BASHAR TURK κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 76/2025, 77/2025, 4/6/2025
print
Τίτλος:
BASHAR TURK κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 76/2025, 77/2025, 4/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 76/2025)

 

4 Ιουνίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

BASHAR TURK

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 77/2025)

 

YOUSEF AL MATAR

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-------------------------------------------------------


Α. Αλεξάνδρου με Χ. Χατζηλοΐζου, για τους Εφεσείοντες

Β. Μπίσσας για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει η Παπαδοπούλου, Δ. και με αυτήν συμφωνεί και ο Πικής, Δ. Η διϊστάμενη απόφαση θα δοθεί από εμένα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφία)

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 14.11.2024 οι Εφεσείοντες μαζί με ένα άλλο πρόσωπο παραπέμφθηκαν σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας για αριθμό αδικημάτων που περιελάμβαναν συμμετοχή στις τρομοκρατικές ομάδες Hezbollah και Hayat Tahrir al-Sham, παροχή υποστήριξης στις εν λόγω τρομοκρατικές ομάδες, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων. Στη διαδικασία παραπομπής ζητήθηκε η κράτηση τους για τον κίνδυνο φυγοδικίας, αίτημα στο οποίο μέσω της συνηγόρου τους οι Εφεσείοντες επιφύλαξαν το δικαίωμα να ενστούν ενώπιον του Κακουργοδικείου, αναφέροντας ότι είχαν ζητήσει και την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρικού υλικό. Το παραπέμψαν  Δικαστήριο, εξετάζοντας το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του, κατέληξε ότι υφίστατο πιθανότητα καταδίκης σε σοβαρά αδικήματα που επιφέρουν αυστηρές ποινές. Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω με τους υποκειμενικούς παράγοντες εκάστου Εφεσείοντος  απεφάνθη ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας ήταν αιτιολογημένος για αμφότερους και διέταξε την κράτηση τους.

 

        Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 7.2.2025 η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες επιφύλαξε και πάλι το δικαίωμα τους να ενστούν στο αίτημα κράτησης «…εφόσον θα έχω και ολοκληρωμένη εικόνα όλου του μαρτυρικού υλικού», δηλώνοντας ότι, εάν θα υπήρχε ένσταση, θα προβάλλετο στις 25.2.2025 που η υπόθεση είχε οριστεί για απάντηση. Το Κακουργοδικείο με αιτιολογημένη απόφαση του στις 7.2.25 διέταξε την κράτηση των Εφεσειόντων λόγω του κινδύνου φυγοδικίας. Ένσταση στην κράτηση δεν υποβλήθηκε ούτε στις 25.2.2025, και ο συνήγορος των Εφεσειόντων δήλωσε απλώς ότι επιφυλάσσει το δικαίωμα αυτών να εγείρουν τις θέσεις τους την επόμενη δικάσιμο, εάν θα υπήρχε «διαφορετική τροπή» στην υπόθεση μετά από αίτημα που είχε γίνει στον Γενικό Εισαγγελέα. Η ίδια θέση τέθηκε και στις 10.3.25.

 

        Ένσταση στο αίτημα για κράτηση των Εφεσειόντων τέθηκε για πρώτη φορά στις 21.3.2025, (μετά που αυτοί δήλωσαν μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν), υποστηρίζοντας ότι το μαρτυρικό υλικό δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης, καθώς και ότι οι Εφεσείοντες διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι το Κακουργοδικείο είχε ήδη ασκήσει την κρίση του με αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 7.2.2025, πράγμα που οδηγούσε στο ότι μπορούσε να εξετάσει την κράτηση μόνο με αναφορά σε νέα διαφοροποιητικά δεδομένα. Το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι η επιφύλαξη του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ενστούν στο αίτημα κράτησης δεν δημιουργούσε άνευ ετέρου υποχρέωση στο Δικαστήριο για εξέταση του εξ υπαρχής, και ότι η διαφοροποίηση της προηγούμενης απόφασης του μπορούσε να επιτραπεί μόνο κατ’ επίκληση νέων δεδομένων, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταντο.

 

        Η απόφαση αυτή προσβάλλεται με τους ίδιους έξι Λόγους Έφεσης και για τους δύο Εφεσείοντες. Με τους Λόγους Έφεσης 1, 2 και 6  προβάλλεται εισήγηση πως η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι δικαιολογείτο η εξέταση μόνο τυχόν  διαφοροποιητικών δεδομένων, αποτελεί παράβαση των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων που προβλέπονται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ, συνιστά άρνηση δικαιοσύνης και είναι εσφαλμένη ένεκα του ότι το Δικαστήριο είχε δώσει δικαίωμα στους Εφεσείοντες να επιφυλάξουν την ένσταση τους. Με τους Λόγους Έφεσης 3, 4 και 5 προβάλλεται αντίστοιχα η θέση ότι το Κακουργοδικείο παρέλειψε να εξετάσει το νέο στοιχείο, ήτοι την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) 2024/2056, άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία καταλήγοντας σε συμπέρασμα περί πιθανότητας καταδίκης και απέτυχε να αντιληφθεί ότι η Υπεράσπιση είχε εγείρει για πρώτη φορά ενώπιον του νέα στοιχεία.

 

        Κρίνεται χρήσιμη η ενασχόληση μας με τους Λόγους που άπτονται της απόφασης του Κακουργοδικείου να εξετάσει το αίτημα για κράτηση μόνο στη βάση νέων διαφοροποιητικών δεδομένων, αφού η κατάληξη μας επί τούτου θα είναι καθοριστική και σε σχέση με τους λοιπούς Λόγους Έφεσης.

 

        Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 260/2024, ημερ. 16.12.2024:

        «Όπως λέχθηκε στην Ζορπάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24, ημερ. 3.6.2024 οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης και δεν είναι μεταβλητά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388). Το ζήτημα τέθηκε ως ακολούθως στην υπόθεση D.R.M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/2023, ημερ. 30.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B233:

 

                   «Με δεδομένο ότι η εκκαλούμενη Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε στο πλαίσιο εξέτασης ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης του Εφεσείοντα, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η νομολογία καθορίζει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 165/2020 και 166/2020, ημερ. 22/10/2020 και S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021, ημερ. 6/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B299)».

 

        Σημειώνεται ότι δεν έχει τεθεί από πλευράς Εφεσειόντων ζήτημα απόκλισης από την υφιστάμενη Νομολογία. Αυτό που εισηγήθηκε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος ήταν ότι αφ’ ής στιγμής τα δεδομένα τέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 21.3.2025, αυτό έπρεπε να τα είχε εξετάσει εξ υπαρχής.

 

        Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σαφώς υφίσταται δικαίωμα σε κατηγορούμενο να επιφυλάξει το δικαίωμα του να ενστεί σε αίτημα για κράτηση. Η επιφύλαξη όμως γίνεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και όχι αόριστα. Ειδικότερα η επιφύλαξη θα πρέπει να συναρτάται με θέμα το οποίο άπτεται της άσκησης του δικαιώματος του κατηγορούμενου να ενστεί στο αίτημα κράτησης, υπό συνθήκες οι οποίες δεν θέτουν την υπεράσπιση σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, π.χ. λόγω μη αποκάλυψης στην υπεράσπιση του μαρτυρικού υλικού στο οποίο στηρίζεται το αίτημα ή μη εκπροσώπησης του κατηγορούμενου από δικηγόρο της επιλογής του ή γενικότερα όπου η επιφύλαξη συνδέεται με παράγοντα που άπτεται του θέματος της κράτησης και της παροχής λογικής ευκαιρίας στην πλευρά του κατηγορούμενου να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την αιτιολογημένη του ένσταση. Ο λόγος που είχε δηλωθεί από τους Εφεσείοντες για την επιφύλαξη τους κατά την παραπομπή ήταν όπως το δικαίωμα ένστασης τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου, θέση που λογικά οδηγεί στο ότι θα υποβάλλετο ένσταση ενώπιον του Κακουργοδικείου κατά την πρώτη φορά που αυτό θα εξέταζε ζήτημα κράτησης των Εφεσειόντων, σε συνδυασμό με το αίτημα για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρικού υλικού. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργοδικείου δεν έγινε καμία αναφορά σε αναμονή απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή της υπόθεσης. Σε εκείνη τη δικάσιμο η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες συνέδεσε την επιφύλαξη με τη λήψη, μελέτη και κτήση ολοκληρωμένης εικόνας του μαρτυρικού υλικού. Στις 25.2.2025 και αφού προφανώς είχε μελετηθεί το μαρτυρικό υλικό, το δικαίωμα ένστασης επιφυλάχθηκε μέχρι να απαντηθεί το αίτημα από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αυτό επαναλήφθηκε στην επόμενη δικάσιμο, 10.3.25. Όπως δε διευκρίνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος ενώπιον μας, ούτε και στις 21.3.2025 που προέβαλαν πλέον ένσταση υπήρχε απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα.

 

        Θα πρέπει δε να λεχθεί ότι, από την ίδια την υποβολή αιτήματος στον Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής δίωξης, προκύπτει ότι η πλευρά των Εφεσειόντων ήταν σε θέση να προβάλει αιτιολογημένα την ένσταση της από τις 25.2.2025 αλλά επέλεξε να μην το πράξει.

        Εκείνο που διαφαίνεται, συνεπώς, είναι ότι η πλευρά των Εφεσειόντων επιφύλασσε το δικαίωμα της να φέρει ένσταση στην κράτηση για διάφορους λόγους και ότι προώθησε την ένσταση της όταν αυτή έκρινε ορθό. Τυγχάνουν, συναφώς,  εφαρμογής τα πιο κάτω αναφερθέντα στην Ivanov ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/24, ημερ. 30.4.2024:

 

        «Κατ΄ αναλογίαν προς τα πιο πάνω κρίνουμε πως ασφαλώς, κατά την πρώτη δικάσιμο, στην οποία ο Εφεσείων δεν εκπροσωπείτο ακόμη από δικηγόρο, αυτός εδύνατο να επιφυλάξει το δικαίωμα του να προβάλει ένσταση ως προς την κράτηση αφού εμφανιστεί με τον συνήγορο του. Πράγμα το οποίο βασικά έπραξε ο Εφεσείων, λέγοντας ότι συμφωνούσε να παραμείνει υπό κράτηση ένεκα του ότι δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο κατά τις 26.1.2024 ο κ. Αναστασίου και επιφυλασσόμενος να εγείρει την ένσταση του όταν ο συνήγορος του θα εμφανιζόταν. Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι το νέο στοιχείο που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν η εκπροσώπηση του Εφεσείοντος από δικηγόρο και η υποβολή ένστασης μέσω του, θα ήταν ορθή νοουμένου όμως ότι τέτοια ένσταση υποβάλλετο κατά την πρώτη δικάσιμο που ο συνήγορος εμφανίστηκε εκ μέρους του Εφεσείοντος, ήτοι στις 7.2.2024. Αντί τούτου, κατά την εν λόγω ημερομηνία ο συνήγορος δήλωσε ότι δεν έχει ένσταση στη συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντος σε εκείνο το στάδιο, ενώ στις 27.2.2024 σε καμία τοποθέτηση προέβη επί του θέματος. Στη βάση των όσων είχαν παλαιότερα δηλωθεί, καθώς και στη βάση της λογικής των πραγμάτων, θα ανέμενε κάποιος εάν υπήρχε ένσταση να τεθεί σε αυτή την πρώτη εμφάνιση με δικηγόρο.

 

          Υπό τις περιστάσεις αυτές, στις οποίες υπήρξε επιφύλαξη μέχρι εμφάνισης συνηγόρου δεν μας φαίνεται πειστικό το επιχείρημα ότι η δυνατότητα σε συνήγορο να υποβάλει ένσταση στην κράτηση παραμένει χωρίς όρια ως προς το χρονικό στάδιο κατά το οποίο τέτοια μπορεί να προβληθεί. Η επιφύλαξη του δικαιώματος του Εφεσείοντος  να ενστεί στην κράτηση του εν' όψει του ότι δεν εκπροσωπείτο από συνήγορο, μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίστατο ακριβώς για όσο χρόνο υφίστατο και η μη εκπροσώπηση του αυτή. Με την διαφοροποίηση στο καθεστώς εκπροσώπησης του, η όποια ένσταση θα έπρεπε να είχε προωθηθεί κατά την πρώτη εμφάνιση συνηγόρου. Αφού αυτό δεν έγινε για τις επόμενες δύο δικασίμους, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε το αίτημα κράτησης ως επαναλαμβανόμενο στο πλαίσιο εξέτασης του οποίου θα εξέταζε μόνο την ύπαρξη κάποιου διαφοροποιητικού στοιχείου και την επιμήκυνση του χρόνου κράτησης».

        Ορθά, συνεπώς, το Κακουργοδικείο εξέτασε το αίτημα μόνο με βάση την τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων ή διαφοροποιητικών στοιχείων. Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση ότι το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να επεξηγήσει εκ των προτέρων στην πλευρά των Εφεσειόντων τα όσα, βασικά, αποτελούν ζήτημα νομολογίας. Ενδεχομένως, υπό τις περιστάσεις, να ήταν ορθότερο να ξεκαθαρίζετο ότι η επιφύλαξη από πλευράς Εφεσειόντων δεν δέσμευε το Κακουργοδικείο να εξετάσει όλες τις πτυχές της ένστασης, εάν έκρινε ότι κάτι τέτοιο νομικά δεν επιτρέπετο. Δεν συμφωνούμε όμως ότι υπήρξε άρνηση ή παραβίαση δικαιωμάτων των Εφεσειόντων αφού οι Εφεσείοντες ήσαν ελεύθεροι να προβάλουν την ένσταση τους σε όλα τα στάδια και η επιλογή ως προς το σημείο που θα το έπρατταν ήταν δική τους, έχοντας γνώση της Νομολογίας επί του θέματος. Εξ αρχής εκπροσωπούνταν από συνηγόρους, οι δηλώσεις των οποίων καταγράφονταν όπως και οι λόγοι που προβάλλονταν για την εκάστοτε επιφύλαξη.

 

        Κατ’ επέκταση, παραμένει μόνο να εξεταστεί κατά πόσο τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 21.3.2025 αποτελούσαν όντως τέτοια διαφοροποιητικά στοιχεία.

 

        Όσον αφορά στην έκθεση ΚΕΠΠΑ 2024/2056, αυτή είχε τεθεί σε γνώση του Κακουργοδικείου από την πρώτη φορά που εξέτασε το αίτημα κράτησης. Ο ίδιος ο συνήγορος δέχτηκε ότι την εντόπισε στο διαδίκτυο όπου είναι δημοσιευμένη χρησιμοποιώντας μόνο τον αριθμό της, πράγμα που οδηγεί στο ότι αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει από τη στιγμή που τέθηκε σε γνώση του. Όπως φαίνεται δε από την ίδια την Έκθεση, αυτή καθορίζει πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που θεωρούνται τρομοκρατικές. Δεν τις συνδέει με αριθμούς τηλεφώνων ώστε να θεωρηθεί νέο δεδομένο το γεγονός ότι στην Έκθεση δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στον αριθμό του Εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 77/25, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος. Το μαρτυρικό υλικό είχε ήδη εξεταστεί από το Κακουργοδικείο στις 7.2.2025 και κρίθηκε ότι από αυτό προέκυπτε πιθανότητα καταδίκης των Εφεσειόντων, απόφαση η οποία δεν εφεσιβλήθηκε.

 

        Ούτε και οι προσωπικές συνθήκες των Εφεσειόντων όπως αυτές αναφέρθηκαν στο Κακουργοδικείο στις 21.3.2025 αποτελούσαν νέο δεδομένο, αφού δεν υπήρξε εισήγηση ότι αυτές είχαν μεταβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο από την πρώτη φορά που υποβλήθηκε αίτημα για κράτηση τους. Το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες επέλεξαν να τις αναφέρουν στο Δικαστήριο για πρώτη φορά στο πλαίσιο του πέμπτου αιτήματος για κράτηση δεν τις καθιστά διαφοροποιητικά στοιχεία (βλ. Khaled Issa v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 162/24, ημερ. 2.8.2024, Kuenzel ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 259/2024, ημερ. 17.12.2024).

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 76/2025)

 

4 Ιουνίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

BASHAR TURK

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 77/2025)

 

YOUSEF AL MATAR

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-------------------------------------------------------

 

Α. Αλεξάνδρου με Χ. Χατζηλοΐζου, για τους Εφεσείοντες

Β. Μπίσσας για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφία)

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Το ιστορικό της μέχρι σήμερα διαδικασίας καταγράφεται στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν κρίνεται εδώ αναγκαία η λεπτομερής επανάληψή του. Εν ολίγοις και αρχής γενομένης από την ημερομηνία της παραπομπής, οι Εφεσείοντες είχαν εμφανιστεί τέσσερεις φορές σε αρμόδιο Δικαστήριο πριν εγείρουν για πρώτη φορά ένσταση στην κράτησή τους, ήτοι εμφανίστηκαν μια φορά ενώπιον του παραπέμψαντος E.Δ. Λευκωσίας στις 14.11.24 και τρεις ενώπιον του Κακουργοδικείου, στις 7.2.25, 25.2.25 και 10.3.25.

 

        Σε όλες τις προαναφερθείσες τέσσερεις δικασίμους είχε ζητηθεί η κράτησή τους και σε όλες οι Εφεσείοντες δεν είχαν φέρει ένσταση αλλά επεφύλασσαν το δικαίωμά τους, να ενστούν και αγορεύσουν, στην επόμενη κάθε φορά δικάσιμο, για λόγους οι οποίοι θα εξειδικευθούν κατωτέρω, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο. Ως ζήτημα αρχής, το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον υπήρχε τέτοιο δικαίωμα μη ένστασης, δηλαδή συναίνεσης στην κράτηση με επιφύλαξη όμως του δικαιώματός τους να ενστούν, ήτοι να θέσουν το θέμα εξ υπαρχής στην επόμενη δικάσιμο.

 

        Μια πρώτη καθοδήγηση περί του ότι επιτρέπεται η επιφύλαξη  δικαιώματος παρέχεται από την υπόθεση S. Μ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/2021, ημερ. 6.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B299. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων είχε αποσύρει άνευ βλάβης την έφεσή του εναντίον της εκδοθείσας από το παραπέμψαν Δικαστήριο διαταγής κράτησής του και το Ανώτατο Δικαστήριο σε μεταγενέστερη έφεση του ιδίου προσώπου έκρινε ότι «...με δεδομένο ότι ο Εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την κράτηση του, την οποία και προσέβαλε μέσω της νόμιμης οδού, αλλά η έφεση απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ενομιμοποιείτο να εγείρει εκ νέου το θέμα ενώπιον του Κακουργιοδικείου». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δικονομική αυτή πρακτική ακολουθήθηκε και αρκετές άλλες φορές ενώπιόν μας κατά την απόσυρση ποινικών εφέσεων εναντίον κράτησης άνευ βλάβης και με επιφύλαξη του δικαιώματος να εγερθεί το θέμα εκ νέου στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Ήταν κατ' ακολουθίαν της υπόθεσης S. M. (ανωτέρω) που το ερώτημα επιλύθηκε εναργέστερα στην Ivanov v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/24, ημερ. 30.4.24, στην οποίαν ο εφεσείων, εμφανιζόμενος στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την πρώτη δικάσιμο χωρίς δικηγόρο, συναίνεσε στην κράτησή του, επιφυλασσόμενος να προβάλει την ένστασή του σε επόμενη δικάσιμο, κατά την οποία θα ήταν παρών ο δικηγόρος του. Το Εφετείο είχε αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα:

 

        «Κατ' αναλογίαν προς τα πιο πάνω κρίνουμε πως ασφαλώς, κατά την πρώτη δικάσιμο, στην οποία ο Εφεσείων δεν εκπροσωπείτο ακόμη από δικηγόρο, αυτός εδύνατο να επιφυλάξει το δικαίωμα του να προβάλει ένσταση ως προς την κράτηση αφού εμφανιστεί με τον συνήγορο του. Πράγμα το οποίο βασικά έπραξε ο Εφεσείων, λέγοντας ότι συμφωνούσε να παραμείνει υπό κράτηση ένεκα του ότι δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο κατά τις 26.1.2024 ο κ. Αναστασίου και επιφυλασσόμενος να εγείρει την ένσταση του όταν ο συνήγορος του θα εμφανιζόταν».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στην υπόθεση Ivanov (ανωτέρω), μετά την επιφύλαξη του δικαιώματος υποβολής ένστασης όταν θα εμφανίζετο δικηγόρος, ακολούθησαν δύο δικάσιμοι (7.2.24, 27.2.24), στις οποίες παρίστατο δικηγόρος. Στη μεν πρώτη (7.2.24) ο συνήγορος είχε δηλώσει ότι δεν είχε ένσταση στη συνέχιση της κράτησης σε εκείνο το στάδιο, στη δε δεύτερη (27.2.24) δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε τοποθέτηση επί του θέματος. Είχαν δηλαδή παρέλθει δύο εμφανίσεις χωρίς είτε έγερση ένστασης και αγόρευση στη βάση της παλαιότερης επιφύλαξης είτε οποιαδήποτε νέα επιφύλαξη δικαιώματος έγερσης ένστασης σε επόμενη δικάσιμο.

 

        Η μεσολάβηση των δύο δικασίμων χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια ή νεότερη επιφύλαξη ήταν ο λόγος για τον οποίον στις 27.3.24 το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Ivanov (ανωτέρω) «θεώρησε ότι το θέμα έπρεπε να εξεταστεί ως επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης και πως δεν δικαιολογείτο η εξέταση εκ νέου του νομικού ή πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου είχε εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης». Αυτό στη βάση της υπόθεσης D. R. M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/2023, ημερ. 30.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B233. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον το Εφετείο στην Ivanov (ανωτέρω) επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση λέγοντας:

 

        «Υπό τις περιστάσεις αυτές, στις οποίες υπήρξε επιφύλαξη μέχρι εμφάνισης συνηγόρου δεν μας φαίνεται πειστικό το επιχείρημα ότι η δυνατότητα σε συνήγορο να υποβάλει ένσταση στην κράτηση παραμένει χωρίς όρια ως προς το χρονικό στάδιο κατά το οποίο τέτοια μπορεί να προβληθεί. Η επιφύλαξη του δικαιώματος του Εφεσείοντος  να ενστεί στην κράτηση του εν' όψει του ότι δεν εκπροσωπείτο από συνήγορο, μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίστατο ακριβώς για όσο χρόνο υφίστατο και η μη εκπροσώπηση του αυτή. Με την διαφοροποίηση στο καθεστώς εκπροσώπησης του, η όποια ένσταση θα έπρεπε να είχε προωθηθεί κατά την πρώτη εμφάνιση συνηγόρου. Αφού αυτό δεν έγινε για τις επόμενες δύο δικασίμους, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε το αίτημα κράτησης ως επαναλαμβανόμενο στο πλαίσιο εξέτασης του οποίου θα εξέταζε μόνο την ύπαρξη κάποιου διαφοροποιητικού στοιχείου και την επιμήκυνση του χρόνου κράτησης».

 

        Σε σχέση με την πιο πάνω απόφαση το Εφετείο στην υπόθεση Awadalla v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 146/24, ημερ. 12.9.24 τόνισε ότι: «[Ο]υσιαστικό στοιχείο εκείνης της υπόθεσης αποτελούσε το γεγονός ότι ο εκεί εφεσείων είχε επιφυλάξει το δικαίωμα του να φέρει ένσταση στην κράτηση του όταν θα εμφανίζετο εκ μέρους του δικηγόρος, δικαίωμα που κρίθηκε ότι υφίστατο μέχρι και την πρώτη φορά που θα υπήρχε νομική εκπροσώπηση του».

 

        Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω το πρώτο ερώτημα απαντάται καταφατικά. Υπάρχει δικαίωμα συναίνεσης στην κράτηση, με επιφύλαξη έγερσης της ένστασης στην επόμενη δικάσιμο. Ας σημειωθεί πως αυτή η πρακτική τυγχάνει εφαρμογής ευρέως ενώπιον των πρωτοβάθμιων ποινικών Δικαστηρίων και ομολογουμένως στις πλείστες περιπτώσεις διευκολύνει τη διαδικασία, ιδίως όταν ελλείπει μαρτυρικό υλικό, συνήγορος ή δικαστικός χρόνος ακρόασης του αιτήματος.

 

        Όμως στην παρούσα περίπτωση το Κακουργοδικείο δεν φαίνεται να συμμερίζεται την πιο πάνω άποψη ή πρακτική. Αυτό το ξεκαθάρισε εξαρχής όταν καταγράφοντας την εισήγηση της Υπεράσπισης ανέφερε ότι: «[Ε]κείνο που στην ουσία προωθεί ο συνήγορος Υπεράσπισης δεν είναι η επανεξέταση του αιτήματος κράτησης στη βάση νέων δεδομένων, αλλά η εξ υπαρχής εξέταση του θέματος της κράτησης, λόγω της επιφύλαξης του δικαιώματος των Κατηγορουμένων 1 και 2 να ενστούν ως προς τούτο, στη βάση του ότι πρώτη φορά η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση και προέβαλε τις θέσεις της. Για τους λόγους που εξηγούμε κατωτέρω δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου Υπεράσπισης».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Εν συνεχεία το Κακουργοδικείο στην εκκαλούμενη απόφασή του αναφέρθηκε στην Ivanov (ανωτέρω) ως καθοδηγητική. Περιέγραψε αρχικά ορθώς τα λεχθέντα, καταγράφοντας ότι το Εφετείο εκεί έκρινε ότι: «το δικαίωμα του Εφεσείοντα να φέρει ένσταση στην κράτηση του υφίστατο μέχρι και την πρώτη φορά που θα υπήρχε νομική εκπροσώπηση του». Παρέθεσε δε και εκτενές απόσπασμα το οποίο περιελάμβανε και τα αποσπάσματα από τις υποθέσεις D. R. M. (ανωτέρω) και Μαυρομιχάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/2020 κ.ά., ημερ. 22.10.20. Έχω τη γνώμη όμως πως στη συνέχεια δεν εφαρμόστηκε ορθώς ο λόγος (ratio) της Ivanov (ανωτέρω) υπό την έννοια ότι εκεί μεσολάβησαν δύο δικάσιμοι χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη.

 

        Ειδικότερα, μετά από τα πιο πάνω, το Κακουργοδικείο εξήγησε τη διαφωνία του σε σχέση με την εισήγηση της Υπεράσπισης ως εξής:

 

        «Καθοδηγούμενοι από την προαναφερόμενη νομολογία καθίσταται σαφές ότι η επιφύλαξη του δικαιώματος των Κατηγορουμένων 1 και 2 να ενστούν στο αίτημα κράτησης, άνευ έτερου, δεν δημιουργεί υποχρέωση στο Δικαστήριο για εξέταση του ζητήματος κράτησης εξ υπαρχής. Ούτε βεβαίως το δικαίωμα των Κατηγορουμένων 1 και 2 να ενστούν μετά την πρώτη διαταγή για κράτηση τελεί υπό την αίρεση επιφύλαξης του εν λόγω δικαιώματος, αλλά εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται σε επόμενο αίτημα είναι η τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων ή διαφοροποιητικών στοιχείων [βλ. Ζορπάς v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)]».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι εμφανές από τα πιο πάνω ότι το Κακουργοδικείο δεν συμφωνεί πως η επιφύλαξη δικαιώματος για ένσταση «δημιουργεί υποχρέωση στο Δικαστήριο για εξέταση του ζητήματος κράτησης εξ υπαρχής». Το αναφέρει σαφώς. Όπως παρομοίως καταγράφει και τη θέση του ότι το δικαίωμα ένστασης δεν εξαρτάται από το κατά πόσον οι Εφεσείοντες επεφύλαξαν το δικαίωμά τους. Κατά το Κακουργοδικείο «εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται» σε μεταγενέστερο αίτημα είναι η τυχόν ύπαρξη διαφοροποιητικών στοιχείων.

 

        Εξ ου και το Κακουργοδικείο παραπέμπει στη Ζορπάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24 κ.ά., ημερ. 3.6.2024, υπενθυμίζοντας αμέσως ότι είχε εκδώσει (αιτιολογημένη) απόφαση και τονίζοντας ότι η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε. Κρίνεται απαραίτητη η παράθεση της καταληκτικής επί του θέματος κρίσης του Κακουργοδικείου για να διαφανεί ακριβώς ο λόγος για τον οποίο απέρριψε την εισήγηση για μια συνολική εξέταση του αιτήματος κράτησης. Κατέληξε ως εξής:

 

        «Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε και έκτοτε οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, παραμένουν υπό κράτηση με βάση τα αποφασισθέντα, χωρίς να προβληθεί κάποια ένσταση από πλευράς τους, επιφυλάσσοντας βέβαια το δικαίωμα τους να προβάλουν ένσταση ως προς την κράτηση, δηλώνοντας, κατά την πρώτη δικάσιμο, ότι θα τοποθετηθούν αφού μελετηθεί το μαρτυρικό υλικό, ενώ κατά τις δύο επόμενες δικασίμους, ότι θα αναμένουν την απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα, στο αίτημα που υπέβαλαν. Με δεδομένο επομένως ότι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 7.2.2025, έχει τελεσιδικίσει (sic), είναι σαφές ότι διαφοροποίηση της εν λόγω απόφασης δύναται να επιτραπεί μόνο κατ' επίκληση νέων δεδομένων, τα οποία να διαφοροποιούν τα δεδομένα επί των οποίων αυτή βασίστηκε και όχι με αναφορά σε θέματα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Έχω τη γνώμη πως τα όσα σημείωσε το Κακουργοδικείο ως δηλώσεις των Εφεσειόντων κατά τις τρεις πρώτες ενώπιόν του δικασίμους, τα ανέφερε εν παρόδω (obiter) και πάντως σίγουρα δεν συνιστούν την αιτιολογία του για την άρνηση εξέτασης του αιτήματος κράτησης εξ υπαρχής. Είναι ξεκάθαρο κατά τη δική μου κρίση πως το Κακουργοδικείο δεν αρνήθηκε την εξ υπαρχής εξέταση επί τω ότι η επιφύλαξη την πρώτη φορά έγινε μέχρι μελέτης του υλικού και τις άλλες δύο μέχρι απάντησης από τον Γενικό Εισαγγελέα. Θεωρώ πως εάν η διαφοροποίηση του λόγου επιφύλαξης συνιστούσε πρόβλημα τότε το Κακουργοδικείο θα το έθετε σαφώς, αν όχι κατά τις δικασίμους στις οποίες είχε επέλθει η διαφοροποίηση, πιθανότατα κατά τις αγορεύσεις όταν εν τέλει ηγέρθη η ένσταση και σίγουρα θα το έπραττε στην εκκαλούμενη απόφασή του. Όπως αναμενόμενα το ίδιο θα έπραττε και στην περίπτωση που είχε την άποψη ότι είχε παρατηρηθεί κατάχρηση της διαδικασίας. Κατά τη δική μου κρίση το Κακουργοδικείο αρνήθηκε μια τέτοια εξ υπαρχής εξέταση επειδή είχε εκδώσει ήδη απόφαση στις 7.2.25 και επειδή αυτή είχε τελεσιδικήσει αφού δεν είχε εφεσιβληθεί.

 

        Η ουσία λοιπόν έγκειται στο ότι η πορεία την οποία υιοθέτησε το Κακουργοδικείο αναπόφευκτα σημαίνει πως δεν είχε οποιαδήποτε σημασία οτιδήποτε ανέφερε η Υπεράσπιση όχι μόνο στις δύο μεταγενέστερες δικασίμους (25.2.25, 10.3.25) αλλά ακόμα και στην πρώτη δικάσιμο ενώπιον του Κακουργοδικείου (7.2.25). Με άλλα λόγια εάν το μόνο κρίσιμο είναι το κατά πόσον η απόφαση ημερ. 7.2.25 κατέστη τελεσίδικη τότε σημαίνει πως δεν είχε οποιαδήποτε σημασία η ίδια η επιφύλαξη δικαιώματος ένστασης. Με δεδομένο δε ότι υπήρχε συναίνεση στην κράτηση έπεται πως ούτε έφεση με προοπτική επιτυχίας θα μπορούσε να ασκηθεί, οπότε νομοτελειακά σε τέτοιες περιπτώσεις το όλο ζήτημα λήγει από την πρώτη δικάσιμο, ασχέτως του τι άλλο ανέφερε ο κατηγορούμενος και τι έγινε στη συνέχεια.

 

        Στην πραγματικότητα πρόκειται για κατάργηση της πρακτικής ή του δικαιώματος συναίνεσης στην κράτηση με επιφύλαξη έγερσης ένστασης στην επόμενη δικάσιμο. Ευκόλως γίνεται αντιληπτό πως από τούδε και στο εξής η επιφύλαξη του δικαιώματος ένστασης σε μεταγενέστερη δικάσιμο δεν θα είναι στις επιλογές των κατηγορουμένων δεδομένου ότι εάν λόγω χρόνου μέχρι την επόμενη δικάσιμο καθίσταται τελεσίδικη η προηγηθείσα απόφαση κράτησης, τότε αυτό θα συνιστά κώλυμα στην έγερση ένστασης (ακόμα και εάν κάθε φορά επεφύλασσαν το δικαίωμά τους να το πράξουν). Υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση Ζορπάς (ανωτέρω), ασχολούμενοι με το ζήτημα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, αλλά αντιστρόφως, (σε έφεση της Δημοκρατίας), είχαμε προβλέψει ένα τέτοιο σενάριο όπως αυτό στην παρούσα.

 

        Καταληκτικά και για ό,τι αξίζει, θα πρέπει να λεχθεί πως αιτιολογημένη απόφαση είχε εκδώσει και το παραπέμψαν Επαρχιακό Δικαστήριο ημερ. 14.11.24. Με την ίδια λογική, μέχρι την πρώτη εμφάνιση στο Κακουργοδικείο είχε και εκείνη τελεσιδικήσει, έστω και εάν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου η συνήγορος των Εφεσειόντων είχε πάλι συναινέσει στην κράτηση και είχε επιφυλάξει το δικαίωμά τους για ένσταση. Μάλιστα εκεί το είχε πράξει εντελώς ασύνδετα από κάποιο λόγο, ήτοι χωρίς συσχετισμό είτε με μελέτη είτε με οτιδήποτε άλλο («...θα επιφυλάξω δικαίωμα ένστασης ενώπιον του Κακουργοδικείου»). Έτσι, υπό κανονικές περιστάσεις, στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας, εάν δεν είχε σημασία η επιφύλαξη των Εφεσειόντων τότε σημαίνει ότι και στις 7.2.25 υπήρχε ήδη η τελεσίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 14.11.24 και λογικά δεν απαιτείτο από τότε η εκ νέου εξέταση από το Κακουργοδικείο, εκτός εάν υπήρχαν νέα ή διαφοροποιητικά στοιχεία.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους έχω την άποψη πως το Κακουργοδικείο εφόσον επέτρεψε την επιφύλαξη δικαιώματος κατά την πρώτη δικάσιμο (παρότι είχε τη θέση ότι θα μπορούσε να καταστεί τελεσίδικη η απόφασή του) ώφειλε στις 21.3.25 να εξετάσει εξ υπαρχής το ζήτημα κράτησης. Ο λόγος έφεσης 6 είναι βάσιμος κατά τη γνώμη μου. Θα προέκρινα την πορεία που ακολουθήθηκε στην Alnaser, Kalfat v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/2020 κ.ά., ημερ. 21.7.20 ήτοι την έκδοση διαταγής για επανεξέταση του αιτήματος κράτησης από το Κακουργοδικείο.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο