
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 25/2018)
11 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
2. ΜΑΡΙΝΑ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
3. ΝΕΟΚΛΗΣ ΘΕΟΔΟΤΙΔΗΣ
4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ
5. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΘΟΥΚΙΔΗΔΗΣ
6. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΙΦΤΗΣ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
1. ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
2. ΛΟΪΖΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗΣ
3. ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
4. ΔΗΜΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
5. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
6. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΒΡΑΑΜ
7. ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
8. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
9. ΘΑΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ
10. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
------------------------------
Δημήτρης Αραούζος μαζί με Χρίστο Χιώτη για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Εφεσείοντες 1, 3, 5 και 6.
Γεώργιος Βαλιαντής μαζί με Χριστίνα Παρασκευά για Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η διαφορά που κλήθηκε να επιλύσει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην υπό εξέταση αγωγή 3244/07 ήταν ασυνήθης.
Σκιαγραφώντας περιεκτικά τη φύση της διαφοράς, προκύπτει ότι απτόταν της απεργίας στην οποία κατήλθε στις 2.5.2007, αριθμός υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ που ήταν συνάμα και μέλη της Ένωσης Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (ΕΤΥΚ), ως αποτέλεσμα της απόφασης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (της μητρικής τράπεζας) να αποσπάσει δύο υπαλλήλους της, τους ΑΘ και ΑΠ, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (της θυγατρικής τράπεζας). Η θέση της ΕΤΥΚ ήταν ότι η εν λόγω τράπεζα εμποδιζόταν να προβεί στην πιο πάνω απόσπαση αφού παραβίαζε τη συμφωνία που ίσχυε μεταξύ τους, βάσει της οποίας η απόσπαση τραπεζικών υπαλλήλων από το εξωτερικό και η εργοδότηση τους σε οργανικές θέσεις σε κυπριακή τράπεζα, απαιτούσε, ανάμεσα σε άλλα, τη συγκατάθεση της ΕΤΥΚ.
Η θέση της εφεσείουσας 1, ήταν κατ’ ουσία ότι η απεργία ήταν παράνομη για διάφορους λόγους τους οποίους παραθέτει ή και υπό τις περιστάσεις, ενέργεια υπέρμετρη και ασύμβατη προς την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, ότι με την απεργία, οι εφεσίβλητοι 1-10 (οι εφεσίβλητοι 2-5 ήταν ο Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Οργανωτικός Γραμματέας και ο Ταμίας αντίστοιχα της εφεσίβλητης 1 (ΕΤΥΚ) και οι εφεσίβλητοι 6-10, υπάλληλοι της τράπεζας, κατέχοντες θέσεις στο μηχανογραφικό κέντρο) διέπραξαν ποινικό αδίκημα βάσει των προνοιών του άρθρου 51(γ) του περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965, γεγονός που τους παρείχε αγώγιμο δικαίωμα. Έτσι, καταχώρησαν την προαναφερθείσα αγωγή ζητώντας την έκδοση διαφόρων αναγνωριστικών δηλώσεων, απαγορευτικού διατάγματος, καθώς και αποζημιώσεις για τις ζημιές που φέρονται να υπέστησαν (διεκδικούνται €814.009 στο Παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης που περιορίστηκαν σε €712.209 κατά την έναρξη της δίκης).
Στον αντίποδα, η θέση των εφεσίβλητων, επίσης περιεκτικά, ήταν ότι η απόσπαση των δύο υπαλλήλων ήταν παράνομη λόγω παραβίασης της συμφωνίας μεταξύ ΕΤΥΚ και τράπεζας και ή της ισχύουσας τότε πρακτικής, και συναφώς η απεργία ήταν καθ’ όλα νόμιμη. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες κωλύονταν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας και/ή ισχύουσας πρακτικής, αφού αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο διαιτησίας και ή εκ συμφώνου έρευνας από Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 8(γ) του περί Εμπορικών Διαφορών (Συνδιαλλαγή, Διαιτησία και Έρευνα) Νόμου Κεφ.187. Η εν λόγω Επιτροπή εξέδωσε απόφαση στην οποία καταγράφονται τα πορίσματα της, στις 3.12.2007.
Τέλος, οι εφεσίβλητοι επικαλούμενοι τα άρθρα 39, 40, 41 και 43 του περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965, υποστήριξαν ότι δεν αποκαλυπτόταν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους αφού τα προαναφερθέντα άρθρα τους παρείχαν «ασυλία» και «προστασία». Το δε άρθρο 51(γ) που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, ποινικοποιεί μεν κάποιες πράξεις, δεν άρει όμως την ασυλία ούτε και δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα.
Μολονότι, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται να διεξήχθη ακροαματική διαδικασία εφ’ όλης της ύλης με την κατάθεση οκτώ μαρτύρων εκ μέρους των εφεσειόντων και πέντε μαρτύρων εκ μέρους των εφεσίβλητων καθώς και κατάθεση σωρείας τεκμηρίων, τελικώς η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιστράφηκε γύρω από το τελευταίο εγειρόμενο ζήτημα - ότι δηλαδή τα προαναφερθέντα άρθρα του περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965 ή τουλάχιστον κάποια εξ αυτών δημιουργούσαν κώλυμα στο να καταχωρηθεί αγωγή, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο αναρμόδιο να την εκδικάσει.
Πιο συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση του ημερ.30.11.2017, (συνολικής έκτασης 32 σελίδων), το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 2-5 αναφέρεται στη φύση της ανακύπτουσας διαφοράς, τις αξιώσεις των εφεσειόντων και τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων. Έπειτα αναφέρεται στην προσκομισθείσα μαρτυρία και στα απορρέοντα εξ αυτής γεγονότα/συμπεράσματα – σελίδες 5 -15. Ακολούθως, αναφέρεται εκτενώς στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας και σε άλλες συναφείς αρχές και έννοιες με κατατοπιστική και εύστοχη παραπομπή σε νόμους, συνθήκες, συγγράμματα και νομολογία - σελίδες 15-24. Στις σελίδες 24-27 βρίσκεται η πεμπτουσία της δικαστικής κρίσης, με την κατάληξη ότι «το Δικαστήριο δεν κέκτηται εξουσία να εκδικάσει αγωγή για αστικό δικαίωμα το οποίο έχει κατ’ ισχυρισμό διαπραχθεί υπό ή εκ μέρους συντεχνίας» (σελ.27). Στις σελίδες 27-31 εξηγείται ότι δεν τέθηκε στην Έκθεση Απαίτησης ζήτημα κήρυξης των προαναφερθέντων «απαγορευτικών» προνοιών του περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965 ως αντισυνταγματικές. Παρόλα ταύτα, κατά τρόπο παρενθετικό, ίσως και περιττό, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία και σε άρθρα του Κεφ.187, διατυπώνει την άποψη ότι οι εν λόγω πρόνοιες δεν αποστερούν κάποιου το δικαίωμα να ακουσθεί. Τέλος, επανερχόμενο στην πεμπτουσία της κρίσης του, διατυπώνει την καταληκτική θέση ότι «Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπό κρίση διαφορά» και πως «δεν ενδείκνυται να προχωρήσω και να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης» (σελίδα 31) και απορρίπτει την αγωγή με έξοδα σε βάρος των εναγόντων/εφεσειόντων.
Η απόφαση δεν άφησε τους εφεσείοντες ικανοποιημένους, με αποτέλεσμα να την προσβάλουν με έφεση, προωθώντας πέντε λόγους έφεσης. Σημειώνεται, ότι στην πορεία οι εφεσείοντες 2 και 4 απέσυραν την έφεση τους, χωρίς διαταγή εξόδων (βλ. πρακτικά ημερ.10.9.2024 και 12.10.2021).
Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε στη σελίδα 31 της απόφασης του πως δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά της εφεσείουσας 1 με τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης και των αξιώσεων της κατά των εφεσειόντων [εφεσίβλητων εννοούσε προφανώς], οι οποίες δεν ήταν ταυτόσημες με εκείνες των εφεσειόντων 2‑6, οι οποίοι ήταν υπάλληλοι της ίδιας της εφεσείουσας 1 (εφεσείοντες 2‑4) ή υπάλληλοι της μητρικής εταιρείας της εφεσείουσας 1 που αποσπάστηκαν στην εφεσείουσα 1 (εφεσείοντες 5‑6). Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι ενώ στη σελίδα 15 της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε «ότι το θέμα που εγείρεται είναι νεοφανές και ότι είναι η πρώτη φορά που καλείται Κυπριακό Δικαστήριο να αποφασίσει για τη νομιμότητα μιας απόφασης για λήψη απεργιακών μέτρων», εσφαλμένα έλαβε υπόψη στις σελίδες 17‑19 της απόφασης, σχετικά αποσπάσματα από το Σύγγραμμα του Π. Δαγτόγλου ‑ Συνταγματικό Δίκαιο ‑ Ατομικά Δικαιώματα, έκδοση 1991 και εσφαλμένα ερμήνευσε το Άρθρο 27 του Συντάγματος και την υπόθεση Παναγία Μυρτιδιώτισσα v. Εμμανουήλ Σιδηρόπουλου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1000, για να καταλήξει στην άποψη ότι μία απεργία δεν μπορεί να θεμελιώσει αξίωση εναντίον απεργού και μάλιστα, χωρίς να ασχοληθεί με την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων και να αιτιολογήσει την απόφαση του επαρκώς. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ από τη μία έκρινε εσφαλμένα στις σελίδες 24‑25 της απόφασης ότι με βάση τα άρθρα 40(2), 41 και 43 του περί Συντεχνιών Νόμου προκύπτει δήθεν ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει αστική αγωγή που στρέφεται εναντίον συντεχνίας ή μελών ή αξιωματούχων αυτής και διατυπώνει αυτή τη λανθασμένη θέση κατά τρόπο απόλυτο, την ίδια στιγμή στη σελίδα 29 της απόφασης έκρινε ότι η ασυλία μιας συντεχνίας ή μελών ή αξιωματούχων της δεν είναι απόλυτη και ότι ο Κύπριος Νομοθέτης έκρινε δήθεν ότι οι εργατικές διαφορές, λόγω της φύσης τους, θα πρέπει να επιλύονται με διαδικασίες άλλες από δικαστικές. Δυο σφάλματα δηλαδή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαφορετικά αλλά αλληλένδετα. Σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ήταν υποχρεωμένο εκ του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 να αποφασίσει επί των αξιώσεων και των εφεσειόντων 2‑6, που ήταν εν πάση περιπτώσει ξεχωριστές από εκείνες της εφεσείουσας 1, παρέλειψε να το πράξει χωρίς αιτιολογία. Τέλος, βάσει του πέμπτου λόγου έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέδωσε τις αιτούμενες θεραπείες προς όφελος των εφεσειόντων περιλαμβανομένων των διαταγμάτων και/ή δηλώσεων υπό στοιχεία 1‑5, ως επίσης της αξίωσης της εφεσείουσας 1 για το ποσό των €712.209 ως δικαιολογημένη αποζημίωση για τη ζημιά που η εφεσείουσα 1 απέδειξε ότι υπέστη ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων επίδικων πράξεων και παραλείψεων των εφεσίβλητων.
Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης και αγόρευσαν και προφορικά, εστιάζοντας σε κύρια σημεία της επιχειρηματολογίας τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παρέδωσε και γραπτό, «σημείωμα με παρατηρήσεις επί του περιγράμματος του συναδέλφου [του]». Έχουμε διεξέλθει τα περιγράμματα με κάθε προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το περιεχόμενο γενικώς, όσο και τα όσα μας υποδείχθηκαν ειδικώς, κατά την ακρόαση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης άπτεται κατ’ ουσία της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Ως τέτοιο, είναι καθοριστικής σημασίας και προέχει η εξέταση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναλαμβάνουμε, στηριζόμενο στα άρθρα 40(2), 41 και 43(1) του περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965 έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση. Παραθέτουμε το λεκτικό των πιο πάνω άρθρων για σκοπούς εύκολης αναφοράς:
«40 (2) Πράξις, γενόμενη κατόπιν συμφωνίας ή συμπράξεως δύο ή πλειόνων προσώπων επί τη προόψει ή προς προαγωγήν εργατικής τινός διαφοράς δεν είναι αγώγιμος, εκτός εάν αυτή θα ήτο αγώγιμος και άνευ τη τοιαύτης συμφωνίας ή συμπράξεως.
41. Πράξις γενόμενη υπό τινός προσώπου επί τη προόψει ή προς προαγωγήν εργατικής τινός διαφοράς, δεν είναι αγώγιμος επί μόνω τω λόγω ότι αυτή εξωθεί έτερον τι πρόσωπον εις παράβασιν συμβάσεως εργασίας, ή ότι συνιστά επέμβασιν εις το επάγγελμα, εργασίαν ή απασχόλησιν ετέρου τινός προσώπου, ή επέμβασιν εις το δικαίωμα ετέρου προσώπου προς ελευθέραν διάθεσιν του κεφαλαίου, ή της εργασίας αυτού.»
43.‑(1) Ουδέν δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν προς εκδίκασιν αγωγών εναντίον εγγεγραμμένης συντεχνίας, ή οιωνδήποτε των μελών ή των αξιωματούχων αυτής, εγειρόμενων εναντίον τόσον των εναγομένων όσον και των λοιπών μελών της συντεχνίας, δι' αστικόν αδίκημα προβαλλόμενον ως διαπραχθέν υπό ή εκ μέρους της συντεχνίας.»
Στο σημείο αυτό αναφοράς αξίζει και το άρθρο 34(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148, το οποίο ρητά προβλέπει ότι η πρόκληση προσώπου να παραβεί συμφωνία με τρίτο για σκοπούς προώθησης απεργίας σε σχέση με εργατική διαφορά που δημιουργήθηκε στην εργασία όπου απασχολούνται οι απεργοί, δεν συνιστά αστικό αδίκημα.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση και εν πάση περιπτώσει προκύπτει διάχυτα από την προσκομισθείσα μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι 1-10 ενέπιπταν στην κατηγορία προσώπων που προσδιορίζονται στο προαναφερθέν άρθρο 43(1) του Ν71/1965. Η εφεσίβλητη 1 ήταν συντεχνία, οι εφεσίβλητοι 2-5 αξιωματούχοι της και οι εφεσίβλητοι 6-10 μέλη της. Συνεπώς, στον βαθμό που τους αποδιδόταν αστικό αδίκημα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, διαπραχθέντος από ή εκ μέρους της συντεχνίας, με βάση το πιο πάνω άρθρο, το Δικαστήριο όντως στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή.
Σημειώνεται ότι η δικαιοδοσία με βάση το πιο πάνω άρθρο αλλά και γενικότερα, στις πλείστες των περιπτώσεων, καθορίζεται με αναφορά στα πρόσωπα των εναγόμενων. Συνεπώς είναι χωρίς έρεισμα η θέση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση επί της ουσίας, των αξιώσεων των όποιων εναγόντων/εφεσειόντων (είτε των εναγόντων/εφεσειόντων 2-6, είτε της ενάγουσας/εφεσείουσας 1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία ολικά ένεκα της ταυτότητας των εναγόμενων και της φύσης της υπόθεσης. Ήταν αδιάφορο το ποιοι ήταν οι ενάγοντες. Συνεπώς, κρίνοντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία, ορθά δεν προχώρησε σε εξέταση επί της ουσίας, οποιασδήποτε αξίωσης, οποιουδήποτε ενάγοντα. Τούτο, καταδεικνύει και την αβασιμότητα του τέταρτου λόγου έφεσης.
Χωρίς έρεισμα είναι και τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, αλλά και στο περίγραμμα αγόρευσης της πλευράς των εφεσειόντων που αφορούν τις εξουσίες και ενέργειες του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση το Κεφ.187, τα της σύστασης Επιτροπής, με τι ακριβώς ασχολήθηκε και ποιος ο εν γένει ρόλος αυτής της Επιτροπής, αλλά και της αναγκαιότητας συναίνεσης για παραπομπή διαφοράς σε Διαιτησία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας στηριζόμενο αποκλειστικά στις πρόνοιες των προαναφερθέντων άρθρων 40, 41 και 43 του Νόμου 71/65. Δεν έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας (α) διότι συστάθηκε Επιτροπή από το Υπουργικό Συμβούλιο, (β) ένεκα των εντολών, της αξίας ή του όποιου περιεχομένου της Έκθεσης ημερ.3.12.2007 που ετοίμασε η εν λόγω Επιτροπή ή (γ) λόγω της εν γένει δυνατότητας για συναινετική παραπομπή και δεσμευτική επίλυση της διαφοράς από Επιτροπή Διαιτησίας. Τα όποια σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα ζητήματα υπό στοιχεία (α)-(γ) ανωτέρω, έγιναν σε άλλο πλαίσιο, κυρίως εις απάντηση επιχειρημάτων του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Συνεπώς, έστω και αν υπάρχουν κάποιες ανακρίβειες, όπως αναδεικνύεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, αυτές δεν διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση της ουσιαστικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας.
Σε σχέση με το ενδεχόμενο κήρυξης των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου ως αντισυνταγματικές, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 27 της εκκαλούμενης απόφασης, έκρινε, ότι σε αντίθεση με τα όσα επιτάσσει η Νομολογία για δικογράφιση (βλ. Οικονόμου v. ΕΤΕΚ (2002) 3 Α.Α.Δ. 676 και Μαραγκός v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671), δεν ζητήθηκε στην Έκθεση Απαίτησης κάτι τέτοιο από τους ενάγοντες. Ως εκ τούτου και παρ’ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε κάποια επιμέρους σχόλια, συναφή με το θέμα, δεν προχώρησε σε δικαστική εξέταση της συνταγματικότητας ή μη των προνοιών αυτών. Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με κανένα λόγο έφεσης και συνεπώς δεν τίθεται θέμα σχολιασμού της κρίσης αυτής, ούτε βεβαίως και η αυτόβουλη εξέταση ενός τέτοιου ζητήματος από το Εφετείο.
Σε σχέση με τη θέση των εφεσειόντων ότι οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις δεν εφαρμόζονταν στην προκειμένη περίπτωση διότι οι πράξεις των εφεσίβλητων συνιστούσαν ποινικό αδίκημα με βάση το άρθρο 51(γ) του Ν.71/1965, παραπέμπουμε στα όσα παρατηρεί επί του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 26-27, με τα οποία συμφωνούμε.
«Ήταν η θέση των εναγόντων ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση καθότι οι Εναγόμενοι διέπραξαν ποινικό αδίκημα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51(γ) του Περί Συντεχνιών Νόμου 71/1965, γεγονός που δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα.
Το άρθρο 51 του περί Συντεχνιών Νόμου έχει ως ακολούθως:
«51. Παν πρόσωπον, συντεχνία ή συνομοσπονδία ήτις παραβαίνει‑
(α) οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου δι' ην δεν προνοείται ετέρα ποινή
(β) οιονδήποτε Κανονισμόν γενόμενον δυνάμει του παρόντος Νόμου, δι' ον δεν προνοείται ετέρα τις ποινή, ή
(γ) οιανδήποτε πρόνοιαν του καταστατικού της συντεχνίας αφορώσαν εις οιονδήποτε των εν τω Πρώτω Παραρτήματι του παρόντος Νόμου καθοριζομένων ζητημάτων,
Είναι ένοχος αδικήματος, και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντήκοντα λίρας».
Εν πρώτοις θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο Νόμος δεν προβλέπει ότι σε περίπτωση που έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51(γ), το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να εκδικάσει αστική αγωγή που στρέφεται εναντίον της συντεχνίας ή των μελών ή των αξιωματούχων αυτής.
Πέραν των πιο πάνω όμως επισημάνω ότι στην υπό κρίση υπόθεση, ως αναφέρω και πιο πάνω, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη εναντίον των Εναγομένων και αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του για άσκηση ποινικής δίωξης, σχετικό είναι το Τεκμήριο 77. Οι Εναγόμενοι δεν έχουν καταδικασθεί από Ποινικό Δικαστήριο για διάπραξη αδικήματος με βάση το άρθρο 51(γ) του Νόμου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Τονίζω δε ότι το παρόν Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να εξετάσει και να αποφασίσει κατά πόσο οι Εναγόμενοι διέπραξαν ποινικό αδίκημα με βάση το πιο πάνω άρθρο. Το θέμα αυτό εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία Ποινικού Δικαστηρίου.
Ενόψει τούτου, η εισήγηση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι διέπραξαν ποινικό αδίκημα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51(γ) και ότι αυτό αποτελεί τη βάση για αγώγιμο δικαίωμα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»
Θα προσθέταμε απλώς ότι ακόμα και αν αποδεικνυόταν η διάπραξη ποινικού αδικήματος και το ποινικό αδίκημα, συνιστούσε συνάμα και αστικό αδίκημα, η δυνατότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή, ενδεχομένως να προσέκρουε και πάλι στις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων 40, 41 και 43(1) του Ν.71/1965 ή και του άρθρου 34(1) του Κεφ. 148. Όσον αφορά τη νεοφανή θέση που αναπτύσσεται στη σελίδα 6 του σημειώματος των εφεσειόντων που κατατέθηκε κατά την ενώπιον μας ακρόαση, ότι, δηλαδή, μπορεί και το Πολιτικό Δικαστήριο να αποφασίσει αν μια πράξη/παράλειψη συνιστά ποινικό αδίκημα, θα περιοριστούμε απλώς στο να επισημάνουμε ότι τούτο δεν ισχύει. Είναι θεσμικά και ουσιαστικά διακριτές οι δύο δικαιοδοσίες, με άλλη δικονομία και ισχύοντα δεδομένα και με διαφορετικό βάρος απόδειξης. Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Cyfield-Nemesis κ.α. Πολ. Έφεση Ε52/21 ημερ.10.2.2022 στην οποία έγινε παραπομπή από τον ευπαίδευτο συνήγορο, αφορούσε το αστικό αδίκημα της δημόσιας οχληρίας που συνιστά συνάμα και ποινικό αδίκημα. Ως εκ τούτου κάποια στοιχεία και έννοιες είναι κοινές με αποτέλεσμα η νομολογία και οι αναφορές σε συγγράμματα να είναι διαπεραστικές. Αυτό αναδεικνύεται μέσα από την εν λόγω απόφαση και όχι η δυνατότητα Πολιτικού Δικαστηρίου να αποφασίζει αν πράξη ή παράλειψη συνιστά ποινικό αδίκημα.
Εν όψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. Συμπαρασύρεται σε απόρριψη και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Κατ’ ακολουθία τούτου, παραμένει άθικτη και ισχυρή η καταλυτικής σημασίας κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης δικαιοδοσίας. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης καθίστανται αλυσιτελείς και ως τέτοιοι, παρέλκει η εξέταση τους.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €5.100 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων 1, 3, 5 και 6.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο