαρτυρία που τείνει να ενισχύσει ή να καταρρίψει την ορθότητα του περιεχομένου της», (βλ. και Ιακωβίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 110). Εξηγείται περαιτέρω στην Χαραλάμπους (ανωτέρω) ότι δυνατόν μια ομολογία να είναι θεληματική αλλά το περιεχόμενό της να μην είναι αληθές. Εξ ου και το ότι, ως έχει αναφερθεί στη Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 161: «...αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καθοδηγηθεί ορθώς και κατέληξε ότι στην κατάθεσή του ο Κατηγορούμενος προβαίνει σε λεπτομερή παράθεση του ιστορικού, ότι εξηγεί την προηγηθείσα της αναχώρησης από τη Συρία διαδικασία, καθώς και τα όσα έλαβαν χώρα μετά την επιβίβαση στο σκάφος, με σαφείς και λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τον βαθμό εμπλοκής του στην πλοήγηση και το σύνολο των ενεργειών του μέχρι τον εντοπισμό τους από τη Μονάδα Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας (εφεξής «η Αστυνομία»). Κατά την κρίση μας ήταν απολύτως εύλογη η διαπίστωσή του ότι η κατάθεση χαρακτηρίζετο από τέτοια λεπτομέρεια, σαφήνεια και περιγραφικότητα στο σύνολό της, ούτως ώστε μπορούσε να βασιστεί σε αυτή για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων.

 

        Αυτό το οποίο εμείς πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι στην πραγματικότητα ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ' έφεσιν έχει προβληθεί εισήγηση ότι οτιδήποτε από όσα είχε αναφέρει ο Κατηγορούμενος στην κατάθεσή του δεν ήταν αληθές. Όλα όσα προβάλλονται στην έφεση συνιστούν ερμηνευτική εκδοχή των ιδίων αυτών γεγονότων, ήτοι των όσων περιέχονται στην κρινόμενη κατάθεση. Χωρίς επ' ουδενί, με την ερμηνεία που προτείνεται, να αναιρείται οποιοδήποτε γεγονός από όσα ο ίδιος είχε γραπτώς καταθέσει. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε από την αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 την γενόμενη εκεί σύνοψη εκ μέρους του Kατηγορουμένου, η οποία έχει ως εξής:

 

        «Από, δε, την κατάθεση του Εφεσείοντα προκύπτουν τα εξής:

        α) Στην αρχή οδήγησε τη βάρκα εκείνος που την έφερε για να τους πιάσει. Ο Εφεσείοντας δεν τον γνωρίζει, αλλά καθώς οδηγούσε ήταν δίπλα του για να μάθει πως οδηγείται η βάρκα. Μετά από 2‑3 ώρες αυτός που οδηγούσε, εγκατέλειψε τη βάρκα και επιβιβάστηκε σε ένα τζετ σκι και επέστρεψε στη Συρία. Όταν έφυγε, ο Εφεσείοντας ανέλαβε την οδήγηση της βάρκας, δηλ. οδηγούσε τη βάρκα και οι υπόλοιποι τον βοηθούσαν. Ο Εφεσείοντας ήταν ο οδηγός της βάρκας την περισσότερη ώρα, αλλά κάποια διαστήματα οδηγούσαν και οι άλλοι που ήταν μαζί του στη βάρκα.

        β) Ο Εφεσείοντας πλήρωσε για τη μεταφορά του 3000 δολάρια.»

 

        Κατά συνέπειαν, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της κατάθεσης του Κατηγορούμενου από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα όσα άλλα προβάλλονται εν σχέσει με την ερμηνεία της κατάθεσης αφορούν στην πραγματικότητα την υπαγωγή των γεγονότων αυτών στον Νόμο και δη τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι, ως σχετιζόμενοι με τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων, εξετάζονται κατωτέρω.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1 έως 4 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 5

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν στοιχειοθετούντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της Κατηγορίας 1. Αυτή στηρίζεται στο Άρθρο 19(2) του Κεφ. 105 και για να στοιχειοθετηθεί απαιτείτο να καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος: (1) Ήταν απαγορευμένος μετανάστης, και ότι (2) Βρέθηκε σε χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας. Με την έφεση δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα για την πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος ήταν απαγορευμένος μετανάστης εν τη εννοία του Νόμου.

 

        Αυτό το οποίο προβάλλει ο Κατηγορούμενος είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα βασίστηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ.4 σε σχέση με την αναφορά του ότι η βάρκα εντοπίστηκε στα 10 ν.μ. (ναυτικά μίλια), αφού ούτε κάποιο πιστοποιητικό παρουσιάστηκε ούτε οτιδήποτε το οποίο να καταδεικνύει το ακριβές σημείο της θαλάσσης στο οποίο είχε εντοπιστεί η βάρκα.

 

        Πρέπει κατ' αρχάς να διευκρινίσουμε ότι δεν ήταν ο Μ.Κ.4 που είχε αναφερθεί σε «χωρικά ύδατα» αλλά ο Μ.Κ.2. Εκλαμβάνουμε ότι είναι σε αυτού τη μαρτυρία στην οποία αναφέρεται ο Κατηγορούμενος.

 

        Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του περί Χωρικής Θάλασσας Ν.45/64 τα χωρικά ύδατα («χωρική θάλασσα») της Δημοκρατίας εκτείνονται «σε ακτίνα δώδεκα ναυτικών μιλιών από τις γραμμές βάσης», οι οποίες κατά το Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου είναι οι γραμμές κατά μήκος των ακτών της Δημοκρατίας (δηλωθείσες και με γεωγραφικές συντεταγμένες στον Ο.Η.Ε.)

 

        Σύμφωνα με την αποδεχθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρία του Μ.Κ.2, ο οποίος υπηρετεί στον Ναυτικό Σταθμό Παραλιμνίου, στις 16.7.23, κατόπιν λήψης υπηρεσιακών οδηγιών, ο ίδιος απέπλευσε με συνάδελφό του έχοντας ως κατεύθυνση τις συντεταγμένες 34°50Β και 034°17Α όπου είχε εντοπιστεί ύποπτος στόχος στο ραντάρ του Σταθμού. Στις 10:05 και σε απόσταση 10 ν.μ. από το Ακρωτήρι Κάβο Γκρέκο εντόπισαν την επίδικη βάρκα (Fiberglass, μήκους 5 μέτρων, ιπποδύναμης 200 HP).

 

        Εκ μέρους του Κατηγορούμενου ειδικότερα προβάλλεται ότι το στοιχείο των χωρικών υδάτων δεν είχε αποδειχθεί διότι ούτε κάποιο πιστοποιητικό παρουσιάστηκε ούτε οτιδήποτε που να καταδεικνύει το ακριβές σημείο εντοπισμού της βάρκας ούτε οποιοδήποτε έγγραφο για τις συντεταγμένες ούτε υπήρξε υπόδειξη σε χάρτη.

 

        Με όλο τον σεβασμό, έχουμε την άποψη πως δεν απαιτείτο οτιδήποτε από όσα αναφέρονται. Μέσα από τη μαρτυρία του Μ.Κ.2, όπως την είχε αναλύσει και αποδεχθεί ο πρωτόδικος Δικαστής, ανέκυπτε πως είχαν λάβει οδηγίες να μεταβούν σε συγκεκριμένες συντεταγμένες επειδή ακριβώς εκεί είχε εντοπιστεί στα συστήματα παρακολούθησης του Ναυτικού Σταθμού ύποπτος στόχος. Αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο για το ότι οι συντεταγμένες αυτές ευρίσκονται εντός των χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας. Υπό την έννοια ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να επέμβουν σε πλεύση στα διεθνή ύδατα. Κινητοποιήθηκαν επειδή αντιλήφθηκαν πλεύση εντός των χωρικών υδάτων.

 

        Η ουσιώδης όμως απόδειξη προερχόταν από την προφορική μαρτυρία του Μ.Κ.2 ο οποίος, εκτελώντας τις οδηγίες που είχε λάβει, κατευθύνθηκε στο συγκεκριμένο σημείο (των συντεταγμένων) στηριζόμενος στα όργανα προσανατολισμού που είχαν στην αστυνομική άκατο και δη στο ραντάρ της. Το οποίο ραντάρ ο ίδιος ήλεγξε επιτόπου, επιβεβαιώνοντας ότι η βάρκα εντοπίστηκε στα 10 ν.μ. από τις ακτές της Δημοκρατίας. Η μαρτυρία του προσώπου το οποίο βλέπει την απόσταση σε όργανο μέτρησης που λειτουργεί κανονικά και την αναφέρει στο Δικαστήριο είναι αρκετή, όπως θα ίσχυε και με άλλες μετρήσεις, π.χ. ταχύτητας, βάρους κ.λπ (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης, 2014, σ. 596). Δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο, το οποίο ούτως ή άλλως θα περιείχε απλώς τη βεβαίωση και πάλι του Μ.Κ.2 για το τι είδε στο συγκεκριμένο ραντάρ εκείνη τη στιγμή, του εντοπισμού της βάρκας. Άλλωστε, ακόμα και εάν κάποιος επέμενε σε γραπτή βεβαίωση, σχετική καταγραφή υπήρχε στην ίδια τη γραπτή κατάθεση του Μ.Κ.2, την οποία είχε συντάξει λίγες ώρες μετά (Τεκμήριο 3).

 

Λόγος Έφεσης αρ. 6

 

        Με τον λόγο έφεσης αρ. 6 προβάλλεται ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της Κατηγορίας 6. Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1) του Ν.56(I)/92 για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείτο να καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος: (α) Ήταν χειριστής ταχύπλοου σκάφους, (β) Χωρίς άδεια χειριστή τέτοιου σκάφους, (γ) Η οποία να εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή.

 

        Ο Κατηγορούμενος είχε ομολογήσει, δίδοντας την κατάθεσή του, ότι δεν κατείχε οποιαδήποτε άδεια χειριστή σκάφους. Δεν απαιτείτο οτιδήποτε άλλο για την κατάδειξη του συστατικού αυτού στοιχείου. Άλλωστε, λόγω της ιδιάζουσας ή και αποκλειστικής γνώσης που είχε για την ύπαρξη ή όχι άδειας, ο Κατηγορούμενος είχε ο ίδιος «αντίστοιχο καθήκον να αποδείξει την ύπαρξη της» (Ζυπιτής κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 220), στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων («Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 179).

 

        Αυτό το οποίο προβάλλεται εντονότερα με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης σχετίζεται με το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Εισηγείται ο Κατηγορούμενος ότι δεν μπορεί να τού καταλογιστεί έλλειψη άδειας χειριστή «αφού δεν ήταν ο κυβερνήτης εξαρχής», διότι άλλος ξεκίνησε να οδηγεί τη βάρκα ο οποίος τους εγκατέλειψε και «φαίνεται» ότι ήταν «αναγκαστική η επέμβαση» του ενώ και οι άλλοι επιβαίνοντες οδήγησαν τη βάρκα.

 

        Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να διευκρινιστεί πως δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία αφ' εαυτών ούτε το ότι στην αρχή οδήγησε άλλος ούτε το ότι αργότερα οδήγησαν άλλοι. Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν, άσχετα και δεν επηρέαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο τη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος είχε οδηγήσει το σκάφος χωρίς να έχει άδεια χειριστή.

 

        Το μόνο συνεπώς το οποίο απομένει και τούτο υπό ζοφώδες περιβάλλον, είναι η εισήγηση ότι επρόκειτο για «αναγκαστική επέμβαση» δηλαδή, εξ όσων μπορούμε να αντιληφθούμε, για οδήγηση εξ ανάγκης. Δεν γίνεται παραπομπή σε κάποια πρόνοια Νόμου ή κάποια νομολογιακή αρχή. Μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι η εν λόγω αναφορά σχετίζεται με την κατάσταση ανάγκης του Άρθρου 17 Π.Κ. Πρόκειται για μια από τις Γενικές Υπερασπίσεις, για τις οποίες είχαμε προβεί σε εκτενή ανάλυση στην Kopsinis v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/2022, ημερ. 30.1.25. Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες, παρότι πληρούνται τόσον η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) όσον και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea), ένας κατηγορούμενος δικαιούται υπό προϋποθέσεις σε αθώωση (άρση του αδίκου ή άρση του καταλογισμού).

 

        Θα πρέπει να τονίσουμε πως όπως εξηγείται στη Λαούρης v. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 84, η υπεράσπιση της ανάγκης (necessity) τυγχάνει εφαρμογής σε σπάνιες περιπτώσεις και υπό ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις. Προστίθεται δε εκεί πως αν η θέση ενός κατηγορουμένου πρωτοδίκως είναι ότι ισχύει η υπεράσπιση του Άρθρου 17 Π.Κ., τότε πρέπει με κάθε σαφήνεια και καθαρότητα να την προβάλει ως τέτοια. Δεν παραγνωρίζεται πως υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες έχει κριθεί πως με τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του κάποιος κατηγορούμενος ουσιαστικά επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 17 Π.Κ. (βλ. Ιωακείμ v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/2021, ημερ. 26.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B333).

 

        Σε συνάφεια με τα πιο πάνω, εξηγήσαμε στην Kopsinis (ανωτέρω) ότι το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) ανήκει στον κατηγορούμενο, να προσκομίσει μαρτυρία η οποία τείνει να υποστηρίξει την ύπαρξη κατάστασης ανάγκης ή εξαναγκασμού (duress). Σε τέτοια περίπτωση, το νομικό βάρος (legal burden) παραμένει πάντοτε στον κατήγορο, να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν ενήργησε υπό συνθήκες ανάγκης ή εξαναγκασμού.

 

        Στην παρούσα περίπτωση δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα ούτε με τη γραπτή κατάθεση του Κατηγορούμενου ούτε αργότερα καθ' οιονδήποτε τρόπο στην ακροαματική διαδικασία. Αντιθέτως μάλιστα, μέσα από τα διαπιστωθέντα γεγονότα ανεδεικνύετο σαφώς μια εξαρχής συνεργασία κάποιων ωρών, του Κατηγορούμενου με τον αρχικό οδηγό, με σκοπό την εκπαίδευση του ιδίου του Κατηγορούμενου στον χειρισμό του σκάφους. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την κατάθεση του Κατηγορουμένου, το οποίο έχει ως εξής:

 

        «Όταν ήρθε η βάρκα μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε. Στην αρχή οδήγησε την βάρκα εκείνος που την έφερε για να μας πιάσει. Εγώ δεν τον γνωρίζω αλλά καθώς οδηγούσε ήμουν δίπλα του για να μάθω πως οδηγείται η βάρκα. Μετά από 2 με 3 ώρες αυτός που οδηγούσε εγκατέλειψε την βάρκα και επιβιβάστηκε σε ένα τζετ σκι και επέστρεψε στη Συρία. Όταν έφυγε ανέλαβα την οδήγηση της βάρκας, δηλαδή οδηγούσα την βάρκα και οι υπόλοιποι με βοηθούσαν. Εγώ ήμουν ο οδηγός της βάρκας την περισσότερη ώρα αλλά κάποια διαστήματα οδηγούσαν και οι άλλοι που ήταν μαζί μου στην βάρκα για να ξεκουραστώ. Όταν μας πλησίασε η Αστυνομία της Κύπρου έσβησα τη μηχανή και άφησα το τιμόνι».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Η προκύπτουσα οικειοθελής συμμετοχή του Κατηγορούμενου στην εκπαίδευση, η οποία παρέπεμπε ως θέμα λογικής και στο ότι ο ίδιος είχε επιλεγεί για αυτό τον σκοπό είτε εκ των προτέρων είτε κατά την πλοήγηση, εκ των πραγμάτων απέκλειε την ύπαρξη οποιασδήποτε κατάστασης ανάγκης ή εξαναγκασμού. Με άλλα λόγια η εκ των υστέρων προβληθείσα θέση περί του ότι ανέλαβε την οδήγηση αναγκαστικά δεν συνάδει με τη θέση ότι από την έναρξη του ταξιδιού είχε εκπαιδευθεί για να αναλάβει την οδήγηση.

 

        Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης αρ. 6 υπόκειται επίσης σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 7

 

        Με τον λόγο έφεσης αρ. 7 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εν σχέσει με την Κατηγορία 7 ότι με την πλοήγηση του σκάφους ο Κατηγορούμενος συνέδραμε στο να καταστεί εφικτή η μεταφορά και είσοδος μεταναστών στη Δημοκρατία. Η Κατηγορία 7 στηρίζεται στο Άρθρο 19(1)(ζ) του Κεφ. 105 και για να στοιχειοθετηθεί απαιτείτο να αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος: (α) Συνέδραμε ή βοήθησε, (β) Οποιονδήποτε απαγορευμένο μετανάστη, (γ) Να εισέλθει ή να παραμείνει στη Δημοκρατία, (δ) Κατά παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών. Εξ αυτών αμφισβητούνται το πρώτο και το τρίτο από τα εν λόγω στοιχεία.

 

        Εν πρώτοις δεν θα συμφωνήσουμε ότι απουσίαζε το στοιχείο της εισόδου στη Δημοκρατία. Η είσοδος στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας, στα οποία δια Νόμου ρητώς «εκτείνεται η κυριαρχία της», καταδεικνύει το αβάσιμο αυτού του επιχειρήματος.

 

        Υποστηρίζεται επίσης ότι ελλείπει η πρόθεση του Κατηγορούμενου να βοηθήσει τους άλλους έξι επιβαίνοντες, ότι η προσπάθεια και ο σκοπός του ήταν ο ίδιος με των υπολοίπων επιβαινόντων, ότι γνώριζε και ήθελε ό,τι και οι υπόλοιποι, ότι εάν δεν υπήρχε η βοήθεια και η οδήγηση από τους υπόλοιπους, τότε οι μετανάστες δεν θα εισέρχονταν στη Δημοκρατία και τέλος ότι δεν είχε οποιαδήποτε σημασία το ότι ο ίδιος οδήγησε περισσότερη ώρα από τους υπόλοιπους.

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με οποιαδήποτε από τις εισηγήσεις αυτές. Όπως ήδη αναφέραμε, ο Κατηγορούμενος εξαρχής είχε αναλάβει και τον επιπλέον ρόλο του εκπαιδευόμενου στην οδήγηση του σκάφους. Για τις δύο έως τρεις πρώτες ώρες μάθαινε από τον αρχικό χειριστή και όπως αναφέρει σε άλλο σημείο, όντως έμαθε να οδηγεί, βλέποντας εκείνον. Μάλιστα πριν τους εγκαταλείψει ο αρχικός χειριστής τον δίδαξε και τη χρήση της πυξίδας και τού είπε να ακολουθεί για τις δύο επόμενες ώρες τη διαδρομή 270 μοιρών και ακολούθως την πορεία 280 μοιρών. Η άφιξη στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας καταδεικνύει την επιτυχία της εκπαίδευσής του και την τελεσφόρα εφαρμογή των όσων είχε διδαχθεί. Όταν τους εντόπισε η Αστυνομία αυτός ήταν που κρατούσε το τιμόνι, το οποίο και άφησε αφού έσβησε τη μηχανή.

 

        Συνεπώς το ότι είχε επιλεγεί και εκπαιδευθεί στον χειρισμό, το ότι ανέλαβε την οδήγηση όταν ο αρχικός χειριστής εγκατέλειψε, το ότι είχε λάβει τις οδηγίες για την πορεία και για τη χρήση των οργάνων του σκάφους, το ότι ήταν το πρόσωπο το οποίο οδηγούσε «την περισσότερη ώρα» και το ότι είχε αυτός τον έλεγχο του σκάφους, είναι όλα μαζί στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν τον δικό του ρόλο. Όπως και ο ίδιος αναφέρει στην κατάθεσή του, αυτός ήταν ο οδηγός της βάρκας. Οι άλλοι τον βοήθησαν κάποιες φορές αλλά οδήγησαν για να ξεκουραστεί («...κάποια διαστήματα οδηγούσαν και οι άλλοι...για να ξεκουραστώ»).

 

        Ουσιαστικά δηλαδή, ο Κατηγορούμενος ήταν που ανέλαβε το σκάφος, ήταν ο υπεύθυνος ο οποίος γνώριζε τόσο την οδήγηση όσο και την πορεία και οι άλλοι βοήθησαν κάποιες φορές, προφανώς υπό τη δική του γενική καθοδήγηση και επίβλεψη, δεδομένου ότι αυτός ήταν που είχε εκπαιδευθεί. Το ότι λοιπόν ήθελε ό,τι και οι υπόλοιποι, δηλαδή να φτάσουν στην Κύπρο είναι γεγονός αλλά παράλληλα το ότι, με όσα έμαθε και έπραξε, βοήθησε τους υπόλοιπους να φτάσουν στην Κύπρο, είναι ένα άλλο γεγονός. Αυτή ήταν η συνδρομή του προς τους υπόλοιπους και σε καμμιά περίπτωση η βοήθεια την οποίαν οι υπόλοιποι παρείχαν προς τον ίδιο δεν αναιρούσε τον δικό του βασικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στο όλο εγχείρημα της πλοήγησης με κατεύθυνση την Κύπρο.

 

        Εν ολίγοις, το επιχείρημα ότι στην «απουσία οδήγησης και βοήθειας από τους υπόλοιπους, οι μετανάστες δεν θα εισέρχονταν» είναι αντιστρόφως που πρέπει να τεθεί. Στην απουσία οδήγησης και βοήθειας από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, οι μετανάστες δεν θα εισέρχονταν στη Δημοκρατία. Εν σχέσει με το επιχείρημα ότι ελλείπει η πρόθεση συνδρομής, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε τη γενική και καλώς γνωστή αρχή ότι κατά κανόνα αφενός η πρόθεση αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα και αφετέρου τεκμαίρεται ότι έκαστος έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του (Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646). Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία στην παρούσα πως τα φυσιολογικά αποτελέσματα των ενεργειών του Κατηγορουμένου ήταν η συνδρομή και βοήθεια προς τους υπόλοιπους μετανάστες να φθάσουν με τη βάρκα στη Δημοκρατία. Δεν εντοπίζουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούντο τα συστατικά του αδικήματος.

 

        Προβάλλεται επίσης εισήγηση ότι με βάση το Άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου του Ο.Η.Ε. κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών δια Ξηράς, Θαλάσσης και Αέρος, οι μετανάστες δεν διώκονται ποινικά για το γεγονός ότι υπήρξαν το αντικείμενο πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο Άρθρο 6 του ιδίου Πρωτοκόλλου. Πρόκειται για ένα από τα Πρωτόκολλα τα οποία έχουν κυρωθεί από τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Ν.11(III)/2003. Το Άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού όντως προβλέπει ότι οι μετανάστες δεν τιμωρούνται για κάποιες δράσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 6, πλην όμως αυτό αφορά τις περιπτώσεις που οι ίδιοι είναι τα θύματα τέτοιων συμπεριφορών («Migrants shall not become liable to criminal prosecution under this Protocol for the fact of having been the object of conduct set forth in article 6 of this Protocol»). Στην παρούσα περίπτωση, λόγω του ενεργού και διαφορετικού ρόλου τον οποίο διαδραμάτισε ο Κατηγορούμενος στην παράνομη είσοδο άλλων μεταναστών, δεν συμφωνούμε ότι καλύπτεται από την πιο πάνω πρόνοια.

 

Έφεση κατά της Ποινής

 

        Με τη δική του έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 30 μηνών, στις Κατηγορίες 1 και 7 αντιστοίχως, είναι έκδηλα ανεπαρκείς.

 

        Όσον αφορά τις σχετικές αρχές επισημαίνουμε σε συντομία ότι το Εφετείο δεν επαναλαμβάνει τη διεργασία επιμέτρησης η οποία συντελείται πρωτοδίκως, ούτε κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής. Στον δεύτερο αυτό βαθμό εξετάζεται κατά πόσον η ποινή εντάσσεται στα καθοριζόμενα από τη νομολογία πλαίσια, τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες: (α) Η ποινή αντικειμενικά κρινόμενη είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική, (β) Διαπιστώνεται σφάλμα αρχής, (γ) Υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο (βλ. S. J. L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22, Ντεκεμερτζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334).

 

        Όσον αφορά την παρούσα, ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει ότι οι ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της σοβαρότητας των δύο αδικημάτων όπως αυτή προσδιορίζεται από τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης 10 ετών για το καθένα. Δεύτερον, επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας δικαστική γνώση για τον τεράστιο αριθμό εκκρεμουσών τέτοιων υποθέσεων και παρότι αναφέρει πως έλαβε υπ' όψιν την έξαρση, καθώς και το ότι για τέτοια αδικήματα η νομολογία είναι σταθερή επιβάλλοντας καθήκον για αποτρεπτικές ποινές, εντούτοις επέβαλε ποινές εκτός των πλαισίων της νομολογίας.

 

        Προς υποστήριξη της έφεσης του, ο Εφεσείων στηρίζεται σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου. Ειδικότερα, επικαλείται την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερ. 15.9.23, καθώς και την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Terzelaki κ.ά., Ποιν. Έφ. 6/2023 κ.ά., ημερ. 4.6.24. Οι υποθέσεις αυτές όντως επιβεβαιώνουν την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε παρόμοιες υποθέσεις. Στην Khan (ανωτέρω) είχαμε αναφέρει συγκεκριμένα ότι:

 

        «Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες».

 

        Στην ίδια υπόθεση, την Khan (ανωτέρω) ο εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί δύο περιστατικά υποβοήθησης παράνομης παραμονής πέντε συνολικά αλλοδαπών (προερχόμενων από τα Κατεχόμενα), έναντι αμοιβής και σε συνεργασία με άλλα άτομα με τα οποία είχε συνωμοτήσει. Η 18μηνη φυλάκιση σε καθεμιά από τις πέντε κατηγορίες αυξήθηκε κατ' έφεσιν σε 3 έτη φυλάκιση. Έχουμε όμως την άποψη πως η υπόθεση εκείνη διαφοροποιείται επί το σοβαρότερον διότι: (α) Επρόκειτο για αδικήματα του Άρθρου 19Α(2) του Κεφ. 105, για τα οποία προνοείται φυλάκιση μέχρι 15 έτη, (β) Αφορούσε δύο περιστατικά, (γ) Διαπραχθέντα από ομάδα ατόμων, κατόπιν καλώς οργανωμένου σχεδίου, (δ) Έναντι χρηματικής αμοιβής. Δεν συμφωνούμε ότι, πέραν της γενικής ένδειξης, δύναται να παράσχει ειδική καθοδήγηση για τις ποινές στην παρούσα υπόθεση κατά τον τρόπο που εισηγείται ο Εφεσείων.

 

        Στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες υποθέσεις, την Terzelaki (ανωτέρω), οι εφεσίβλητοι είχαν παραδεχθεί επίσης και είσοδο στη Δημοκρατία, όντες απαγορευμένοι μετανάστες (αδίκημα που συμπεριλαμβάνεται και στην κρινόμενη εδώ περίπτωση), πλην όμως το σοβαρό αδίκημα ήταν η μεταφορά 58 προσώπων δια υδάτινης οδού με υπερφορτωμένο ακατάλληλο σκάφος κατά παράβαση του Άρθρου 240 Π.Κ. το οποίο προνοεί φυλάκιση μέχρι 12 έτη. Κατ' έφεσιν, οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές 2,5 και 3,5 ετών φυλάκισης, αυξήθηκαν σε 4 έτη και 5 έτη φυλάκισης αντίστοιχα. Το Εφετείο έλαβε υπ' όψιν την οργανωμένη επικίνδυνη δράση και ανέφερε χαρακτηριστικά ότι:

 

        «Αναμφίβολα τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση την κατατάσσουν στις σοβαρότερες του είδους. Οι Κατηγορούμενοι, έναντι ανταλλάγματος, είχαν σημαντικό ρόλο στην όλη οργάνωση του επικίνδυνου αυτού ταξιδιού. Δεν διστάζουμε να πούμε ότι συνειδητά έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή 58 ατόμων, αφού γνώριζαν εξαρχής την επικινδυνότητα του ταξιδιού λόγω υπερφόρτωσης της βάρκας. Παρά το γεγονός αυτό, επιθεώρησαν και έκριναν κατάλληλη για τον σκοπό μία βάρκα η οποία είχε σχεδιαστεί για να μεταφέρει μέχρι οκτώ άτομα, ενώ και αυτά όχι για υπεράκτιο ταξίδι. Σε τέτοια βάρκα οι Κατηγορούμενοι φόρτωσαν 56 άτομα πέραν των ιδίων, τα οποία αναγκάζονταν να «κρεμάσουν» μέρη του σώματος τους εκτός αυτής για να χωρέσουν, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ύπαρξη κινδύνου. Από τύχη και μόνο τα 58 άτομα έφτασαν ζωντανά στην Κύπρο, αφού όταν, μετά την ανακοπή τους, επιβιβάστηκαν στην Αστυνομική άκατο, η βάρκα βυθίστηκε».

 

        Εξίσου χαρακτηριστικό είναι ότι κατ' έφεσιν κρίθηκε πως, με εξαίρεση την επαναλαμβανόμενη διάπραξη, συνέτρεχαν όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία σε αδικήματα υποβοήθησης παράνομης εισόδου («assisting illegal entry»), ως αναφέρθηκαν στην Le and Stark (1999) 1 Cr. App. R. (S.) 422, συνοψίζονται στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2024, §Β 22.51 και έχουν ως εξής:

 

        “The offence would be aggravated where:

        (a)   the offence had been repeated,

        (b)   it was committed for financial gain,

        (c)   the illegal entry was facilitated for strangers as opposed to a spouse or a close family member,

        (d)   in cases of conspiracy, the offence had been committed over a period,

        (e)   there had been a high degree of planning, organisation and sophistication,

        (f)    D had played a prominent role or

        (g)   the offence was committed in relation to a large number of illegal entrants”.

 

        Είναι εμφανές κατά τη γνώμη μας πως υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές της παρούσας και με την υπόθεση Terzelaki (ανωτέρω), η οποία επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει καθοδήγηση για το μέτρο της ποινής. Αρκούμαστε στο να σημειώσουμε ότι στην παρούσα περίπτωση, από τους προαναφερθέντες επιβαρυντικούς παράγοντες παρατηρείται αφενός ο τρίτος παράγων, υπό την έννοια ότι η συνδρομή του Κατηγορούμενου σχετίζετο με άγνωστα του πρόσωπα και αφετέρου ο έκτος παράγων, υπό την έννοια ότι ο Κατηγορούμενος διαδραμάτισε κάποιο προεξέχοντα ρόλο (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο αρχικός χειριστής εγκατέλειψε το σκάφος) στην άφιξη των άλλων μεταναστών στη Δημοκρατία.

 

        Συνεκτιμάται λοιπόν ότι στην παρούσα δεν υπήρξε εύρημα, για συνωμοσία ή οργάνωση εκ των προτέρων, ούτε και αντάλλαγμα ή αμοιβή για τη δική του δράση αλλά ούτε και, πέραν των γενικών κινδύνων ενός τέτοιου ταξιδιού, τέθηκε σε συγκεκριμένο υψηλό κίνδυνο η ζωή κάποιου από τους επιβάτες, όπως συνέβη στην Terzelaki (ανωτέρω).

 

        Βέβαια από την άλλη συμφωνούμε ότι δεν είχε προς όφελος του την έκπτωση που θα δικαιούτο σε περίπτωση παραδοχής και συμφωνούμε επίσης ότι, από αυτής της πλευράς, οι ποινές είναι επιεικείς, λαμβανομένης υπ' όψιν της προβλεπόμενης ποινής των 10 ετών. Όμως, αν και με κάποιο δισταγμό, δεν θα συμφωνήσουμε ότι είναι και έκδηλα ανεπαρκείς και δεν θα προχωρήσουμε στην αύξησή τους, θεωρώντας ότι επιτελούν τους βασικούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τέτοια αδικήματα.

 

        Για τους πιο πάνω λόγους και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο